ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μθ. 14, 14-22)
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Κύριος, ὁ πλούσιος δεσπότης, ἡ πηγὴ τῆς φιλανθρωπίας, θαυματουργεῖ καὶ χορταίνει τροφῆς τὶς χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν ἀκολούθησαν «εἰς ἔρημον τόπον» γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του καὶ νὰ θεραπευθοῦν.
Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὅτι, ἀφοῦ ἀνέβλεψε ὁ Κύριος εἰς τὸν οὐρανό, εὐλόγησε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς ἔδωσε στοὺς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι τοὺς μοίρασαν στὸ πλῆθος. Καὶ ὢ τοῦ παραδόξου, οἱ πέντε ἄρτοι ἐπάρκεσαν γιὰ ὅλους. Καὶ ἐπάρκεσαν διότι πολλαπλασιάστηκαν μὲ ἕνα ὑπὲρ φύσιν τρόπο. Δὲν μεσολάβησε γι’ αὐτὸ ὁ ἱδρῶτας καὶ ὁ κόπος τοῦ γεωργοῦ, ἡ καλλιέργεια τοῦ χωραφιοῦ, ἡ καταβολὴ τοῦ σπόρου στὴ γῆ, ἡ βροχόπτωση, ὁ θερισμός, ἡ τέχνη τῆς ἀρτοποιίας. Ὅλα τοῦτα καταστάθηκαν περιττὰ χάρη στὸ δεσποτικὸ ἄγγιγμα τοῦ Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς.
Οἱ εὐλογημένοι ἄρτοι μοιράσθηκαν στὸ πλῆθος, τὸ ὁποῖο ἔφαγε καὶ χόρτασε. Περίσσεψε μάλιστα τόσο ψωμί, ὥστε γέμισαν μὲ αὐτὸ δώδεκα κοφίνια. Τοῦτο θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς μία ἰδιότυπη παιδαγωγία πρὸς τοὺς δώδεκα μαθητές, οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὸ ὅτι ζοῦσαν πλησίον τοῦ Κυρίου καὶ ἔβλεπαν τὶς θαυματουργίες του, ἡ καρδία τους, ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, ἦταν ἀκόμα «πεπωρωμένη» καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν βαθύτερα τὰ πράγματα. Ἔτσι, λοιπόν, τὰ δώδεκα κοφίνια ἦταν ἰσάριθμα τῶν Ἀποστόλων, ὥστε σὲ κάθε ἕνα τους νὰ ἀντιστοιχεῖ καὶ ἕνα ἀπὸ αὐτά. Ἔχοντας οἱ Ἀπόστολοι τὰ περισσεύματα καὶ χρησιμοποιῶντας τα γιὰ τροφὴ θὰ ἐμνημόνευαν τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς καὶ θὰ ὁμολογοῦσαν τὴν ἰσχὺ τοῦ Κυρίου.
Βέβαια τὸ θαῦμα δὲν ἀπευθυνόταν μόνο στοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ σὲ ἅπαντες τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ τοὺς διδάξει ποῖος μεριμνᾶ γιὰ τὰ σύμπαντα καὶ ποῖος πραγματικὰ χορηγεῖ τροφή «πάσῃ σαρκί». Ἐπιπλέον, τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων δὲν ἔγινε μόνο τότε, κατὰ πῶς περιγράφεται ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστές, ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνεται κάθε φορὰ ποὺ ὁ δεσπότης Χριστὸς κρίνει ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη. Ἔτσι ἀκριβῶς ἔγινε καὶ στὴν ταπεινὴ καλύβη ἑνὸς ἁγίου γέροντα, ὁ ὁποῖος ἔμενε μὲ τὸν ὑποτακτικό του ὄχι πολὺ μακρυὰ ἀπὸ ἕνα χωριό.
Κάποτε, λοιπόν, ἔπεσε στὸν τόπο ἐκεῖνο πεῖνα καὶ ὁ φτωχὸς κόσμος βρέθηκε σὲ μεγάλη ἀνάγκη. Μέσα στὴν ἀπελπισία τους πήγαιναν καὶ κτυποῦσαν τὴν πόρτα τοῦ γέροντα ἀσκητῆ, ὁ ὁποῖος καθὸ ἐλεήμων ἔδινε μὲ τὴν καρδία του ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Ὁ ὑποτακτικός του, ὅμως, ποὺ ἔβλεπε τὸ ψωμί τους νὰ λιγοστεύει, εἶπε μία μέρα στὸν γέροντα:
-Ἀββᾶ, δὲν μοῦ ξεχωρίζεις τὰ ψωμιὰ ποὺ μοῦ ἀναλογοῦν, καὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα μοίραζε ἀπὸ τὰ δικά σου ἐλεημοσύνη; Ἔτσι ὅπως πᾶμε, γρήγορα θὰ πεινάσουμε καὶ οἱ δύο!
Ὁ ἀγαθὸς γέροντας ἄνευ γογγυσμοῦ χώρισε τὰ ψωμιὰ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, καὶ ἐξακολούθησε νὰ δίνει ἀπὸ τὰ δικά του στοὺς φτωχούς. Ὁ Θεός, ὅμως, ποὺ εἶδε τὴν καλή του προαίρεση, τὰ εὐλόγησε, καὶ ὅσο ἐκεῖνος ἔδινε, τόσο αὐτὰ πληθύνονταν. Ὁ ὑποτακτικὸς στὸ μεταξὺ ἔφαγε τὰ δικά του. Ὅταν πιὰ δὲν τοῦ ἔμειναν παρὰ δύο μόνο ψωμιά, πῆγε στὸν γέροντά του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τρῶνε πάλι μαζί. Ἐκεῖνος δέχθηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ αἴτημα τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Τώρα, ὅμως, εἶχαν αὐξηθεῖ καὶ οἱ ζητιάνοι, καὶ ὁ ὑποτακτικὸς ἄρχισε ξανὰ νὰ δυσανασχετεῖ. Ὅταν κάποτε κτύπησε τὴν πόρτα τους ἕνας φτωχός, ζητῶντας ψωμὶ γιὰ τὴν οἰκογένειά του, ὁ ὑποτακτικὸς κατσούφιασε.
-Δῶσε του ἕνα καρβέλι, πρόσταξε ὁ Γέροντας, ποὺ ἔκανε πὼς δὲν εἶδε τὸν μορφασμό του.
-Μοῦ φαίνεται γέροντα πὼς δὲν ἔχουμε πιὰ οὔτε ἐμεῖς νὰ φᾶμε, εἶπε φωναχτὰ ὁ ὑποτακτικός, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει καὶ ὁ φτωχός.
-Πήγαινε καὶ ψᾶξε καλά, πρόσταξε ὁ Γέροντας.
Σηκώθηκε ἐκεῖνος ἀπρόθυμα νὰ πάει στὸ κελάρι. Μὰ τρόμαξε ν’ ἀνοίξει τὴν πόρτα. Τὸ βρῆκε γεμάτο ὡς ἐπάνω ἀπὸ καλοψημένα φρέσκα καρβέλια! Τότε ἔτρεξε στὸν γέροντά του καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητῶντας συγχώρεση γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία καὶ τὴ σκληροκαρδία του.
-Παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος γέροντας, ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς πιστοὺς δούλους του. Ὅπως παλιὰ χόρτασε τοὺς πεντακισχιλίους μὲ θαυματουργὸ τρόπο, ἔτσι καὶ τώρα ἐνεργεῖ καὶ μᾶς προσφέρει τὸ ἀρκετό μας, φτάνει ἐμεῖς νὰ μένουμε πιστοὶ στὶς ἐντολές του, καὶ νὰ ἐπιδεικνύουμε ἔμπρακτη φιλανθρωπία πρὸς ὅλους ὅσοι ἔχουν ὁποιαδήποτε ἀνάγκη, ὑλικὴ ἢ πνευματική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου