ΚΥΡΙΑΚΗ Ι ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥΤι είπε ο Ιησούς Χριστός στο πρώτο Του κήρυγμα στη Ναζαρέτ;
Όταν ο Ιησούς, μετά την νικηφόρα αντιμετώπιση των πειρασμών του διαβόλου, εισήλθε στην ιδιαίτερη πατρίδα Του, τη Ναζαρέτ, ζήτησε στη Συναγωγή το ειλητάριο των Γραφών, και αφού το ξετύλιξε, διάβασε από τον προφήτη Ησαΐα τα κυριότερα σημεία που θα έκανε ο Μεσσίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Ύστερα τύλιξε το χειρόγραφο, το έδωσε στον υπηρέτη και κάθισε. Τα μάτια όλων στη Συναγωγή ήταν προσηλωμένα πάνω του. Άρχισε τότε να τους λέει: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε». Όλοι τότε θαύμαζαν για τα γεμάτα χάρη λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, και ρωτούσαν: «Μα αυτός δεν είναι ο γιος του Ιωσήφ;»
Στην παρούσα ευαγγελική περικοπή, ο ευαγγελιστής Λουκάς απαντά στο σπουδαιότερο ερώτημα: Ποιο ήταν το έργο που είχε να κάνει ο Ιησούς και ποιος ήταν πραγματικά; Το κείμενο που διάβασε ο Ιησούς ήταν βαθύτατα προφητικό και αναφερόταν στο απελευθερωτικό έργο του Μεσσία, όταν θα ερχόταν με τη δύναμη του Θεού στη γη. Ο Ιησούς αποκαλύπτει ειλικρινώς και χωρίς υπεκφυγές στους ακροατές Του, ότι ο ίδιος είναι ο Μεσσίας, που γεννήθηκε επιτέλους στον κόσμο για να γιατρέψει τις πληγές των ανθρώπων, να ξαναδώσει τη χαμένη ελπίδα, να απελευθερώσει ψυχοσωματικούς αιχμαλώτους, να προσφέρει όραση θείου φωτός στους πνευματικά τυφλούς, να μοιράσει το θάρρος στους πονεμένους και αδικημένους, να αποκαλύψει πως η σωτηρία ήρθε σε όλους δια του Υιού και Λόγου του Πατρός.
Οι Ναζαρηνοί, οι συμπατριώτες του, δεν μπορούσαν να εννοήσουν στη συνέχεια πώς ξαφνικά ο Ιησούς είχε τέτοιες αξιώσεις και θεωρούσε εαυτόν Μεσσία. Ο Ιησούς, ναι, είχε χάρη Θεού, ναι, έκανε πολλά θαύματα, ναι, ήταν πολύ ταλαντούχος ομιλητής, αλλά πώς απαιτούσε, έλεγαν, για τον εαυτό του τέτοια τιμή και αξίωση; Δεν ήταν εξάλλου ο γιος της Μαρίας, με αδελφούς και αδελφές -παιδιά βέβαια του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του- που ζούσαν ανάμεσά τους; Ο ίδιος δεν ήταν μαραγκός και οικοδόμος τόσα χρόνια; Σκανδαλίζονταν λοιπόν και βρισκόντουσαν σε σύγχυση. Γιατί; Επειδή εκείνοι περίμεναν έναν πολεμιστή εξ ουρανού, αρχηγό του λαού και του στρατού, ο οποίος θα τους απελευθέρωνε από τους Ρωμαίους και θα εγκαθίδρυε κοσμικά τη βασιλεία του Θεού, ενώ ακόμη και το χωριό του Ιησού, η φτωχή Ναζαρέτ, ήταν άσημη.
Ο πρώτος θαυμασμός λοιπόν των Ναζαρηνών μετατράπηκε σε οργισμένη αντίδραση και φανερή απέχθεια, γιατί ο Ιησούς αποκάλυψε, έφερε στο φως, την αιτία των αντιρρήσεών τους, και τους ρώτησε ευθέως: Θέλετε θαύματα να κάνω μπροστά σας για να πιστέψετε, όπως έκανα και στην Καπερναούμ; Μα εκεί οι άνθρωποι έχουν πίστη αληθινή, ενώ εδώ, που είναι και η πατρίδα μου, δεν πιστεύετε σε μένα. Το ίδιο έγινε δυστυχώς και με τον προφήτη Ηλία και το μαθητή του Ελισαίο, τους είπε. Και αυτοί έδρασαν μακριά από την πατρίδα τους και η χάρη του Θεού δόθηκε στους ξένους. Τότε οι Ναζαρηνοί, φανερά εξοργισμένοι, προσπάθησαν να ρίξουν τον Ιησού στο γκρεμό, από την κορυφή του βουνού έξω από την πόλη. Αυτός όμως πέρασε από ανάμεσά τους, με πλήρη αυτοσυνειδησία για το ποιος ήταν και με αγιοπνευματική γαλήνη στο πρόσωπο του. Αφού επομένως έτσι τους αφόπλισε, έφυγε απ’ αυτούς.
Οι Ναζαρηνοί και πολλοί άνθρωποι, ακόμη και χριστιανοί, αρνούνται να πιστέψουν πραγματικά, για τρεις κυρίως λόγους:
Καταρχάς, περιμένουν από το Θεό: μεγάλα και τρανταχτά έργα, δύναμη, καλοπέραση, υγεία και άμεσα αποτελέσματα. Ο Θεός όμως αποκαλύπτεται στους ταπεινούς και στην απλότητα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη και μέσα από την ασθένεια ανακαλύπτουν οι άνθρωποι τον χαμένο τους Θεό και τη γνήσια πίστη τους. Κατά δεύτερον, πολλοί άνθρωπο αρνούνται, γιατί δειλιάζουν, να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, δηλαδή να μετανοήσουν. Όπως και οι Ναζαρηνοί, δεν έχουν διάθεση να συμμορφωθούν με το θέλημα του Θεού. Δεν κάνουν έτσι τα απαραίτητα βήματα για να συναντηθούν με τη Χάρη του Θεανθρώπου και τελικά να σωθούν. Θέλουν να αλλάξει ο κόσμος, αλλά δεν προσπαθούν, και περιμένουν μαγικά την ατομική και κοινωνική αλλαγή. Ο Χριστός όμως κήρυττε πρωτίστως την μετάνοια ως προϋπόθεση του ερχομού του νέου κόσμου της βασιλείας του Θεού. Και τρίτον, αρκετοί χριστιανοί, όπως και οι συμπατριώτες του Ιησού, δεν εντρυφούν στον εσωτερικό τους κόσμο, ώστε δια της προσευχής και των μυστηρίων να βρουν τον Θεό μέσα τους, αλλά μένουν σε μια επιφανειακή και εξωτερική κυρίως εικόνα περί της Εκκλησίας, του μεγαλείου, του σπουδαίου τυπικού, της τάξης, του απαστράπτοντος περιβάλλοντος, των ποιοτικών δια του άμβωνος κηρυγμάτων. Όλα χρειάζονται και όλα είναι απαραίτητα, αλλά το άκρως απαραίτητο για τη σωτηρία μας είναι η προσωπική μας συνάντηση και σχέση με τον Κύριο, η αγάπη προς το πρόσωπό του, η λαχτάρα της καθημερινής αναζήτησης.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν και σήμερα τον Ιησού, όπως και στην εποχή Του συνέβαινε, σαν ένα μεγάλο μεταρρυθμιστή, ένα μοναδικό προφήτη, ένα σπουδαίο διδάσκαλο ή φιλόσοφο. Δεν προχωρούν όμως παραπέρα, και δεν τον αναγνωρίζουν ως Κύριο και Θεό. Αυτό οφείλεται στους τρεις κυρίως λόγους που ειπώθηκαν προηγουμένως. Χωρίς ταπείνωση, μετάνοια και αγνή καρδιά είναι αδύνατον σε κάποιον να αποκαλυφθεί ο Θεός, ενώ μόνο μέσω της προσευχής, της μυστηριακής ζωής και της αγάπης κατοικεί αληθινά στις καρδιές των πιστών, και μετατρέπει τις ψυχές των ανθρώπων σε θρόνους της χάριτός Του.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Π.Ν. Τρεμπέλα: “Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον”, εκδ. ο Σωτήρ, Αθ. 1995
Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθ. 2003
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Σάββα Αγουρίδη – Σωκράτη Νίκα, βιβλίο Β΄ Γυμνασίου, έκδ. Θ΄, 1993
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, αρχιμ. Τιμοθέου Κιλίφη, Α΄ τόμος, Αθ. 1999
Όταν ο Ιησούς, μετά την νικηφόρα αντιμετώπιση των πειρασμών του διαβόλου, εισήλθε στην ιδιαίτερη πατρίδα Του, τη Ναζαρέτ, ζήτησε στη Συναγωγή το ειλητάριο των Γραφών, και αφού το ξετύλιξε, διάβασε από τον προφήτη Ησαΐα τα κυριότερα σημεία που θα έκανε ο Μεσσίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Ύστερα τύλιξε το χειρόγραφο, το έδωσε στον υπηρέτη και κάθισε. Τα μάτια όλων στη Συναγωγή ήταν προσηλωμένα πάνω του. Άρχισε τότε να τους λέει: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε». Όλοι τότε θαύμαζαν για τα γεμάτα χάρη λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, και ρωτούσαν: «Μα αυτός δεν είναι ο γιος του Ιωσήφ;»
Στην παρούσα ευαγγελική περικοπή, ο ευαγγελιστής Λουκάς απαντά στο σπουδαιότερο ερώτημα: Ποιο ήταν το έργο που είχε να κάνει ο Ιησούς και ποιος ήταν πραγματικά; Το κείμενο που διάβασε ο Ιησούς ήταν βαθύτατα προφητικό και αναφερόταν στο απελευθερωτικό έργο του Μεσσία, όταν θα ερχόταν με τη δύναμη του Θεού στη γη. Ο Ιησούς αποκαλύπτει ειλικρινώς και χωρίς υπεκφυγές στους ακροατές Του, ότι ο ίδιος είναι ο Μεσσίας, που γεννήθηκε επιτέλους στον κόσμο για να γιατρέψει τις πληγές των ανθρώπων, να ξαναδώσει τη χαμένη ελπίδα, να απελευθερώσει ψυχοσωματικούς αιχμαλώτους, να προσφέρει όραση θείου φωτός στους πνευματικά τυφλούς, να μοιράσει το θάρρος στους πονεμένους και αδικημένους, να αποκαλύψει πως η σωτηρία ήρθε σε όλους δια του Υιού και Λόγου του Πατρός.
Οι Ναζαρηνοί, οι συμπατριώτες του, δεν μπορούσαν να εννοήσουν στη συνέχεια πώς ξαφνικά ο Ιησούς είχε τέτοιες αξιώσεις και θεωρούσε εαυτόν Μεσσία. Ο Ιησούς, ναι, είχε χάρη Θεού, ναι, έκανε πολλά θαύματα, ναι, ήταν πολύ ταλαντούχος ομιλητής, αλλά πώς απαιτούσε, έλεγαν, για τον εαυτό του τέτοια τιμή και αξίωση; Δεν ήταν εξάλλου ο γιος της Μαρίας, με αδελφούς και αδελφές -παιδιά βέβαια του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του- που ζούσαν ανάμεσά τους; Ο ίδιος δεν ήταν μαραγκός και οικοδόμος τόσα χρόνια; Σκανδαλίζονταν λοιπόν και βρισκόντουσαν σε σύγχυση. Γιατί; Επειδή εκείνοι περίμεναν έναν πολεμιστή εξ ουρανού, αρχηγό του λαού και του στρατού, ο οποίος θα τους απελευθέρωνε από τους Ρωμαίους και θα εγκαθίδρυε κοσμικά τη βασιλεία του Θεού, ενώ ακόμη και το χωριό του Ιησού, η φτωχή Ναζαρέτ, ήταν άσημη.
Ο πρώτος θαυμασμός λοιπόν των Ναζαρηνών μετατράπηκε σε οργισμένη αντίδραση και φανερή απέχθεια, γιατί ο Ιησούς αποκάλυψε, έφερε στο φως, την αιτία των αντιρρήσεών τους, και τους ρώτησε ευθέως: Θέλετε θαύματα να κάνω μπροστά σας για να πιστέψετε, όπως έκανα και στην Καπερναούμ; Μα εκεί οι άνθρωποι έχουν πίστη αληθινή, ενώ εδώ, που είναι και η πατρίδα μου, δεν πιστεύετε σε μένα. Το ίδιο έγινε δυστυχώς και με τον προφήτη Ηλία και το μαθητή του Ελισαίο, τους είπε. Και αυτοί έδρασαν μακριά από την πατρίδα τους και η χάρη του Θεού δόθηκε στους ξένους. Τότε οι Ναζαρηνοί, φανερά εξοργισμένοι, προσπάθησαν να ρίξουν τον Ιησού στο γκρεμό, από την κορυφή του βουνού έξω από την πόλη. Αυτός όμως πέρασε από ανάμεσά τους, με πλήρη αυτοσυνειδησία για το ποιος ήταν και με αγιοπνευματική γαλήνη στο πρόσωπο του. Αφού επομένως έτσι τους αφόπλισε, έφυγε απ’ αυτούς.
Οι Ναζαρηνοί και πολλοί άνθρωποι, ακόμη και χριστιανοί, αρνούνται να πιστέψουν πραγματικά, για τρεις κυρίως λόγους:
Καταρχάς, περιμένουν από το Θεό: μεγάλα και τρανταχτά έργα, δύναμη, καλοπέραση, υγεία και άμεσα αποτελέσματα. Ο Θεός όμως αποκαλύπτεται στους ταπεινούς και στην απλότητα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη και μέσα από την ασθένεια ανακαλύπτουν οι άνθρωποι τον χαμένο τους Θεό και τη γνήσια πίστη τους. Κατά δεύτερον, πολλοί άνθρωπο αρνούνται, γιατί δειλιάζουν, να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, δηλαδή να μετανοήσουν. Όπως και οι Ναζαρηνοί, δεν έχουν διάθεση να συμμορφωθούν με το θέλημα του Θεού. Δεν κάνουν έτσι τα απαραίτητα βήματα για να συναντηθούν με τη Χάρη του Θεανθρώπου και τελικά να σωθούν. Θέλουν να αλλάξει ο κόσμος, αλλά δεν προσπαθούν, και περιμένουν μαγικά την ατομική και κοινωνική αλλαγή. Ο Χριστός όμως κήρυττε πρωτίστως την μετάνοια ως προϋπόθεση του ερχομού του νέου κόσμου της βασιλείας του Θεού. Και τρίτον, αρκετοί χριστιανοί, όπως και οι συμπατριώτες του Ιησού, δεν εντρυφούν στον εσωτερικό τους κόσμο, ώστε δια της προσευχής και των μυστηρίων να βρουν τον Θεό μέσα τους, αλλά μένουν σε μια επιφανειακή και εξωτερική κυρίως εικόνα περί της Εκκλησίας, του μεγαλείου, του σπουδαίου τυπικού, της τάξης, του απαστράπτοντος περιβάλλοντος, των ποιοτικών δια του άμβωνος κηρυγμάτων. Όλα χρειάζονται και όλα είναι απαραίτητα, αλλά το άκρως απαραίτητο για τη σωτηρία μας είναι η προσωπική μας συνάντηση και σχέση με τον Κύριο, η αγάπη προς το πρόσωπό του, η λαχτάρα της καθημερινής αναζήτησης.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν και σήμερα τον Ιησού, όπως και στην εποχή Του συνέβαινε, σαν ένα μεγάλο μεταρρυθμιστή, ένα μοναδικό προφήτη, ένα σπουδαίο διδάσκαλο ή φιλόσοφο. Δεν προχωρούν όμως παραπέρα, και δεν τον αναγνωρίζουν ως Κύριο και Θεό. Αυτό οφείλεται στους τρεις κυρίως λόγους που ειπώθηκαν προηγουμένως. Χωρίς ταπείνωση, μετάνοια και αγνή καρδιά είναι αδύνατον σε κάποιον να αποκαλυφθεί ο Θεός, ενώ μόνο μέσω της προσευχής, της μυστηριακής ζωής και της αγάπης κατοικεί αληθινά στις καρδιές των πιστών, και μετατρέπει τις ψυχές των ανθρώπων σε θρόνους της χάριτός Του.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Π.Ν. Τρεμπέλα: “Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον”, εκδ. ο Σωτήρ, Αθ. 1995
Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθ. 2003
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Σάββα Αγουρίδη – Σωκράτη Νίκα, βιβλίο Β΄ Γυμνασίου, έκδ. Θ΄, 1993
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, αρχιμ. Τιμοθέου Κιλίφη, Α΄ τόμος, Αθ. 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου