ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ ΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ π.ΘΕΜΟΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ
Για ποιο λόγο γιορτάζουμε τις γιορτές της Εκκλησίας; Για ποιο λόγο συμμετέχουμε στην πνευματική ζωή του σώματος του Χριστού; Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη. Κι αυτό γιατί συνήθως λείπει από τα μάτια, τόσο του σώματος όσο και της ψυχής, η προοπτική της πίστης στο Χριστό, ως Εκείνον που κατέβηκε από τον ουρανό και στη συνέχεια ανέβηκε ψηλά και πήρε μαζί Του αιχμαλώτους, έδωσε δώρα στους ανθρώπους: «αναβάς εις ύψος ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν και έδωκε δόματα τοις ανθρώποις» (Εφεσ. 4,8). Συνήθως πιστεύουμε σε έναν Θεό ο Οποίος είναι ανώτερη δύναμη, δημιουργό του κόσμου, ο Οποίος μαγικά μας ακούει και δίνει λύσεις στα προβλήματά μας, ενίοτε μας τιμωρεί για τα σφάλματά μας και που μαζί Του θα μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μετά την έξοδό μας από αυτόν τον κόσμο. Όμως για την Εκκλησία μας η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό δεν περιορίζεται σε μια τέτοια οπτική. Γιατί αν μείνουμε σ’ αυτόν τον δρόμο, τότε αρνούμαστε το μεγάλο γεγονός: ότι ο Θεός δεν είναι απρόσωπος, αλλά υπάρχει εν τρισίν προσώποις. Ότι η αγάπη Του δεν είναι γενική μόνο, αλλά εκφράζεται με τη συνεχή βούλησή του να αναδημιουργεί τον άνθρωπο, να τον αναγεννά στο πρόσωπο του Χριστού και την ίδια στιγμή να μας υπενθυμίζει την παρουσία της αγάπης Του μέσα από το μυστήριο της Εκκλησίας.
Στις γιορτές της Εκκλησίας, αλλά και κάθε Κυριακή, θυμόμαστε την κάθοδο του Χριστού από τον ουρανό στη γη. Η λογική μας δεν αντέχει να προσεγγίσει το μυστήριο, αν θελήσουμε να σκεφτούμε τις διαστάσεις του. Μένουμε ενεοί μπροστά στο μέγεθος της αγάπης, της ταπείνωσης και της συγκατάβασης του Θεού. Από την άλλη, προσεγγίζουμε το μυστήριο αν θυμηθούμε τα λόγια του Παύλου. Δεν είναι μόνο ότι κατέβηκε στη γη και έγινε άνθρωπος. Ανέβηκε στη συνέχεια στον ουρανό και μαζί Του πήρε αιχμαλώτους. Πρώτα τον θάνατο και την απόγνωση. Στη συνέχεια, όλους τους ανθρώπους που δέχονται να αιχμαλωτισθούν από την αγάπη Του. Όλους εκείνους που δεν θεωρούν ότι η ζωή τους σταματά στον παρόντα κόσμο και χρόνο. Και την ίδια στιγμή μας δίνει ως δώρα «την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεώς Του ως Υιού του Θεού» (Εφεσ. 4, 13), μέσα στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Γιατί η Εκκλησία είναι το σπουδαιότερο και ωραιότερο δώρο που μας άφησε ο Χριστός.
Καλούμαστε στο Σώμα του Χριστού να συνειδητοποιούμε την ενότητα που μας δίνει η πίστη. Αυτό σημαίνει ότι αν πιστεύουμε στο Χριστό δεν κλεινόμαστε στον εαυτό μας, στο «εγώ» μας, στις ανάγκες μας, ούτε εγκλωβιζόμαστε στην κακία των άλλων ανθρώπων, ούτε και στην δική μας εμπάθεια, αλλά αποφασίζουμε να πορευόμαστε με βάση την βεβαιότητα που μας δίνει η πίστη μας για την παρουσία και την αγάπη του Χριστού προς τα πρόσωπά μας. Ο Χριστός μας ενώνει. Για το Χριστό βρισκόμαστε στην Εκκλησία. Για το Χριστό νικούμε τον παλαιό άνθρωπο που υπάρχει εντός μας, αλλά και συγκαταβαίνουμε στις αδυναμίες των άλλων ανθρώπων. Ο Χριστός είναι το μέτρο της ζωής μας και όχι οι άνθρωποι, οι οποίοι πολλάκις μας απογοητεύουν, όπως και εμείς τους απογοητεύουμε. Χωρίς πίστη δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα. Και αξίζει η πίστη οποιαδήποτε θυσία, οποιαδήποτε υπέρβαση του πραγματικού ή νομιζόμενου «δίκιου μας», γιατί ούτε εμείς είμαστε όπως μας θέλουν οι άλλοι ούτε εκείνοι όπως τους θέλουμε εμείς.
Την ίδια στιγμή η πίστη μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίζουμε το δυσθεώρητο βάθος της αγάπης του Υιού του Θεού για τα πρόσωπά μας. Η πίστη είναι αυτή που μας κάνει να βλέπουμε στα πρόσωπα των άλλων τον Χριστό. Η πίστη είναι αυτή που μας κάνει να σπουδάζουμε τις αλήθειες της Εκκλησίας. Να γιορτάζουμε σε δύσκολες εποχές και να μην αποκάμνουμε από την πίεση και το άγχος που ο κόσμος και οι μέριμνες συσσωρεύουν πάνω μας. Και γι’ αυτό όλη η ζωή της Εκκλησίας είναι μία ατελεύτητος γιορτή. Για να μας υπενθυμίζει τη χαρά που η αγάπη του Θεού μας προσφέρει. Και ότι κι εμείς μπορούμε να κοπιάσουμε αυτή τη αγάπη να γίνει δική μας στάση ζωής. Για να αναγνωρίζουμε τον Χριστό ως το νόημα και τον σκοπό της ζωής μας και ως Εκείνον που θα μας αιχμαλωτίσει με την αγάπη Του για να μας οδηγήσει στον ουρανό.
Μας έδωσε «δόματα» ο Χριστός. Είναι ο ναός, το Ευαγγέλιο και η αγιότητα, μέσα από τα οποία μπορούμε να ζήσουμε την πίστη ως γιορτή. Ο ναός, στον οποίο γινόμαστε μέλη της ευχαριστιακής σύναξης, της οικογένειας του Θεού και συναντούμε τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Το Ευαγγέλιο, μέσα από το οποίο μαθαίνουμε και θυμόμαστε τι θέλει ο Θεός από εμάς. Και η αγιότητα, που μας δείχνει την αλυσίδα όλων όσων προηγήθηκαν από εμάς στον αγώνα της πίστης και που πρεσβεύουν για μας, ώστε να μην νικηθούμε από τον πόλεμο του κόσμου και του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου, να μην διαλέξουμε την οδό της αδιαφορίας ή της άρνησης. Με την βοήθεια αυτών των δομάτων μπορούμε να γνωρίζουμε γιατί γιορτάζουμε, γιατί η Εκκλησία θα παραμένει ο τρόπος εκείνος που θα δίνει νόημα και στην ύπαρξη και στο χρόνο μας.
Για τον πολύ κόσμο, για τον θόρυβο των εικόνων, των ειδήσεων, των επιτευγμάτων, αλλά και των προβλημάτων η Εκκλησία δεν είναι ελκυστική. Ούτε και η γιορτή. Κρατά λίγο και μόνο ως στοιχείο του παρελθόντος. Όποιος όμως διαλέγει το πρόσωπο του Χριστού, τότε βιώνει την χαρά της γιορτής ως αφετηρία προσωπικής αλλαγής. Και είναι καιρός να αφεθούμε σ’ αυτόν τον δρόμο και τρόπο. Γιατί είναι βέβαιο ότι μόνο αυτός έχει διάρκεια. Διότι στηρίζεται στην ανεξάντλητη αγάπη του Χριστού, η οποία αιχμαλωτίζει τις καρδιές μας και μας αφήνει δώρα ζωής αιωνίου. Και για όποιον αφήνεται είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει απογοήτευση, αλλά ελπίδα και συνεχές νέο ξεκίνημα στη ζωή, τόσο την προσωπική όσο και την κοινωνική. Αυτό που τελικά έχουμε ανάγκη για να ζήσουμε αληθινά.
Κέρκυρα, 12 Ιανουαρίου 2014
Για ποιο λόγο γιορτάζουμε τις γιορτές της Εκκλησίας; Για ποιο λόγο συμμετέχουμε στην πνευματική ζωή του σώματος του Χριστού; Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη. Κι αυτό γιατί συνήθως λείπει από τα μάτια, τόσο του σώματος όσο και της ψυχής, η προοπτική της πίστης στο Χριστό, ως Εκείνον που κατέβηκε από τον ουρανό και στη συνέχεια ανέβηκε ψηλά και πήρε μαζί Του αιχμαλώτους, έδωσε δώρα στους ανθρώπους: «αναβάς εις ύψος ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν και έδωκε δόματα τοις ανθρώποις» (Εφεσ. 4,8). Συνήθως πιστεύουμε σε έναν Θεό ο Οποίος είναι ανώτερη δύναμη, δημιουργό του κόσμου, ο Οποίος μαγικά μας ακούει και δίνει λύσεις στα προβλήματά μας, ενίοτε μας τιμωρεί για τα σφάλματά μας και που μαζί Του θα μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μετά την έξοδό μας από αυτόν τον κόσμο. Όμως για την Εκκλησία μας η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό δεν περιορίζεται σε μια τέτοια οπτική. Γιατί αν μείνουμε σ’ αυτόν τον δρόμο, τότε αρνούμαστε το μεγάλο γεγονός: ότι ο Θεός δεν είναι απρόσωπος, αλλά υπάρχει εν τρισίν προσώποις. Ότι η αγάπη Του δεν είναι γενική μόνο, αλλά εκφράζεται με τη συνεχή βούλησή του να αναδημιουργεί τον άνθρωπο, να τον αναγεννά στο πρόσωπο του Χριστού και την ίδια στιγμή να μας υπενθυμίζει την παρουσία της αγάπης Του μέσα από το μυστήριο της Εκκλησίας.
Στις γιορτές της Εκκλησίας, αλλά και κάθε Κυριακή, θυμόμαστε την κάθοδο του Χριστού από τον ουρανό στη γη. Η λογική μας δεν αντέχει να προσεγγίσει το μυστήριο, αν θελήσουμε να σκεφτούμε τις διαστάσεις του. Μένουμε ενεοί μπροστά στο μέγεθος της αγάπης, της ταπείνωσης και της συγκατάβασης του Θεού. Από την άλλη, προσεγγίζουμε το μυστήριο αν θυμηθούμε τα λόγια του Παύλου. Δεν είναι μόνο ότι κατέβηκε στη γη και έγινε άνθρωπος. Ανέβηκε στη συνέχεια στον ουρανό και μαζί Του πήρε αιχμαλώτους. Πρώτα τον θάνατο και την απόγνωση. Στη συνέχεια, όλους τους ανθρώπους που δέχονται να αιχμαλωτισθούν από την αγάπη Του. Όλους εκείνους που δεν θεωρούν ότι η ζωή τους σταματά στον παρόντα κόσμο και χρόνο. Και την ίδια στιγμή μας δίνει ως δώρα «την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεώς Του ως Υιού του Θεού» (Εφεσ. 4, 13), μέσα στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Γιατί η Εκκλησία είναι το σπουδαιότερο και ωραιότερο δώρο που μας άφησε ο Χριστός.
Καλούμαστε στο Σώμα του Χριστού να συνειδητοποιούμε την ενότητα που μας δίνει η πίστη. Αυτό σημαίνει ότι αν πιστεύουμε στο Χριστό δεν κλεινόμαστε στον εαυτό μας, στο «εγώ» μας, στις ανάγκες μας, ούτε εγκλωβιζόμαστε στην κακία των άλλων ανθρώπων, ούτε και στην δική μας εμπάθεια, αλλά αποφασίζουμε να πορευόμαστε με βάση την βεβαιότητα που μας δίνει η πίστη μας για την παρουσία και την αγάπη του Χριστού προς τα πρόσωπά μας. Ο Χριστός μας ενώνει. Για το Χριστό βρισκόμαστε στην Εκκλησία. Για το Χριστό νικούμε τον παλαιό άνθρωπο που υπάρχει εντός μας, αλλά και συγκαταβαίνουμε στις αδυναμίες των άλλων ανθρώπων. Ο Χριστός είναι το μέτρο της ζωής μας και όχι οι άνθρωποι, οι οποίοι πολλάκις μας απογοητεύουν, όπως και εμείς τους απογοητεύουμε. Χωρίς πίστη δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα. Και αξίζει η πίστη οποιαδήποτε θυσία, οποιαδήποτε υπέρβαση του πραγματικού ή νομιζόμενου «δίκιου μας», γιατί ούτε εμείς είμαστε όπως μας θέλουν οι άλλοι ούτε εκείνοι όπως τους θέλουμε εμείς.
Την ίδια στιγμή η πίστη μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίζουμε το δυσθεώρητο βάθος της αγάπης του Υιού του Θεού για τα πρόσωπά μας. Η πίστη είναι αυτή που μας κάνει να βλέπουμε στα πρόσωπα των άλλων τον Χριστό. Η πίστη είναι αυτή που μας κάνει να σπουδάζουμε τις αλήθειες της Εκκλησίας. Να γιορτάζουμε σε δύσκολες εποχές και να μην αποκάμνουμε από την πίεση και το άγχος που ο κόσμος και οι μέριμνες συσσωρεύουν πάνω μας. Και γι’ αυτό όλη η ζωή της Εκκλησίας είναι μία ατελεύτητος γιορτή. Για να μας υπενθυμίζει τη χαρά που η αγάπη του Θεού μας προσφέρει. Και ότι κι εμείς μπορούμε να κοπιάσουμε αυτή τη αγάπη να γίνει δική μας στάση ζωής. Για να αναγνωρίζουμε τον Χριστό ως το νόημα και τον σκοπό της ζωής μας και ως Εκείνον που θα μας αιχμαλωτίσει με την αγάπη Του για να μας οδηγήσει στον ουρανό.
Μας έδωσε «δόματα» ο Χριστός. Είναι ο ναός, το Ευαγγέλιο και η αγιότητα, μέσα από τα οποία μπορούμε να ζήσουμε την πίστη ως γιορτή. Ο ναός, στον οποίο γινόμαστε μέλη της ευχαριστιακής σύναξης, της οικογένειας του Θεού και συναντούμε τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Το Ευαγγέλιο, μέσα από το οποίο μαθαίνουμε και θυμόμαστε τι θέλει ο Θεός από εμάς. Και η αγιότητα, που μας δείχνει την αλυσίδα όλων όσων προηγήθηκαν από εμάς στον αγώνα της πίστης και που πρεσβεύουν για μας, ώστε να μην νικηθούμε από τον πόλεμο του κόσμου και του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου, να μην διαλέξουμε την οδό της αδιαφορίας ή της άρνησης. Με την βοήθεια αυτών των δομάτων μπορούμε να γνωρίζουμε γιατί γιορτάζουμε, γιατί η Εκκλησία θα παραμένει ο τρόπος εκείνος που θα δίνει νόημα και στην ύπαρξη και στο χρόνο μας.
Για τον πολύ κόσμο, για τον θόρυβο των εικόνων, των ειδήσεων, των επιτευγμάτων, αλλά και των προβλημάτων η Εκκλησία δεν είναι ελκυστική. Ούτε και η γιορτή. Κρατά λίγο και μόνο ως στοιχείο του παρελθόντος. Όποιος όμως διαλέγει το πρόσωπο του Χριστού, τότε βιώνει την χαρά της γιορτής ως αφετηρία προσωπικής αλλαγής. Και είναι καιρός να αφεθούμε σ’ αυτόν τον δρόμο και τρόπο. Γιατί είναι βέβαιο ότι μόνο αυτός έχει διάρκεια. Διότι στηρίζεται στην ανεξάντλητη αγάπη του Χριστού, η οποία αιχμαλωτίζει τις καρδιές μας και μας αφήνει δώρα ζωής αιωνίου. Και για όποιον αφήνεται είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει απογοήτευση, αλλά ελπίδα και συνεχές νέο ξεκίνημα στη ζωή, τόσο την προσωπική όσο και την κοινωνική. Αυτό που τελικά έχουμε ανάγκη για να ζήσουμε αληθινά.
Κέρκυρα, 12 Ιανουαρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου