Κυριακή Θ΄Ματθαίου
Ὅλα τά Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν τοῦ καλοκαιριοῦ μᾶς παρουσιάζουν κάποιο θαῦμα πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ὅλα αὐτά σκοπό ἔχουν νά ἀποδείξουν, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα εἴδαμε τόν Χριστό νά περπατάει πάνω στά ἀφρισμένα κύματα τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας. Μέ τήν ἄδεια καί τήν ἐντολή του ἄρχισε νά περπατάει καί ὁ Πέτρος καί στό τέλος ὁ Χριστός κατέπευσε τήν τρικυμία τῆς θαλάσσης.
Προκαλεῖ μεγάλο θαυμασμό ἡ τόλμη καί τό θάρρος πού ἐπέδειξε ὁ Πέτρος, ὅταν ζήτησε νά περπατήσει πάνω στά ἀγριεμένα κύματα. Ὁ ἴδιος γνώριζε ἀπό θάλασσα. Εἶχε πικρή πείρα ἀπό τούς θυμούς καί τίς φουρτοῦνες της. Καί ἄλλη φορά κινδύνεψαν νά πνιγοῦν καί κατέφυγαν στήν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτρεξαν κοντά του καί ζήτησαν ἀπεγνωσμένα τήν βοήθειά του: Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα.
Τί τόν ἔκανε τώρα νά ἀψηφήσει τόν κίνδυνο καί τόν φόβο τοῦ καταποντισμοῦ; Τί ἄλλο; παρά ἡ μεγάλη ἀγάπη, πού ἔτρεφε στόν Διδάσκαλο. Εἶχε ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά σπεύσει πρός συνάντηση τοῦ Χριστοῦ. Πρῶτος αὐτός νά πάει κοντά του. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη τόν παρακινεῖ σ᾿ αὐτό τό τολμηρό ἔργο. Τό ἴδιο ἔκανε καί κάποια ἄλλη φορά, ὅταν ἔπεσε στό νερό, γιά νά πάει κολυμπώντας γρηγορότερα ἀπό τούς ἄλλους μαθητές, ὅταν ὁ Κύριος περίμενε στήν παραλία.
Τό ζήτησε αὐθόρμητα, μέ λαχτάρα ρίχτηκε στό νερό, ἀλλά ἡ ὀλιγοπιστία του παρά λίγο νά τοῦ στοιχίσει, ὄχι μόνο τήν χαρά νά πάει κοντά στόν Χριστό, ἀλλά νά χάσει καί τήν ἴδια τήν ζωή του.
Ξεκίνησε μέ μεγάλη πίστη, πέτυχε κάτι ἀδιανόητο γιά τήν ἀνθρώπινη λογική, μά δέν τά κατάφερε μέχρι τό τέλος, γιατί δέν ἔμεινε σταθερός στήν προηγούμενη ἰσχυρή πίστη.
Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο δίδαγμα γιά μᾶς. Γιατί κι᾿ ἐμεῖς κάποιες φορές ξεκινᾶμε μέ κάποιο ζῆλο καί πόθο τήν χριστιανική μας ζωή. Θέλουμε νά πᾶμε κοντά στόν Χριστό μέ ἐνθουσιασμό. Παίρνουμε τόν δρόμο, γιά νά τόν πλησιάσουμε, νά συναντηθοῦμε μαζί του ἄλλος τό πρωΐ, ἄλλος τό μεσημέρι καί ἄλλος στό δειλινό τῆς ζωῆς μας. Ὅμως ὁ δρόμος αὐτός δέν εἶναι στρωμένος πάντοτε μέ ροδοπέταλα. Ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀνηφορικός καί δύσκολος. Συχνά συναντοῦμε καταιγίδες, μᾶς χτυποῦν τά ἀγριεμένα κύματα. Πῶς τό λέει ὁ ψαλμωδός; Τοῦ βίου τήν θάλασσαν ὑψουμένην καθορῶν. Τότε ὁ ζῆλος μας μαραίνεται, ὁ ἐνθουσιαμός μᾶς ἐγκαταλείπει καί ὀπισθοχωροῦμε.
Ἡ ὀλιγοπιστία καί ἡ ἀμφιβολία κυριεύει κάποιες φορές ἀκόμη καί τούς χριστιανούς, τούς πνευματικούς ἀνθρώπους. Φαίνεται πώς ὁ ἄνθρωπος δέν στηρίζεται πάντοτε στήν ἀγάπη καί στήν προστασία τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἐνθυμεῖται πάντοτε τήν παντοδυναμία του. Ἀκολουθεῖ ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ἀνθρώπινη λογική.
Ὅμως, ἀγαπητοί μου, πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι σ᾿ αὐτήν τήν προσπάθειά μας δέν εἴμαστε μόνοι. Στό τιμόνι τῆς ζωῆς μας στέκει ὁ Χριστός καί μακάρι νά ἀφήναμε νά μᾶς ὁδηγοῦσε πάντοτε αὐτός. Εἶναι ἕτοιμος νά ἁπλώσει τό παντοδύναμο καί προστατευτικό χέρι του, γιά νά μᾶς βοηθήσει. Ἐκεῖνος πού ἐνίσχυσε τόν Πέτρο νά περπατήσει πάνω στά κύματα, ὁ ἴδιος θά τόν ἐνίσχυε νά ἀντισταθεῖ καί στόν ἰσχυρό ἄνεμο. Ἡ πίστη καί ἡ ἐμπιστοσύνη στό Χριστό εἶναι σωσίβιο, πού ὁδηγεῖ στήν γαλήνη καί στήν σωτηρία. Ἐκεῖνος ἄλλωστε μᾶς τό ὑποσχέθηκε καί δέν παίρνει τόν λόγο του πίσω, ὅπως συνήθως κάνουμε ἐμεῖς. Οὐ μή σέ ἀνῶ, οὐδ᾿ οὐ μή σέ ἐγκαταλείπω.
Κάποτε, λέει μιά ἱστορία, ἕνας χριστιανός παραπονιόταν στόν Θεό. Εἶπες ὅτι θά με βοηθήσεις, θά εἶσαι πάντοτε μαζί μου, δέν θά μέ ἀφήσεις στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μου, μά δέν τό ἔκανες. Τόν πῆρε ὁ Θεός ἀπό τό χέρι καί πήγαιναν πρός τά πίσω στόν δρόμο τῆς ζωῆς του. Βλέπεις, τοῦ εἶπε ὁ Θεός. Στόν δρόμο φαίνονται δύο ἴχνη, δύο πατημασιές, οἱ δικές μου καί οἱ δικές σου. Νά ὅμως, εἶπε ὁ ἄνθρωπος, στίς δύσκολες ὧρες οἱ πατημασιές εἶναι ἑνός, πού σημαίνει εἶναι οἱ δικές μου. Τότε ἦταν πού μέ ἐγκατέλειψες. Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ Θεός. Οἱ πατημασιές αὐτές εἶναι δικές μου. Καί ἐγώ πού ἤμουν; ρώτησε μέ ἀπορία ὁ ἄνθρωπος. Στίς δύσκολες στιγμές, τοῦ ἀπάντησε ὁ Θεός, σέ εἶχα στά χέρια μου, ἤσουν μέσα στήν ἀγκαλιά μου!
Ἀγαπητοί μου,
Μή λησμονοῦμε ποτέ, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πάντοτε παρών, ἕτοιμος νά ἐπέμβει καί νά μᾶς βοηθήσει. Ἡ πίστη μας καί ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό γίνονται τόσο ἄγκυρα, ὅσο καί σανίδα σωτηρίας. Μόνο πού δέν ἀρκεῖ ἡ ἄγκυρα ἤ ἡ σανίδα. Πρέπει νά ἀξιοποιήσουμε σωστά καί τά δύο. Ἄν δέν ρίξουμε, δέν ἀπελευθερώσουμε τήν ἄγκυρα ἤ δέν ἀγκαλιάσουμε τήν σανίδα, ἐμεῖς οἱ ναυαγοί τῆς ζωῆς δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Ὁ καταποντισμός θά εἶναι βέβαιος. Ὅμως, ὅπου καί ἄν στραφοῦμε, θά δοῦμε τό στιβαρό χέρι τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό μή ἀφήνουμε τόν ἄνεμο ὀλιγοπιστίας νά σκορπίσει τήν πίστη μας. Μή μᾶς τρομοκρατοῦν τά κύματα τῆς ἀπελπισίας. Κάθε φορά πού διαπιστώνουμε κάποιο πρόβλημα, κάποιο φόβο, νά στρέφουμε βλέματα, νοῦ καί καρδιά, στόν Χριστό καί νά φωνάζουμε σάν τόν Πέτρο. Κύριε, σῶσον. Νἄμαστε βέβαιοι, ὅτι ἡ ἀπάντηση θά ἔρθει πολύ σύντομα. Ἀμήν.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου