«Έπανάγαγε εἰς τὸ βάθος»
Ὁμιλία εἰς τὴν Α ́ Κυριακὴν τοῦ Λουκᾶ
ὑπὸ πρωτ. π. Λάμπρου Τσιάρα, προϊστ. Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ
Ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες,
τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Α ́ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ ὁμιλεῖ περὶ τῆς ὁριστικῆς κλήσεως ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ τῶν τεσσάρων πρώτων μαθητῶν: τῶν δύο ἀδελφῶν Ἀνδρέου καὶ Πέτρου καὶ τῶν ἄλλων δύο, ἐπίσης ἀδελφῶν, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.
Τὰ περιστατικὰ τῆς ἱερῆς διηγήσεως ἔχουν ὡς ἑξῆς: ἕνα πρωϊνό, πλήθη λαοῦ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας εἶχαν συρρεύσει στὸν αἰγιαλὸ τῆς Γεννησαρέτ, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν νεοφανῆ διδασκάλο νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λάβουν ἀπ’ αὐτὸν ὁ καθένας κατὰ τὴ χρεία του. Πιὸ πέρα ἦσαν δυὸ πλοῖα ἀραγμένα, μὲ τοὺς ἁλιεῖς τους νὰ πλένουν τὰ δίχτυα. Ὁ Ἰησοῦς, βλέποντας τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ζήτησε καὶ μπῆκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πλοῖα, ἐκεῖνο τοῦ Σίμωνος Πέτρου καὶ παρακάλεσε νὰ τὸ τραβήξουν λίγο ἀπ’ τὴ στεριά· «καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους».
Ἔχει, βεβαίως, μιὰ φυσικὴ ὡραιότητα ἡ σκηνή. Ποιὸς λέει πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν ὀμορφιά; Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ «ἐποίησε» τὰ πάντα ὄμορφα καὶ καλά; Ἀλλ’ ἡ σκηνὴ ἐδῶ, «παρὰ τὴν λίμνην», δὲν εἶν’ αὐτὸ ποὺ λέμε ἐμεῖς ρομαντική. Ἔχει περιεχόμενο πνευματικό· ἐκφράζει τὴ θεία ἁπλότητα καὶ τὴν πραότητα τοῦ Διδασκάλου ἀπὸ τὴ μιά, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη δείχνει τὰ αἰσθήματα ἀφοσιώσεως τοῦ λαοῦ πρὸς αὐτόν. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ μιὰ σκηνὴ σεμνῆς μεγαλοπρέπειας καὶ αὐθόρμητης οἰκειότητας.
Δὲν ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὰ θέματα ἐκείνης τῆς ὁμιλίας τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τοῦ πλοίου. Ἐδῶ ἄλλος εἶναι, ὅπως θὰ δοῦμε, ὁ σκοπός του. Καθώς, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς ἔπαψε νὰ ὁμιλεῖ, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· «ἐ π α ν ά γ α γ ε ε ἰ ς τ ὸ β ά θ ο ς κ α ὶ χ α λ ά σ α τ ε τ ὰ δ ί χ τ υ α ὑ μ ῶ ν ε ἰ ς ἄ γ ρ α ν»· ξαναγύρισε κι ἀνοίξου στὰ βαθειὰ καὶ ρίξτε μὲ τὸν ἀδελφό σου τὰ δίχτυα σας γιὰ ψάρεμα. Δὲν ἤξερε τάχα ὁ Χριστός, ὅτι ἡ ὥρα αὐτή – κοντὰ μεσημέρι – ἦταν ἀκατάλληλη γιὰ ψάρεμα; Ἢ μήπως ἀγνοοῦσε ὅτι οἱ ἁλιεῖς ἦσαν κατάκοποι, ὕστερ’ ἀπὸ μιὰ ὁλονύχτια μάταιη προσπάθεια; Ὁ Πέτρος, ὅπως πάντα, αὐθόρμητος, ἀπάντησε. «Διδάσκαλε, δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον».
Ἀφοῦ μοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ τὸ κάμω. Ἔριξαν, λοιπόν, τὸ δίχτυ μὲ τὸν ἀδελφό του, καὶ συνέβη τὸ πρωτοφανές: «σ υ ν έ κ λ ε ι σ α ν π λ ῆ θ ο ς ἰ χ θ ύ ω ν π ο λ ύ». Τὰ ψάρια ποὺ συνέλαβαν ἦσαν τόσα πολλά, ποὺ τὸ δίχτυ τους πήγαινε νὰ σπάσει!
Φώναξαν τότε τοὺς μετόχους τους τοῦ ἄλλου πλοίου καὶ ἦρθαν κι ἐκεῖνοι νὰ βοηθήσουν. Γέμισαν λοιπὸν τὰ δύο πλοῖα τόσο, ποὺ ἀπὸ τὸ φορτίο κόντευαν νὰ βουλιάξουν... Αὐτὸ ἦταν ἔκτακτο σημεῖο θεϊκὴς ἐνέργειας. Εἶδαν πιὰ οἱ τέσσερις καὶ κατάλαβαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος ἢ ἕνας διδάσκαλος τοῦ Νόμου. Εἶχε μέσα του δύναμη θεϊκή... Θάμβος καὶ φόβος κατέλαβε τοὺς ἁλιεῖς ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους. Ὁ δὲ Πέτρος ἔπεσε γονατιστὸς στὸν Ἰησοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, βγὲς ἀπὸ τὸ πλοῖο μου, γιατὶ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· Μὴ φοβᾶσαι, Σίμων· ἦρθα νὰ σὲ καλέσω νὰ ἁλιεύεις στὸ ἑξῆς ἀνθρώπους· κι ἔκαμα σήμερα τοῦτο τὸ καταπληκτικὸ θαῦμα, γιὰ νὰ ἔχεις, ἐσὺ καὶ οἱ σύντροφοί σου, ἐγγύηση περὶ τοῦ προσώπου μου.
Στὶς ψυχὲς τῶν τεσσάρων ἁλιέων Πέτρου καὶ Ἀνδρέα, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννη, δὲν ἔμενε πιὰ καμμιὰ ἀμφιβολία, κανένας δισταγμός. Ὅλα τοὺς ὁδηγοῦσαν στὴν πεποίθηση ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Μεσσίας ποὺ περίμεναν. Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης τοὺς εἶχε προετοιμάσει· οἱ διδαχὲς ἔπειτα τοῦ νέου Διδασκάλου καὶ κάποια πρῶτα θαύματα ποὺ ἄκουσαν ἢ εἶδαν, καί, κυρίως, ἡ προσωπικὴ γνωριμία τους μὲ τὸν Ἰησοῦ (ἔστω καὶ μὲ διαλείμματα), ὅλ’ αὐτὰ οἰκοδομοῦσαν μέσα τους τὴν πεποίθηση αὐτὴ. Ἦρθε καὶ τὸ σημερινὸ σημεῖο, γιὰ νὰ σ τ ε ρ ε ω θ ε ῖ π λ έ ο ν μ έ σ α τ ο υ ς ἡ β ε β α ι ό τ η τ α, ὅ τ ι α ὐ τ ὸ ς ε ἶ ν’ ἐ κ ε ῖ ν ο ς π ο ὺ π ε ρ ί μ ε ν α ν καὶ ὅτι κοντά του βρίσκει ἐκπλήρωση ἡ προσδοκία τους... Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ βεβαιότητα ἔγινε ἀμέσως ἔργο· καὶ οἱ τέσσερίς τους, ἀφοῦ ἔσυραν τὰ πλοῖα τους στὴ στεριά, «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ»...
«Ἐ π α ν ά γ α γ ε ε ἰ ς τ ὸ β ά θ ο ς...». Ἀνοιχθεῖτε στὰ βαθειά καὶ ρίξτε τὰ δίχτυά σας «εἰς ἄγραν». Τώρα πιὰ δὲν θὰ ψαρεύετε στὰ σκοτεινά, ἀλλὰ στὸ φῶς τῆς μέρας...
Οἱ νομοδιδάσκαλοι τοῦ παλαιοῦ καιροῦ, «κοπιάσαντες» κι ἐκεῖνοι «δι’ὅλης τῆς νυκτός», δηλ. καθ’ ὅλη τὴν π.Χ. περίοδο, «οὐδὲν ἔλαβον». Σὰν ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς κι ἀνέτειλε «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» κι ἔγινε ἡμέρα ἐπὶ τῆς γῆς, οἱ Ἀπόστολοι πῆραν τὴ θέση τῶν π.Χ. διδασκάλων. Ἔρριψαν τὸ δίκτυο (= τὸ Εὐαγγέλιο) βαθειά, στ ́ ἀνοιχτὰ τῶν ἐθνῶν καὶ «συνέκλεισαν» μὲ τὸ φῶς καὶ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ πλῆθος ἀνθρώπων πολύ. Τὸ ἔργο τῶν Ἀποστόλων παρέλαβε ἔπειτα καὶ συνεχίζει ἡ Ἐκκλησία. Στὴν Ἐκκλησία ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός «καταπέμπει» τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἀναδεικνύει τοὺς ἁλιεῖς θεολόγους, πλήρεις πνεύματος καὶ δυνάμεως καὶ σοφίας. Δι’ αὐτῶν δὲ «τὴν οἰκουμένην σαγηνεύει», σὲ πεῖσμα ὅλων τῶν ἰσχυρῶν καὶ τῶν σοφῶν τῆς γῆς.
«Ἐ π α ν ά γ α γ ε ε ἰ ς τ ὸ β ά θ ο ς...». Ἡ πνευματικὴ μας Παράδοση εἶδε σὲ τούτη τὴ φράση τὴν ν η π τ ι κ ὴ δ ι ά σ τ α σ η τοῦ βάθους, καὶ βιώνει τὴν παραγγελία τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐπαναγωγή, ὡς ἐπιστροφὴ δηλαδὴ τοῦ πιστοῦ ἐντός του, ὡς «πλεύση» «εἰς τὸ βάθος» τῆς καρδίας του. Ἐκεῖ καλούμεθα οἱ πιστοὶ νὰ γίνουμε προσκυνητές, μὲ τὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ τὴν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς, ἀναφερόμενος σὲ αὐτὴ τὴν ἐνδοστρέφεια καὶ τὸ συμμάζεμα τοῦ νοῦ μας στὴν καρδιά, λέγει: «Μνημεῖον Δεσποτικὸν ἡ ἑκάστου τῶν πιστῶν καρδία», δηλαδὴ ἡ καρδιὰ κάθε πιστοῦ εἶναι σημεῖο πρὸς μνήμη ἀδιάλειπτη τοῦ Κυρίου.
Ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες,
Ἀρχίζοντας τὴ νέα ἐκκλησιαστικὴ χρονιά, χωρὶς νὰ ἀμελοῦμε τὴν ἀδιάλειπτη μνεία τοῦ Κυρίου «ἔνδον σκάπτοντες», καλούμεθα νὰ διακονήσουμε στὸ ἁλιευτικὸ ἔργο τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας μας «ἐπανάγοντες» στὰ ἀνοιχτά της ... θάλασσας τοῦ κόσμου. Οἱ ποιμένες σας, νὰ τὸ ξέρετε, γνωρίζουμε καὶ δὲν ἀγνοοῦμε σὲ τὶ καιροὺς ζοῦμε καὶ ποιὲς δυσχέρειες ἀντιμετωπίζουμε. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ ἐνσκήψασα ἐσχάτως π α ν δ η μ ί α τ ο ῦ κ ο ρ ω ν ο ϊ ο ῦ. Ἀπὸ σᾶς ζητοῦμε δύο πράγματα. Πρῶτον, σᾶς ζητοῦμε, μαζὶ μὲ τὶς προσευχές σας να δείχνετε καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ χρειάζεται νὰ δείχνουμε ὅλοι στὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ σᾶς ζητοῦμε εἶναι τὸ «ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι» (Πραξ. 1, 4)· μὴ ξεμακραίνετε ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κυριευμένοι ἀπὸ φόβο ἢ ὀλιγοπιστία, ἀκούοντες φωνὲς ἀλλότριες... Ἀλλὰ συνάζεσθε στὴ Λειτουργία τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ, καὶ προσέρχεσθε «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» στὰ Ἄχραντα Μυστήρια, λαμβάνοντας βεβαίως καὶ μέτρα προστασίας τῆς ὑγείας ὅλων μας.
Τελειώνοντας, θέλουμε νὰ σᾶς βεβαιώσουμε, ὅτι, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική σας, θὰ διακονήσουμε καὶ κατὰ τὴ νέα ἐτούτη περίοδο μὲ φιλοτιμία τὴν ἀποστολή μας, ποὺ εἶναι νὰ ἁλιεύουμε ψυχὲς μέσ ́ ἀπὸ τὰ ταραγμένα νερὰ τοῦ κόσμου τούτου, γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δὲ ἀποστέλλων ἡμᾶς Κύριος καὶ Θεὸς θὰ εὐλογήσει τὸν κόπο μας καὶ θὰ γεμίσει καὶ τὸ δικό μας δίχτυ, ὅπως τότε τοῦ Πέτρου στὴ Γεννησαρέτ. Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου