Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
1. Ο ΑΒΡΑΑΜ
Τὴν Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα παρουσιάζονται μεγάλες μορφὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πατριάρχες, κριτές, βασιλεῖς, προφῆτες, προπάτορες. Ὅλοι αὐτοὶ ζοῦσαν μέρα καὶ νύχτα μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Μεσσία· ποθοῦσαν μὲ λαχτάρα νὰ Τὸν δοῦν, μὰ δὲν ἀξιώθηκαν νὰ ζήσουν στὰ χρόνια του. Ἀρχικὰ ἐγκωμιάζεται ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ. Χάρη στὴν πίστη του ὁ Ἀβραάμ, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔμεινε ὡς ξένος στὴ γῆ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, καὶ τὴ θεωροῦσε ξένη χώρα. Καὶ ζοῦσε μέσα σὲ σκηνὲς μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦταν συγκληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Ζοῦσε ὡς ξένος καὶ μετανάστης στὴ «γῆ τῆς ἐπαγγελίας», διότι περίμενε μὲ πόθο νὰ κατοικήσει στὴν ἐπουράνια πόλη, ἡ ὁποία ἔχει τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀδιάσειστα θεμέλια καὶ τεχνίτη καὶ κτίστη τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Τί μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ἐμεῖς ἄραγε ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ; Ἐνῶ ἦταν τόσο πλούσιος – εἶχε πολλοὺς ὑπηρέτες καὶ ζῶα – δὲν ἀπέκτησε οὔτε ἕνα μέτρο γῆς. Ἡ μοναδικὴ ἀκίνητη περιουσία ποὺ ἀπέκτησε ἦταν ὁ τάφος ὁ δικός του καὶ τῆς γυναίκας του. Τίποτε ἄλλο. Δὲν ἤθελε νὰ ἐπιστρέψει στὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία ξεκίνησε, οὔτε τὸν συγκινοῦσε ἡ γῆ αὐτή. Ζοῦσε μέσα σὲ σκηνές, γιὰ νὰ θυμᾶται πὼς εἶναι προσωρινὸς ἔνοι-κος στὴ γῆ αὐτή. Γιὰ νὰ ἔχει στραμμένο διαρκῶς τὸ νοῦ του στὴν οὐράνια πατρίδα μας. Διότι εἶχε ἄλλα ὁράματα, τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ἦταν τὸ ὅραμά του, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὸ ὅραμα κάθε πιστοῦ. Διότι δὲν εἴμαστε μόνιμοι σ’ αὐτὴ τὴ γῆ. Κάποτε θὰ τὴν ἐγκαταλείψουμε ἀναγκαστικὰ γιὰ πάντα. Θὰ ἀφήσουμε πίσω μας ὅλα αὐτὰ στὰ ὁποῖα κόλλησε ἡ καρδιά μας. Μὴν ξεχνιόμαστε λοιπόν. Ἡ ζωή μας δὲν εἶναι στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώρα, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν αἰωνιότητα. Μὴ μᾶς ἀπορροφοῦν οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ μέριμνες τῆς ζωῆς, τὰ οἰκονομικὰ ἢ ἄλλα προβλήματα, καὶ ξεχνοῦμε τὸν προορισμό μας. Δὲν ἀνήκουμε στὴ γῆ. Δὲν πλασθήκαμε γιὰ λίγα χρόνια ζωῆς. Ἡ ζωή μας δὲν σταματᾶ στὸν τάφο. Ἔχουμε μέσα μας ψυχὴ ἀθάνατη. Στὰ οὐράνια ἂς ἔχουμε τὶς καρδιές μας. Διότι γιὰ νὰ γίνουμε κάτοικοι τοῦ οὐρανοῦ θὰ πρέπει νὰ τὸν ποθήσουμε ἀπὸ τώρα καὶ νὰ τὸν προγευόμαστε. Νὰ ἀνεβαίνουμε καθημερινὰ τὴ θεία κλίμακα, ὅπως λέ-ει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τῆς ὁποίας τὸ τελευταῖο σκαλὶ εἶναι ἀθέατο στὰ ἀνθρώπινα μάτια. Αὐτὴ ἡ πορεία θὰ μᾶς ξεκουράζει, θὰ μᾶς πλημμυρίζει μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν μᾶς γοητεύσει ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ ἀσύλληπτος θησαυρός μας, ὁ Χριστός, θὰ χάσει πλέον τὴ γοητεία του ὁ κόσμος. Τότε θὰ περιφρονοῦμε τὰ μάταια, θὰ ποθοῦμε τὰ αἰώνια.
2. ΟΙ ΠΡΟΠΑΤΟΡΕΣ
Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ μιὰ σειρὰ ἡρώων τῆς πίστεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προπάτορες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἄλλους δικαίους, κριτὲς καὶ προφῆτες. Λέει ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἔφθανε ὁ χρόνος νὰ διηγεῖται γιὰ τὸν Γεδεὼν καὶ τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Σαμψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε καὶ γιὰ τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφῆτες. Ὅλοι αὐτοί, λέει, οἱ ἅγιοι ἄνδρες ἔδειξαν μεγάλη γενναιότητα καὶ πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός. Ἔφραξαν τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνο τῆς σφαγῆς, ἐνδυναμώθηκαν καὶ θεραπεύτηκαν ἀπὸ ἀρρώστιες· ἀναδείχθηκαν ἀνίκητοι στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τὶς ἐχθρικὲς παρατάξεις. Μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως γυναῖκες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ξαναπῆραν πίσω ζωντανὰ τὰ νεκρὰ παιδιά τους ποὺ ἀναστήθηκαν. Ἄλλοι βασανίστηκαν σκληρὰ μέχρι θανάτου, ἐπειδὴ δὲν δέχθηκαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους· κι ἄλλοι δοκίμασαν σκληροὺς πειρασμούς, ἐμπαιγμούς, μαστιγώσεις, φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, σφαγιάστηκαν. Κι ἄλλοι περιφέρονταν σὰν μετανάστες ἐδῶ κι ἐκεῖ, στὶς ἐρημιές, στὰ βουνὰ καὶ σὲ σπηλιὲς τῆς γῆς. Ἔζησαν μέσα σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν θλίψεις καὶ κακοπάθειες. Κι ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν ἀνεκτίμητη ἀξία. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἄνθρωποι. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὅμως «οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν», δὲν ἀπόλαυσαν τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς προέβλεψε γιὰ μᾶς κάτι καλύτερο, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴ λάβουν σὲ βαθμὸ τέλειο τὴ σωτηρία τους χωρὶς ἐμᾶς· ἀλλὰ νὰ τὴ λάβουμε ὅλοι μαζί.
Ὅλοι αὐτοὶ λοιπὸν οἱ πιστοὶ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ζοῦσαν μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Μεσσία. Ἐκεῖ ἦταν ἡ καρδιά τους. Περίμεναν τὸν ἐρχομό του, περίμεναν τὴ λύτρωσή του, τὴν παρουσία του. Περίμεναν τὴ Γέννησή του. Καὶ ἑτοίμαζαν τὶς ψυχές τους, γιὰ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν, νὰ Τὸν δοῦν, νὰ γεμίσει ἡ ψυχή τους μὲ ἀγαλλίαση.
Ἀλήθεια ἐμεῖς ἔχουμε αὐτὴν τὴν προσμονὴ τῶν πιστῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Καθὼς πλησιάζουν Χριστούγεννα, ἂς μαθητεύσουμε στὸν πόθο καὶ τὴ λαχτάρα τους, ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν προσμονή τους κι ἂς λαχταρήσουμε μὲ τὴ δική τους ἀγάπη τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία. Γιὰ νὰ γίνουν τὰ Χριστούγεννα σταθμὸς στὴ ζωή μας, σταθμὸς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς, χάριτος καὶ ἀγῶνος. Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστὸς καὶ στὶς δικές μας καρδιὲς καὶ νὰ μείνει μόνιμος ἔνοικος τῆς καρδιᾶς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου