ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

(Α΄ Κορ. 4, 9-16)

Στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς παρακαλεῖ νὰ τὸν μι­μη­θοῦ­με, λέ­γον­τας: «παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μι­μη­ταί μου γί­νε­σθε». Ἡ μί­μη­ση αὐ­τὴ ἀ­φο­ρᾶ στὴ δι­α­κο­νί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ τὴν πί­στη πρὸς τὸν Χρι­στό. Εἶ­ναι γνω­στὸ ὅ­τι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πὸ σκλη­ρὸς δι­ώ­κτης τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ με­τα­στρά­φη­κε θαυματουργικὰ στὴν πί­στη καὶ ἐ­πέ­δει­ξε ἀ­πα­ρά­μιλ­λο ζῆ­λο στὴ δι­α­κο­νί­α τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἔ­κτο­τε τὸ πα­ρά­δειγ­μά του καὶ ἡ βι­ω­τή του ἀ­πο­τε­λοῦν παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ ὅ­λους μας. Ὅ­ταν συ­νε­πῶς νο­μί­ζου­με ὅ­τι εἴ­μα­στε κα­λοὶ Χρι­στια­νοὶ καὶ πι­στοὶ τη­ρη­τὲς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θε­οῦ, ἂς συγ­κρί­νου­με τὴ ζω­ή μας μὲ αὐ­τὴ τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου.


Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­τρέ­πει τοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ τὸν μι­μη­θοῦν, πε­ρι­γρά­φον­τας ὅ­μως πρῶ­τα τὴ δι­κή του βι­ω­τὴ καὶ τοὺς δι­κούς του ἀ­γῶ­νες. Ἔ­τσι λέ­ει ὅ­τι ἐ­κλαμ­βά­νε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους ὡς σκου­πί­δι καὶ ἀ­πό­βρα­σμα τῆς κοι­νω­νί­ας, ὅ­τι ἐμ­παί­ζε­ται γιὰ τὴν πί­στη του στὸν Χρι­στό, ὅ­τι συ­κο­φαν­τεῖ­ται καὶ λοι­δο­ρεῖ­ται. Λέ­ει ἀ­κό­μα ὅ­τι εἶ­ναι μω­ρὸς γιὰ χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­δύ­να­τος καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος στὰ μά­τια τοῦ κό­σμου. Ὑ­πο­φέ­ρει καὶ στε­ρεῖ­ται, πει­νᾶ καὶ δι­ψᾶ, πε­ρι­βάλ­λε­ται μὲ κου­ρέ­λια καὶ γυ­ρί­ζει ἀ­πὸ τό­που εἰς τό­πον, ἄ­στε­γος καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς κα­θὼς πρέ­πει ἀν­θρώ­πους τοῦ κό­σμου.

Γιὰ ὅ­λα τοῦ­τα δὲν πα­ρα­πο­νι­έ­ται οὔ­τε μεμ­ψι­μοι­ρεῖ. Ἀντ᾽ αὐ­τοῦ θε­ω­ρεῖ ὅ­τι μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ γί­νε­ται ἀ­λη­θι­νὸς δι­ά­κο­νος τοῦ Χρι­στοῦ, δηλαδὴ ἀ­λη­θι­νὸς μα­θη­τὴς τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ καυ­χᾶ­ται γιὰ τοὺς κό­πους του, λέ­γον­τας ὅ­τι γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ τὸν ἔ­δει­ραν ἄ­γρι­α πολ­λὲς φο­ρές, φυ­λα­κί­στη­κε καὶ βρέ­θη­κε στὸ κα­τώ­φλι τοῦ θα­νά­του. Πέν­τε φο­ρὲς μα­στι­γώ­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς ὁ­μο­ε­θνεῖς του Ἰ­ου­δαί­ους, τρεῖς φο­ρὲς τι­μω­ρή­θη­κε μὲ ρα­βδι­σμούς, μί­α φο­ρὰ λι­θο­βο­λή­θη­κε, τρεῖς φο­ρὲς ναυ­ά­γη­σε καὶ ἔ­μει­νε πα­λεύ­ον­τας μὲ τὰ κύ­μα­τα τῆς θά­λασ­σας γιὰ ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο ἡ­με­ρο­νύ­κτι­ο.

Ἐ­πι­πλέ­ον, κη­ρύτ­τον­τας τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, ἔ­κα­νε κο­πια­στι­κὲς ὁ­δοι­πο­ρί­ες, κιν­δύ­νε­ψε ἀ­πὸ λη­στές, κιν­δύ­νε­ψε ἀ­πὸ τοὺς ὁ­μο­ε­θνεῖς του Ἰ­ου­δαί­ους, κιν­δύ­νε­ψε καὶ ἀ­πὸ τοὺς ἐ­θνι­κούς, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ ὅ­σους ὑ­πο­κρί­νον­ταν ὅ­τι ἦ­ταν Χρι­στια­νοί. Τοὺς κιν­δύ­νους τοὺς ἀν­τι­με­τώ­πι­σε στὶς πό­λεις, στὶς ἐ­ρη­μιὲς καὶ στὴ θά­λασ­σα. Ὅ­λες τοῦ­τες οἱ ἀ­κραῖ­ες κα­τα­στά­σεις ἦ­ταν πα­ράλ­λη­λες μὲ τὴ μέ­ρι­μνα καὶ τὴν ἀ­νύ­στα­κτο φρον­τί­δα, ποὺ ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἐ­πι­δεί­κνυ­ε, γιὰ ὅ­λες τὶς Ἐκ­κλη­σί­ες. Μέ­σα στὰ βά­σα­νά του, στοὺς κό­πους καὶ τὶς πι­έ­σεις ποὺ δε­χό­ταν ἀ­πὸ παν­τοῦ, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος εἶ­χε τὴν εὐ­ρύ­τη­τα καρ­δί­ας καὶ ἀ­γα­ποῦ­σε τοὺς ὑ­πό­λοι­πους Χρι­στια­νούς, σὲ τέ­τοιο μά­λι­στα βαθ­μό, ὥ­στε νὰ συμ­πά­σχει μα­ζί τους: «τίς ἀ­σθε­νεῖ, καὶ οὐκ ἀ­σθε­νῶ;», ἔγραφε, «τίς σκαν­δα­λί­ζε­ται, καὶ οὐκ ἐ­γὼ πυ­ροῦ­μαι;».

Αὐ­τὴ ἡ ἐν­δει­κτι­κὴ σκι­α­γρά­φη­ση τῆς βι­ω­τῆς τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ἀ­πο­δει­κνύ­ει τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Χρι­στι­α­νι­σμό. Μπο­ροῦ­με ἐ­μεῖς νὰ κα­θρε­φτί­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας στὴ γνη­σι­ό­τη­τα τῆς χρι­στια­νι­κῆς ζω­ῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου; Ὅ­ταν μᾶς κα­λεῖ ὁ Ἀ­πό­στο­λος νὰ τὸν μι­μη­θοῦ­με, δὲν μᾶς ζη­τά­ει μί­α χλι­α­ρὴ ἀν­τα­πό­κρι­ση στὴν κλή­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λὰ τὴν ὁ­λό­ψυ­χη στρο­φὴ πρὸς τὸν Θε­ό. Δηλαδὴ τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν του. Καὶ οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ δὲν εἶ­ναι κα­λο­πέ­ρα­ση, ἀλ­λὰ ἀ­γώ­νας, κα­τὰ τῶν πα­θῶν μας. Συ­νε­πῶς, ἂς ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με ἐ­ὰν εἴ­μα­στε πραγ­μα­τι­κοὶ Χρι­στια­νοί. Τί δώ­σα­με μέ­χρι τώ­ρα γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ; Τί στε­ρη­θή­κα­με; Τί πά­θα­με ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ὁ­μο­λο­γῶν­τας τὴν πί­στη μας; Ἢ μή­πως δὲν τὴν ὁ­μο­λο­γοῦ­με κα­θό­λου; Μή­πως θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἡ πί­στη στὸν Χρι­στὸ εἶ­ναι ἁ­πλὴ θε­ω­ρί­α, τὴν ὁ­ποί­α μπο­ροῦ­με νὰ τὴν ζοῦ­με ἄ­νευ κό­που καὶ προ­σφο­ρᾶς πρὸς τοὺς ἄλ­λους; Ἤ, ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα, νομίζουμε πὼς ἐ­ὰν τὴν ὁ­μο­λο­γή­σου­με θὰ σκαν­δα­λί­σου­με τοὺς ἀν­θρώ­πους τοῦ κό­σμου;

Ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νέ­φε­ρε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, οἱ διω­γμοί, οἱ κό­ποι, οἱ στε­ρή­σεις καὶ οἱ ἀ­γῶ­νες, ἔ­χουν ὡς βά­ση τὴν τα­πεί­νω­ση. Ἐ­μεῖς, ἐ­φό­σον ἀ­δυ­να­τοῦ­με νὰ φτά­σου­με στὸ δι­κό του ὕ­ψος ἀ­γά­πης καὶ προ­σφο­ρᾶς πρὸς τὸν Χρι­στό, ἂς ἐ­πι­λέ­ξου­με του­λά­χι­στον τὴν τα­πεί­νω­ση καὶ τὴν αὐτομεμψία, ὥ­στε νὰ ἑλ­κύ­σου­με τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου