6 Δεκεμβρίου 2020, ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ ΛΟΥΚΑ ( Εβρ. ιγ’ 17 – 21)
«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε».
Ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει και προτρέπει τους χριστιανούς να έχουν εμπιστοσύνη και να κάνουν υπακοή στους πνευματικούς προϊσταμένους τους. Και, ασφαλώς, εννοεί εδώ κατά πρώτο λόγο εκείνους, οι οποίοι προΐστανται στο κατηχητικό έργο, αλλά και, γενικότερα, αυτούς, οι οποίοι ασκούν την πνευματική και ποιμαντική διακονία μέσα στην Εκκλησία. Πιο, απλά, εννοούνται εδώ οι κληρικοί, ιδιαιτέρα εκείνοι, που φέρουν το βαθμό του πρεσβυτέρου και του επισκόπου.
Σ’ αυτούς, λοιπόν, κατά τον Απόστολο Παύλο, οφείλομε, ως λαός του Θεού, να τρέφομε σεβασμό και να εκφράζουμε με πνεύμα ταπείνωσης την υπακοή μας. Αλλά γιατί; Για ποιο λόγο οι Χριστιανοί πρέπει να κρατούμε αυτή τη στάση και συμπεριφορά; Για τον απλούστατο λόγο, ότι σ’ αυτούς έχει ανατεθεί από το Θεό ο ρόλος του ποιμένα και διδασκάλου. Αυτοί έχουν αναλάβει το βαρύ φορτίο και καθήκον να επιτελούν το κηρυκτικό και αγιαστικό έργο της Εκκλησίας.
Και, για να το συνειδητοποιήσουμε αυτό εντονότερα, ας σκεφθούμε για λίγο, τι θα μπορούσαμε να πάθουμε, αν δεν είχαμε τους κληρικούς μας, ως Χριστιανοί! Σε ποια φοβερή και τραγική κατάσταση θα βρισκόμασταν χωρίς την παρουσία του κλήρου μέσα στην Εκκλησία! Ως άνθρωποι, αλλά, κυρίως, ως μέλη της Εκκλησίας, έχουμε απόλυτη ανάγκη του έργου, το οποίο οι κληρικοί αναδέχονται να επιτελέσουν και το οποίο μας αφορά άμεσα. Χωρίς κληρικούς κανένα μυστήριο δεν πραγματοποιείται, καμιά ακολουθία δεν μπορεί να τελεσθεί και καμιά αγιαστική πράξη δεν λειτουργεί. Ποιος αληθινός Χριστιανός, θα δεχόταν το παιδί του να μείνει αβάπτιστο, ο ίδιος αλειτούργητος, ο γάμος του ανευλόγητος και ο ίδιος ή οι δικοί του ακήδευτοι; Και ποιος σωστός Χριστιανός θα ήταν αναπαυμένος, αν δεν έπαιρνε άφεση αμαρτιών μέσω της Ιεράς Εξομολογήσεως και αν εστερείτο της Θείας Κοινωνίας; Τελικά, Εκκλησία και άρα σωτηρία χωρίς τον κλήρο δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει. Αφού οι πιστοί, τα μέλη της Εκκλησίας, χωρίς κληρικούς χάνουμε τη θεία χάρη και απορφανιζόμαστε. Ναι, χωρίς τον κλήρο η αγιαστική θεία χάρις δεν επέρχεται και δεν τελεσφορεί στους ανθρώπους.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πιο απλά ότι Εκκλησία δεν μπορεί να νοηθεί και να υπάρξει χωρίς τους λειτουργούς της. Κι εμείς παραμένουμε στερημένοι των δωρεών της Εκκλησίας, με ό,τι μπορεί να σημαίνει η έλλειψη αυτή. Και πέρα από το αγιαστικό εκκλησιαστικό έργο, ο κλήρος έχει και το καθήκον της αναγέννησης και οικοδομής των ανθρώπων δια του ευαγγελικού λόγου.
Ιδού, λοιπόν, γιατί ο Απόστολος Παύλος σήμερα μιλά, κατά τρόπο έντονο και διατακτικό, όσον αφορά στο σεβασμό και στην εμπιστοσύνη, αλλά και στην υπακοή, που πρέπει και να επιδεικνύουμε, αλλά και να τρέφουμε προς τους ποιμένες και διδασκάλους της Εκκλησίας.
Και προσθέτει ο Απόστολος, επί του προκειμένου, κι ένα άλλο πολύ βασικό και καίριο γνώρισμα των «ἡγουμένων ἡμῶν», όπως τους χαρακτηρίζει. Ποιο είναι τούτο; Αυτοί, λέει, «ἀγρυπνοῦσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες». Επομένως, οι πνευματικοί μας πατέρες ευρίσκονται διαρκώς κάτω από την κρίση και τον έλεγχο του Θεού. Είναι υπόλογοι απέναντι στο Θεό για μας. Θα τους ζητήσει λόγο ο Θεός, εάν και κατά πόσο και σε ποιο βαθμό φρόντισαν και επιμελήθηκαν για τη σωτηρία των ψυχών του ποιμνίου τους!
Έτσι, η υπακοή και η εμπιστοσύνη που υπαγορεύει ο Απόστολος Παύλος προς τους ποιμένες μας δεν έχει την έννοια της ανελεύθερης και δουλικής αφοσίωσής μας σ’ αυτούς, αλλά κινείται και εντάσσεται μέσα στα πλαίσια του έργου της σωτηρίας μας. Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί προνόμιο το γεγονός να είναι κάποιος ποιμένας, αλλά συνεπάγεται φοβερές ευθύνες, αφού επιφορτίζεται με το τεράστιο καθήκον της διακονίας της σωτηρίας ψυχών.
Γι’ αυτό και πολύ δικαιολογημένα ο Απόστολος παρακαλεί και ζητά από τους Χριστιανούς, μαζί με την αγάπη τους προς τους ποιμένες τους, να προσεύχονται διαρκώς γι’ αυτούς, ώστε ο Θεός να τους δίνει δύναμη και φωτισμό πολύ, ως προς την επιτέλεση του έργου τους. Και τούτο να το ακούσουμε πρέπει όλοι μας. Για να είμαστε προσεκτικοί αλλά και ευάρεστοι ενώπιον του Θεού. Αναλαμβάνουν οι κληρικοί μας και γενικότερα οι ποιμένες μας βαρύτατο χρέος έναντι του Θεού και των ανθρώπων. Εμείς, ως απλά μέλη της Εκκλησίας, είμαστε άμεσα εξαρτημένοι από το καθόλου εκκλησιαστικό έργο, το οποίο αυτοί ασκούν. Παράλληλα δεν παύουν και αυτοί να είναι άνθρωποι, όπως κι εμείς. Έχουν και αυτοί να σηκώσουν το δικό τους προσωπικό σταυρό. Γι’ αυτό, και αν κάπου υστερήσουν, εμείς πρώτιστα έχουμε καθήκον, όχι να γινόμαστε ιεροκατήγοροι, αλλά να τους βοηθήσουμε, στρέφοντας πρώτιστα τη σκέψη και την καρδιά μας προς το Θεό, για να ζητήσουμε γι’ αυτούς τη θεία ενίσχυση και επίσκεψη.
Και τούτο είναι το μεγάλο καθήκον μας έναντι των όσων χρεωστούμε, ως πλήρωμα της Εκκλησίας, στους πνευματικούς μας ποιμένες. Το Πνεύμα του Θεού με το στόμα του Αποστόλου Παύλου σήμερα μας διερμηνεύει ακριβώς ποια πρέπει να είναι η όλη στάση και συμπεριφορά μας έναντί τους: Να τους σεβόμαστε, να τους υπακούμε και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, ώστε και αυτοί , κατά τον Απόστολο, να επιτελούν το έργο που ο Θεός τους ανέθεσε, όχι με θλίψη και στεναγμούς εξαιτίας μας, αλλά με ανάπαυση πολλή και πνευματική χαρά.
Και το ότι επιλέγηκε αυτή η περικοπή του Αποστολικού κειμένου να διαβάζεται σήμερα, ανήμερα της εορτής του Αγίου Νικολάου, δεν είναι άσχετη με την ήμερα. Γιατί, οι μεν ποιμένες πρέπει να αντλούν διδάγματα από το βίο του Αγίου Νικολάου. Οι δε πιστοί να βλέπουμε το μέγεθος του έργου του Αγίου και να φρονηματιζόμαστε στο ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά μας έναντι των κληρικών μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου