ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
(Ρωμ. ιε΄ 1-7)
«Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν καὶ μὴ ἐαυτοῖς ἀρέσκειν. Ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν.»
Σὲ μία μεγάλη οἰκογένεια ἕνας βασικὸς κανόνας ὁμαλῆς συμβίωσης εἶναι τὸ νὰ βοηθοῦν τὰ μεγαλύτερα ἀδέρφια τὰ μικρότερα. Ἔτσι ἰσχυροποιοῦνται οἱ δεσμοὶ ἀγάπης καὶ ἐπαληθεύεται τὸ λεγόμενο: «Ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ καὶ ὑψηλή». Παρόμοια καὶ μέσα στὴν μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὸ πνεῦμα ἀλληλεγγύης, ἀλληλοβοήθειας, ἀνιδιοτέλειας, αὐταπάρνησης καὶ αὐτοθυσίας εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ὁμαλότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Τὴν ἀναγκαιότητα αὐτοῦ τοῦ πνεύματος τονίζει ἰδιαίτερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, γιὰ τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Θεό. Δὲν ἔχουν, ὅμως, ὅλοι τὶς ἴδιες πνευματικὲς δυνάμεις, οὔτε τὰ ἴδια χαρίσματα. Ὑπάρχουν οἱ δυνατοὶ στὴν πίστη, οἱ ὁποῖοι δὲν κλονίζονται ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τοῦ Πειρασμοῦ, δὲν πτοοῦνται, οὔτε κάμπτονται μπροστὰ σὲ ἀπειλές, φόβητρα, διωγμοὺς καὶ μαρτύρια. Αὐτοὶ ἔχουν μία φυσικὴ ἀνδρεία, ἕνα ἔμφυτο θάρρος, μία ἀξιοσημείωτη σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀντοχή, τὰ ὁποῖα αὐξάνουν μὲ τὴν κατάλληλη καλλιέργεια καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἀρετὲς αὐτὲς, ὅμως, πρέπει νὰ ἔχουν κοινωνικὸ προσανατολισμό, νὰ διαμοιράζονται, νὰ διαχέονται πρὸς ὅλους καὶ κυρίως πρὸς τοὺς ἀδυνάτους. Γιατί σὲ περίπτωση ποὺ χρησιμοποιηθοῦν ἐγωιστικά, ἀτομιστικά, πρὸς ὄφελος τοῦ ἑαυτοῦ καὶ μόνο, τότε μένουν ἄκαρπες καὶ λειτουργοῦν διαφοροποιητικὰ καὶ ὄχι ἑνοποιητικά. Ὅμως, τὸ μέγιστο ζητούμενο μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἑνότητα σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «Ἵνα ὦσιν ἕν», ὅλοι οἱ μαθητές Μου.
Ἑπομένως, ὀφείλουμε, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐμεῖς οἱ δυνατοὶ στὴν πίστη καὶ στὴν ἀρετὴ νὰ βαστάζουμε «τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων», νὰ δείχνουμε ἀνοχὴ καὶ συμπάθεια στὶς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων στὴν πίστη καὶ νὰ μὴν πράττουμε ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στὸν ἑαυτό μας. Ἰδιαίτερη ἔμφαση δίνεται στὸ «μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν», γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε τὴν τάση νὰ ἱκανοποιοῦμε τὶς ἐπιθυμίες μας, νὰ κάνουμε τὰ πάντα πρὸς ὄφελος τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ κινούμαστε γύρω ἀπὸ τὸ ὑπερτροφικὸ ἐγώ μας. Αὐτὴ ἡ τάση παρατηρεῖται, δυστυχῶς, καὶ μέσα στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, ὅπου, δυστυχῶς, περισσεύουν οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἐλλείπουν οἱ Τελῶνες. Μάλιστα ἡ αὐταρέσκεια κάποιων χριστιανῶν ἐνδύεται τὸ ἔνδυμα τῆς ἀξιοπρέπειας, τῆς σοβαρότητας, τοῦ καθωσπρεπισμοῦ. Στὸν πυρήνα τῆς αὐταρέσκειας ὅμως βράζει ἕνας γιγάντιος ἐγωισμός, μία κολοσσιαία ὑπερηφάνεια, ποὺ σκορπάει παντοῦ μία ψυχρότητα καὶ μία ὑπόκωφη περιφρόνηση τοῦ ἀσθενοῦς ἀδελφοῦ. Καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, δυστυχῶς, ὄχι ἄδικα πολλὲς φορές, λοιδοροῦνται κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἐπειδὴ ἔχουν μία τάση γιὰ στομφώδεις ἐπισημότητες καὶ λαμπρὲς τελετές, ἀλλὰ εἶναι ψυχροί, ἀπροσπέλαστοι, ἀδιάφοροι γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου.
Ἂς μὴν ἀρέσουμε, λοιπὸν, στὸν ἑαυτό μας, ἂς μὴν ἐπιδιώκουμε τὴν ἱκανοποίηση τοῦ ἐγώ μας, ἀκόμη καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ ἐγώ μας, καὶ ἂς προσπαθοῦμε νὰ ἀρέσουμε στὸν πλησίον μας ἀδελφό μας, στὸν ὁποῖο ἂς βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Γιατί ὁ Χριστὸς μᾶς ἐμφανίζεται στὰ πρόσωπα τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν μας, τῶν ἀδυνάτων, τῶν ἐπηρεαζομένων ἀπὸ τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν, τῶν ἐπιζητούντων τὴν βοήθειά μας. Αὐτοὶ ἔχουν ἀνάγκη «πρὸς οἰκοδομήν». Εἶναι ἀκόμη ἀκατασκεύαστοι, εἶναι ὑπὸ διαμόρφωση, «χτίζουν» ἀκόμη τὸν πνευματικὸ ἑαυτό τους, θέλουν κάπου νὰ πιαστοῦν, γιὰ νὰ προχωρήσουν, νὰ προκόψουν καὶ νὰ ἐνηλικιωθοῦν πνευματικά. Αὐτὸ τὸ ἔργο ποὺ ἔχουν ξεκινήσει στὸν ἑαυτὸ τοὺς εἶναι τὸ μόνο ἀξιόλογο μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ καταπιαστεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ τοῦ ὁποίου τὰ ἀποτελέσματα εἶναι ζωηφόρα, ἄφθαρτα, αἰώνια. Ἐμεῖς, λοιπὸν, οἱ ἂς ποῦμε προχωρημένοι στὰ πνευματικὰ ὀφείλουμε νὰ τοὺς βοηθοῦμε καὶ νὰ ἀρέσουμε σὲ αὐτοὺς πρὸς δόξαν Θεοῦ. Γιατί ὅπου ἀνθίζει ἡ ἀγάπη, ἡ ἀνιδιοτέλεια καὶ ἡ αὐτοθυσία, ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Χριστὸς μὲ μυριάδες ἀγγέλους ποὺ χαίρονται γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τῶν ἀνθρώπων.
Αἰώνιο πρότυπό μας σὲ αὐτὴν τὴν στάση ζωῆς εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος, ὅπως γράφει στὸν ἀμέσως ἑπόμενο στίχο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθὼς γέγραπται οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ’ ἐμέ». Ὁ Χριστός μας, ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ εἶχε περιπέσει σὲ κατάσταση ἔσχατης διαφθορᾶς καὶ δυστυχίας, ἔγινε ἄνθρωπος, μετέσχε σὲ ὅλα τὰ ἀδιάβλητα πάθη τοῦ σώματος, πεῖνα δίψα, κόπο, πόνο, κακοπάθησε ὅσο κανεὶς ἄλλος μέχρι τότε καί, ἔχοντας ἀναλάβει ἐπάνω Του ὅλην τὴν ἁμαρτία τῆς ἀνθρωπότητας, ὑπέστη τὸν βασανισμό, τοὺς ὀνειδισμούς, τὰ ἐμπτύσματα, τοὺς κολαφισμούς, τοὺς περιγελασμούς, τὴν φραγγέλωση καὶ τὸν Σταυρικὸ θάνατο ἐντελῶς ἀναίτια, ὡς ἀναμάρτητος ποὺ ἦταν. Ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «(Ὁ Χριστὸς) ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρὸν αἰσχύνης καταφρονήσας». Ὅλη ἡ ἐπὶ γῆς ζωὴ Τοῦ ἦταν ἕνα ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός, μία ἔμπρακτη διδασκαλία τοῦ «μὴ ἑαυτῷ ἀρέσκειν».
Αὐτὸ τὸ ἱερὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ μας ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε, ὡς γνήσιοι μαθητές Του, ἂς βοηθοῦμε πάντοτε τοὺς ἀδυνάτους ἀδελφούς μας, ἂς κόβουμε τὸ θέλημά μας καὶ ἂς ἀπαρνούμαστε τὴν καλοπέραση καὶ τὸ βόλεμά μας, ὅταν ἡ ἀνάγκη τοῦ ἀδελφοῦ μας τὸ ἀπαιτήσει. Καὶ τότε θὰ συμβεῖ κάτι ποὺ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει: μὲ τὸ ποὺ θὰ ξεχάσουμε τὸ θέλημά μας καὶ θὰ τρέξουμε νὰ συνδράμουμε τὸν ἀναγκεμένο συνάνθρωπό μας, ὄχι μόνο δὲν θὰ στενοχωρηθοῦμε, ὄχι μόνο δὲν θὰ κακοπεράσουμε, ἀλλὰ, ἀντίθετα, ἡ ψυχή μας θὰ γεμίσει ἀπὸ μία πρωτόγνωρη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, τὴν ὁποία μόνο ὁ Χριστὸς χαρίζει στοὺς μιμητές Του! Ἀμήν, γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου