Ομιλία εις την Κυριακή των Βαίων
ΕΙΔΕ ό λαός τον «Βασιλέα» καί Κύριο του να έρχεται καθισμένος πάνω σε πουλάρι όνου καί να είσοδεύει προς την Αγία Πόλη, γεγονός πού σαφέστατα προέβλεψε ό προφήτης Ζαχαρίας προ αιώνων, ξεχύθηκε με τα κλαδιά των φοινίκων στά χέρια κατά μήκος του δρόμου για ν' άνακράξει στο Σωτήρα:«Εύλογημένος καί δοξασμένος να'ναι ό ερχόμενος,ό απεσταλμένος από τον Κύριο ως αντιπρόσωπος Του»!
Τον περίμενε, βέβαια, σαν κοσμικό λυτρωτή του Ισραήλ, αλλά τούτη ή ιαχή έμελλε να γίνει παιάνας καί δοξαστικό πλεγμένο προαιώνια στις ανθρώπινες καρδιές:ό ευχαριστήριος ύμνος κάθε ανθρώπινης πνοής για την άφατο συγκατάβαση καί βουλή του Θεού να πορευτεί εκούσια προς το πάθος για να μεταμορφώσει την πορεία κάθε «βροτείας» υπάρξεως καί να τη μεταθέσει «εκ γης προς ουρανόν».
Τούτη την πορεία λειτουργικά βιώνοντας ή Εκκλησία γυρεύει από κάθε ανθρώπινη σάρκα κρατώντας την ανάσα της, να γίνει μέτοχος της για να υποδεχθεί τον Κύριο των κυρίων πού προσέρχεται να σφαγιασθεί θεληματικά και να προσφερθεί ως τροφή αθανασίας στους πιστούς:«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία καί στήτω μετά φόβου καί τρόμου, καί μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέτω· ό γαρ Βασιλεύς των βασιλευόντων καί Κύριος των κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθήναι καί δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς...» (Χερουβικός ύμνος Μ. Σαββάτου).
Εκούσιος θάνατος
Πολλές φορές ό Κύριος χρειάστηκε να ερμηνεύσει στους Μαθητές Του το γιατί ήλθε στον κόσμο: ήλθε όχι μόνο να διδάξει καί να «γνωρίσει» στους ανθρώπους το όνομα του Πατρός· ήλθε για να αποθάνει χάριν του κόσμου, υπακούοντας στην προαιώνια βουλή του Πατρός· ό θάνατος Του ήταν εκούσιος θάνατος·παραδόθηκε στο θάνατο—«παρέδωκεν εαυτόν» (Έφεσ.ε'25)— παραιτούμενος ολοκληρωτικά από κάθε τάση καί επιδίωξη φυσικής αύθυπαρξίας του κτιστού καί μεταθέτοντας το γεγονός της υπάρξεως καί της ζωής στη ΣΧΕΣΗ με τον Πατέρα, στην εγκατάλειψη Του στο θέλημα του Πατρός, στην παράδοση του «πνεύματος» Του «εις χείρας του Πατρός».
Τα Πάθη Του τα προεφήτευσε ως ερχόμενα με εκείνο το φοβερό «πρέπον εστί» καί ότι «δεϊ» ή «έδει» να πάθει.Δεν είπε «πρόκειται», αλλά «πρέπει»:
«Καί ήρξατο αυτούς διδάσκειν, ότι δεί τον Υϊόν του Άνθρωπου πολλά παθείν, καί άποδοκιμασθήναι από των πρεσβυτέρων καί των αρχιερέων καί των γραμματέων καί άποκτανθήναι, καί μετά τρεις ημέρας άναστήναι» (Μάρκ.η'31).'Οταν δε οι Μαθητές έταράσσοντο, με πολλή δύναμη τους ρωτούσε: «Ουχί ταύτα έδει παθεϊν τον Χριστόν καί είσελθείν είς την δόξαν Αυτού;» (Λουκ.κδ'26).
Έπαθε ό Κύριος καί απέθανε,όχι γιατί δεν μπορούσε ν' αποφύγει τα Πάθη, αλλά γιατί θέλησε να πάθει.Ό ϊδιος «έθεσε» την ψυχή Του ως «έξουσίαν έχων» (Ίωάν.ι'18) καί «ηθέλησε» όχι μόνο με την έννοια ότι άφησε να ολοκληρωθεί πάνω Του όλο το δαιμονιώδες ξέσπασμα της αμαρτίας καί της αδικίας, αλλά «ηθέλησε» με την έννοια ότι άφησε και «ευδόκησε» καί «κατεδέξατο».
Τα Πάθη Ταυ δεν ήταν επιταγή του αμαρτωλού κόσμου, ήταν επιταγή αγάπης του θεού, ήταν αποκάλυψη του προαιώνιου μυστηρίου της αγάπης καί της σοφίας του Θεού. Για τούτο στο Ευαγγέλιο γίνεται λόγος περί του Χρίστου ως αμνού «προεγνωσμένου προ καταβολής κόσμου» (Α' Πέτρου α' 19) καί «έσφαγμένου προ καταβολής κόσμου» ('Α-ποκ. ιγ' 8). Το θέλημα της αγάπης του Θεού ήταν να μεταποιήσει την αναγκαιότητα του θανάτου, πού επέβαλε στην καθολική φύση ή πτώση, σε επίσης καθολική δυνατότητα αφθαρσίας καί αθανασίας. Γι' αυτό Εκείνος αποδέχεται εκούσια το θάνατο, εντάσσοντας την έσχατη συνέπεια της ανταρσίας του ανθρώπου στην ελευθερία της αγάπης και υπακοής στο θέλημα του Πατρός.
Ό άγιος Ειρηναίος διδάσκει ότι ή σωτηρία είναι νίκη κατά της φθοράς καί του θανάτου· δεν μπορούμε, υπογραμμίζει, άλλως πως να εννοήσουμε τη λύτρωση παρά «ως ένωση μας με την Αφθαρσία καί την Αθανασία», «ϊνα το φθαρτόν καταποθή υπό της αφθαρσίας». Ό Κύριος με το εκούσιο Πάθος Του επέτυχε να ζωοποιήσει τον άνθρωπο από το θάνατο, θα μας πεϊ ό Μ. Αθανάσιος, «τη της αναστάσεως χάριτι τον θάνατον αυτόν ως καλάμην από πυρός άφανίζων»! Τούτο σημαίνει ότι στο πρόσωπο του ασπίλου Αμνού του Θεού ή ανθρώπινη φύση αξιώθηκε στην ίδια σχέση ζωής με το Θεό πού έχει ό Υιός με τον Πατέρα, στην παραίτηση δηλαδή άπ' την αύτοζωή, τη σάρκινη ζωή, για να κατορθωθεί ή ζωή, για άντληση της ζωής όχι άπ'την κτιστή πραγματικότητα - φύση, αλλά άπ'τη ζωοπάροχο πλευρά Του.
Εκούσιο Πάθος: Διακονία αρχιερατική
Κάθε φορά πού ή Εκκλησία τελεί την αναίμακτη Θυσία,με τη «Μεγάλη Είσοδο», την μεταφορά των Τιμίων Δώρων άπ'την Αγία Πρόθεση στο Θυσιαστήριο, «την από Βηθανίας προς την Ιερουσαλήμ δήλοι του Κυρίου εισέλευσιν» (Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως) καί οί πιστοί υποδεχόμαστε το Χριστό με ύμνους καί κλάδους δοξαστικούς «αϊροντα» την αμαρτία του κόσμου:«Μετά κλάδων νοητώς κεκαθαρμένοι τάς ψυχάς, ως οί Παίδες τον Χριστόν, άνευφημήσωμεν πιστώς,μεγαλοφώνως κραυγάζοντες τω Δεσπότη.Ευλογημένος ει Σωτήρ, ό εις τον κόσμον έλθών, του σώσαι τον Αδάμ εκ της αρχαίας αράς...Ό πάντα Λόγε, προς το συμφέρον οίκονομήσας δόξα Σοι» (Όρθρος Κυριακής Βαΐων). Καθομολογεϊται λειτουργικώς ότι ή ζωή του Χριστού μας ήταν μία φανέρωση αγάπης, ήταν ολάκερη ό Σταυρός, το δε Πάθος Του, το κορύφωμα του Σταυροϋ της αγάπης (Φιλάρετος Μόσχας).
Ό Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του περιγράφει το άπολΐίτρωτικό έργο του Θεανθρώπου ως «διακονία αρχιερατική», ως προσφορά θυσίας, ως θυσία αγάπης: «Χριστός ήγάπησεν ημάς καί παρέδωκεν εαυτόν υπέρ ημών προσφοράν καί θυσίαν τω Θεώ εις όσμήν εύωδίας» (Έφεσ. ε' 1).
Ό Θεός με το «νοικοκυρεμένο σχέδιο Του» (Ν. Άρσένιεφ) «παρέδωσε το Γιο Του για να πεθάνει πάνω στο σταυρό, ένεκα της αγάπης Του για το ανθρώπινο πλάσμα Του. "Αν είχε κάτι ακόμα πιο πολύτιμο θα το είχε δώσει το ίδιο, για ν' αποκτήσει την ανθρωπότητα» (Ισαάκ ό Σύρος).
Ή απεραντοσύνη της συγκαταβάσεώς Του έφτασε ώστε «καλοκάγαθα έκένωσε εαυτόν για να μας συνάξει στη φωλιά του Πατέρα» (Ειρηναίος)· ως γνήσιος έκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους καί ως αληθινός Αρχιερέας πορεύεται εκούσια το δρόμο των Παθών για ν' άποκαταλλάξει, να συμφιλιώσει τα πάντα «εις αυτόν,ειρηνοποιήσας δια του αίματος του σταυρού αύτοϋ, δι' αύτοϋ είτε τα επί της γης είτε τα εν τοΐς ουρανοϊς»(Κολ.α'20).«Εκτείνοντας δε τα άγια χέρια Του επί του ξύλου, άπλωσε δύο φτερούγες, μία δεξιά καί μία αριστερά, προσκαλώντας όλους όσους πιστεύουν σ' Αυτόν καί σκεπάζοντας τους όπως ή όρνιθα τους νεοσσούς της» (Μάξιμος Όμολογητής).
Άρχιμ. Θ. Άθαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου