ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΤΑΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΩΝ
«Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;»
Ὁ Χριστός δέν κατέπαυσε τήν τρικυμία τῆς θάλασσας προκειμένου νά βοηθήσει τόν Πέτρο πού βυθιζόταν ἀπό ὀλιγοπιστία. Ἡ τρικυμία κατέπαυσε ὅταν εἰσῆλθε ὁ Κύριος στό πλοῖο, στήν καρδιά τῶν λογισμῶν.
Ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται ἀπό τούς λογισμούς πού τόν πολιορκοῦν. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς διαρκῶς κινεῖται ἀπό θέμα σέ θέμα καί ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς ἐπιτείνει τό πρόβλημα. Ὑπάρχει μία πολυδιάσπαση τοῦ νοῦ πού ἀπομακρύνεται ἀπό τόν προορισμό του καί τήν ἀνάπαυσή του, πού εἶναι ὁ Θεός. Σάν ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἔχασε τόν προσανατολισμό του καί στρέφεται στά κτίσματα ἀντί γιά τόν κτίστη. Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τόν ἑαυτό του, τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί τήν κτίση διεσπάσθη. Ἀναζητᾶ λύτρωση( δικαίωση) στό ἐγώ του, θέλει νά ἔχει ἐπιβολή στους ἄλλους ἀνθρώπους, κατάστρέφει τό οἰκολογικό περιβάλλον μέ σκοπό τό κέρδος. Στό τέλος εἶναι ὁ ἴδιος δυστυχισμένος, αὐτοκαταστροφικός, ἀνειρήνευτος.
Ἡ λἐξη ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τό «ἄνω θρώσκω»: εἶμαι στραμμένος πρός τά ἄνω. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Λαμβάνει τό εἶναι ἀπό Αὐτόν. Ἔχει, ὅμως, τό «κατ’εἰκόνα» τοῦ Δημιουργοῦ του, δηλαδή τό αὐτεξούσιο, καί ἡ ζωή του εἶναι μία προσπάθεια νά ἐπιτύχει τό «καθ’ὁμοίωσιν». Ἡ στροφή πρός τόν Θεό εἶναι ὁ «κατά φύσει» προσανατολισμός, ὁ ἀνθρωποκεντρισμός εἶναι ὁ «παρά φύσει», ἡ δέ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου καί ἡ Ἀνάσταση του ἐδώρησε στόν ἄνθρωπο τό θεωρούμενο ὡς «ὑπέρ φύσει», τήν κατά χάρη θέωση. Ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει στόν Θεό, οὔτε κἄν στόν ἑαυτό του: «οὐκ ἀνήκετε ἑαυτοῖς, ἠγοράσθητε τιμῆς». Ἑπειδή ἀπό τή σύλληψή του ἕως ὅτου ὁ νοῦς του ἀρχίσει νά ἀναπτύσεται κινεῖται κάτω ἀπό τήν τυρανία τῶν αἰσθήσεων καί τῶν κτισμάτων, βρίσκεται σέ βαβυλώνεια αἰχμαλώσία. Θά χρειασθεῖ προσευχή καί ἄσκηση καί τήν χάρη τῶν μυστηρίων γιά νά ἁγιασθεῖ καί νά πορευθεί πρός τόν Θεό. Τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς τότε καταπαύουν. Τό λογιστικό μέρος στρέφεται καί μελετᾶ τόν Θεό ἀντί νά ἀναπαύεται στό ἐγώ ἤ τούς ἀλλους ἀνθρώπους, τό θυμικό μέρος ἀντί νά μισεῖ καί νά ἀντιμάχεται τούς «ἄλλους» σάν ἐχθρούς ἀγαπᾶ καί τό ἐπιθυμητικό μέρος ἀντί γιά λογισμούς ἀνεδαφικούς καί αἰσχρούς ποθεῖ τόν Θεό. Γιά νά γίνει αὐτό πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά περάσει τό στάδιο τῆς κάθαρσης ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος στήν Ἐκκλησία ἀναγεννᾶται διά τοῦ βαπτίσματος, τρέφεται μέ τήν θεία Κοινωνία, αὐξάνει καί πλατύνεται ἀπό τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στήν σημερική εὐαγγελική περικοπή ὁ Πέτρος ἄρχισε νά βυθίζεται ὅταν ἔχασε τήν πίστη του στόν Κύριο, ἄν καί τόν καθοροῦσε περιπατοῦντα ἐπί τῶν ὑδάτων. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει στό νοῦ του ἕνα σὐμπλεγμα ἰδεῶν καί πεποιθήσεων καί συμπεριφέρεται σέ συνάρτηση μαζύ τους. Ὁ λογισμός τοῦ Πέτρου ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀδύνατο γιά ἄνθρωπο νά βαδίζει πάνω στά κύματα καί παρ’ὅτι ἔβλεπε τόν Κύριο δίπλα του βασίστηκε στόν λογισμό καί ἄρχισε νά βυθίζεται. Τό οἰκογενειακό περιβάλλον, τό ἐκπαιδευτικό σύστημα, ἡ κυρίαρχη κουλτούρα, ή προπαγάνδα τοῦ Ἀντιχρίστου προσφέρουν «ἀξίες» καί πρότυπα συμπεριφορᾶς καί εἶναι δύσκολο γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο νά μήν ἐπηρεασθεῖ. Βεβαίως ὑπάρχει καί ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά πολλές φορές εἶναι ἀδύναμη ἐπειδή καί αὐτή πολεμᾶται. Στό κόσμο συγκρούονται, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, δύο Πνεύματα: τό Πνεῦμα τοῦ Κόσμου καί τό Πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός μᾶς ἔχει προϊδεάσει: «Ἐάν ὁ κόσμος ἡμᾶς μισεῖ γινώσκετε ὅτι πρῶτον ἐμέ μεμίσηκεν. Ἀλλά θαρσεῖτε ἐγώ ἐνίκησα τόν κόσμον».
Εἶναι, λοιπόν, καταφανής ἡ ἀνάγκη τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης. Οἱ θλίψεις εἶναι τό ἀναγκαῖο μέσον προκειμένου νά καθαρθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά πάθη, πού εἶναι ἀσθένειες τῆς ψυχῆς. «Μήν πλανᾶσθε ἐν τῶ κόσμω θλίψεις ἔξετε». Ὁ πόνος τῆς ψυχῆς παύει μετά τήν καταστολή τοῦ πάθους. Τό ἀντικειμενικό πρόβλημα ἴσως νά μήν έξέλιπε ὅμως ἡ θεραπευμένη ψυχή χαίρει ἐκεῖ πού πρίν ἐστέναζε ἐπειδή τό μέρος αὐτό τῆς ψυχῆς χριστοποιήθηκε. Οἱ πόνοι τοῦ σώματος προειδοποιοῦν γιά κάποια ἀσθένεια. Μέ παρόμοιο τρόπο οἱ θλίψεις πληροφοροῦν γιά τήν ὕπαρξη παθῶν. Ὁ χριστοποιημένος ἄνθρωπος ἐχει χαρά σέ κάθε περίσταση γιατί τίποτε δέν τόν τρομάζει, ἐφόσον ὀ ἀρχηγός τῆς πίστης μας ἐπάτησε καί αὐτόν τόν θάνατο. Μόνο τήν ἁμαρτία φοβᾶται πού τόν χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ πνευματική ζωή εἶναι οὐσιαστικά διαχείρηση θλίψεων.
Εἶναι, λοιπόν, ἀναγκαῖο νά εἰσέλθει ὁ νοῦς στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας ὅπως ὁ Ἰησοῦς εἰσῆλθε στό πλοῖο καί κατέπαυσε ἡ τρικυμία. Αὐτό γίνεται κατ’ἐξοχήν μέ τήν μονολόγιστη προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ἡ ἐνασχόληση τοῦ νοῦ μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου θεραπεύει ὅλη τήν ψυχή, (νοῦ-θυμό-ἐπιθυμία) καί σώζει τόν ἄνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου