Πίστη και Αγάπη
Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα
+ Γέροντος Ιωσήφ.
Σήμερα εορτάζομε τους Αγίους Ιωσήφ το μνήστορα, Δαβίδ τον βασιλέα και Ιάκωβο τον αδελφόθεο, οι οποίοι βέβαια είχαν συγγένεια με τον Χριστό, αφού ο Χριστός σαν άνθρωπος κατάγεται απ’ αυτούς και αυτοί ανήκουν στη χορεία των προπατόρων.
Ιδιαίτερα δε ο Άγιος Ιωσήφ ο μνήστωρ, ο οποίος ήταν και φύλακας της Παρθένου και συνετέλεσε τόσο πολύ στο μυστήριο της θείας οικονομίας. Αυτοί οι Άγιοι «διά πίστεως εδικαιώθησαν».
Στις μέρες της παρουσίας του Κυρίου μας, οι πιστοί αυτοί δοκιμάσθηκαν πολύ πιο αυστηρά από τους ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης· διότι αυτοί, περιμένοντας το Μεσσία, περίμεναν κάτι διαφορετικό από αυτό το οποίον είδαν. Δεν περίμεναν να δουν ένα απλό βρέφος που το κρατούσε μια νεαρή μητέρα, ορφανή, καταφρονεμένη, χωρίς να έχει κανένα στήριγμα και ανθρώπινη συμπαράσταση. Δεν προσδοκούσαν ποτέ να δουν τέτοια παράδοξα πράγματα- διότι, αναμένοντας τον Μεσσία «εκ της ρίζης Ιεσσαί και εκ της οσφύος του Δαβίδ», περίμεναν να δουν κάποιο βασιλέα με εξουσία και βλέψεις κυριαρχίας, με υλική και κοσμική αίγλη. Γι’ αυτό και όταν άρχισαν κάτι να καταλαβαίνουν, πως ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, έτρεξαν να τον κάνουν βασιλέα και αυτός τους ξέφυγε.
Πϊστη και το νόημα της
Το θέμα μας αφορά την πίστη, γι’ αυτό πρέπει να το ερμηνεύσουμε. Τι σημαίνει πίστη και τί νόημα έχει η δική μας πίστη; Το νόημα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Ερμηνεύοντας κανείς τη θρησκευτική πίστη, διαπιστώνει ότι πρέπει να συνδέεται με το θέμα της πρόνοιας. Υπάρχει κάποιος, ο οποίος είναι ο προνοητής, ο συντηρητής και δημιουργός των όντων. Και κινούμενος από αυτή τη διαπίστωση ο άνθρωπος, για να καλύψει την πίστη, μπαίνει από το δρόμο αυτόν της θρησκευτικότητας. Άλλοι μπαίνουν μέσα στην πίστη από την αίσθηση της αναγκαιότητας. Καταλαβαίνουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα και έχουν ανάγκη από κάποια συμπαράσταση. Αυτή η αίσθηση της μειονεκτικότητάς τους, της μικρότητάς τους και η επέκταση τους προς το να βρουν κάποιον ο οποίος θα τους εξασφαλίσει την ειρήνη και την ευτυχία και το ακίνδυνο, δημιουργούν -τρόπον τινά- πίστη προς κάποιο όν στο οποίο αναπαύονται όταν το γνωρίσουν, το φανταστούν, το περιγράψουν, το πιστέψουν. Έτσι και με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια μορφή πίστεως.
Εμείς οι χριστιανοί τώρα κατέχομε την πίστη προς το θείο με την προσωπική μας σχέση. Δεν ερευνούμε για να ανακαλύψουμε κάποιο υπέρτατο ον το οποίο είναι το αίτιο της δημιουργίας και συντηρήσεως των όντων. Ούτε πάλι καταφεύγουμε στο Θεό από ανάγκη ή από φόβο, είτε για να μας απαλλάξει από κάποιο κίνδυνο, είτε για να μας χαρίσει κάτι που το χρειαζόμαστε, αλλά οι σχέσεις μας με τον Θεό είναι προσωπικές και αγαπητικές. Παίρνουμε την πίστη από την αποκάλυψη που εκφράζεται με την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας. Μέρος δε της Ιεράς Παραδόσεως είναι οι Γραφές, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Και σ’ αυτές τις Γραφές βρίσκομε ότι ο Θεός αυτοαποκαλύφθηκε, θέλοντας ο Ίδιος να δημιουργήσει προσωπικές σχέσεις με τον άνθρωπο. Αφού παρουσιάστηκε ο ίδιος, άρχισε να δημιουργεί μαζί του ένα είδος διαθήκης, ένα συμβόλαιο συνεργασίας. Και αυτό το συμβόλαιο συνεργασίας προεκτείνεται «άχρι και ημών». Και μας που ζούμε στους χρόνους της Καινής Διαθήκης, όχι μόνο μας πλησίασε και μας υποσχέθηκε και του υποσχεθήκαμε, μας παρηγόρησε και τον ακούσαμε, αλλά ήλθε αυτός ο ίδιος στην γη και έγινε όμοιος με μας και φόρεσε τη δική μας φύση και συναναστράφηκε μαζί μας και μετά μας μετέδωσε τον Ίδιο τον εαυτό του, ούτως ώστε η προσωπική αυτή σχέση να γίνει πιο χειροπιαστή.
Αν μας ρωτήσει κανείς αν πιστεύουμε στον Θεό, η ερώτηση αύτη μας φαίνεται πολύ παράξενη, γιατί, με τα δεδομένα που έχομε, η πίστη μας ανάγεται σε προσωπική σχέση με τον Θεό. Και κοιτάξετε μέχρι ποίου σημείου φθάνει η παναγαθότητα του Σωτήρα μας Χριστού, ο οποίος κατάργησε κάθε συμβολισμό της παρουσίας Του σ’ εμάς, που γινόταν στην Παλαιά Διαθήκη, και πραγματοποίησε την απόλυτη προσωπική του συνάντηση και μπήκε μέσα στο σύνολο του είναι μας κατά τον έξης παράδοξο τρόπο.
Πολλές φορές τα παραδείγματα μιλούν σαφέστερα και γι’ αυτό σας αναφέρω το έξης αξιοσημείωτο. Συνάντησα κάποτε μια σεμνοπρεπή μητέρα που βαστούσε στην αγκάλη της το μικρό της παιδάκι. Η στοργή και η τρυφερότητά της γι’ αυτό ήταν κάτι το συνηθισμένο στους πολλούς. Σε μένα όμως προκάλεσε τον θαυμασμό και, θέλοντας να δώσω αφορμή ωφελείας και στους άλλους, την ρώτησα δημοσίως: Τί θα θέλατε, ευλαβέστατη μανούλα να συμπλήρωνε τη μητρική σας αγάπη στο βρέφος σας που ασπάζεστε; Αφού σιώπησε μερικά δευτερόλεπτα, μου απάντησε με ένα συναισθηματικό βάθος βεβαιότητας: «Μόνο αν μπορούσα να το φάω, θα ολοκληρωνόταν η αγάπη μου· όχι για να το καταστρέψω, που εμπεριέχει η έννοια του φαγώματος, αλλά να το μεταφέρω μέσα μου και αχώριστα να είναι πάντα δικό μου». Αυτό με συγκίνησε βαθύτατα, γιατί κατάλαβα την έννοια της πλήρους αγάπης, αφού και ο Κύριός μας καταδέχτηκε να τρώγεται και να πίνεται από εμάς! «Δεδομένος» σ’ εμάς, πληρώνει όλη Του την αγάπη, παραδίδοντας τον ίδιο του τον εαυτό. Επί πλέον μας δίνει έτσι τη δυνατότητα να γίνουμε κοινωνοί και μέτοχοι όλων του των θείων ιδιοτήτων, στο μέτρο βέβαια που μπορεί η φύση μας να γίνει δεκτική. «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!» Να λοιπόν το απαραίτητο στοιχείο της οντότητας μας.
Αφού μας αγκάλιασε με ολόκληρη την θεοπρεπή του αγάπη, μπαίνει ο ίδιος στα κεντρικότερα στοιχεία της οντότητας μας, «διά της βρώσεως και της πόσεως», και η κοινωνία μαζί του δεν είναι μόνο μια προσωπική συνάντηση αλλά μια ολοκληρωτική, οντολογική ενότητα.
Αυτή η πίστη μας μεταφέρει θέλοντας και μη, στο ουσιωδέστερο πάλι στοιχείο, την ΑΓΑΠΗ. Γιατί οι κινήσεις μας τώρα προς Αυτόν τον οποίον πιστεύομε, δεν είναι πλέον κινήσεις αναζητήσεων, ούτε φόβου, ούτε συμφέροντος, ούτε αμφιβολιών, αλλά είναι κινήσεις, που ελατήρια έχουν μόνο την αγάπη. Χάριν αυτής της αγάπης, την οποία βλέπομε από μέρους του να ξεχειλίζει σ ‘εμάς, εμείς την παίρνομε και τη γυρίζομε προς αυτόν κι έτσι η πίστη την οποία κατέχομε και βάσει της οποίας κινούμεθα σε όλες μας τις υποθέσεις, είναι και η πηγή της αγάπης. Διότι βάσει της αγάπης ο Θεός ξεκίνησε και μας δημιούργησε· και βάσει της αγάπης μας ανέχθηκε· και βάσει της αγάπης μας ξαναεπισκέφθηκε και μας ανακατασκεύασε και μας σφράγισε με τη σφραγίδα της υιοθεσίας· με την αγάπη Του και μόνο. Τώρα εμείς, εκτιμώντας αυτή την αγάπη, βρίσκουμε ότι δεν είναι μόνο μια ιδιότητα του Θεού, διότι δεν έχομε ακούσει ότι ο Θεός αγαπά, αλλά ότι «ο Θεός αγάπη εστίν». Δεν είναι η αγάπη στον Θεό μία από τις αρετές της θεοπρεπούς Του τελειότητας. Ο Ιησούς είναι η αυτούσια αυτοαγάπη. Έτσι τώρα με τη μετοχή και κοινωνία που έχομε μαζί του, μεταφέρεται μέσα μας αυτή η θεία ιδιότητα και τώρα ζούμε «εν αγάπη» και κινούμεθα «εν αγάπη» και όλες μας οι κινήσεις στη ζωή έχουν σαν προϋπόθεση μόνο την αγάπη. Όποιος έχει πιάσει αυτό το νόημα, αυτός έχει φτάσει στο τέρμα του προορισμού του. Ο άνθρωπος που κινείται βάσει αυτού του νόμου, δεν δημιουργεί αφορμές ώστε να λυπεί τον Θεό και τους ανθρώπους. Οι παλμοί της θείας αγάπης, όπου εφαρμόζονται, δημιουργούν συνεχή αυτοθυσία. Η αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής, ου λογίζεται το κακόν» και ξέρομε ότι κανένα πράγμα δεν συντελείται, αν πρώτα δεν συλληφθεί σαν σκέψη. Το κακό, κατά τη γνώμη των Πατέρων, είναι αφηρημένο, ανύπαρκτο· τότε υπάρχει και λαμβάνει μορφή, όταν συλληφθεί σαν σκέψη και έπειτα εφαρμοστεί σαν πράξη. Στην απουσία του καλού παρουσιάζεται το κακό. Εκεί που δεν ενεργείται το καλό, βρίσκει θέση να παρουσιαστεί το κακό. Η εμφάνιση του κακού, σύμφωνα με την πρακτική που μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, δεν γίνεται ούτε μαγικά, ούτε απότομα. Συλλαμβάνεται πρώτα στην διάνοια, μελετάται, αποφασίζεται και ενεργείται πρακτικά και τότε λαμβάνει θέση και υπόσταση. Ναι, αλλά εμείς ξέρομε ότι, εκεί που υπάρχει αγάπη, «ου λογίζεται το κακόν». Εκεί που υπάρχει αγάπη, το κακό δεν μπορεί να σταθεί ούτε ως σκέψη. Η εισαγωγική πίστη μας οδήγησε στην πραγματική πίστη, στην πίστη της θεωρίας, που αυτομάτως πηγάζει από την αγάπη. Με τη βίωση της αγάπης ολοκληρώνεται ο άνθρωπος, διότι αγαπά πια τον Θεό και μόνο τον Θεό. Αγαπά τους ανθρώπους, τους συνανθρώπους του, τους αδελφούς του και καταρτίζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε και τη ψυχή του να θυσιάζει γι’ αυτούς.
Αυτός είναι με λίγα λόγια ο χαρακτήρας του τέλειου χριστιανού. Αρχίζει από την εισαγωγική πίστη και προοδεύει στην πίστη της θεωρίας. Η πίστη της θεωρίας, τον οδηγεί προς την αγάπη, όπου και ολοκληρώνεται. Τότε όντως γίνεται όμοιος με το πρότυπο του, «όσοι, γάρ φησί, έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι». Εκείνοι που ολοκληρώθηκαν με αυτές τις ορθόδοξες προϋποθέσεις της Χάριτος, έγιναν ακριβώς εκμαγεία, αντίγραφα του αρχετύπου. «Οίδαμεν ότι εάν φανερωθή, όμοιοι Αύτω εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς έστι», λέει ο Ιωάννης.
Εάν λοιπόν ο άνθρωπος έτσι κινείται, να είστε βέβαιοι ότι επιτυγχάνει απολύτως το σκοπό του. Γι’ αυτό, κάθε τι το οποίο μας απασχολεί, από τα μικρότερα μέχρι τα καίρια της ζωής, θα είναι ο γλυκύς μας Ιησούς. «Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας». Αμήν.
( Γέροντος Ιωσήφ, Αθωνικά Μηνυματα, Εκδ. Ι.Μ. Μ. Βατοπαιδίου)
+ Γέροντος Ιωσήφ.
Σήμερα εορτάζομε τους Αγίους Ιωσήφ το μνήστορα, Δαβίδ τον βασιλέα και Ιάκωβο τον αδελφόθεο, οι οποίοι βέβαια είχαν συγγένεια με τον Χριστό, αφού ο Χριστός σαν άνθρωπος κατάγεται απ’ αυτούς και αυτοί ανήκουν στη χορεία των προπατόρων.
Ιδιαίτερα δε ο Άγιος Ιωσήφ ο μνήστωρ, ο οποίος ήταν και φύλακας της Παρθένου και συνετέλεσε τόσο πολύ στο μυστήριο της θείας οικονομίας. Αυτοί οι Άγιοι «διά πίστεως εδικαιώθησαν».
Στις μέρες της παρουσίας του Κυρίου μας, οι πιστοί αυτοί δοκιμάσθηκαν πολύ πιο αυστηρά από τους ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης· διότι αυτοί, περιμένοντας το Μεσσία, περίμεναν κάτι διαφορετικό από αυτό το οποίον είδαν. Δεν περίμεναν να δουν ένα απλό βρέφος που το κρατούσε μια νεαρή μητέρα, ορφανή, καταφρονεμένη, χωρίς να έχει κανένα στήριγμα και ανθρώπινη συμπαράσταση. Δεν προσδοκούσαν ποτέ να δουν τέτοια παράδοξα πράγματα- διότι, αναμένοντας τον Μεσσία «εκ της ρίζης Ιεσσαί και εκ της οσφύος του Δαβίδ», περίμεναν να δουν κάποιο βασιλέα με εξουσία και βλέψεις κυριαρχίας, με υλική και κοσμική αίγλη. Γι’ αυτό και όταν άρχισαν κάτι να καταλαβαίνουν, πως ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, έτρεξαν να τον κάνουν βασιλέα και αυτός τους ξέφυγε.
Πϊστη και το νόημα της
Το θέμα μας αφορά την πίστη, γι’ αυτό πρέπει να το ερμηνεύσουμε. Τι σημαίνει πίστη και τί νόημα έχει η δική μας πίστη; Το νόημα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Ερμηνεύοντας κανείς τη θρησκευτική πίστη, διαπιστώνει ότι πρέπει να συνδέεται με το θέμα της πρόνοιας. Υπάρχει κάποιος, ο οποίος είναι ο προνοητής, ο συντηρητής και δημιουργός των όντων. Και κινούμενος από αυτή τη διαπίστωση ο άνθρωπος, για να καλύψει την πίστη, μπαίνει από το δρόμο αυτόν της θρησκευτικότητας. Άλλοι μπαίνουν μέσα στην πίστη από την αίσθηση της αναγκαιότητας. Καταλαβαίνουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα και έχουν ανάγκη από κάποια συμπαράσταση. Αυτή η αίσθηση της μειονεκτικότητάς τους, της μικρότητάς τους και η επέκταση τους προς το να βρουν κάποιον ο οποίος θα τους εξασφαλίσει την ειρήνη και την ευτυχία και το ακίνδυνο, δημιουργούν -τρόπον τινά- πίστη προς κάποιο όν στο οποίο αναπαύονται όταν το γνωρίσουν, το φανταστούν, το περιγράψουν, το πιστέψουν. Έτσι και με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια μορφή πίστεως.
Εμείς οι χριστιανοί τώρα κατέχομε την πίστη προς το θείο με την προσωπική μας σχέση. Δεν ερευνούμε για να ανακαλύψουμε κάποιο υπέρτατο ον το οποίο είναι το αίτιο της δημιουργίας και συντηρήσεως των όντων. Ούτε πάλι καταφεύγουμε στο Θεό από ανάγκη ή από φόβο, είτε για να μας απαλλάξει από κάποιο κίνδυνο, είτε για να μας χαρίσει κάτι που το χρειαζόμαστε, αλλά οι σχέσεις μας με τον Θεό είναι προσωπικές και αγαπητικές. Παίρνουμε την πίστη από την αποκάλυψη που εκφράζεται με την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας. Μέρος δε της Ιεράς Παραδόσεως είναι οι Γραφές, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Και σ’ αυτές τις Γραφές βρίσκομε ότι ο Θεός αυτοαποκαλύφθηκε, θέλοντας ο Ίδιος να δημιουργήσει προσωπικές σχέσεις με τον άνθρωπο. Αφού παρουσιάστηκε ο ίδιος, άρχισε να δημιουργεί μαζί του ένα είδος διαθήκης, ένα συμβόλαιο συνεργασίας. Και αυτό το συμβόλαιο συνεργασίας προεκτείνεται «άχρι και ημών». Και μας που ζούμε στους χρόνους της Καινής Διαθήκης, όχι μόνο μας πλησίασε και μας υποσχέθηκε και του υποσχεθήκαμε, μας παρηγόρησε και τον ακούσαμε, αλλά ήλθε αυτός ο ίδιος στην γη και έγινε όμοιος με μας και φόρεσε τη δική μας φύση και συναναστράφηκε μαζί μας και μετά μας μετέδωσε τον Ίδιο τον εαυτό του, ούτως ώστε η προσωπική αυτή σχέση να γίνει πιο χειροπιαστή.
Αν μας ρωτήσει κανείς αν πιστεύουμε στον Θεό, η ερώτηση αύτη μας φαίνεται πολύ παράξενη, γιατί, με τα δεδομένα που έχομε, η πίστη μας ανάγεται σε προσωπική σχέση με τον Θεό. Και κοιτάξετε μέχρι ποίου σημείου φθάνει η παναγαθότητα του Σωτήρα μας Χριστού, ο οποίος κατάργησε κάθε συμβολισμό της παρουσίας Του σ’ εμάς, που γινόταν στην Παλαιά Διαθήκη, και πραγματοποίησε την απόλυτη προσωπική του συνάντηση και μπήκε μέσα στο σύνολο του είναι μας κατά τον έξης παράδοξο τρόπο.
Πολλές φορές τα παραδείγματα μιλούν σαφέστερα και γι’ αυτό σας αναφέρω το έξης αξιοσημείωτο. Συνάντησα κάποτε μια σεμνοπρεπή μητέρα που βαστούσε στην αγκάλη της το μικρό της παιδάκι. Η στοργή και η τρυφερότητά της γι’ αυτό ήταν κάτι το συνηθισμένο στους πολλούς. Σε μένα όμως προκάλεσε τον θαυμασμό και, θέλοντας να δώσω αφορμή ωφελείας και στους άλλους, την ρώτησα δημοσίως: Τί θα θέλατε, ευλαβέστατη μανούλα να συμπλήρωνε τη μητρική σας αγάπη στο βρέφος σας που ασπάζεστε; Αφού σιώπησε μερικά δευτερόλεπτα, μου απάντησε με ένα συναισθηματικό βάθος βεβαιότητας: «Μόνο αν μπορούσα να το φάω, θα ολοκληρωνόταν η αγάπη μου· όχι για να το καταστρέψω, που εμπεριέχει η έννοια του φαγώματος, αλλά να το μεταφέρω μέσα μου και αχώριστα να είναι πάντα δικό μου». Αυτό με συγκίνησε βαθύτατα, γιατί κατάλαβα την έννοια της πλήρους αγάπης, αφού και ο Κύριός μας καταδέχτηκε να τρώγεται και να πίνεται από εμάς! «Δεδομένος» σ’ εμάς, πληρώνει όλη Του την αγάπη, παραδίδοντας τον ίδιο του τον εαυτό. Επί πλέον μας δίνει έτσι τη δυνατότητα να γίνουμε κοινωνοί και μέτοχοι όλων του των θείων ιδιοτήτων, στο μέτρο βέβαια που μπορεί η φύση μας να γίνει δεκτική. «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!» Να λοιπόν το απαραίτητο στοιχείο της οντότητας μας.
Αφού μας αγκάλιασε με ολόκληρη την θεοπρεπή του αγάπη, μπαίνει ο ίδιος στα κεντρικότερα στοιχεία της οντότητας μας, «διά της βρώσεως και της πόσεως», και η κοινωνία μαζί του δεν είναι μόνο μια προσωπική συνάντηση αλλά μια ολοκληρωτική, οντολογική ενότητα.
Αυτή η πίστη μας μεταφέρει θέλοντας και μη, στο ουσιωδέστερο πάλι στοιχείο, την ΑΓΑΠΗ. Γιατί οι κινήσεις μας τώρα προς Αυτόν τον οποίον πιστεύομε, δεν είναι πλέον κινήσεις αναζητήσεων, ούτε φόβου, ούτε συμφέροντος, ούτε αμφιβολιών, αλλά είναι κινήσεις, που ελατήρια έχουν μόνο την αγάπη. Χάριν αυτής της αγάπης, την οποία βλέπομε από μέρους του να ξεχειλίζει σ ‘εμάς, εμείς την παίρνομε και τη γυρίζομε προς αυτόν κι έτσι η πίστη την οποία κατέχομε και βάσει της οποίας κινούμεθα σε όλες μας τις υποθέσεις, είναι και η πηγή της αγάπης. Διότι βάσει της αγάπης ο Θεός ξεκίνησε και μας δημιούργησε· και βάσει της αγάπης μας ανέχθηκε· και βάσει της αγάπης μας ξαναεπισκέφθηκε και μας ανακατασκεύασε και μας σφράγισε με τη σφραγίδα της υιοθεσίας· με την αγάπη Του και μόνο. Τώρα εμείς, εκτιμώντας αυτή την αγάπη, βρίσκουμε ότι δεν είναι μόνο μια ιδιότητα του Θεού, διότι δεν έχομε ακούσει ότι ο Θεός αγαπά, αλλά ότι «ο Θεός αγάπη εστίν». Δεν είναι η αγάπη στον Θεό μία από τις αρετές της θεοπρεπούς Του τελειότητας. Ο Ιησούς είναι η αυτούσια αυτοαγάπη. Έτσι τώρα με τη μετοχή και κοινωνία που έχομε μαζί του, μεταφέρεται μέσα μας αυτή η θεία ιδιότητα και τώρα ζούμε «εν αγάπη» και κινούμεθα «εν αγάπη» και όλες μας οι κινήσεις στη ζωή έχουν σαν προϋπόθεση μόνο την αγάπη. Όποιος έχει πιάσει αυτό το νόημα, αυτός έχει φτάσει στο τέρμα του προορισμού του. Ο άνθρωπος που κινείται βάσει αυτού του νόμου, δεν δημιουργεί αφορμές ώστε να λυπεί τον Θεό και τους ανθρώπους. Οι παλμοί της θείας αγάπης, όπου εφαρμόζονται, δημιουργούν συνεχή αυτοθυσία. Η αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής, ου λογίζεται το κακόν» και ξέρομε ότι κανένα πράγμα δεν συντελείται, αν πρώτα δεν συλληφθεί σαν σκέψη. Το κακό, κατά τη γνώμη των Πατέρων, είναι αφηρημένο, ανύπαρκτο· τότε υπάρχει και λαμβάνει μορφή, όταν συλληφθεί σαν σκέψη και έπειτα εφαρμοστεί σαν πράξη. Στην απουσία του καλού παρουσιάζεται το κακό. Εκεί που δεν ενεργείται το καλό, βρίσκει θέση να παρουσιαστεί το κακό. Η εμφάνιση του κακού, σύμφωνα με την πρακτική που μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, δεν γίνεται ούτε μαγικά, ούτε απότομα. Συλλαμβάνεται πρώτα στην διάνοια, μελετάται, αποφασίζεται και ενεργείται πρακτικά και τότε λαμβάνει θέση και υπόσταση. Ναι, αλλά εμείς ξέρομε ότι, εκεί που υπάρχει αγάπη, «ου λογίζεται το κακόν». Εκεί που υπάρχει αγάπη, το κακό δεν μπορεί να σταθεί ούτε ως σκέψη. Η εισαγωγική πίστη μας οδήγησε στην πραγματική πίστη, στην πίστη της θεωρίας, που αυτομάτως πηγάζει από την αγάπη. Με τη βίωση της αγάπης ολοκληρώνεται ο άνθρωπος, διότι αγαπά πια τον Θεό και μόνο τον Θεό. Αγαπά τους ανθρώπους, τους συνανθρώπους του, τους αδελφούς του και καταρτίζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε και τη ψυχή του να θυσιάζει γι’ αυτούς.
Αυτός είναι με λίγα λόγια ο χαρακτήρας του τέλειου χριστιανού. Αρχίζει από την εισαγωγική πίστη και προοδεύει στην πίστη της θεωρίας. Η πίστη της θεωρίας, τον οδηγεί προς την αγάπη, όπου και ολοκληρώνεται. Τότε όντως γίνεται όμοιος με το πρότυπο του, «όσοι, γάρ φησί, έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι». Εκείνοι που ολοκληρώθηκαν με αυτές τις ορθόδοξες προϋποθέσεις της Χάριτος, έγιναν ακριβώς εκμαγεία, αντίγραφα του αρχετύπου. «Οίδαμεν ότι εάν φανερωθή, όμοιοι Αύτω εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς έστι», λέει ο Ιωάννης.
Εάν λοιπόν ο άνθρωπος έτσι κινείται, να είστε βέβαιοι ότι επιτυγχάνει απολύτως το σκοπό του. Γι’ αυτό, κάθε τι το οποίο μας απασχολεί, από τα μικρότερα μέχρι τα καίρια της ζωής, θα είναι ο γλυκύς μας Ιησούς. «Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας». Αμήν.
( Γέροντος Ιωσήφ, Αθωνικά Μηνυματα, Εκδ. Ι.Μ. Μ. Βατοπαιδίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου