ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
(Λκ. 14, 16-24)
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἐλεήμων πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, εἶναι ἀγνώμων καὶ ἀχάριστος πρὸς τὸν Θεό. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καλεῖ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα ἐπιλέγει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Δημιουργό του. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ προσφέρεται πλουσιοπάροχα, ὅμως ὁ ἄνθρωπος πολλὲς φορὲς τὴν ἀποστρέφεται. Ὁ Θεὸς καλεῖ στὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας του, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ μία ζωὴ μακρυὰ ἀπὸ αὐτόν.
Οἱ προσκεκλημένοι στὸ δεῖπνο εἶναι οἱ γνωστοί του Θεοῦ, δηλαδὴ οἱ Χριστιανοί, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι βαπτίστηκαν στὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τράφηκαν μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του. Παρὰ τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς, ὅμως, οἱ προσκεκλημένοι ἀποδεικνύονται ἀχάριστοι καὶ ἀγνώμονες, ἀπορρίπτοντες τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς κάνει ὁ οἰκοδεσπότης: «καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες».
Ὁ πρῶτος λέει: «ἀγόρασα ἕνα χωράφι καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ πάω νὰ τὸ δῶ». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι φιλοκόσμος, διότι προκρίνει τὰ κοσμικὰ ἀγαθά. Τὰ ὁποῖα κοσμικὰ ἀγαθά, ὅμως, εἶναι πρόσκαιρα. Ὅσο καὶ νὰ κοπιάσει καὶ ὅσο ἱδρῶτα καὶ νὰ χύσει, θὰ ματαιοπονεῖ καὶ θὰ ταλαιπωρεῖται, διότι ἐν τέλει δὲν πρόκειται νὰ χαίρεται αἰώνια αὐτὰ τὰ ἀγαθά. Ὄχι μόνο διότι ἐπικρέμαται ὁ κίνδυνος ἀπώλειάς τους, ἀλλὰ καὶ διότι παραμονεύει ὁ θάνατος, δηλαδὴ ἡ ἀναχώρηση γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Ὁ δεύτερος, ὁ ὁποῖος λέει «ἀγόρασα πέντε ζεύγη βοδιῶν καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω», εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀναλώνεται σὲ βιοτικὲς μέριμνες καὶ ὑποθέσεις τοῦ κόσμου τούτου, λησμονώντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ὁ τρίτος, ὁ ὁποῖος ἀπορρίπτει τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, λέγοντας «μόλις παντρεύτηκα καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω», εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ξεχνᾶ ὅτι καὶ ὁ γάμος του ἀποκτᾶ νόημα καὶ ἀξία πραγματικὴ καὶ αἰώνια μόνο κοντὰ στὸν Θεό.
Ἀναλογικὰ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ προσκρούουν σὲ αὐτὰ τὰ τρία μεγάλα ἐμπόδια. Ὁ κόσμος παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὶς φροντίδες καὶ τὶς μέριμνες. Αὐτὲς εἶναι παγίδες ποὺ ἐξαπατοῦν τὸν κάθε ἕνα παρουσιαζόμενες ὡς τὸ ἀπολύτως ἀναγκαῖο, τὸ ὁποῖο δὲν σηκώνει ἀναβολή. Ἕνας θέλει νὰ προσευχηθεῖ, ἀλλὰ ὁ νοῦς του εἶναι γεμάτος ἀπὸ τὶς φροντίδες γιὰ τὸ σπίτι ἢ τὴ δουλειά του. Ἄλλος θέλει νὰ πάει στὴν Ἐκκλησία νὰ λειτουργηθεῖ, ἀλλὰ προβάλλει μπροστά του ἡ ἀνάγκη τῶν οἰκονομικῶν φροντίδων. Κάποιος ἄλλος, ἐπιθυμεῖ νὰ πάει γιὰ ἐξομολόγηση, ἀλλὰ ἡ καθημερινότητα δὲν τοῦ ἀφήνει χρόνο γιὰ αὐτό. Ὅλα τοῦτα κρατοῦν τὸν ἄνθρωπο μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔτσι περνᾶ ἡ μέρα χωρὶς προσευχή, περνᾶ ἡ Κυριακὴ χωρὶς Ἐκκλησία, περνᾶ ὁ χρόνος χωρὶς γνήσια πνευματικὴ ζωή.
Ὁ πλοῦτος ἔπειτα, καὶ ἡ κακή του χρήση, ἀποτελεῖ μέγα ἐμπόδιο στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει χαρακτηριστικὰ ὅτι «οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν, ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμόν, καὶ παγίδας καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν». Πράγματι, ἡ πλεονεξία καὶ ἡ φιλαργυρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ ἡσυχάσει καὶ ἐξαντλεῖ τὸν ἑαυτό του, προσπαθώντας νὰ ἀποκτήσει πλοῦτο. Κατὰ τὴν προσπάθειά του, ὅμως, νὰ ἀποκτήσει πλούτη, ὁ ἄνθρωπος ἐνδέχεται νὰ ἀδικεῖ καὶ νὰ ἐκμεταλλεύεται τοὺς ἄλλους καὶ βέβαια νὰ ξεχνᾶ καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πρόσκλησή του στὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας του.
Συνεπῶς, εἶναι φοβερὸ κακὸ ἡ ἀπόρριψη τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἰδιαίτερης τιμῆς πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Εἰδικὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει διὰ τοῦ βαπτίσματος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἄρνησή του νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πρᾶγμα τραγικό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μὲ πολλὴ πικρία τονίζει ὅτι «πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί». Οἱ πολλοί, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀπὸ μόνοι τους ἀρνοῦνται τὴν κλήση, δὲν προσβάλλουν μόνο αὐτὸν ποὺ τοὺς καλεῖ, ἀλλὰ ἀδικοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους: «οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων», λέγει ὁ Θεός, «γεύσεταί μου τοῦ δείπνου». Καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τὸ μεγάλο δεῖπνο δὲν σημαίνει τελικὰ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι ὅλοι αὐτοὶ δὲν ἦταν ἄξιοι γιὰ μία τέτοια τιμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου