Ομιλία στο ευαγγέλιο της Ι΄ Κυριακής του Ματθαίου, του μακαριστού + Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
(Ματθ. ι7΄, 14-23)
Περιμένοντας τόν Κύριο
Ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία γιά νά πάρομε χάρη καί ἔλεος, δηλαδή γιά ἕνα ἀνώτερο πνευματικό σκοπό.
Ἐρχόμαστε καί παρακαλοῦμε τόν Κύριο. Καί παρακαλώντας «περιμένομε» νά λάβομε τήν χάρη καί τό ἔλεός Του.
Γιατί ξέρομε ὅτι ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, γιά λόγους πού ἐκεῖνος γνωρίζει, δέν μᾶς ἀπαντᾶ ποτέ ἀμέσως. Δέν μᾶς δίδει ἐκεῖνο πού ζητᾶμε, τότε πού ἐμεῖς τό θέλομε. Ἐκπληρώνει τά αἰτήματά μας, ὅταν μέ τήν σοφία Του καί μέ τήν καλωσύνη Του, κρίνει ὅτι εἶναι ὁ καταλληλότερος καιρός. Καί ἐμεῖς, μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, γύρω του, κοντά του, «περιμένομε». Τόν περιμένομε.
Δέν ὑπάρχει ὡραιότερη ἐκδήλωση, γιά τόν ἄνθρωπο ἀπό τό νά βρίσκεται κοντά στόν Χριστό καί συγχρόνως νά τόν «περιμένει». Νά περιμένει τήν εὐλογία Του, τήν χάρη Του, τήν προστασία Του, τήν καλωσύνη Του, τήν ἀμοιβή Του, τίς δωρεές Του..
Καί σ’ αὐτή τήν ζωή καί στήν ἀτελεύτητη Βασιλεία Του.
Εἴμαστε πιό προνομιοῦχοι
Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, μᾶς μιλᾶ καί γι’ αὐτό. Μᾶς παρουσιάζει στό κέντρο τόν Χριστό. Γύρω Του κόσμος πολύς. Ὅλοι περιμένουν. Τί εὐλογημένη κατάσταση.
Ὅπως τότε οἱ Ἰουδαῖοι, ἔτσι καί ἐμεῖς, γιά διαφορετικό λόγο ὁ καθένας, μέ διαφορετικό πόνο, μέ τήν δική του ἱκεσία ὁ καθένας, εἴμαστε σήμερα μέσα στό Ναό τοῦ Κυρίου· κοντά στόν Χριστό. Ἔστω ἄν δέν τόν βλέπομε σωματικά παρόντα ἀνάμεσά μας, ἀλλά μόνο νοερά:
-Μέσα ἀπό τήν εἰκόνα Του.
-Μέσα ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία -τό ἅγιο Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του- πού μᾶς προσφέρει «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον».
Μή μᾶς φανεῖ παράξενο. Εἴμαστε πιό προνομιοῦχοι ἀπό τούς τότε. Ἐκεῖνοι δέν τόν εἶχαν πιστεύσει Θεό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου. Ἐμεῖς, Τόν πιστεύομε. Ἔστω καί ἄν δέν εἴμαστε ἐντάξει ἀπέναντί Του.
Γιατί οὔτε τό σῶμα μας τό διατηροῦμε ὅπως πρέπει καθαρό, οὔτε στήν καρδιά μας τήν ἔχομε ὅσο πρέπει καλή, δηλαδή γεμάτη ἀγάπη. Οὔτε τό μυαλό καί τή σκέψη μας τά διατηροῦμε στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ, στήν δοξολογία Του, στήν ἀναζήτηση τοῦ Κυρίου καί τοῦ θελήματός Του. Ἀλλά ἀφήνομε τό μυαλό μας, νά ἀσχολεῖται μέ γελοιότητες καί λεπτομέρειες, πού δέν ἔχουν οὐσία καί διστάζομε νά ἀφιερώσομε ἔστω καί τόν ἐλάχιστο χρόνο, σ’ ἐκεῖνα πού εἶναι ἀλήθεια, ζωή, ἀνάσταση.
Ἀφύπνιση. Ὄχι προσβολή
Καί νά. Ἕνας πατέρας μέ τό ἄρρωστο παιδί του, πού εἶχε καταληφθεῖ ἀπό δαιμόνιο, πλησιάζει τόν Χριστό. Ζοῦσε μιά μόνιμη τραγωδία. Τό παιδί του, ἄλλοτε ἔπεφτε στή φωτιά, ἄλλοτε στό νερό. Ὅτι τύχαινε μπροστά του. Ὁ ταλαίπωρος πατέρας ἔτρεχε ἀσταμάτητα νά τό σώσει, νά τό προλάβει. Καί ζοῦσε μέ τήν ἀγωνία ἑνός θλιβεροῦ τέλους.
Μαζί λοιπόν μέ τούς ἀνθρώπους πού περίμεναν νά δοῦν καί νά ἀκούσουν τόν Χριστό, εἶναι καί ὁ πατέρας.
«Κύριε», τοῦ λέει, «ξέρεις πόση ὥρα εἶμαι ἐδῶ καί περιμένω. Τό παιδί μου, πότε πέφτει στή φωτιά καί πότε στό νερό. Δέν θέλησα νά σέ κουράσω καί τό πῆγα στούς μαθητές σου. Μά δέ μπόρεσαν νά κάνουν τίποτε. Μπορεῖς ἐσύ; Κάνε ἕνα καλό. Πονεμένος ἄνθρωπος εἶμαι».
Τοῦ λέει ὁ Χριστός:
«Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη».
Δέν μᾶς βρίζει ὁ Χριστός. Δέν μιλᾶ μέ κακία. Εἶναι πάντοτε γεμάτος καλωσύνη. Τά λόγια Του αὐτά εἶναι ἐγχείρηση, ἀφύπνιση.
• Ἐγχείρηση, γιά νά κοπεῖ ἀπό τήν καρδιά μας τό σάπιο. Καί νά γίνομε ὑγιεῖς.
• Ξυπνητῆρι, γιατί τήν ὥρα πού πρέπει νά γρηγοροῦμε καί νά περιμένομε τήν Βασιλεία Του πού ἔρχεται, ἐμεῖς κοιμόμαστε. Δέν ἐννοοῦμε σωματικά ἀλλά ψυχικά. Καί ὑπάρχει κίνδυνος νά παραδοθοῦμε στό αἰώνιο ὕπνο τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
«Γενεά ἄπιστη καί διεστραμμένη»... Ὅταν ποῦμε ἕναν ἄνθρωπο διεστραμμένο, τόν βρίζομε. Ἀλλά σκεφθήκαμε ποτέ τί εἶναι ἡ πιό φοβερή διαστροφή;
Ὅταν ἡ καρδιά μας, ἀντί γιά καλωσύνη, ἔχει κακία.
Καί μάλιστα, ὅταν δέν ἀγαπᾶμε αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν, τούς εὐεργέτες μας: πατέρα, μητέρα, ἀδέλφια...
Ὑπάρχει κάποιος πού μᾶς ἀγάπησε περισσότερο ἀπό τόν Χριστό;
Ἄν ἕνας ἄνθρωπος, δέν ξεχωρίζει τόν Κτίστη του καί Δημιουργό του, τόν Σωτήρα καί λυτρωτή του, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε γιά μᾶς καί ἔκανε τόσα γιά μᾶς, ἄραγε πῶς θά τόν χαρακτηρίσομε;
Ὑπάρχει χειρότερη διαστροφή, ἀπό τό νά μήν ἔχεις καρδιά νά ἀγαπήσεις τόν Χριστό; Καί θέληση καί ἀπόφαση νά κοπιάσεις γιά τόν Χριστό;
Λοιπόν; Μᾶς βρίζει ὁ Κύριος ὅταν μᾶς λέει ἄπιστους καί διεστραμμένους; Ἤ παίρνει τό νυστέρι γιά νά θεραπεύσει μέ τήν ἀγαθότητά Του τήν ψυχή μας, ἀπό φρονήματα πού ὁδηγοῦν στό θάνατο;
Γιατί δέν τά καταφέρνομε;
Ὁ Χριστός, θεράπευσε τό δαιμονιζόμενο...
Ὅσοι εἶδαν τό θαῦμα, πίστευσαν ὅτι εἶναι Θεός. Κύριος τοῦ κόσμου καί Σωτήρας. Φωτίστηκαν.
Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ θεολόγος: «Ἔκανε πολλά ὁ Χριστός. Γράψαμε λίγα. Ἀλλά αὐτά πού γράψαμε, τά γράψαμε γιά ἕνα λόγο. Νά τά βλέπετε νά καταλάβετε τό μεγαλεῖο, τήν δύναμι καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά πιστεύσετε· καί πιστεύοντας σ’ αὐτόν νά ἀποκτήσετε αἰώνιο ζωή».
Ρώτησαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τόν Χριστό: Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά κάνομε τίποτε;
-Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν. Τούς ἀπάντησε.
Δέν ἔχετε τήν πίστη πού πρέπει. Ἄν εἴχατε πίστη ἕνα κόκκο –ἕνα σπυράκι- σινάπεως θά λέγατε στό βουνό νά περιπατήσει καί θά τό ἔκανε.
Ἐρώτημα: Ἐμεῖς πτωχοί, ἁπλοῖ καί ἀδύνατοι ἄνθρωποι, ναί, μᾶς ταιριάζει νά χαρακτηριστοῦμε ἄπιστοι καί ὀλιγόπιστοι. Οἱ ἀπόστολοι ὅμως;
Μά αὐτοί, εἶχαν ἀκολουθήσει τόν Χριστό μέ ὅλη τους τήν καρδιά, ἐγκαταλείποντας τά πάντα. Ἦταν ἀκόμη ὀλιγόπιστοι;
Τί πρέπει δηλαδή νά κάνει κανείς γιά νά τόν θεωρήσει ὁ Χριστός πιστό;
Τό θέμα χρειάζεται ξεκαθάρισμα.
Κατ’ ἀρχήν νά θυμόμαστε, ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶπε στούς ἀποστόλους, «ἄν εἴχατε πίστη σάν ἕνα κόκκο ἄμμου», ἀλλά «ἄν εἴχατε πίστη, σάν ἕνα κόκκο ἀπό σινάπι». Ἕνα σποράκι δηλαδή.
Γιατί δέν εἶπε σάν ἕνα κόκκο ἄμμου;
Γιατί ὁ σπόρος, κρύβει μέσα του ζωή. Καί ἅμα τόν προσέξεις, δίνει καρπό. Τό χαλικάκι, ἡ ἄμμος, νεκρό εἶναι καί νεκρό μένει. Μᾶς λέγει ὁ Κύριος: Προσέξτε! Ἡ πίστη σας, νά εἶναι ζωντανή. Σάν τόν σπόρο. Τόν σκεπάζεις μέ λίγο χῶμα, τόν ποτίζεις καί φυτρώνει. Γίνεται βλαστάρι καί ἀνάλογα μέ τό πόσο τόν φροντίζεις κάνει καρπό. Πολύ καρπό. Τό ἕνα γίνεται τριάντα, ἑξῆντα, ἑκατό.
Τέστ πίστης
Λοιπόν; Ἔχομε πίστη; Πῶς θά τό ἐλέγξομε;
Ἡ πίστη εἶναι δύο εἰδῶν:
• Πρῶτα τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς καί,
• ἔπειτα ἡ δική μας πίστη πρός τόν Θεό.
Ὅταν ὁ Θεός ἔχει πίστη –ἐμπιστοσύνη- σέ μᾶς, κάνει θαύματα, ἀκούει τά λόγια μας.
Ὅταν ἐμεῖς ἔχομε πίστη στό Θεό, μελετᾶμε τόν λόγο Του, τόν τηροῦμε καί δίνομε πάντοτε πρώτη προτεραιότητα στό θέλημά Του.
Θέλεις νά δεῖς μέ ἕνα ἁπλό τέστ ἄν ἔχεις πίστη;
Ἀναρρωτήσου:
-Ὅταν ἀκούσω τήν καμπάνα, πηγαίνω πρόθυμα στήν Ἐκκλησία ἤ προτιμῶ τόν περίπατο.
-Εἶναι Παρασκευή. Ἔχω διάθεση νά νηστεύσω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ;
-Ἀφήνω τήν ἀνάπαυσή μου, γιά νά συμπαρασταθῶ στόν πονεμένο;
Εἶπε ὁ Χριστός: Μή τό ξεχνᾶτε, ὅτι τοῦτο τό γένος, δηλαδή οἱ δαίμονες, δέν ξεκολλᾶνε ἀπό τόν ἄνθρωπο παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία.
Ὑπάρχει χειρότερη ἀδικία γιά τόν ἑαυτό μας, ἀπό τό νά μή προσευχόμαστε καί νά μή νηστεύομε;
Εἶναι σάν νά λέμε στά δαιμόνια:
«Ἐλᾶτε. Ὁρμᾶτε πάνω μας».
Ποιός μᾶς φταίει; Μήπως δέν μᾶς προειδοποίησε ὁ Χριστός;
Ξέρεις νά «περιμένεις» σάν τόν Ἀβραάμ;
Ἄς ἐπανέλθομε στό πῶς «περιμένομε» τόν Χριστό.
Ἄς δοῦμε τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
Μιά πολύ παληά ἐποχή, πού ὁ κόσμος ἦταν σχεδόν στό σύνολό του χαλασμένος, διάλεξε ὁ Θεός ἕνα ἐκλεκτό δοῦλο Του, τόν Ἀβραάμ καί τοῦ εἶπε:
-Σήκω καί φῦγε ἀπό αὐτό τόν ἁμαρτωλό κόσμο καί πήγαινε ἐκεῖ πού θά σοῦ δείξω νά ζήσεις ἀλλιῶς· καθαρά. Καί νά ξέρεις ὅτι ἀπό ἕνα παιδί σου, ἀπόγονό σου, θά εὐλογηθεῖ ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
Ἦταν 80 χρονῶν ὁ Ἀβραάμ, τότε. Ἄτεκνος. Μέ τήν γυναίκα του Σάρρα στεῖρα. Καί ὁ Ἀβραάμ ἀρχίζει νά περιμένει. Πέρασαν δέκα χρόνια χωρίς ἀποτέλεσμα.
Ὁ Ἀβραάμ εἶναι πιά 90 χρονῶν γέρος. Τοῦ ξαναλέει ὁ Θεός:
-Μή φοβᾶσαι Ἀβραάμ. Οἱ ἀπόγονοί σου θά εἶναι σάν τήν ἄμμο στό χεῖλος τῆς θάλασσας. Σάν τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἑκατομμύρια.
-Μά πότε Κύριε, ἐγώ πεθαίνω ἄτεκνος.
Περνᾶνε ἀκόμη πάνω ἀπό 20 χρόνια. Ὁ Ἀβραάμ φτάνει τά ἑκατό. Καί ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Ἀβραάμ βλέπει τόν ἑαυτό του καί ἀναρρωτιέται:
«Εἶναι δυνατόν νά κάνω παιδί; Ἐγώ εἶμαι νεκρός. Ἀλλά τό εἶπε ὁ Θεός. Ἄν θέλει ὁ Θεός μέ ζωντανεύει».
Πραγματικά! Ἦλθε ἡ ὥρα, καί ὁ Θεός ζωντάνεψε τόν Ἀβραάμ καί τήν γερόντισσα Σάρρα, καί γέννησαν τόν Ἰσαάκ.
Περίμεναν 25 χρόνια. Δέν ξέχασαν τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Μά οὔτε ὁ Θεός ξέχασε. Ἔστειλε τήν εὐλογία Του καί ἐκπλήρωσε τήν ὑπόσχεσή Του.
Τί διδασκόμαστε;
-Εὐλογημένε, εἶναι δυνατόν νά δώσεις ἐντολές στό Θεό;
Ποιός εἶσαι σύ πού μέ τήν προσευχή σου, θά στείλεις τελεσίγραφο στό Θεό;
-Τώρα μοὖρθε. Τώρα τό θέλω!
Οὔτε τά πιό πεισματάρικα παιδιά δέν τό κάνουν στόν πατέρα τους.
Ἐπιτρέπεται ἐμεῖς, λογικοί ἄνθρωποι, νά ἔχομε τέτοια διάθεση; Ἄς λέμε στήν προσευχή μας:
«Πιστεύω Κύριε, ὅτι σύ εἶσαι Πατέρας μας. Δημιουργός μας. Εὐεργέτης μας. Ὅτι μᾶς ἀγαπᾶς, περισσότερο ἀπό ὅτι ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας. Ἄκουσε τήν ταπεινή μου προσευχή καί ὅποτε θέλεις, ἄν θέλεις, ἄν εἶναι γιά τό συμφέρον μου, κάνε ἐκεῖνο πού ξέρεις σάν φιλάνθρωπος Θεός».
«Περιμένεις» σάν τίς φρόνιμες παρθένες;
Ἄς προχωρήσομε λίγο ἀκόμη:
Ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων μιλᾶ γιά ἕνα γάμο. Τίνος; Τοῦ Χριστοῦ. Πότε θά γίνει; Στή Δευτέρα Παρουσία Του.
Τότε ὅλοι ἐμεῖς -σάν τίς παρθένες ἐκεῖνες- θά πᾶμε στό γάμο. Μέ τίς λαμπάδες μας, μέ τά γιορτινά ροῦχα μας, μέ τήν προετοιμασία μας. Πού συμβολίζουν τί;
Τά καλά μας ἔργα, τήν καλή μας καρδιά, τήν ἀγάπη μας, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μαζεύτηκαν οἱ δέκα παρθένες καί περίμεναν. Πόσο;
Ὅσο περιμένομε καί ἐμεῖς τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ.
Γιά μιά στιγμή κοιμήθηκαν ὅλες. Πού σημαίνει:
Ἄρχισαν νά ἀναρρωτιοῦνται:
-Θά ἔλθει ἡ δευτέρα Παρουσία; Δέν θά ἔλθει; Πότε θά ἔλθει; Νά περιμένομε, ἤ μποροῦμε νά ἀσχολιόμαστε καί μέ κάτι ἄλλο.
Οἱ πέντε φρόνιμες, οἱ μυαλωμένες, εἶπαν σάν τόν Ἀβραάμ:
-Τό εἶπε ὁ Θεός; Θά γίνει! Μπορεῖ νά μή γίνει; Ἐμεῖς, τί πρέπει νά κάνομε; «Μακάριος ὁ δοῦλος ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα». Λοιπόν. Τά μάτια ἀνοικτά.
Ὅπως λένε καί σήμερα οἱ πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ: «Ἔχετε τά μάτια σας ἀνοικτά ἀδελφοί.... Θά ἔλθει ἡ δευτέρα Παρουσία. Θά γίνει ἡ κρίση. Θά γίνει ἡ ἀνταπόδοση. Μήν ἀκοῦτε, αὐτούς πού λένε ἐξυπνάδες. Τόν Χριστό νά ἀκοῦτε πού εἶναι τό φῶς καί ἡ ἀλήθεια».
Καί αὐτές –οἱ φρόνιμες- παρθένες, πού εἶχαν καί θά ἔχουν τέτοια μυαλά, μέχρι τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν μεγάλη καί τήν πολυπόθητη πού θά ἔλθει ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς δώσει τήν Βασιλεία Του, θά ἑτοιμάζονται.
Καί ὅσο θά ἑτοιμάζονται, τόσο θά πλουτίζουν πνευματικά.
Τόσο θά μεγαλώνει ἡ ἀνταμοιβή τους.
Ναί δέν εἴμαστε σάν τόν Ἀβραάμ...
Φτωχοί εἴμαστε. Στό μυαλό, στήν πίστη, στήν καρδιά. Φτωχοί σέ ὅλα.
Ἀλλά ἔχομε ἕνα πάμπλουτο πατέρα. Πάμπλουτο σέ ἀγάπη. Πάμπλουτο σέ χάρη. Πάμπλουτο σέ προθυμία νά μᾶς πλουτήσει.
Ἄς τόν «περιμένομε» μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα! Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένες ὁμιλίες πού ἔγιναν στό Ἄνω Κοτσανόπουλο στίς 8/8/1999 καί στήν Ἄνω Σκαφιδωτή στίς 20/8/2006
(Ματθ. ι7΄, 14-23)
Περιμένοντας τόν Κύριο
Ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία γιά νά πάρομε χάρη καί ἔλεος, δηλαδή γιά ἕνα ἀνώτερο πνευματικό σκοπό.
Ἐρχόμαστε καί παρακαλοῦμε τόν Κύριο. Καί παρακαλώντας «περιμένομε» νά λάβομε τήν χάρη καί τό ἔλεός Του.
Γιατί ξέρομε ὅτι ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, γιά λόγους πού ἐκεῖνος γνωρίζει, δέν μᾶς ἀπαντᾶ ποτέ ἀμέσως. Δέν μᾶς δίδει ἐκεῖνο πού ζητᾶμε, τότε πού ἐμεῖς τό θέλομε. Ἐκπληρώνει τά αἰτήματά μας, ὅταν μέ τήν σοφία Του καί μέ τήν καλωσύνη Του, κρίνει ὅτι εἶναι ὁ καταλληλότερος καιρός. Καί ἐμεῖς, μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, γύρω του, κοντά του, «περιμένομε». Τόν περιμένομε.
Δέν ὑπάρχει ὡραιότερη ἐκδήλωση, γιά τόν ἄνθρωπο ἀπό τό νά βρίσκεται κοντά στόν Χριστό καί συγχρόνως νά τόν «περιμένει». Νά περιμένει τήν εὐλογία Του, τήν χάρη Του, τήν προστασία Του, τήν καλωσύνη Του, τήν ἀμοιβή Του, τίς δωρεές Του..
Καί σ’ αὐτή τήν ζωή καί στήν ἀτελεύτητη Βασιλεία Του.
Εἴμαστε πιό προνομιοῦχοι
Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, μᾶς μιλᾶ καί γι’ αὐτό. Μᾶς παρουσιάζει στό κέντρο τόν Χριστό. Γύρω Του κόσμος πολύς. Ὅλοι περιμένουν. Τί εὐλογημένη κατάσταση.
Ὅπως τότε οἱ Ἰουδαῖοι, ἔτσι καί ἐμεῖς, γιά διαφορετικό λόγο ὁ καθένας, μέ διαφορετικό πόνο, μέ τήν δική του ἱκεσία ὁ καθένας, εἴμαστε σήμερα μέσα στό Ναό τοῦ Κυρίου· κοντά στόν Χριστό. Ἔστω ἄν δέν τόν βλέπομε σωματικά παρόντα ἀνάμεσά μας, ἀλλά μόνο νοερά:
-Μέσα ἀπό τήν εἰκόνα Του.
-Μέσα ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία -τό ἅγιο Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του- πού μᾶς προσφέρει «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον».
Μή μᾶς φανεῖ παράξενο. Εἴμαστε πιό προνομιοῦχοι ἀπό τούς τότε. Ἐκεῖνοι δέν τόν εἶχαν πιστεύσει Θεό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου. Ἐμεῖς, Τόν πιστεύομε. Ἔστω καί ἄν δέν εἴμαστε ἐντάξει ἀπέναντί Του.
Γιατί οὔτε τό σῶμα μας τό διατηροῦμε ὅπως πρέπει καθαρό, οὔτε στήν καρδιά μας τήν ἔχομε ὅσο πρέπει καλή, δηλαδή γεμάτη ἀγάπη. Οὔτε τό μυαλό καί τή σκέψη μας τά διατηροῦμε στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ, στήν δοξολογία Του, στήν ἀναζήτηση τοῦ Κυρίου καί τοῦ θελήματός Του. Ἀλλά ἀφήνομε τό μυαλό μας, νά ἀσχολεῖται μέ γελοιότητες καί λεπτομέρειες, πού δέν ἔχουν οὐσία καί διστάζομε νά ἀφιερώσομε ἔστω καί τόν ἐλάχιστο χρόνο, σ’ ἐκεῖνα πού εἶναι ἀλήθεια, ζωή, ἀνάσταση.
Ἀφύπνιση. Ὄχι προσβολή
Καί νά. Ἕνας πατέρας μέ τό ἄρρωστο παιδί του, πού εἶχε καταληφθεῖ ἀπό δαιμόνιο, πλησιάζει τόν Χριστό. Ζοῦσε μιά μόνιμη τραγωδία. Τό παιδί του, ἄλλοτε ἔπεφτε στή φωτιά, ἄλλοτε στό νερό. Ὅτι τύχαινε μπροστά του. Ὁ ταλαίπωρος πατέρας ἔτρεχε ἀσταμάτητα νά τό σώσει, νά τό προλάβει. Καί ζοῦσε μέ τήν ἀγωνία ἑνός θλιβεροῦ τέλους.
Μαζί λοιπόν μέ τούς ἀνθρώπους πού περίμεναν νά δοῦν καί νά ἀκούσουν τόν Χριστό, εἶναι καί ὁ πατέρας.
«Κύριε», τοῦ λέει, «ξέρεις πόση ὥρα εἶμαι ἐδῶ καί περιμένω. Τό παιδί μου, πότε πέφτει στή φωτιά καί πότε στό νερό. Δέν θέλησα νά σέ κουράσω καί τό πῆγα στούς μαθητές σου. Μά δέ μπόρεσαν νά κάνουν τίποτε. Μπορεῖς ἐσύ; Κάνε ἕνα καλό. Πονεμένος ἄνθρωπος εἶμαι».
Τοῦ λέει ὁ Χριστός:
«Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη».
Δέν μᾶς βρίζει ὁ Χριστός. Δέν μιλᾶ μέ κακία. Εἶναι πάντοτε γεμάτος καλωσύνη. Τά λόγια Του αὐτά εἶναι ἐγχείρηση, ἀφύπνιση.
• Ἐγχείρηση, γιά νά κοπεῖ ἀπό τήν καρδιά μας τό σάπιο. Καί νά γίνομε ὑγιεῖς.
• Ξυπνητῆρι, γιατί τήν ὥρα πού πρέπει νά γρηγοροῦμε καί νά περιμένομε τήν Βασιλεία Του πού ἔρχεται, ἐμεῖς κοιμόμαστε. Δέν ἐννοοῦμε σωματικά ἀλλά ψυχικά. Καί ὑπάρχει κίνδυνος νά παραδοθοῦμε στό αἰώνιο ὕπνο τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
«Γενεά ἄπιστη καί διεστραμμένη»... Ὅταν ποῦμε ἕναν ἄνθρωπο διεστραμμένο, τόν βρίζομε. Ἀλλά σκεφθήκαμε ποτέ τί εἶναι ἡ πιό φοβερή διαστροφή;
Ὅταν ἡ καρδιά μας, ἀντί γιά καλωσύνη, ἔχει κακία.
Καί μάλιστα, ὅταν δέν ἀγαπᾶμε αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν, τούς εὐεργέτες μας: πατέρα, μητέρα, ἀδέλφια...
Ὑπάρχει κάποιος πού μᾶς ἀγάπησε περισσότερο ἀπό τόν Χριστό;
Ἄν ἕνας ἄνθρωπος, δέν ξεχωρίζει τόν Κτίστη του καί Δημιουργό του, τόν Σωτήρα καί λυτρωτή του, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε γιά μᾶς καί ἔκανε τόσα γιά μᾶς, ἄραγε πῶς θά τόν χαρακτηρίσομε;
Ὑπάρχει χειρότερη διαστροφή, ἀπό τό νά μήν ἔχεις καρδιά νά ἀγαπήσεις τόν Χριστό; Καί θέληση καί ἀπόφαση νά κοπιάσεις γιά τόν Χριστό;
Λοιπόν; Μᾶς βρίζει ὁ Κύριος ὅταν μᾶς λέει ἄπιστους καί διεστραμμένους; Ἤ παίρνει τό νυστέρι γιά νά θεραπεύσει μέ τήν ἀγαθότητά Του τήν ψυχή μας, ἀπό φρονήματα πού ὁδηγοῦν στό θάνατο;
Γιατί δέν τά καταφέρνομε;
Ὁ Χριστός, θεράπευσε τό δαιμονιζόμενο...
Ὅσοι εἶδαν τό θαῦμα, πίστευσαν ὅτι εἶναι Θεός. Κύριος τοῦ κόσμου καί Σωτήρας. Φωτίστηκαν.
Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ θεολόγος: «Ἔκανε πολλά ὁ Χριστός. Γράψαμε λίγα. Ἀλλά αὐτά πού γράψαμε, τά γράψαμε γιά ἕνα λόγο. Νά τά βλέπετε νά καταλάβετε τό μεγαλεῖο, τήν δύναμι καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά πιστεύσετε· καί πιστεύοντας σ’ αὐτόν νά ἀποκτήσετε αἰώνιο ζωή».
Ρώτησαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τόν Χριστό: Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά κάνομε τίποτε;
-Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν. Τούς ἀπάντησε.
Δέν ἔχετε τήν πίστη πού πρέπει. Ἄν εἴχατε πίστη ἕνα κόκκο –ἕνα σπυράκι- σινάπεως θά λέγατε στό βουνό νά περιπατήσει καί θά τό ἔκανε.
Ἐρώτημα: Ἐμεῖς πτωχοί, ἁπλοῖ καί ἀδύνατοι ἄνθρωποι, ναί, μᾶς ταιριάζει νά χαρακτηριστοῦμε ἄπιστοι καί ὀλιγόπιστοι. Οἱ ἀπόστολοι ὅμως;
Μά αὐτοί, εἶχαν ἀκολουθήσει τόν Χριστό μέ ὅλη τους τήν καρδιά, ἐγκαταλείποντας τά πάντα. Ἦταν ἀκόμη ὀλιγόπιστοι;
Τί πρέπει δηλαδή νά κάνει κανείς γιά νά τόν θεωρήσει ὁ Χριστός πιστό;
Τό θέμα χρειάζεται ξεκαθάρισμα.
Κατ’ ἀρχήν νά θυμόμαστε, ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶπε στούς ἀποστόλους, «ἄν εἴχατε πίστη σάν ἕνα κόκκο ἄμμου», ἀλλά «ἄν εἴχατε πίστη, σάν ἕνα κόκκο ἀπό σινάπι». Ἕνα σποράκι δηλαδή.
Γιατί δέν εἶπε σάν ἕνα κόκκο ἄμμου;
Γιατί ὁ σπόρος, κρύβει μέσα του ζωή. Καί ἅμα τόν προσέξεις, δίνει καρπό. Τό χαλικάκι, ἡ ἄμμος, νεκρό εἶναι καί νεκρό μένει. Μᾶς λέγει ὁ Κύριος: Προσέξτε! Ἡ πίστη σας, νά εἶναι ζωντανή. Σάν τόν σπόρο. Τόν σκεπάζεις μέ λίγο χῶμα, τόν ποτίζεις καί φυτρώνει. Γίνεται βλαστάρι καί ἀνάλογα μέ τό πόσο τόν φροντίζεις κάνει καρπό. Πολύ καρπό. Τό ἕνα γίνεται τριάντα, ἑξῆντα, ἑκατό.
Τέστ πίστης
Λοιπόν; Ἔχομε πίστη; Πῶς θά τό ἐλέγξομε;
Ἡ πίστη εἶναι δύο εἰδῶν:
• Πρῶτα τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς καί,
• ἔπειτα ἡ δική μας πίστη πρός τόν Θεό.
Ὅταν ὁ Θεός ἔχει πίστη –ἐμπιστοσύνη- σέ μᾶς, κάνει θαύματα, ἀκούει τά λόγια μας.
Ὅταν ἐμεῖς ἔχομε πίστη στό Θεό, μελετᾶμε τόν λόγο Του, τόν τηροῦμε καί δίνομε πάντοτε πρώτη προτεραιότητα στό θέλημά Του.
Θέλεις νά δεῖς μέ ἕνα ἁπλό τέστ ἄν ἔχεις πίστη;
Ἀναρρωτήσου:
-Ὅταν ἀκούσω τήν καμπάνα, πηγαίνω πρόθυμα στήν Ἐκκλησία ἤ προτιμῶ τόν περίπατο.
-Εἶναι Παρασκευή. Ἔχω διάθεση νά νηστεύσω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ;
-Ἀφήνω τήν ἀνάπαυσή μου, γιά νά συμπαρασταθῶ στόν πονεμένο;
Εἶπε ὁ Χριστός: Μή τό ξεχνᾶτε, ὅτι τοῦτο τό γένος, δηλαδή οἱ δαίμονες, δέν ξεκολλᾶνε ἀπό τόν ἄνθρωπο παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία.
Ὑπάρχει χειρότερη ἀδικία γιά τόν ἑαυτό μας, ἀπό τό νά μή προσευχόμαστε καί νά μή νηστεύομε;
Εἶναι σάν νά λέμε στά δαιμόνια:
«Ἐλᾶτε. Ὁρμᾶτε πάνω μας».
Ποιός μᾶς φταίει; Μήπως δέν μᾶς προειδοποίησε ὁ Χριστός;
Ξέρεις νά «περιμένεις» σάν τόν Ἀβραάμ;
Ἄς ἐπανέλθομε στό πῶς «περιμένομε» τόν Χριστό.
Ἄς δοῦμε τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
Μιά πολύ παληά ἐποχή, πού ὁ κόσμος ἦταν σχεδόν στό σύνολό του χαλασμένος, διάλεξε ὁ Θεός ἕνα ἐκλεκτό δοῦλο Του, τόν Ἀβραάμ καί τοῦ εἶπε:
-Σήκω καί φῦγε ἀπό αὐτό τόν ἁμαρτωλό κόσμο καί πήγαινε ἐκεῖ πού θά σοῦ δείξω νά ζήσεις ἀλλιῶς· καθαρά. Καί νά ξέρεις ὅτι ἀπό ἕνα παιδί σου, ἀπόγονό σου, θά εὐλογηθεῖ ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
Ἦταν 80 χρονῶν ὁ Ἀβραάμ, τότε. Ἄτεκνος. Μέ τήν γυναίκα του Σάρρα στεῖρα. Καί ὁ Ἀβραάμ ἀρχίζει νά περιμένει. Πέρασαν δέκα χρόνια χωρίς ἀποτέλεσμα.
Ὁ Ἀβραάμ εἶναι πιά 90 χρονῶν γέρος. Τοῦ ξαναλέει ὁ Θεός:
-Μή φοβᾶσαι Ἀβραάμ. Οἱ ἀπόγονοί σου θά εἶναι σάν τήν ἄμμο στό χεῖλος τῆς θάλασσας. Σάν τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἑκατομμύρια.
-Μά πότε Κύριε, ἐγώ πεθαίνω ἄτεκνος.
Περνᾶνε ἀκόμη πάνω ἀπό 20 χρόνια. Ὁ Ἀβραάμ φτάνει τά ἑκατό. Καί ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Ἀβραάμ βλέπει τόν ἑαυτό του καί ἀναρρωτιέται:
«Εἶναι δυνατόν νά κάνω παιδί; Ἐγώ εἶμαι νεκρός. Ἀλλά τό εἶπε ὁ Θεός. Ἄν θέλει ὁ Θεός μέ ζωντανεύει».
Πραγματικά! Ἦλθε ἡ ὥρα, καί ὁ Θεός ζωντάνεψε τόν Ἀβραάμ καί τήν γερόντισσα Σάρρα, καί γέννησαν τόν Ἰσαάκ.
Περίμεναν 25 χρόνια. Δέν ξέχασαν τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Μά οὔτε ὁ Θεός ξέχασε. Ἔστειλε τήν εὐλογία Του καί ἐκπλήρωσε τήν ὑπόσχεσή Του.
Τί διδασκόμαστε;
-Εὐλογημένε, εἶναι δυνατόν νά δώσεις ἐντολές στό Θεό;
Ποιός εἶσαι σύ πού μέ τήν προσευχή σου, θά στείλεις τελεσίγραφο στό Θεό;
-Τώρα μοὖρθε. Τώρα τό θέλω!
Οὔτε τά πιό πεισματάρικα παιδιά δέν τό κάνουν στόν πατέρα τους.
Ἐπιτρέπεται ἐμεῖς, λογικοί ἄνθρωποι, νά ἔχομε τέτοια διάθεση; Ἄς λέμε στήν προσευχή μας:
«Πιστεύω Κύριε, ὅτι σύ εἶσαι Πατέρας μας. Δημιουργός μας. Εὐεργέτης μας. Ὅτι μᾶς ἀγαπᾶς, περισσότερο ἀπό ὅτι ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας. Ἄκουσε τήν ταπεινή μου προσευχή καί ὅποτε θέλεις, ἄν θέλεις, ἄν εἶναι γιά τό συμφέρον μου, κάνε ἐκεῖνο πού ξέρεις σάν φιλάνθρωπος Θεός».
«Περιμένεις» σάν τίς φρόνιμες παρθένες;
Ἄς προχωρήσομε λίγο ἀκόμη:
Ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων μιλᾶ γιά ἕνα γάμο. Τίνος; Τοῦ Χριστοῦ. Πότε θά γίνει; Στή Δευτέρα Παρουσία Του.
Τότε ὅλοι ἐμεῖς -σάν τίς παρθένες ἐκεῖνες- θά πᾶμε στό γάμο. Μέ τίς λαμπάδες μας, μέ τά γιορτινά ροῦχα μας, μέ τήν προετοιμασία μας. Πού συμβολίζουν τί;
Τά καλά μας ἔργα, τήν καλή μας καρδιά, τήν ἀγάπη μας, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μαζεύτηκαν οἱ δέκα παρθένες καί περίμεναν. Πόσο;
Ὅσο περιμένομε καί ἐμεῖς τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ.
Γιά μιά στιγμή κοιμήθηκαν ὅλες. Πού σημαίνει:
Ἄρχισαν νά ἀναρρωτιοῦνται:
-Θά ἔλθει ἡ δευτέρα Παρουσία; Δέν θά ἔλθει; Πότε θά ἔλθει; Νά περιμένομε, ἤ μποροῦμε νά ἀσχολιόμαστε καί μέ κάτι ἄλλο.
Οἱ πέντε φρόνιμες, οἱ μυαλωμένες, εἶπαν σάν τόν Ἀβραάμ:
-Τό εἶπε ὁ Θεός; Θά γίνει! Μπορεῖ νά μή γίνει; Ἐμεῖς, τί πρέπει νά κάνομε; «Μακάριος ὁ δοῦλος ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα». Λοιπόν. Τά μάτια ἀνοικτά.
Ὅπως λένε καί σήμερα οἱ πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ: «Ἔχετε τά μάτια σας ἀνοικτά ἀδελφοί.... Θά ἔλθει ἡ δευτέρα Παρουσία. Θά γίνει ἡ κρίση. Θά γίνει ἡ ἀνταπόδοση. Μήν ἀκοῦτε, αὐτούς πού λένε ἐξυπνάδες. Τόν Χριστό νά ἀκοῦτε πού εἶναι τό φῶς καί ἡ ἀλήθεια».
Καί αὐτές –οἱ φρόνιμες- παρθένες, πού εἶχαν καί θά ἔχουν τέτοια μυαλά, μέχρι τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν μεγάλη καί τήν πολυπόθητη πού θά ἔλθει ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς δώσει τήν Βασιλεία Του, θά ἑτοιμάζονται.
Καί ὅσο θά ἑτοιμάζονται, τόσο θά πλουτίζουν πνευματικά.
Τόσο θά μεγαλώνει ἡ ἀνταμοιβή τους.
Ναί δέν εἴμαστε σάν τόν Ἀβραάμ...
Φτωχοί εἴμαστε. Στό μυαλό, στήν πίστη, στήν καρδιά. Φτωχοί σέ ὅλα.
Ἀλλά ἔχομε ἕνα πάμπλουτο πατέρα. Πάμπλουτο σέ ἀγάπη. Πάμπλουτο σέ χάρη. Πάμπλουτο σέ προθυμία νά μᾶς πλουτήσει.
Ἄς τόν «περιμένομε» μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα! Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένες ὁμιλίες πού ἔγιναν στό Ἄνω Κοτσανόπουλο στίς 8/8/1999 καί στήν Ἄνω Σκαφιδωτή στίς 20/8/2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου