Ο πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων
Τίποτα να μην πάει χαμένο…
Ανοιξιάτικα είναι όλα εδώ πάνω. Γαλήνη βαθιά βασιλεύει σε τούτο το
βουνό της Τιβεριάδας που έφερε ο Κύριος τους Μαθητές Του για να
ξεκουραστούν λίγο.
Δεν κράτησε όμως για πολύ. Πλήθη ανθρώπων από τις πόλεις, σαν είδαν
τον Κύριο και τους Μαθητές Του να πηγαίνουν με πλοίο προς τα εκεί,
ξεκίνησαν περπατώντας και κατόρθωσαν να τους βρουν.
Ο Κύριος με τον ερχομό του πλήθους συγκινήθηκε. Σπλαχνίστηκε τον κόπο
τους, τους αρρώστους τους. Βγήκε λοιπόν από τον απόμερο τόπο όπου είχε
καταφύγει με τους Μαθητές Του, και τους δέχτηκε με απέραντη καλοσύνη
«και εθεράπευσε τους αρρώστους αυτών» και, όπως προσθέτουν ο
Ευαγγελιστής Μάρκος και Ευαγγελιστής Λουκάς, «ήρξατο διδάσκειν αυτούς
πολλά» (Μαρκ. ς΄ 34) και «ελάλει αυτοίς περί της βασιλείας του Θεού»
(Λουκ. θ΄ 11).
Όμως η ώρα περνάει και κοντεύει να βραδιάσει. Κι ενώ ο Κύριος είναι
απορροφημένος να προσφέρει στο λαό πνευματική ενίσχυση, οι Απόστολοι
φαίνονται ανήσυχοι. Όλο και κάτι ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Επιτέλους,
παίρνουν την απόφαση και πλησιάζουν το θείο Διδάσκαλο με σεβασμό και Του
λένε:
- Κύριε, ο τόπος τούτος είναι έρημος και η ώρα πέρασε. Δώσε διαταγή
να διαλυθούν τα πλήθη, για να προλάβουν να πάνε στα χωριά ν’ αγοράσουν
φαγητά να φάνε…
Στην ανησυχία του ο Κύριος απάντησε με θαυμαστή ηρεμία:
- Δεν είναι ανάγκη να πάνε ν’ αγοράσουν τρόφιμα. Δώστε τους εσείς να φάνε.
- Εμείς, απαντάνε, δεν έχουμε παρά μονάχα πέντε ψωμιά και δυο ψάρια.
- Φέρτε τά μου εδώ…, είπε ο Κύριος.
Και αμέσως έδωσε εντολή να καθίσει όλος ο λαός πάνω στο χλωρό
χορτάρι. Την τακτοποίησή τους την έκαναν οι Απόστολοι σύμφωνα με την
οδηγία του Κυρίου.
Τους έβαλαν όλους παρέες-παρέες από πενήντα ή εκατό άνδρες, ανάλογα
με την απλωσιά του χώρου. Έτσι θα μπορούσαν εύκολα να περνούν ανάμεσά
τους και να μην ξεχάσουν κανένα.
Το θέαμα ήταν θαυμάσιο. Ο τόπος λες και απέκτησε μονομιάς παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια.
Ο Κύριος πήρε τότε τα πέντε ψωμιά και τα δυο ψάρια· σήκωσε τα μάτια
Του στον Ουρανό, ευχαρίστησε τον ουράνιο Πατέρα και κατόπιν έκοψε τα
ψωμιά και τα ψάρια, τα έδωσε στους Μαθητές Του και εκείνοι τα μετέφεραν
στα πλήθη. Κι ενώ μοίραζαν, συνεχώς μοίραζαν μέχρι που χόρτασε όλος ο
λαός, τα κομμάτια δεν τελείωναν. Ο καθένας τους έφαγε όσο ήθελε…
Δεν είχε ακόμη σηκωθεί κανείς, όταν οι δώδεκα Μαθητές, μ’ ένα κοφίνι ο
καθένας τους στο χέρι σκορπίζονται πάλι ανάμεσα στις παρέες, που
συντροφεμένα είχαν φάει και είχαν πια χορτάσει.
Θα απορείς γιατί ξαναγυρίζουν…
Περνούν και μαζεύουν τα περισσεύματα, πριν σηκωθούν τα πλήθη, μήπως
όπως είναι χορτασμένοι, δεν τα προσέξουν ή από αδιαφορία τα αφήσουν εκεί
ή τα πατήσουν και τα φάνε τα ζώα και τα πουλιά… και πάνε χαμένα.
Κι ήταν τόσο μεγάλη η έκπληξη των Μαθητών από τη συγκομιδή αυτή με τα
περισσεύματα! Ο καθένας γέμισε το κοφίνι του! Αν δε γινόταν αυτό,
δώδεκα κοφίνια περισσεύματα θα πήγαιναν χαμένα!
Και δεν ήταν λίγοι αυτοί που χόρτασαν! Πέντε χιλιάδες άνδρες και
χώρια οι γυναίκες και τα παιδιά, που αν δε ήταν περισσότεροι, θα ήταν
τουλάχιστον όσοι και οι άνδρες.
Γι’ αυτό και το θαύμα αυτό «του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων» τους
εντυπώθηκε πολύ ζωηρά κι είναι το μοναδικό που αναφέρουν και οι
τέσσερις Ευαγγελιστές.
* * *
Το θαύμα αυτό του Κυρίου έχει πολλά και σπουδαία διδάγματα να μας
δώσει. Όμως η εποχή μας, που έχει ονομαστεί «καταναλωτική», γιατί
σπαταλάμε ασυλλόγιστα πληθώρα από τα αγαθά που μας δίνει ο Θεός, είναι
ανάγκη να διδαχτεί ιδιαίτερα από την πράξη που έκαναν στο τέλος οι
Μαθητές του Κυρίου· σήκωσαν τα κομμάτια που περίσσεψαν και τα φύλαξαν·
«και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις».
Δεν έπρεπε ούτε να πατηθούν, ούτε να φαγωθούν από τα ζώα. Ό,τι
προορίζεται για τη συντήρηση του ανθρώπου χάνεται, όταν δε δίνεται στον
πεινασμένο, στο φτωχό, αλλά το πετάμε ή το αχρηστεύουμε χωρίς λόγο.
Κάθε αγαθό που έχουμε, το έχουμε πάρει από το πλουσιοπάροχο χέρι του
Κυρίου. Εκείνος έδωσε τα «κλάσματα» – τα κομμάτια του ψωμιού και των
ψαριών – στα χέρια των Μαθητών κι οι Μαθητές τα έδωσαν στα πλήθη. Αυτό
μάς υπενθυμίζει την προέλευση κάθε αγαθού. Ο Θεός είναι η Πηγή. Κι ο
κάθε άνθρωπος έχει ευθύνη για το πώς θα το χρησιμοποιήσει.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέει ότι ο Κύριος έδωσε και την εντολή να
μαζέψουν τα περισσεύματα, αφού πρώτα χόρτασαν τα πλήθη: «Συναγάγετε τα
περισσεύματα κλάσματα, ίνα μή τι απόληται», για να μη χαθεί τίποτε.
Σπαταλάμε σήμερα όλοι για της μόδας τις εξαλλοσύνες. Σπαταλάμε χρήμα
πολύ για παράξενα κατασκευάσματα τροφών και ποτών. Αλλάζουμε χωρίς λόγο
παπούτσια και ενδύματα και σακίδια μονάχα για τη μάρκα που έχουν σαν
ετικέτα. Ξοδεύουμε τον κόπο, το δικό μας ή των γονιών μας, σε
λογής-λογής ηχητικά και φωτογραφικά είδη… Κι άμα οι απαιτήσεις μας δε
βρίσκουν ανταπόκριση από τους γονείς μας, γίνεται στο σπίτι πόλεμος. Και
το χειρότερο… αρκετοί καταφεύγουμε σε μέσα παράνομα· στα τυχερά
παιχνίδια, στα στοιχήματα… στις κλοπές… στις διαρρήξεις και… στα
εγκλήματα.
Ο σπάταλος γίνεται ανίκανος να πετύχει τα ευγενικά, τα μεγάλα
ιδανικά. Είναι ανάξιος να του εμπιστευθεί ο Θεός τα αγαθά Του και να τον
κάνει οικονόμο Του.
Η οικονομία –όχι η τσιγκουνιά- κάνει τον άνθρωπο «αυτάρκη». Να μπορεί
δηλαδή να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, χωρίς να γίνεται βάρος σε
άλλους.
Μπορεί ακόμη να γίνεται χρήσιμος και ωφέλιμους στους γύρω του. Ευεργετικός. Να τους βοηθάει στις ανάγκες τους.
Η ιστορία του Έθνους μας έχει να μας παρουσιάσει μεγάλες μορφές
ευεργετών. Έζησαν εκείνοι, στη δική τους, την ιδιωτική τους ζωή, με
οικονομία. Και έδωσαν με μεγάλη γενναιοδωρία τα όσα θησαύρισαν για την
Εκκλησία και την Πατρίδα.
Για την ελευθερία και την ανακούφιση των αδελφών μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου