ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
(Ματθ. α’ 1 - 25)
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, τὸ μόνο γεγονὸς κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται στὴν γῆ, «οὐσίᾳ, οὐ φαντασίᾳ», δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα καὶ φανερά, ὄχι ψευδῶς ἢ εἰκονικά, καὶ ἐπεμβαίνει δραστικά, μὲ σκοπὸ νὰ ἀναπλάσει τὴν πεπτωκυία φύση τοῦ Ἀδάμ. «Ἰδὼν ὁ Κτίστης ὀλλύμενον τὸν ἄνθρωπον χερσὶν ὅν ἐποίησεν κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται», λέγει ἕνα τροπάριο τοῦ κανόνος τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων αἰτιολογώντας τὴν κένωση τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Θεοῦ.
Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνεχθεῖ ὁ Κτίστης Θεὸς νὰ βλέπει τὸν ἄνθρωπο πού ἔπλασε μὲ τὰ χέρια Του νὰ χάνεται, νὰ καταστρέφεται, νὰ πεθαίνει, γι’ αὐτὸ κλίνει, «λυγίζει» τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἀναγκάζει νὰ ἀκουμπήσει στὴν γῆ. Γεννᾶται, ἔτσι, ὁ Χριστὸς ἀπὸ μητέρα Παρθένο, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο Μαρία, καὶ ἀκοῦμε τὸν ἱερὸ ποιητὴ νὰ ἀναφωνεῖ: «Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ Μήτηρ Παρθένος. Τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;» Θεὸς εἶναι τὸ νεογέννητο καὶ ἡ Μητέρα Του Παρθένος. Τί ἄλλο μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτὸ παράδοξο συμβὰν ἔχει δεῖ ἡ πλάση;» Ἀρχίζει κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ξεδιπλώνεται τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας μὲ ὅλες τὶς σωτηριώδεις συνέπειές του γιὰ τὸν ἄνθρωπο.Αὐτὸ τὸ ὑπερφυέστατο καὶ ἀπρόσιτο στὴν κατανόησή του μέγα Μυστήριο θὰ ἑορτάσουμε σὲ λίγες ἡμέρες, κατὰ τὴν Μεγάλη καὶ Δεσποτικὴ Ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, τὴν Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, καὶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει ποικιλοτρόπως, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε, γιὰ ἄλλη μία φορὰ, τὸν γεννηθέντα Δεσπότη Χριστό. Καὶ ἕνα πολὺ σημαντικὸ μέρος τῆς προετοιμασίας γιὰ τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ ἐμπέδωση τῆς ἀνθρώπινης πραγματικότητας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς ἐντάσσεται ὡς ἄνθρωπος στὸν ἱστορικὸ χρόνο καὶ μπορεῖ νὰ ταυτοποιηθεῖ γενεαλογικά, ὅπως γίνεται μὲ κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στὸν κόσμο. Αὐτὸ τὸν σκοπὸ ἐξυπηρετεῖ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ ἡ ἀφιερωμένη στοὺς Προπάτορες τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα πού ἀναγνώσθηκε. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυίδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραὰμ ἐγέννησεν τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ……». Ἀρχίζει ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, στὸν ὁποῖο δόθηκαν οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὸ μεγαλεῖο του ἑβραϊκοῦ ἔθνους, φθάνει στὸν Προφητάνακτα Δαυίδ, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Ἑβραῖοι φθάνουν στὸ ἀπόγειο τῆς δυνάμεώς τους, συνεχίζει μέχρι τὸν Ἰεχονία καὶ τοὺς ἀδελφούς του, στὰ χρόνια τῶν ὁποίων πραγματοποιεῖται ἡ δραματικὴ αἰχμαλωσία τῶν Ἑβραίων στὴν Βαβυλώνα, καὶ καταλήγει στὸν Ἰωσήφ, «τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἦς ἐγεννήθη Ἰησοῦς, ὁ λεγόμενος Χριστός». Θὰ περίμενε κάποιος νὰ ἀκούσει φυσιολογικὰ «Ἰωσὴφ δὲ ἐγέννησε Ἰησοῦν», δὲν ἰσχύει ὅμως κάτι τέτοιο καὶ ὁ Ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ἀποτυπώνει τὴν ὑπερφυσικὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν πρόταση ὅτι ὁ Ἰωσὴφ εἶναι ὁ «ἄνδρας» τῆς Μαρίας, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ὁ Ἰωσὴφ δὲν εἶναι ὁ φυσικὸς πατέρας τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι ἁπλὰ ὁ προστάτης τῆς Μαρίας, ὁ κατ’ ἐπίφασιν ἄνδρας της, «γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου», ὅπως λέγει ὁ λαός. Δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐμφανισθεῖ στὴν κοινωνία ἡ Μαρία ὡς ἀνύπαντρη μητέρα, αὐτὸ θὰ ἦταν ἐντελῶς ἀπαράδεκτο καὶ αἴτιο αἰσχύνης, οὔτε νὰ μεγαλώσει ὁ Χριστὸς ἀπροστάτευτος σὲ μία μονογονεϊκὴ οἰκογένεια, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε σύγχρονους ὅρους. Ὅλοι οἱ συγχωριανοὶ τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουν ὅτι εἶναι ὁ γιὸς τοῦ ξυλουργοῦ, τοῦ Ἰωσήφ, καὶ γνωρίζουν τὴν μητέρα του καὶ τοὺς «ἀδελφούς» του ἀπὸ τὸν προηγούμενο γάμο τοῦ «πατέρα» του. Ἔτσι, εἶναι κοινωνικὰ ἀποδεκτὸς καὶ προστατευμένος. Ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ὅμως, εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ καὶ μόνο μὲ ἁγιοπνευματοκίνητη πίστη γίνεται ἀποδεκτή. Ὁ Ἰησοῦς ὡς ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄνθρωπο πατέρα, εἶναι «ἀπάτωρ ἐκ μητρός», εἶναι γεννημένος «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου».
Ἂν δὲν ἐμφυσήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸν ἄνθρωπο τὴν πίστη στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, τὴν πίστη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, γεννημένος μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα Του, εἶναι ἀδύνατο μόνος του, μὲ λογικὴ προσέγγιση καὶ ἑρμηνεία, νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ πού παρατηροῦμε στοὺς κύκλους τῶν διανοουμένων, τῶν λεγομένων «ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος», εἶναι ὅτι παραδέχονται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας πολὺ μεγάλος διδάσκαλος, ἕνας «ἐπαναστάτης» πού δίδαξε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀλληλεγγύη, ἕνας «μύστης», ἱδρυτὴς μίας μεγάλης θρησκείας, τοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ τεράστια ἐπίδραση στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι. Κανεὶς ὅμως, πλὴν ἐλαχίστων, δὲν θὰ ὁμολογήσει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία καὶ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει κυρίως, ἐπειδὴ τὸ ὑπέρτατο Χριστολογικὸ μυστήριο, γιὰ νὰ ἔρθει νὰ κατοικήσει στὸν ἄνθρωπο, προϋποθέτει καρδιὰ καθαρὴ καὶ πνεῦμα ταπεινώσεως. Εἶναι ἀδύνατον ἄνθρωπος «ψυχικός», βουτηγμένος στὰ πάθη τῆς σαρκὸς καὶ στὸν ὑλισμό, γεμάτος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀπὸ κακία καὶ ἀσπλαχνία, νὰ πιστεύσει στὸν ἀναμάρτητο Χριστό, τὸν πλήρη ταπεινώσεως καὶ ἀγάπης. Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἡ στάση πού κρατᾶ κάθε ἄνθρωπος ἀπέναντι σὲ Αὐτὸ εἶναι ἡ λυδία λίθος τῆς πνευματικῆς του κατάστασης, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοδόχου Συμεῶνος: «Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ».
Πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ καρδιὰ μας ὀφείλει νὰ εὐαρεστήσει στὸν Σαρκωθέντα Κύριό μας. Ἀδιάκοπα πρέπει νὰ ἀναρρωτιόμαστε: «Τί σοὶ προσενέγκωμεν, Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; Ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπό σου γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σοὶ προσάγει.» Τί νὰ σοῦ προσφέρουμε, Χριστέ μας; Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ σὲ εὐχαριστήσουμε, ἀφοῦ ὅλα τὰ κτίσματά σου προσφέρουν τὴν εὐχαριστία τους; Ποιὸ δῶρο θὰ φέρουμε καὶ θὰ τὸ ἐναποθέσουμε μέσα στὸ λίκνο Σου στὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ; Γνωρίζουμε ποιὸ εἶναι τὸ πλέον εὐπρόσδεκτο δῶρο γιὰ τὸν Χριστό μας; Εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας! Αὐτὸ εἶναι τὸ πολυπόθητο δῶρο, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ ἀπεκάλυψε στὸν Ἅγιο Ἱερώνυμο τὴν νύχτα τῶν Χριστουγέννων. Ὁ Χριστὸς τίποτε περισσότερο δὲν ἐπιθυμεῖ ἀπὸ τὸ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὶς δυσώδεις ἁμαρτίες μας, γιὰ νὰ τὶς ἐξαλείψει καὶ νὰ μᾶς καθαρίσει. Ἄλλωστε γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀποπλύνει τὴν λερωμένη εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσει στὸ παραδείσιο, βασιλικὸ ἀξίωμά του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξέπεσε μὲ τὴν πτώση τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Ἂς τρέξουμε, λοιπὸν, μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια στὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ νὰ καθαρίσουμε τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστὸς νὰ ἔρθει νὰ γεννηθεῖ μέσα μας καὶ νὰ μᾶς ἀναγεννήσει. Ἀμήν, γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου