ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (08-08-2021)
«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ…» (Ματθ. 9,27)
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, πῆγε, λέει, σὲ μιὰ πόλι. Χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε. Πῆγαν ἀπὸ μιὰ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦν ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ κάνει θαύματα. Ἤθελαν νὰ δοῦν τὸν Χριστό. Ἄλλοι ἀνέβηκαν σὲ στέγες, ἄλλοι στὰ δέντρα κι ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσαν. Ξαφνικά, μέσα στὸν κόσμο, ἀκούστηκαν φωνὲς ποὺ ἔλεγαν: -«Κύριε, ἐλέησον», «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27) .
Ποιός φωνάζει; Δύο φτωχοί, δυστυχισμένοι καὶ τυφλοὶ ἄνθρωποι. Δὲν ἔβλεπαν καθόλου. Καὶ μόλις ἄκουσαν ὅτι μπαίνει ὁ Χριστὸς στὴν πόλι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν ποῦ εἶνε, ἄρχισαν μὲ τὰ στόματά τους νὰ φωνάζουν:-«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Καὶ τὸ φώναζαν διαρκῶς, ἐπιμόνως καί ἐνοχλητικῶς.
Ὁ Χριστὸς βάδιζε κ᾽ ἔκανε πὼς δὲν ἀκούει. Φτάνει καὶ μπαίνει σ᾿ ἕνα σπίτι. Σταμάτησαν ἆραγε τότε οἱ τυφλοί; Ὄχι. Συνέχισαν ἀπ᾿ ἔξω, σὰν σκυλάκια, νὰ φωνάζουν: -«Κύριε, ἐλέησον».
Ὁ Χριστὸς δοκίμαζε τὴν πίστι τους. Ἅμα εἶδε τὴ μεγάλη ὑπομονή τους, τοὺς λέει: -«Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά;». -«Ναί, Κύριε», ἀκούστηκε μέχρι τὰ ἄστρα ἡ φωνή τους. Τότε ὁ Χριστὸς –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε– τί ἔκανε; Ἅπλωσε τὰ ἅγιά του χέρια ἐπάνω στὰ σβησμένα τους μάτια, κι ἀμέσως, ὅπως ἄλλοτε ἄναψε τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, ἔτσι τὴ στιγμὴ ἐκείνη δυὸ ζευγάρια μάτια ἄνοιξαν, οἱ δύο ἄνθρωποι εἶδαν τὸ φῶς τους, καὶ ἔλεγαν χίλια εὐχαριστῶ. Κι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, παντοῦ ὅπου πήγαιναν διαλαλοῦσαν, ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἔκανε καλά.
Βλέπετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Τὸ φώναξαν οἱ τυφλοί, τὸ ἄκουσε ὁ Χριστός, τοὺς σπλαγχνίσθηκε καὶ τοὺς ἔκανε καλά. –Μὰ ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; θὰ μοῦ πῆτε. Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός, μέσα στὴν Ἐκκλησία!
Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγεται τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνουν τὰ Ἅγια, τὴν ὥρα ποὺ κρατάει ὁ παπᾶς τὸ Δισκοπότηρο, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνᾷς, ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός. Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Κάθε ψίχουλο καὶ κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο εἶνε ὁ Χριστός μας. Τὸ πιστεύεις; ἔλα στὴν Ἐκκλησιὰ καὶ φώναξε τὸ «Κύριε,ἐλέησον». Στὴ Θεία Λειτουργία τὸ λέμε πολλὲς φορές. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» πάνω ἀπὸ πενήντα φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε; Δὲν ὑπάρχει κατάνυξις καὶ προσοχή. Τὸ ἔλεγαν καὶ πρὶν διακόσια χρόνια, μὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔλεγαν ἔκλαιγαν. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ἡ χήρα. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε τὸ ὀρφανό, «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ σκλαβωμένος Ἕλληνας. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ τσομπάνος. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ χωριάτης. «Κύριε, ἐλέησον», τὸ ἔλεγαν ὅλοι. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔλεγαν, τὸ πίστευαν ἀκράδαντα. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔφτανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» νὰ κάνῃ θαῦμα. Ἔπεφτε λ.χ. ἀκρίδα στὸν κάμπο τῆς Θεσσαλίας καὶ δὲν ἔμενε τίποτε. Καὶ πήγαιναν στὰ Μετέωρα, ἔπαιρναν τὰ ἅγια λείψανα στὰ χέρια τους, στὴν Καλαμπάκα καὶ στὰ Τρίκαλα (εἶχαν ἀγάπη καὶ ὁμόνοια μεταξύ τους, νήστευαν τρεῖς μέρες, τὰ ἀντρόγυνα ἐγκρατεύονταν), ἔκαναν λιτανεία καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φώναζαν «Κύριε, ἐλέησον». Δὲν περνοῦσε μέρα, καὶ ἕνας ἄνεμος ἔπαιρνε τὶς ἀκρίδες, τὶς ἔρριχνε μέσα στὸ ποτάμι, στὸν Πηνειό, καὶ δὲν ἔμενε οὔτε μία. Νά τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ὅταν κανεὶς πιστεύῃ πραγματικά. Ἀλλοῦ πάλι ἔπεφτε χολέρα καὶ θέριζε τοὺς ἀνθρώπους. Ἑκατό, διακόσοι νεκροί! δὲν προλάβαιναν ν᾿ ἀνοίγουν τάφους. Καὶ πάλι νήστευαν, ἔκαναν λιτανεία μὲ τὰ ἅγια λείψανα τοῦ ὁσίου Νικάνορος καὶ ἄλλων ἁγίων, ἔβγαιναν ἔξω στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνὰ παρακαλώντας τὸν Θεό, καὶ ἡ χολέρα κοβόταν μὲ τὸ μαχαίρι. Καὶ ἀλλοῦ πάλι, ποὺ εἶχε ἀνομβρία καὶ δὲν ἔπεφτε σταλαγματιὰ καὶ ἡ γῆ ἦταν σὰν τὸ κεραμίδι, ἔβγαιναν πάλι ἔξω μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα καὶ παρακαλοῦσαν. «Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγαν μὲ τὴν καρδιά τους, κι ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε καὶ μούσκευε τὸ χῶμα. Καὶ ἀλλοῦ, ποὺ γινόταν σεισμός, γονάτιζαν καὶ προσεύχονταν.«Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγαν, καὶ σταματοῦσε ὁ σεισμός.Δὲν εἶναι παραμύθια αὐτά. Τὰ θυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι. Ζωντανὴ εἶναι ἡ θρησκεία μας, ἀρκεῖ μόνο νὰ ἔχουμε δυνατὴ πίστι.
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός μας. Καὶ ὅπως ρώτησε τοὺς δύο τυφλούς, ἔτσι ρωτάει κ᾿ ἐμένα, ρωτάει κ᾿ ἐσᾶς, ρωτάει ὅλους ἀνεξαιρέτως σήμερα, καὶ λέει: -«Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Ἂς ἀπαντήσῃ ὁ λαός μας, ἂς ἀπαντήσουμε κ᾿ἐμεῖς. Ἂν ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας «Ναί, Κύριε», τότε θὰ δοῦμε θαύματα μεγάλα. Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Χριστό μας, νὰ μᾶς δώσῃ πίστι. Πίστι, ἀδέρφια μου, χρειαζόμαστε. Πίστι σὰν ἐκείνη ποὺ εἶχαν οἱ δύο τυφλοί. Νὰ μᾶς δώσῃ πίστι, ὅπως εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Καὶ ὅταν ἔχουμε πίστι στὴν καρδιά, τότε φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Τότε κ᾿ ἐδῶ στὴ γῆ θὰ ζήσουμε καλὰ καὶ εὐλογημένα, καὶ ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, φτερὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ μᾶς πᾶνε στὰ οὐράνια σκηνώματα. Καὶ ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίουςκαὶ τοὺς ἀγγέλους, θὰ ὑμνοῦμε αἰωνίως τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων. Αμήν.
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου