Κήρυγμα γιά Κυριακή 29.11.2015
Κυριακή ΙΓ΄ Λουκά (Λουκά ιη΄ 18-27)
Μεγάλη θλίψη καί μελαγχολία κατέλαβε τόν νεαρόν ἄρχοντα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅταν ἄκουσε ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου νά τόν προτρέπει νά πουλήσει «πάντα ὅσα εἶχε» καί νά τόν ἀκολουθήσει. Ἀμέσως σκέφθηκε ὅλα αὐτά τά ὁποῖα κατεῖχε καί τοῦ ἐξασφάλιζαν τά πάντα: καλοπέραση, κύρος στό λαό, δύναμη, ἀξιώματα. Πῶς νά τά θυσίαζε ὅλα αὐτά; Ἄλλωστε ποιός μποροῦσε νά τόν διαβεβαιώσει ὅτι τόν συνέφερε; Ὁ χρυσός τοῦ φάνηκε πιό πειστικός ἀπό τόν Χριστό. Σιωπηλός ὁ πλούσιος μέ τήν καρδιά βυθισμένη σ’ ἕνα μολυβένιο σύννεφο μελαγχολίας, ἐγκαταλείπει τόν Χριστό καί χάνεται στό πλῆθος.
Στήν ἀρχή, ὅταν πλησίασε τόν Κύριο ὁ πλούσιος αὐτός νέος ἔδειξε μεγάλο σεβασμό καί ἐμπιστοσύνη. Ὅπως σημειώνει ἕνας ἄλλος Εὐαγγελιστής, γονάτισε, τόν προσφώνησε «διδάσκαλο», τόν ὀνόμασε «ἀγαθό», πρᾶγμα πού ταιριάζει μόνο στό Θεό, καί ζήτησε τήν καθοδήγησή του γιά τό σοβαρότερο θέμα: «Τί ποιήσω ζωήν αἰώνιο κληρονομήσω». Ὅλα αὐτά ἔδειχναν καλή διάθεση. Ἀλλ’ ὅμως στό βάθος ὑπῆρχε κάποια ἐπιφυλακτικότητα. Γι’ αὐτό ἐνῶ στό πρῶτο μέρος τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Κυρίου ἐνθουσιάζεται, διότι ἐκεῖ βλέπει τήν ἐπιβράβευση τῆς μέχρι τότε ζωῆς του καί σπεύδει νά δηλώσει πρόθυμα ὅτι θέλει καί τήν παραμικρότερη ἔλλειψη του νά τήν καλύψει μόλις ὁ Κύριος τοῦ ὑποδεικνύει τήν κρυφή του πληγή, σκυθρωπιάζει καί ὑποχωρεῖ. Ἄν εἶχε πραγματικά ἐμπιστοσύνη στό Θεό δέν θά ἀντιδροῦσε ἔτσι. Πόσες φορές κι ἐμεῖς πλησιάζουμε τόν Θεό μέ ἐξωτερικό σεβασμό καί εὐλάβεια, συγχρόνως ὅμω καί μέ μία κρυφή ἐπιφυλακτικότητα καί προσκόλληση στό δικό μας θέλημα. Εἴμαστε πρόθυμοι νά ἀνοίξουμε μαζί του μακρές συζητήσεις, γιά τήν δικαιοσύνη, γιά τόν θεῖο νόμο, κ.ἄ. Μόλις ὅμως ὁ Ἰησοῦς βάλει τό χέρι του στήν κρυφή μας πληγή στην συγκεκριμένη ἀδυναμία μας, συννεφιάζουμε. Στίς γενικότητες πηγαίνουμε καλά. Σ’ αὐτά ὅμως πού μᾶς ἐνδιαφέρουν ἄμεσα, πού μᾶς πονοῦν, ἀντιδροῦμε.
«Χριστέ μου, θέλω νά ζήσω σύμφωνα μέ τό παράδειγμά σου» λέμε στήν προσευχή μας. Ὅταν ὅμως βρισκόμαστε μπροστά σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις δικαίας κατανομῆς ἀγαθῶν, προνομίων καί εὐκολιῶν, ἀναζητοῦμε τήν ἐξασφάλιση τῶν προσωπικῶν μας ἤ καί τήν μερίδα τοῦ λέοντος. Τό Εὐαγγέλιο τονίζει ἀδιάκοπα τήν μακαριότητα τῶν «πτωχῶν» καί ἀλλοῦ «τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι», δηλαδή τῶν ταπεινῶν στήν καρδιά, ἀλλά αὐτά τά ἀφήνουμε γιά τούς Ἱεροκήρυκες. Στήν πράξη προτιμοῦμε τήν μακαριότητα τῆς οἰκονομικῆς μας εὐμάρειας, τόν ἀνώτερο πλουτισμό, τήν ἐξασφάλιση θέσεων, δυνάμεως, κοινωνικῆς ἐπιρροῆς, ἔστω καί εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Ὑμνοῦμε τήν ἀγάπη, τήν δικαιοσύνη ἀλλά ἀγανακτοῦμε μόνον ὅταν ἀδικούμαστε προσωπικά. Δέν συμμετέχουμε στήν δοκιμασία τῶν ἄλλων, πού διώκονται «ἕνεκεν δικαιοσύνης». Δέν εἴμαστε διατεθειμένοι νά κινδυνεύσουμε τό ἐλάχιστο γιά νά συμπαρασταθοῦμε σ’ αὐτούς πού στεροῦνται ἀκόμη καί τά πιό βασικά δικαιώματα ζωῆς. Ἐπιθυμοῦμε τήν φιλία τοῦ Ἰησοῦ ἀλλά τελικά κάνουμε αὐτό πού μᾶς ἀρέσει σέ μᾶς. «Τί μέ καλεῖτε Κύριε, Κύριε, καί οὐ ποιεῖτε ἅ λέγω ὑμῖν;» ἀκούγεται καθημερινά καί μέ παράπονο ἡ φωνή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Παράλληλα μ’ αὐτά ὑπάρχει καί ἡ τάση γιά τήν εὔκολη ζωή πού τά θέλει ὅλα μέ τό ἀζημίωτο καί ἐπιδρᾶ σέ κάθε εἴδους θυσία μολύνοντας τήν καρδιά πολλῶν χριστιανῶν. Τά θέλουμε ὅλα δικά μας καί κανταντοῦμε δίβουλοι καί ἀντιφατικοί : ὡραίοι ὁραματισμοί στήν σάρκα, ξεκινήματα μέ κορφές καί βάλτωμα στά ἔλη. Ἡρωϊκές ἀποφάσεις καί τελικά ἀναζήτηση ἡσυχίας καί ἀσφάλειας. Δέν ἀποκλείεται νά ξεκινήσαμε μέ ἁγνές διαθέσεις. Ὅμως σιγά-σιγά τό κλίμα τῆς εὐζωΐας διαβρώνει τίς καλές αὐτές προθέσεις καί τελικά ἐπικρατεῖ ὁ πόθος γιά μιά ἄνετη ζωή. Νά κρατήσουμε καί τό ἕνα νά ἀποκτήσουμε καί τό ἄλλο. Καί μέ τόν Θεό ἐννοεῖται νά μήν τά χαλάσουμε.
«Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου» σπεύδουν νά διαβεβαιώσουν πολλοί, ὅταν γίνεται λόγος γιά τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. «Δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα, δέν ἀτίμασα κανένα...», λένε στόν ἑαυτό τους αὐτάρεσκα καί νομίζουν ὅτι εἶναι θαυμαστοί, διότι δέν ἔπεσαν σέ λάθη χοντρά, διότι τήρησαν μερικές ἀπαγορεύσεις. Γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπ’ αὐτή τήν αὐταπάτη πώς εἴμαστε ἐντάξει προσέχοντας ἁπλῶς τίς ἀρνητικές ἐντολές, γιά νά μᾶς δείξει πόσο εἴμαστε δεμένοι στήν καλοβολεμένη μας ζωή ἔρχεται ὁ Κύριος καί μᾶς ζητᾶ κάποτε κά τι παραπάνω. Κάτι περισσότερο ἀπ’ αὐτήν πού ὁρίζει τό τυπικό μας καθῆκον. Μᾶς προσκαλεῖ νά δείξουμε αὐτοσυγκράτηση, αὐταπάρνηση, ἡρωϊσμό. Σ’ αὐτές τίς στιγμές κρίνεται ἡ γνησιότητα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Τί θά κάνουμε; Θά προχωρήσουμε μέ χαρά στήν θυσία πού μᾶς ζητεῖται, στήν στέρηση τῶν χρημάτων, θέσεων, ἀνέσεως, ἀξιώματος, κάποτε καί στήν θυσία ὑγείας καί ζωῆς, γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε πιστά στόν δρόμο τῆς ἀγάπης ἤ θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό κοντά του δυσαρεστημένοι, γιά νά ἐξασφαλίσουμε τά ὑπάρχοντά μας; Πολλοί προτιμοῦν νά μιμηθοῦν ὡς τό τέλος τόν πλούσιο καί διακόπτουν τόν διάλογο μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅταν τούς ἀποκαλύπτει τήν μεγάλη ἔλλειψη, τήν κρυφή ἀδυναμία τους καί τούς προτρέπει νά τόν ἀκολουθήσουν ἐγκαταλείποντας κάθε ἄλλη προσκόλληση. Καί ἀπό ἐμᾶς ὁ Χριστός θά ζητήσει κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτό πού προβλέπουμε. Μή διστάσουμε στήν ἐκλογή. Χριστιανισμός χωρίς θυσία εἶναι κίβδηλος. Ὅποιος προτιμήσει ὅ, τιδήποτε ἄλλο παραπάνω ἀπό τόν Ἰησοῦ εἶναι ἀνάξιός του. Ὁ Χριστός μᾶς θέλει ὁλοκληρωτικά δικούς Του.
Ἡ τελευταία πληροφορία πού σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής γιά τόν πλούσιο ἄρχοντα, εἶναι ὅτι ἔφυγε «περίλυπος». Ὅποιος πλησιάζει τόν Χριστό γιά νά τοῦ ἐμπιστευθεῖ τήν ζωή του καί τελικά τόν ἐγκαταλείπει γιά νά ἀποφύγει τήν θυσία, βυθίζεται σέ θλίψη. Ὅσο καί ἄν πρός στιγμήν ἀδιαφορήσει γιά τόν λόγο του, στό βάθος ἡ ἐπαφή αὐτή ἀφήνει τά ἴχνη της, κάποια ἀβεβαιότητα, κάποια ἀμφιβολία, πού δέν τόν ἀφήνει νά ἡσυχάσει. Γι’ αὐτό κι ὅσοι γνώρισαν κάποτε, ἔστω καί γιά λίγο τόν Χριστό, κι ἐπάνω στίς συγκεκριμένες Του ἀπαντήσεις τόν ἀρνήθηκαν, στό βάθος παραμένουν ἀνικανοποίητοι σ’ ὅλης τους τήν ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου