ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
(Α΄ Κορ. 4, 9-16)
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρακαλεῖ νὰ τὸν μιμηθοῦμε, λέγοντας: «παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε». Ἡ μίμηση αὐτὴ ἀφορᾶ στὴ διακονία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν πίστη πρὸς τὸν Χριστό. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ σκληρὸς διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ μεταστράφηκε θαυματουργικὰ στὴν πίστη καὶ ἐπέδειξε ἀπαράμιλλο ζῆλο στὴ διακονία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἔκτοτε τὸ παράδειγμά του καὶ ἡ βιωτή του ἀποτελοῦν παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ ὅλους μας. Ὅταν συνεπῶς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε καλοὶ Χριστιανοὶ καὶ πιστοὶ τηρητὲς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἂς συγκρίνουμε τὴ ζωή μας μὲ αὐτὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τὸν μιμηθοῦν, περιγράφοντας ὅμως πρῶτα τὴ δική του βιωτὴ καὶ τοὺς δικούς του ἀγῶνες. Ἔτσι λέει ὅτι ἐκλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὡς σκουπίδι καὶ ἀπόβρασμα τῆς κοινωνίας, ὅτι ἐμπαίζεται γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ὅτι συκοφαντεῖται καὶ λοιδορεῖται. Λέει ἀκόμα ὅτι εἶναι μωρὸς γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἀδύνατος καὶ περιφρονημένος στὰ μάτια τοῦ κόσμου. Ὑποφέρει καὶ στερεῖται, πεινᾶ καὶ διψᾶ, περιβάλλεται μὲ κουρέλια καὶ γυρίζει ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἄστεγος καὶ περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς καθὼς πρέπει ἀνθρώπους τοῦ κόσμου.
Γιὰ ὅλα τοῦτα δὲν παραπονιέται οὔτε μεμψιμοιρεῖ. Ἀντ᾽ αὐτοῦ θεωρεῖ ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνεται ἀληθινὸς διάκονος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀληθινὸς μαθητὴς τοῦ Ἐσταυρωμένου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ καυχᾶται γιὰ τοὺς κόπους του, λέγοντας ὅτι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸν ἔδειραν ἄγρια πολλὲς φορές, φυλακίστηκε καὶ βρέθηκε στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου. Πέντε φορὲς μαστιγώθηκε ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς του Ἰουδαίους, τρεῖς φορὲς τιμωρήθηκε μὲ ραβδισμούς, μία φορὰ λιθοβολήθηκε, τρεῖς φορὲς ναυάγησε καὶ ἔμεινε παλεύοντας μὲ τὰ κύματα τῆς θάλασσας γιὰ ἕνα ὁλόκληρο ἡμερονύκτιο.
Ἐπιπλέον, κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο, ἔκανε κοπιαστικὲς ὁδοιπορίες, κινδύνεψε ἀπὸ ληστές, κινδύνεψε ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς του Ἰουδαίους, κινδύνεψε καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσους ὑποκρίνονταν ὅτι ἦταν Χριστιανοί. Τοὺς κινδύνους τοὺς ἀντιμετώπισε στὶς πόλεις, στὶς ἐρημιὲς καὶ στὴ θάλασσα. Ὅλες τοῦτες οἱ ἀκραῖες καταστάσεις ἦταν παράλληλες μὲ τὴ μέριμνα καὶ τὴν ἀνύστακτο φροντίδα, ποὺ ὁ Ἀπόστολος ἐπιδείκνυε, γιὰ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες. Μέσα στὰ βάσανά του, στοὺς κόπους καὶ τὶς πιέσεις ποὺ δεχόταν ἀπὸ παντοῦ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε τὴν εὐρύτητα καρδίας καὶ ἀγαποῦσε τοὺς ὑπόλοιπους Χριστιανούς, σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμό, ὥστε νὰ συμπάσχει μαζί τους: «τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;», ἔγραφε, «τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;».
Αὐτὴ ἡ ἐνδεικτικὴ σκιαγράφηση τῆς βιωτῆς τοῦ Ἀποστόλου ἀποδεικνύει τὸν ἀληθινὸ Χριστιανισμό. Μποροῦμε ἐμεῖς νὰ καθρεφτίσουμε τὸν ἑαυτό μας στὴ γνησιότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Ὅταν μᾶς καλεῖ ὁ Ἀπόστολος νὰ τὸν μιμηθοῦμε, δὲν μᾶς ζητάει μία χλιαρὴ ἀνταπόκριση στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τὴν ὁλόψυχη στροφὴ πρὸς τὸν Θεό. Δηλαδὴ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι καλοπέραση, ἀλλὰ ἀγώνας, κατὰ τῶν παθῶν μας. Συνεπῶς, ἂς ἀναλογιστοῦμε ἐὰν εἴμαστε πραγματικοὶ Χριστιανοί. Τί δώσαμε μέχρι τώρα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Τί στερηθήκαμε; Τί πάθαμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁμολογῶντας τὴν πίστη μας; Ἢ μήπως δὲν τὴν ὁμολογοῦμε καθόλου; Μήπως θεωροῦμε ὅτι ἡ πίστη στὸν Χριστὸ εἶναι ἁπλὴ θεωρία, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ τὴν ζοῦμε ἄνευ κόπου καὶ προσφορᾶς πρὸς τοὺς ἄλλους; Ἤ, ἀκόμα χειρότερα, νομίζουμε πὼς ἐὰν τὴν ὁμολογήσουμε θὰ σκανδαλίσουμε τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου;
Ὅλα ὅσα ἀνέφερε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸν ἑαυτό του, οἱ διωγμοί, οἱ κόποι, οἱ στερήσεις καὶ οἱ ἀγῶνες, ἔχουν ὡς βάση τὴν ταπείνωση. Ἐμεῖς, ἐφόσον ἀδυνατοῦμε νὰ φτάσουμε στὸ δικό του ὕψος ἀγάπης καὶ προσφορᾶς πρὸς τὸν Χριστό, ἂς ἐπιλέξουμε τουλάχιστον τὴν ταπείνωση καὶ τὴν αὐτομεμψία, ὥστε νὰ ἑλκύσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου