ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
Απόστολος: Εβρ. ζ΄ 26-28, η΄ 1-2
Ευαγγέλιο: Λουκ. η΄ 41-56
9 Νοεμβρίου 2014
«Θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ ως ετών δώδεκα… Και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα…»
Τίποτε φαίνεται ότι δεν είναι περιττό, αγαπητοί αδελφοί, στο ιερό κείμενο της Αγίας Γραφής. Ακόμη και οι πιο ασήμαντες, επιφανειακά, λέξεις, όσες δίνουν την εντύπωση ότι τοποθετήθηκαν για να επιβοηθούν τις άλλες ή ακόμη και όσες δείχνουν ότι δηλώνουν μια τυχαία λεπτομέρεια, ανακαλύπτει κανείς, κάποτε, ότι κρύβουν ένα ιδιαίτερο νοηματικό θησαυρό, έχουν μέσα τους – σαν πολύτιμες πυξίδες – ένα μικρό Ευαγγέλιο μέσα στο Ευαγγέλιο.
Δυο θαύματα του Κυρίου έχουμε αυτή την ώρα ενώπιον μας. Την ίαση της αιμορροούσας γυναίκας και την ανάσταση της μικρής κόρης του αρχισυναγώγου.
Μπορούμε, βέβαια, να βρούμε – εκτός από τη χρονική τους αλληλουχία – κάμποσα κοινά σημεία ανάμεσα σ’ αυτά τα περιστατικά. Και στα δύο, παραδείγματος χάριν, αμείβεται από τον Κύριο η πίστη. Στο ένα, η πίστη της ανώνυμης άρρωστης, που τον άγγιξε μέσα στον όχλο. Και στο άλλο, η πίστη του πατέρα, του Ιαείρου. Επίσης, στο πρώτο θαύμα του, ο Χριστός μάς διδάσκει, ότι είναι κάποτε απαραίτητη η υλική επαφή για να έλθει το αποτέλεσμα της πίστεως, η οποία, βέβαια, παραμένει πάντα η κυρία αιτία που το προκαλεί. Και στο επόμενο, επίσης, κάνει ο ίδιος ολόκληρη διαδρομή, μπαίνει στο σπίτι του Ιαείρου, μιλά από κοντά στη νεκρή παιδίσκη κι έτσι την ανασταίνει, ενώ παντοδύναμος καθώς είναι, θα μπορούσε από μακριά να φέρει το ίδιο αποτέλεσμα, όπως είχε κάμει σε μια άλλη σχεδόν όμοια περίπτωση, που όλοι τη θυμόμαστε: όταν σήκωσε τον δούλο του εκατόνταρχου. Ένα τρίτο κοινό σημείο, πάλι εξόφθαλμα φανερό, ανάμεσα στα δυο θαύματα, είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις ο Ιησούς θεραπεύει και αποκαθιστά κάτι που αφορά το σώμα. Θα μπορούσαμε δε να αναζητήσουμε και άλλα τέτοια παράλληλα στα ομόζυγα αυτά θαύματα και θα τα βρίσκαμε εύκολα.
Υπάρχουν, όμως, και μερικά, που δεν προβάλλουν ευθύς στην αντίληψη μας. Ή, αν προβάλλουν, δεν βρίσκουμε εύκολα το ωραίο νόημά τους.
Ένας, λοιπόν, απ’ αυτούς τους κρυμμένους νοηματικούς θησαυρούς, που απαντώνται αμφίπλευρα στο δίπτυχο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, ας ελκύσει την προσοχή μας.
Πρόκειται για τον αριθμό δώδεκα. Η αιμορροούσα γυναίκα, που ο Ιησούς σταμάτησε τη ρύση της, ο ιερός ευαγγελιστής σημειώνει ότι είχε δώδεκα χρόνια σ’ αυτή την αρρώστια. Εξ’ άλλου, η μικρή κόρη του Ιαείρου, που ο Υιός του Θεού ανέστησε, ήταν ηλικίας δώδεκα χρόνων.
Αυτές οι αντίστοιχες δωδεκαετίες δεν οιστρηλατούν ευθύς τον λογισμό μας να αναζητήσει κάποια αιτία, κάποιο σκοπό, στο γεγονός ότι αναφέρονται από το θεόπνευστο κείμενο. Μας φαίνεται, ότι είναι δυο λεπτομέρειες ιστορικής απλώς φύσεως. Πληροφορώντας μας, ότι η γυναίκα εκείνη υπέφερε δώδεκα χρόνια από την αιματόρροια, θέλησε ίσως ο ευαγγελιστής να μα δείξει ότι είχε υποφέρει πολύ σ’ αυτή τη δοκιμασία. Αναφέροντας επίσης την ηλικία της μικρής αναστημένης, ο ιερός Λουκάς, μπορεί να έκαμε για να μας δείξει πόσο ιδιαίτερα ευσυμπάθητος είναι ο Ιησούς προς την τρυφερή ηλικία, προς τα παιδιά.
Αυτά μπορείς να υποθέσεις, όταν σταθείς μπροστά στις δυο παράλληλες δωδεκαετίες της σημερινής περικοπής, στα χρόνια της ηλικίας που είχε η θυγατέρα του Ιαείρου και στα χρόνια κατά τα οποία υπέφερε συνεχώς από την αρρώστια της η αιμορροούσα γυναίκα.
Αλλά η κάθοδος στο χρυσωρυχείο των ευαγγελικών νοημάτων - όπως λέγει κάπου ο Ωριγένης – δεν έχει σταμάτημα.
Η θεία οικονομία κανόνισε να γίνουν αυτά τα δυο θαύματα το ένα ευθύς μετά το άλλο, ίσως και γιατί κρύβουν τις δυο αντίθετες καταστάσεις που ήλθε ο Χριστός να αντιμετωπίσει νικηφόρα στον κόσμο, περιπτώσεις που ακριβώς ο αριθμός δώδεκα, ο ίδιος και στις δυο, σε κεντρίζει να προσέξεις τη συντυχία τους εδώ.
Η κόρη του Ιαείρου, που ο Χριστός ανασταίνει συμβολίζει την ανθρώπινη χαρά που τη σταματά μια οριστική λύπη. Κι ο Χριστός, θριαμβευτής πάνω στο κακό, ανατρέποντας και παραμερίζοντας τη λύπη εκείνη, κάνει ώστε η χαρά να συνεχιστεί.
Στα δώδεκα εκείνα χρόνια που ζούσε η παιδίσκη, ώσπου να της κλείσει τα βλέφαρα ο θάνατος, ήταν για τους γονείς της μια ακριβή χαρά, η μεγαλύτερη ίσως από τις χαρές σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί, αλήθεια, ποια χαρά ανάμεσα σε όσες η φυσική κατάσταση επιτρέπει στον άνθρωπο να απολαύσει, μπορεί να συγκριθεί με την πατρική και τη μητρική χαρά για το παιδί μας;
Μια χαρά, λοιπόν, πολύ υψηλή, πήρε η θεία οικονομία εδώ, για να δείξει ότι ο Ιησούς ήλθε να εξασφαλίσει όλες τις ευλογημένες χαρές.
Η γυναίκα, εξ’ άλλου, που ο Χριστός τής σταμάτησε τη ρύση του αίματος, είναι ένα σύμβολο των μεγάλων φυσικών δεινών, που μαστίζουν το ανθρώπινο γένος σαν συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος και από τα οποία ο Υιός του Θεού μας απαλλάσσει με την Χάρη του.
Τα δώδεκα εκείνα χρόνια, κατά τα οποία άδειαζαν αδιάκοπα οι φλέβες της αιμορροούσης, τα γέμιζε ένας πόνος μεγάλος, μια δυστυχία φρικτή. Ήταν ένα είδος παρατεταμένου θανάτου, που συνόψιζε όλα τα δεινά του ανθρώπινου γένους και τα αντιπροσώπευε. Και βλέπεις εδώ, ότι την παρατεταμένη και πυκνή αυτή θλίψη ο Ιησούς τη σταματά.
Δώδεκα έτη είναι ο χρονικός κύκλος που τριγυρίζει αυτά τα δυο σύμβολα: Της χαράς, που εξασφαλίζει ο Ιησούς. Και του πόνου που σταματά ο Ιησούς. Τι άρα να θέλει να πει ο ισοστάσιος αυτός χρόνος διαρκείας στις δυο περιπτώσεις; Ίσως όχι τίποτε άλλο παρά αυτό: ότι δεν είναι λιγότερη η χαρά από τον πόνο στον κόσμο και αντίστροφα.
Σ’ αυτές, λοιπόν, τις ισομεγέθεις καταστάσεις ήλθε ο Υιός του Θεού να κάμει ώστε η μια να εξαφανιστεί και η άλλη να συνεχισθεί.
Ιδού ένα από τα κρυφά διδάγματα, που βγαίνουν από τις σχέσεις των δυο σημερινών θαυμάτων, δίδαγμα φωτισμένο από μια ασήμαντη φαινομενικά λέξη, τον αριθμό δώδεκα.
Γιώργος Σαββίδης
Απόστολος: Εβρ. ζ΄ 26-28, η΄ 1-2
Ευαγγέλιο: Λουκ. η΄ 41-56
9 Νοεμβρίου 2014
«Θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ ως ετών δώδεκα… Και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα…»
Τίποτε φαίνεται ότι δεν είναι περιττό, αγαπητοί αδελφοί, στο ιερό κείμενο της Αγίας Γραφής. Ακόμη και οι πιο ασήμαντες, επιφανειακά, λέξεις, όσες δίνουν την εντύπωση ότι τοποθετήθηκαν για να επιβοηθούν τις άλλες ή ακόμη και όσες δείχνουν ότι δηλώνουν μια τυχαία λεπτομέρεια, ανακαλύπτει κανείς, κάποτε, ότι κρύβουν ένα ιδιαίτερο νοηματικό θησαυρό, έχουν μέσα τους – σαν πολύτιμες πυξίδες – ένα μικρό Ευαγγέλιο μέσα στο Ευαγγέλιο.
Δυο θαύματα του Κυρίου έχουμε αυτή την ώρα ενώπιον μας. Την ίαση της αιμορροούσας γυναίκας και την ανάσταση της μικρής κόρης του αρχισυναγώγου.
Μπορούμε, βέβαια, να βρούμε – εκτός από τη χρονική τους αλληλουχία – κάμποσα κοινά σημεία ανάμεσα σ’ αυτά τα περιστατικά. Και στα δύο, παραδείγματος χάριν, αμείβεται από τον Κύριο η πίστη. Στο ένα, η πίστη της ανώνυμης άρρωστης, που τον άγγιξε μέσα στον όχλο. Και στο άλλο, η πίστη του πατέρα, του Ιαείρου. Επίσης, στο πρώτο θαύμα του, ο Χριστός μάς διδάσκει, ότι είναι κάποτε απαραίτητη η υλική επαφή για να έλθει το αποτέλεσμα της πίστεως, η οποία, βέβαια, παραμένει πάντα η κυρία αιτία που το προκαλεί. Και στο επόμενο, επίσης, κάνει ο ίδιος ολόκληρη διαδρομή, μπαίνει στο σπίτι του Ιαείρου, μιλά από κοντά στη νεκρή παιδίσκη κι έτσι την ανασταίνει, ενώ παντοδύναμος καθώς είναι, θα μπορούσε από μακριά να φέρει το ίδιο αποτέλεσμα, όπως είχε κάμει σε μια άλλη σχεδόν όμοια περίπτωση, που όλοι τη θυμόμαστε: όταν σήκωσε τον δούλο του εκατόνταρχου. Ένα τρίτο κοινό σημείο, πάλι εξόφθαλμα φανερό, ανάμεσα στα δυο θαύματα, είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις ο Ιησούς θεραπεύει και αποκαθιστά κάτι που αφορά το σώμα. Θα μπορούσαμε δε να αναζητήσουμε και άλλα τέτοια παράλληλα στα ομόζυγα αυτά θαύματα και θα τα βρίσκαμε εύκολα.
Υπάρχουν, όμως, και μερικά, που δεν προβάλλουν ευθύς στην αντίληψη μας. Ή, αν προβάλλουν, δεν βρίσκουμε εύκολα το ωραίο νόημά τους.
Ένας, λοιπόν, απ’ αυτούς τους κρυμμένους νοηματικούς θησαυρούς, που απαντώνται αμφίπλευρα στο δίπτυχο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, ας ελκύσει την προσοχή μας.
Πρόκειται για τον αριθμό δώδεκα. Η αιμορροούσα γυναίκα, που ο Ιησούς σταμάτησε τη ρύση της, ο ιερός ευαγγελιστής σημειώνει ότι είχε δώδεκα χρόνια σ’ αυτή την αρρώστια. Εξ’ άλλου, η μικρή κόρη του Ιαείρου, που ο Υιός του Θεού ανέστησε, ήταν ηλικίας δώδεκα χρόνων.
Αυτές οι αντίστοιχες δωδεκαετίες δεν οιστρηλατούν ευθύς τον λογισμό μας να αναζητήσει κάποια αιτία, κάποιο σκοπό, στο γεγονός ότι αναφέρονται από το θεόπνευστο κείμενο. Μας φαίνεται, ότι είναι δυο λεπτομέρειες ιστορικής απλώς φύσεως. Πληροφορώντας μας, ότι η γυναίκα εκείνη υπέφερε δώδεκα χρόνια από την αιματόρροια, θέλησε ίσως ο ευαγγελιστής να μα δείξει ότι είχε υποφέρει πολύ σ’ αυτή τη δοκιμασία. Αναφέροντας επίσης την ηλικία της μικρής αναστημένης, ο ιερός Λουκάς, μπορεί να έκαμε για να μας δείξει πόσο ιδιαίτερα ευσυμπάθητος είναι ο Ιησούς προς την τρυφερή ηλικία, προς τα παιδιά.
Αυτά μπορείς να υποθέσεις, όταν σταθείς μπροστά στις δυο παράλληλες δωδεκαετίες της σημερινής περικοπής, στα χρόνια της ηλικίας που είχε η θυγατέρα του Ιαείρου και στα χρόνια κατά τα οποία υπέφερε συνεχώς από την αρρώστια της η αιμορροούσα γυναίκα.
Αλλά η κάθοδος στο χρυσωρυχείο των ευαγγελικών νοημάτων - όπως λέγει κάπου ο Ωριγένης – δεν έχει σταμάτημα.
Η θεία οικονομία κανόνισε να γίνουν αυτά τα δυο θαύματα το ένα ευθύς μετά το άλλο, ίσως και γιατί κρύβουν τις δυο αντίθετες καταστάσεις που ήλθε ο Χριστός να αντιμετωπίσει νικηφόρα στον κόσμο, περιπτώσεις που ακριβώς ο αριθμός δώδεκα, ο ίδιος και στις δυο, σε κεντρίζει να προσέξεις τη συντυχία τους εδώ.
Η κόρη του Ιαείρου, που ο Χριστός ανασταίνει συμβολίζει την ανθρώπινη χαρά που τη σταματά μια οριστική λύπη. Κι ο Χριστός, θριαμβευτής πάνω στο κακό, ανατρέποντας και παραμερίζοντας τη λύπη εκείνη, κάνει ώστε η χαρά να συνεχιστεί.
Στα δώδεκα εκείνα χρόνια που ζούσε η παιδίσκη, ώσπου να της κλείσει τα βλέφαρα ο θάνατος, ήταν για τους γονείς της μια ακριβή χαρά, η μεγαλύτερη ίσως από τις χαρές σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί, αλήθεια, ποια χαρά ανάμεσα σε όσες η φυσική κατάσταση επιτρέπει στον άνθρωπο να απολαύσει, μπορεί να συγκριθεί με την πατρική και τη μητρική χαρά για το παιδί μας;
Μια χαρά, λοιπόν, πολύ υψηλή, πήρε η θεία οικονομία εδώ, για να δείξει ότι ο Ιησούς ήλθε να εξασφαλίσει όλες τις ευλογημένες χαρές.
Η γυναίκα, εξ’ άλλου, που ο Χριστός τής σταμάτησε τη ρύση του αίματος, είναι ένα σύμβολο των μεγάλων φυσικών δεινών, που μαστίζουν το ανθρώπινο γένος σαν συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος και από τα οποία ο Υιός του Θεού μας απαλλάσσει με την Χάρη του.
Τα δώδεκα εκείνα χρόνια, κατά τα οποία άδειαζαν αδιάκοπα οι φλέβες της αιμορροούσης, τα γέμιζε ένας πόνος μεγάλος, μια δυστυχία φρικτή. Ήταν ένα είδος παρατεταμένου θανάτου, που συνόψιζε όλα τα δεινά του ανθρώπινου γένους και τα αντιπροσώπευε. Και βλέπεις εδώ, ότι την παρατεταμένη και πυκνή αυτή θλίψη ο Ιησούς τη σταματά.
Δώδεκα έτη είναι ο χρονικός κύκλος που τριγυρίζει αυτά τα δυο σύμβολα: Της χαράς, που εξασφαλίζει ο Ιησούς. Και του πόνου που σταματά ο Ιησούς. Τι άρα να θέλει να πει ο ισοστάσιος αυτός χρόνος διαρκείας στις δυο περιπτώσεις; Ίσως όχι τίποτε άλλο παρά αυτό: ότι δεν είναι λιγότερη η χαρά από τον πόνο στον κόσμο και αντίστροφα.
Σ’ αυτές, λοιπόν, τις ισομεγέθεις καταστάσεις ήλθε ο Υιός του Θεού να κάμει ώστε η μια να εξαφανιστεί και η άλλη να συνεχισθεί.
Ιδού ένα από τα κρυφά διδάγματα, που βγαίνουν από τις σχέσεις των δυο σημερινών θαυμάτων, δίδαγμα φωτισμένο από μια ασήμαντη φαινομενικά λέξη, τον αριθμό δώδεκα.
Γιώργος Σαββίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου