ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 17, 12-19) 16η Ιανουαρίου 2011
Κάποτε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πήγαινε σε ένα χωριό. Στο δρόμο, λίγο πριν φτάσει, συνάντησε δέκα δυστυχισμένους ανθρώπους, που υπέφεραν από τη φοβερή αρρώστια της λέπρας. Αυτοί, μόλις είδαν τον Κύριο, στάθηκαν μακρυά, επειδή δεν τους επιτρεπόταν να πλησιάσουν τους υγιείς, και άρχισαν να φωνάζουν δυνατά και να λένε: «Κύριε Ιησού, ρίξε και σε μας ένα συμπονετικό βλέμμα και απάλλαξε μας από την τρομερή ασθένεια, που κατατρώει συνεχώς τις άμοιρες σάρκες μας». Και ο Χριστός που κατάλαβε την πραγματικά αξιοθρήνητη κατάστασή τους, τους σπλαχνίστηκε και πήγε να εξαφανίσει την ανυπόφορη δυστυχία, που τους έπληττε.
«Πηγαίνετε τους είπε, και δείξτε τα σώματά σας στους Ιερείς, για να βεβαιώσουν αυτοί, σύμφωνα με το νόμο, ότι πράγματι γίνατε καλά». Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν εξαφανιστεί τα απαίσια σημάδια της λέπρας. Εν τούτοις οι δέκα λεπροί, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στα λόγια του Κυρίου, πήραν το δρόμο, που οδηγούσε στους αρμοδίους. Και ενώ βρισκόταν στο δρόμο, κατάλαβαν ότι είχαν γίνει καλά. Έτσι τώρα υγιείς και γεμάτοι χαρά, έτρεξαν να συναντήσουν τους Ιερείς των, για να πάρουν το χαρτί, που θα βεβαίωνε ότι είχαν πια θεραπευτεί και επομένως μπορούσαν να επικοινωνούν ελεύθερα με τους δικούς τους και τους άλλους. Ένας όμως από όλους, που ήταν μάλιστα Σαμαρείτης, όταν είδε πως θεραπεύτηκε, αντί να συνεχίσει το δρόμο του, γύρισε πίσω, βρήκε τον Κύριο και έπεσε στα πόδια του, δείχνοντας έτσι την μεγάλη του ευγνωμοσύνη, που είχε γεμίσει την ευγενική του ψυχή. Θα περίμενε κανένας να πάνε και να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στο Χριστό οι εννέα, που ήταν Ιουδαίοι. Δυστυχώς ούτε καν το σκέφτηκαν. Και αυτό, διότι τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν μέσα τους, ήταν άλλα, όπως η χαρά, ο ενθουσιασμός, ο πόθος να επιστρέψουν γρήγορα κοντά στους δικούς των, στους γέροντες γονείς των, στις κακόμοιρες γυναίκες τους και στα δυστυχισμένα παιδιά τους. Έτσι ξέχασαν το μεγάλο Ευεργέτη.
Πολλές και ανυπολόγιστες είναι οι ευεργεσίες του Πανάγαθου Δημιουργού μας. Άρα έχουμε υποχρέωση με το παραπάνω να είμαστε ευγνώμονες απέναντί του. Μπορεί να καθόμαστε μέσα στο σπίτι ,ή να εργαζόμαστε έξω στα χωράφια ή να καθόμαστε κάπου ξαπλωμένοι. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι εύκολο να στρέψουμε το νου μας στο μεγάλο Ευεργέτη μας και να του στείλουμε τις άπειρες και θερμές μας ευχαριστίες. Δυο λόγια προσευχής, που εκφράζουν ένα απλό «δόξα τω Θεώ» ή ένα «ευχαριστώ» με την καρδιά μας, είναι η πιο γνήσια και ειλικρινής μαρτυρία, ότι μέσα μας έχουμε την μεγάλη αρετή της ευγένειας.
Αλλά η πραγματική ευγνωμοσύνη μπορεί να φανερωθεί καλύτερα στην Εκκλησία, την ώρα που εξομολογούμαστε στον πνευματικό τα αμαρτήματά μας ή να πηγαίνουμε στο ιερό ποτήρι της ζωής, για να μεταλάβουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, ή να ζητούμε από τον Κύριο να ευλογήσει μια νέα χριστιανική οικογένεια.. Γενικά σε όλες τις περιπτώσεις, που επικοινωνούμε με το Θεό, μπορούμε, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη τιμή που μας κάνει, να αφήνουμε την καρδιά μας να ξεχειλίζει τα ευγενικά της αισθήματα. Με αυτό τον τρόπο, ενώ εκφράζουμε από υποχρέωση την ευγνωμοσύνη μας, κερδίζουμε μαζί την αγάπη του Θεού, πράγμα το οποίο συντελεί στο να εξασφαλίσουμε και την προσωπική μας σωτηρία, όπως συνέβη με τον πρώην λεπρό Σαμαρείτη.
Ο Κύριος, όταν είδε να πέφτει μπροστά του ο Σαμαρείτης και να τον ευχαριστεί θερμά, έφερε στο νου του τους άλλους, που θεραπεύτηκαν μαζί, και ρώτησε: «δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Πού είναι οι άλλοι εννέα; Δεν ένοιωσαν την υποχρέωση να έρθουν πίσω και να αποδώσουν δόξα στο Θεό, εκτός από τον ξένο αυτό, που δεν είναι Ιουδαίος;». Και στη συνέχεια διέταξε τον Σαμαρείτη να σηκωθεί. «Σήκω και πήγαινε, του είπε. Η υγιής πίστη που διαθέτεις, σε συνδιασμό με την ευγνώμονα διάθεση, που σε χαρακτηρίζει, σου έδωσαν όχι μονάχα την υγεία του σώματος, αλλά και τη σωτηρία της ψυχής».
Ο Θεός βέβαια κάνει πολλές ευεργεσίες προς όλους μας. Αυτή η ίδια η ζωή μας, τα αγαθά που έχομε στη διάθεσή μας, ο αέρας που αναπνέουμε, η γαλήνη που μας ξεκουράζει, η ευτυχία που μας μαγεύει, όλα τα καλά προέρχονται από την απέραντη αγάπη του, που συνέχεια κινεί όλο το μηχανισμό της θείας πρόνοιας, ώστε να χορηγεί σε κάθε στιγμή ότι χρειάζεται στα αγαπημένα του πλάσματα.
Αλλά πάνω από το κάθε τι ενδιαφέρεται για την προσωπική μας λύτρωση και σωτηρία. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, αν και με την αμαρτία των πρωτοπλάστων είμαστε υπόλογοι, ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας έστειλε τον Μονογενή του Υιό και θυσιάστηκε πάνω στον οδυνηρό Σταυρό για τις δικές μας αμαρτίες. Φυσικά δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία από αυτή, διότι εμείς μόνοι μας δεν μπορούσαμε να επανορθώσουμε το κακό και να ικανοποιήσουμε τη Θεία Δικαιοσύνη. Τι θα γινόταν λοιπόν; Ή έπρεπε να μένουμε συνέχεια στην κατάρα του «πεπτωκότος» ή να μας λυπηθεί ο Κύριος του ουρανού και της γης. Ως γνωστόν μας λυπήθηκε και έτσι πήραμε τη θέση που μας ταίριαζε.
Δεν γνωρίζουμε, αγαπητοί μου χριστιανοί, πόσοι στους εκατό διαθέτουν το θησαυρό της ευγνωμοσύνης. Εάν πάρουμε υπ’ όψιν μας την ευαγγελική περικοπή των δέκα λεπρών, σύμφωνα με την οποία μόνο ένας ένιωσε την καρδιά του να πλημμυρίζει από το ευγενικό αυτό συναίσθημα, ενώ οι εννέα ούτε καν σκέφθηκαν την υποχρέωσή τους απέναντι στον ευεργέτη τους, ασφαλώς θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πολύ λίγοι είναι οι ευγνώμονες. Γιατί όμως; Μήπως όλοι μας δεν ευεργετούμεθα; Μήπως όλοι μας δεν επιθυμούμε τη λύτρωση και τη σωτηρία; Άρα όλοι μας έχουμε υποχρέωση να φιλοξενούμε στην καρδιά μας την ευγνωμοσύνη. Άλλωστε έτσι μπορεί να ετοιμαστεί καλύτερα το έδαφος της ψυχής μας, που θα δεχθεί τη σωτήρια χάρη από τον δωροδότη Κύριο. Και δεν υπάρχει ανώτερη από αυτή την ευεργεσία, χάριν της οποίας ο άνθρωπος πρέπει να είναι αιώνια ευγνώμων προς τον Θεό. Γένοιτο.
π. Ε.Σ.
Κάποτε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πήγαινε σε ένα χωριό. Στο δρόμο, λίγο πριν φτάσει, συνάντησε δέκα δυστυχισμένους ανθρώπους, που υπέφεραν από τη φοβερή αρρώστια της λέπρας. Αυτοί, μόλις είδαν τον Κύριο, στάθηκαν μακρυά, επειδή δεν τους επιτρεπόταν να πλησιάσουν τους υγιείς, και άρχισαν να φωνάζουν δυνατά και να λένε: «Κύριε Ιησού, ρίξε και σε μας ένα συμπονετικό βλέμμα και απάλλαξε μας από την τρομερή ασθένεια, που κατατρώει συνεχώς τις άμοιρες σάρκες μας». Και ο Χριστός που κατάλαβε την πραγματικά αξιοθρήνητη κατάστασή τους, τους σπλαχνίστηκε και πήγε να εξαφανίσει την ανυπόφορη δυστυχία, που τους έπληττε.
«Πηγαίνετε τους είπε, και δείξτε τα σώματά σας στους Ιερείς, για να βεβαιώσουν αυτοί, σύμφωνα με το νόμο, ότι πράγματι γίνατε καλά». Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν εξαφανιστεί τα απαίσια σημάδια της λέπρας. Εν τούτοις οι δέκα λεπροί, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στα λόγια του Κυρίου, πήραν το δρόμο, που οδηγούσε στους αρμοδίους. Και ενώ βρισκόταν στο δρόμο, κατάλαβαν ότι είχαν γίνει καλά. Έτσι τώρα υγιείς και γεμάτοι χαρά, έτρεξαν να συναντήσουν τους Ιερείς των, για να πάρουν το χαρτί, που θα βεβαίωνε ότι είχαν πια θεραπευτεί και επομένως μπορούσαν να επικοινωνούν ελεύθερα με τους δικούς τους και τους άλλους. Ένας όμως από όλους, που ήταν μάλιστα Σαμαρείτης, όταν είδε πως θεραπεύτηκε, αντί να συνεχίσει το δρόμο του, γύρισε πίσω, βρήκε τον Κύριο και έπεσε στα πόδια του, δείχνοντας έτσι την μεγάλη του ευγνωμοσύνη, που είχε γεμίσει την ευγενική του ψυχή. Θα περίμενε κανένας να πάνε και να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στο Χριστό οι εννέα, που ήταν Ιουδαίοι. Δυστυχώς ούτε καν το σκέφτηκαν. Και αυτό, διότι τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν μέσα τους, ήταν άλλα, όπως η χαρά, ο ενθουσιασμός, ο πόθος να επιστρέψουν γρήγορα κοντά στους δικούς των, στους γέροντες γονείς των, στις κακόμοιρες γυναίκες τους και στα δυστυχισμένα παιδιά τους. Έτσι ξέχασαν το μεγάλο Ευεργέτη.
Πολλές και ανυπολόγιστες είναι οι ευεργεσίες του Πανάγαθου Δημιουργού μας. Άρα έχουμε υποχρέωση με το παραπάνω να είμαστε ευγνώμονες απέναντί του. Μπορεί να καθόμαστε μέσα στο σπίτι ,ή να εργαζόμαστε έξω στα χωράφια ή να καθόμαστε κάπου ξαπλωμένοι. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι εύκολο να στρέψουμε το νου μας στο μεγάλο Ευεργέτη μας και να του στείλουμε τις άπειρες και θερμές μας ευχαριστίες. Δυο λόγια προσευχής, που εκφράζουν ένα απλό «δόξα τω Θεώ» ή ένα «ευχαριστώ» με την καρδιά μας, είναι η πιο γνήσια και ειλικρινής μαρτυρία, ότι μέσα μας έχουμε την μεγάλη αρετή της ευγένειας.
Αλλά η πραγματική ευγνωμοσύνη μπορεί να φανερωθεί καλύτερα στην Εκκλησία, την ώρα που εξομολογούμαστε στον πνευματικό τα αμαρτήματά μας ή να πηγαίνουμε στο ιερό ποτήρι της ζωής, για να μεταλάβουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, ή να ζητούμε από τον Κύριο να ευλογήσει μια νέα χριστιανική οικογένεια.. Γενικά σε όλες τις περιπτώσεις, που επικοινωνούμε με το Θεό, μπορούμε, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη τιμή που μας κάνει, να αφήνουμε την καρδιά μας να ξεχειλίζει τα ευγενικά της αισθήματα. Με αυτό τον τρόπο, ενώ εκφράζουμε από υποχρέωση την ευγνωμοσύνη μας, κερδίζουμε μαζί την αγάπη του Θεού, πράγμα το οποίο συντελεί στο να εξασφαλίσουμε και την προσωπική μας σωτηρία, όπως συνέβη με τον πρώην λεπρό Σαμαρείτη.
Ο Κύριος, όταν είδε να πέφτει μπροστά του ο Σαμαρείτης και να τον ευχαριστεί θερμά, έφερε στο νου του τους άλλους, που θεραπεύτηκαν μαζί, και ρώτησε: «δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Πού είναι οι άλλοι εννέα; Δεν ένοιωσαν την υποχρέωση να έρθουν πίσω και να αποδώσουν δόξα στο Θεό, εκτός από τον ξένο αυτό, που δεν είναι Ιουδαίος;». Και στη συνέχεια διέταξε τον Σαμαρείτη να σηκωθεί. «Σήκω και πήγαινε, του είπε. Η υγιής πίστη που διαθέτεις, σε συνδιασμό με την ευγνώμονα διάθεση, που σε χαρακτηρίζει, σου έδωσαν όχι μονάχα την υγεία του σώματος, αλλά και τη σωτηρία της ψυχής».
Ο Θεός βέβαια κάνει πολλές ευεργεσίες προς όλους μας. Αυτή η ίδια η ζωή μας, τα αγαθά που έχομε στη διάθεσή μας, ο αέρας που αναπνέουμε, η γαλήνη που μας ξεκουράζει, η ευτυχία που μας μαγεύει, όλα τα καλά προέρχονται από την απέραντη αγάπη του, που συνέχεια κινεί όλο το μηχανισμό της θείας πρόνοιας, ώστε να χορηγεί σε κάθε στιγμή ότι χρειάζεται στα αγαπημένα του πλάσματα.
Αλλά πάνω από το κάθε τι ενδιαφέρεται για την προσωπική μας λύτρωση και σωτηρία. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, αν και με την αμαρτία των πρωτοπλάστων είμαστε υπόλογοι, ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας έστειλε τον Μονογενή του Υιό και θυσιάστηκε πάνω στον οδυνηρό Σταυρό για τις δικές μας αμαρτίες. Φυσικά δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία από αυτή, διότι εμείς μόνοι μας δεν μπορούσαμε να επανορθώσουμε το κακό και να ικανοποιήσουμε τη Θεία Δικαιοσύνη. Τι θα γινόταν λοιπόν; Ή έπρεπε να μένουμε συνέχεια στην κατάρα του «πεπτωκότος» ή να μας λυπηθεί ο Κύριος του ουρανού και της γης. Ως γνωστόν μας λυπήθηκε και έτσι πήραμε τη θέση που μας ταίριαζε.
Δεν γνωρίζουμε, αγαπητοί μου χριστιανοί, πόσοι στους εκατό διαθέτουν το θησαυρό της ευγνωμοσύνης. Εάν πάρουμε υπ’ όψιν μας την ευαγγελική περικοπή των δέκα λεπρών, σύμφωνα με την οποία μόνο ένας ένιωσε την καρδιά του να πλημμυρίζει από το ευγενικό αυτό συναίσθημα, ενώ οι εννέα ούτε καν σκέφθηκαν την υποχρέωσή τους απέναντι στον ευεργέτη τους, ασφαλώς θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πολύ λίγοι είναι οι ευγνώμονες. Γιατί όμως; Μήπως όλοι μας δεν ευεργετούμεθα; Μήπως όλοι μας δεν επιθυμούμε τη λύτρωση και τη σωτηρία; Άρα όλοι μας έχουμε υποχρέωση να φιλοξενούμε στην καρδιά μας την ευγνωμοσύνη. Άλλωστε έτσι μπορεί να ετοιμαστεί καλύτερα το έδαφος της ψυχής μας, που θα δεχθεί τη σωτήρια χάρη από τον δωροδότη Κύριο. Και δεν υπάρχει ανώτερη από αυτή την ευεργεσία, χάριν της οποίας ο άνθρωπος πρέπει να είναι αιώνια ευγνώμων προς τον Θεό. Γένοιτο.
π. Ε.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου