ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. 8, 41-56)
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἀποτελεῖ πρᾶγμα παράδοξο: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι», γράφει, «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Χαρακτηριστικὸ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ διὰ τοῦ βαπτίσματος πνευματικὴ γέννηση. Χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς γέννησης εἶναι τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωση.
Αὐτὸ ἀκριβῶς διαπιστώνουμε καὶ στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, καθὸ νέος Ἀδὰμ καὶ πρότυπο καὶ παράδειγμα τῆς ἀνθρωπότητας, προσφέρει καὶ τὸ μέτρο ποὺ ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται καὶ ἡ προσωνυμία τοῦ χριστιανοῦ στὸ πρόσωπό μας. Ὁ Χριστός, μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, πορευόταν στὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυνάγωγου Ἰάειρου, ὥστε νὰ θεραπεύσει τὴ δωδεκάχρονη ἑτοιμοθάνατη θυγατέρα του. Ἐνῷ βρισκόταν καθ᾽ ὁδὸν ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλήθη ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα «συνέπνιγον αὐτόν», κάποια γυναίκα, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία γιὰ δώδεκα χρόνια, κατάφερε νὰ τὸν πλησιάσει καὶ διακριτικὰ νὰ ἀγγίξει τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του. Ἡ γυνὴ βέβαια θεραπεύτηκε: «καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς», ὅμως, ἡ ἐνέργειά της δὲν διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐρώτησε ποιὸς τὸν εἶχε ἀγγίξει.
Τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ ξενίζει κάπως. Ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ὁ πάντων Κύριος, γνώστης ἀκόμα καὶ τῶν μύχιων λογισμῶν τῶν πλασμάτων του, γιατί κάνει αὐτὴ τὴν ἐρώτηση; Ἕνας λόγος ἦταν γιὰ νὰ πυροδοτήσει τὴν ὁμολογία τῆς πίστης τῆς γυναίκας πρὸς τὸ πρόσωπό του. Προφανῶς, ὅμως, καὶ διότι ἤθελε νὰ διδάξει καὶ νὰ παραδειγματίσει ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους. Καὶ ὁ συγκεκριμένος παραδειγματισμὸς θὰ προέκυπτε ἀπὸ τὴ δική του ταπείνωση. Μετὰ τὴν ἐρώτηση, καὶ ἀφοῦ κανένας δὲν παραδεχόταν ὅτι τὸν ἄγγιξε, ὁ Πέτρος «καὶ οἱ σὺν αὐτῷ», μὲ πολλὴ ὁρμητικότητα καὶ καθόλου διάκριση, τοῦ εἶπαν: «ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;». Μὲ ἄλλα λόγια, τοῦ ἐπισήμαναν τὸ ἄτοπο τῆς ἐρώτησής του: «τόσος κόσμος σὲ περιβάλλει ἀσφυκτικὰ καὶ ὁ ἕνας σπρώχνει τὸν ἄλλο καὶ σὲ πιέζουν καὶ σὲ ἀγγίζουν ἀπὸ παντοῦ καὶ ἐσὺ ρωτᾶς ποιὸς σὲ ἄγγιξε; Λίγο παράξενο τὸ ἐρώτημά σου!».
Ὄντως παράξενο -ἐκ πρώτης ὄψεως- τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ. Παρόλα αὐτά, ὅμως, ἦταν ὁ διδάσκαλος τῶν δώδεκα. Ἦταν δηλαδὴ ἕνα πρόσωπο ποὺ θὰ ἔπρεπε -τουλάχιστον οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές του- νὰ τὸ βλέπουν μὲ περισσότερο σεβασμὸ καὶ νὰ σιωποῦν, ἀφήνοντας ἀσχολίαστες τὶς ἐνέργειες καὶ τοὺς λόγους του. Ὅμως, δὲν τὸ ἔκαναν. Ἔδειξαν ὁρμητικότητα καί, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀσέβεια στὸ πρόσωπο τοῦ διδασκάλου τους. Πῶς, ὅμως, ὁ Κύριος ἀντέδρασε; Τοὺς ἐπιτίμησε; Τοὺς θύμωσε; Πληγώθηκε ὁ ἴδιος; Δυσανασχέτησε; Τὸ πῆρε κατάκαρδα, θεωρώντας ὅτι οἱ μαθητὲς δὲν τὸν σέβονται; Κάθε ἄλλο! Χωρὶς ἀλλαγὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου καὶ χωρὶς ἀναστάτωση, ἁπλὰ τοὺς διευκρίνισε τί ἐννοοῦσε.
Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ταπείνωση. Τὸ νὰ μὴν μετρᾶ κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ δέχεται καὶ ἀρνητικὰ σχόλια καὶ χαρακτηρισμούς, ἀλλὰ καὶ ἀμφισβητήσεις τῆς γνώσης καὶ τῶν ἀποφάσεών του καὶ κριτικὴ τῆς στάσης του καὶ παρόλα αὐτὰ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ, νὰ μὴν βρίζει καὶ νὰ μὴν δυσανασχετεῖ, θεωρώντας ὅτι τὸν ἐξευτελίζουν.
Δυστυχῶς ἡ σημερινὴ ἐποχὴ διακρίνεται ἀκριβῶς γιὰ τὸ ἀντίθετο. Οἱ ἄνθρωποι δὲν σηκώνουν μύγα στὸ σπαθί τους, δὲν δέχονται κουβέντα ἀπὸ κανένα, δὲν ἀνέχονται ἔστω καὶ καλόπιστη κριτικὴ σὲ ὅ,τι κάνουν καὶ λένε. Ἡ προβολὴ τοῦ ἑαυτοῦ καὶ ἡ ἀνάδειξη τοῦ προσωπικοῦ ἀλάθητου ἔχουν καθιερωθεῖ ὡς τὰ ἰδεώδη τῆς ἐποχῆς. Ὁ κάθε ἕνας εἶναι μικρὸς ἀλάνθαστος θεὸς καὶ ἀλλοίμονο σὲ αὐτὸν ποὺ θὰ τὸν ἐλέγξει! Καὶ ἔτσι πορεύονται οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή τους, μὲ ἐγωϊσμὸ καὶ αὐτάρκεια, χωρὶς νὰ θεωροῦν ὅτι χρειάζονται τὴ συμβουλὴ τῶν ἁγίων καὶ τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ὅμως δὲν πρέπει νὰ εἶναι τέτοια. Ἂς προσπαθήσουμε λοιπὸν ὡς χριστιανοὶ ποὺ εἴμαστε νὰ ἐπιλέξουμε τὴ θεάρεστη ταπείνωση. Νὰ ζήσουμε δηλαδὴ ὅπως ἁρμόζει στοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους, μιμούμενοι τὸν δεσπότη Χριστό, τὸν ταπεινό, τὸν φιλάνθρωπο καὶ ἐλεήμονα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου