ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου, ερμηνεία εις τους κανόνας της Πεντηκοστής.
Προλεγόμενα
Εν ταυτώ και Ερμηνεία
Εις την Ακροστιχίδα του Κανόνος της Πεντηκοστής[45]
Ακροστιχίς.

Πεντηκοστίν εορτάζομεν.

Ερμηνεία.
            Η Ακροστιχίς αυτή δεν είναι στίχος δωδεκασύλλαβος Ιαμβικός, ούτε έμμετρος, καθώς ήτον αι άλλαι ακροστιχίδες των λοιπών Κανόνων του Ιερού Κοσμά, αλλά είναι εννεασύλλαβος μόνο και άμετρος και κολοβός.  Διά ποίαν δε αιτίαν τούτο εποίησεν ο Μελωδός;  Αποκρίνομαι ότι την αληθινήν τούτου αιτίαν αυτός μόνος ηξεύρει ο Ασματογράφος, και το Πνεύμα το εν αυτώ. ημείς δε στοχαστικώς λέγομεν ότι ίσως τούτο εποίησεν από τον υπερβολικόν έρωτα όπου είχεν εις τα λόγια Γρηγορίου του Θεολόγου. υπό τούτου γαρ καταφλεγόμενος, δεν ήθελε να παραλλάξη τους εκείνου λόγους, αλλ’ αυτούς εκείνους γυμνούς και ξηρούς και με αυτάς τας λέξεις ηγάπα να προφέρη, όχι μόνον εις τα άλλα του συγγράμματα, αλλά και εις αυτάς ακόμη τας Ακροστιχίδας.
            Και τούτο δείκνυται από την παρούσαν Ακροστιχίδα, ήτις είναι αυτολεξεί ερανισμένη από τον εις την Πεντηκοστήν λόγον του Θεολόγου, όπου το δεύτερον Προοίμιον του ούτω προφέρει. «Πεντηκοστήν εορτάζομεν, και Πνεύματος επιδημίαν, και προθεσμίαν επαγγελίας, και ελπίδος συμπλήρωσιν, και το Μυστήριον όσον; (ερωτηματικώς γαρ πρέπει να αναγινώσκεται) Ως μέγα τε και σεβάσμιον» (αποκριτικόν γαρ τούτο εστιν). Είπον δε δεύτερον Προοίμιον. διότι εσυνείθιζον οι παλαιοί ρήτορες να μεταχειρίζωνται και δύο Προοίμια, ως και ο Θεολόγος εν τω ανωτέρω της Πεντηκοστής λόγω δύο Προοίμια εμεταχειρίσθη, ως τινες λέγουσιν, ων το μεν πρώτον ούτως άρχεται, «Περί της εορτής βραχέα φιλοσοφήσωμεν» . το δε δεύτερον, «Πεντηκοσστήν εορτάζομεν».  Τούτο λοιπόν νομίζω να είναι αφορμή, δια την οποίαν η Ακροστιχίς του παρόντος κανόνος έμεινεν εννεασύλλαβος και κολοβή. διότι ο Ιερός Κοσμάς φιλογρηγόριος ων είπερ τις άλλος, ηθέλησε την αρχήν του λόγου εκείνου να γράψη εν τη Ακροστιχίδι, χωρίς να προσθέση τίποτε. όθεν κατά την κολοβήν Ακροστιχίδα κολοβά έγιναν και ελλιπέστα εν πολλαίς Ωδαίς τα Τροπάρια του Κανόνος. ώστε δια να φθάσουν εις τον συνήθη αριθμόν των οκτώ στίχων χρειάζονται να τριπλασιασθούν και να τετραπλασιασθούν. εάν δε εν μόνον Τροπάριον εστίν εν τη Ωδή, ως εν τη τρίτη και τη Πέμπτη και τη έκτη, χρειάζεται αυτό εξάκις να πολλαπλασιαθή ου χωρίς σχεδόν αηδίας και βάρους και των ψαλλόντων και των κανοναρχούντων και των ακουόντων.
            Καθώς λοιπόν ο Ιερός Κοσμάς τόσον πολλά ηγάπα τα του Θεολογου θελκτικά και σειρήνια λόγια, ώστε, δια να μεταχειρισθή ταυτα αυτολεξεί εις την Ακροστιχίδα, έπεσεν υπό μέμψιν παρά τοις πολλοίς ως άμετρος και ελλιπής, ούτω και εγώ, όστις μέλλων να ερμηνεύσω τον εις το Πνεύμα Κανόνα αυτού, ζητώ την βοήθειαν του Αγίου Πνεύματος. πλην όχι με άλλου τινός λόγια, αλλά με εκείνα του Θεολόγου, και δη βοώ μετ’ αυτού.  «Τα μεν ουν σωματικά του Χριστού πέρας έχει… τα δε του Πνεύματος βουλομένω λέγειν παρέστω μοι το Πνεύμα, και διδότω λόγον, όσον και βούλομαι. ει δε μη τοσούτον, όσος γε τω καιρώ σύμμετρος» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).  Διότι αν ο τόσον μέγας Κοσμάς δεν εντρέπεται να ιεροσυλή αυτολεξεί τα του θείου Γρηγορίου ρήματα, (τι λέγω δεν εντρέπεται; και σεμνύνεται ακόμη και εγκαλλωπίζεται εις την τοιαύτην ιεροσυλίαν) διατί εγώ να εντρέπωμαι αυτήν;  εγώ ο μηδέν ων; εγώ ο κεγχριαίος κατά το μέγεθος προς τοσούτον απειρομεγέθη άνδρα παραβαλλόμενος;  μάλλον μεν ουν εγώ πρέπει να καλλωπίζωμαι περισσότερον εις την τοιαύτην ιεράν και επαινετήν κλεψίαν.
            Με όλον τούτο το πράγμα τούτο δεν είναι κλεψία η ιεροσυλία, αλλά είναι δάνειον. μάλλον δε ουδέ δάνειον, αλλά δωρεά και χάρις. εκκεχυμένος γαρ είναι εις όλον το πλήρωμα των Χριστωνύμων ο της του Θεολόγου σοφίας Ωκεανός, όστις προσκαλεί τους θέλοντας να εξαντλήσουν από αυτόν δωρεάν, και να χορτάσουν από τα ρείθρα του όσον και αν δύνωνται. ου λέγω δε όσον και αν θέλωσιν.  αν γαρ εις την θέλησιν του ανθρώπου ηκολουθεί και η δύναμις, ίσως εγώ πρώτος ήθελα ανοίξη πλατέως το στόμα μου, και απορροφήση όλον τον του Θεολόγου Ωκεανόν. επειδή δε επιθυμώ και θέλω, η δύναμις μου όμως δεν είναι σύμμετρος με την θέλησίν μου, δια τούτο ανοίγω το στενόν στόμα της διανοίας μου, και απορροφώ ολίγας τινάς ρανίδας εκ των εκείνου λόγων προς ερμηνείαν του παρόντος Κανόνος[46]. 
Ερμηνεία εις τον κανόνα
ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Ποίημα όντα του Αγίου Κοσμά

Ώδή α’. Ήχος Βαρύς. Ο Ειρμός.
Πόντω εκάλυψε Φαραώ συν άρμασιν, ο συντρίβων πολέμους εν υψηλώ βραχίονι. άσωμεν αυτώ, ότι δεδόξασται.

Ερμηνεία.
            Σημειούμεν εδώ, ότι ο Ιεράρχης Κοσμάς ο κόσμος των Ιερών Μελωδών δεν προσαρμόζει τους Ειρμούς του παρόντος Κανόνος εις την υπόθεσιν της εορτής, καθώς προσήρμοζε τους περισσοτέρους δε μελουργεί, ψιλά περιέχοντας των Ωδών τα λόγια, καθώς και τον παρόντα. ούτος γαρ ο Ειρμός αναφέρει μόνην την εν τη Ερυθρά θαλάσση γενομένην θαυματουργίαν, και αυτά εκείνα τα της πρώτης Ωδής του Μωϋσέως μεταχειρίζεται λόγια. και βλέπε, αγαπητέ, ότι ο λόγος μου είναι αληθινός. ευρίσκεται εν τη πρώτη Ωδή «Πόντω εκάλυψεν αυτούς»; τούτο ευρίσκεται και εδώ. ευρίσκεται εκεί «Κύριος συντρίβων πολέμους»; τούτο ευρίσκεται και εδώ. γράφεται εκεί «Μεγέθει βραχίονός Σου»; τούτο γράφεται και εδώ, με κάποιαν όμως παραλλαγήν. αντί γάρ του «Μεγέθει βραχίονος», γράφεται εδώ «Εν υψηλώ βραχίονι» . όπερ ο Ησαΐας καθαρώτερα λέγει. «Κύριε, υψηλός Σου ο Βραχίων» (Ησ. κστ’ 11) . γράφεται εκεί «Τω Κυρίω άσωμεν. ενδόξως γαρ δεδόξασται»; τούτο γράφεται και εδώ.
            Ταύτα λοιπόν πάντα συμμαζώξας εδώ ο Ιερός Μελωδός, ούτω λέγει. Ο Κύριος των απάντων, ο οποίος συντρίβει τους πολέμους με τον υψηλόν και ανίκητόν του βραχίονα, εσκέπασε με την Ερυθράν θάλασσαν τον βασιλέα Φαραώ, και τας αμάξας αυτού.  Πολέμους δε εδώ πρέπει να νοήσωμεν τους πολεμίους και εχθρούς, από το πάθος τους πάσχοντας κατά τρόπον συνεκδοχής. τούτους γαρ συντρίβει ο Κύριος, ένα μεν, διότι οι πόλεμοι δεν γίνονται κατά προηγούμενον θέλημα του Κυρίου, αλλά κατά το επόμενον: ήτοι κατά παραχώρησιν, ως δογματίζουσιν οι Ιεροί Θεολογοι. άλλο δε, διότι ο Κύριος λέγεται ειρηνάρχης και ειρηνοδότης και της ειρήνης αρχηγός και πρωταίτιος, ως ταύτην αγαπών και θέλων κατά το προηγούμενον αυτού θέλημα. αν δε την ειρήνην αγαπά και θέλη ο Θεος, βέβαια εξ ανάγκης ακολουθεί ότι τους πολεμίους συντρίβει και αφανίζει, ως μη τούτους αγαπών και θέλων κατά το προηγούμενον αυτού θέλημα. η γαρ των εναντίων εισαγωγή των εναντίων είναι συντριβή. επειδή, κατά το κοινόν απόφθεγμα των φιλοσόφων, των εναντίων η αυτή είναι επιστήμη. ει δε λέγει ο Κύριος «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνη επί της γης, αλλά μάχαιραν», (ήτοι πόλεμον) (Ματθ. ι’ 34) τούτο υψηλότερον νοείται περί της Πίστεως, και ου κατά το πρόχειρον νόημα του πολέμου. και όρα την ερμηνείαν εις τούτο του θείου Χρυσοστόμου και του Ιερού Θεοφυλάκτου.
            Διατί δε λέγεται υψηλός ο του Κυρίου βραχίων; Δια να φανερωθή η συντριβή των τοιούτων πολέμων. εκείνοι γαρ όπου θέλουν να κτυπήσουν βαρύτερα, συνειθίζουν να σηκώνουν το χέρι των υψηλότερα.  Επειδή λοιπόν και ο Θεός κατοικεί εις τα υψηλά, ως λέγει ο Δαβίδ, «Ο εν υψηλοίς κατοικών» (Ψαλ. ριβ’ 5), δια τούτο ακολούθως και ο βραχίων αυτού είναι υψηλός. και επειδή είναι υψηλός, δια τούτο και πληγώνει και χειρότερα συντρίβει τους πληττομένους, όχι μόνον με το γενναίον και ανίκητον του βραχίονός του, αλλά και με το υψηλόν σηκωμα του αυτού βραχίονος του. ο Θεός γαρ, κατά την συμβολικήν Θεολογίαν[47], ια με την φυσικήν του φιλανθρωπίαν κατεβάζει τον βραχίονά του μη θέλων να κολάση τους αμαρτωλούς, και βάλλων το χέρι του υποκάτω εις το μάγουλόν του, καθώς κάμνουσιν εκείνοι όπου κοιμώνται, υπνώττει. όταν δε ιδή ότι αυξάνει η αμαρτία, και οι αμαρτάνοντες δεν αισθάνονται το βάρος της αμαρτίας, τότε εκείνος με βίαν μεν παρά φύσιν εξυπνά και υψώνει το χέρι του και συντρίβει τους αμαρτωλούς.
            Δια τούτο ο Δαβίδ, βλέπων τους μεν κακούς και αμαρτωλούς να τυραννούν τους ταπεινούς και δικαίους, τον δε Θεόν να μη τιμωρή τους κακούς μήτε να τους εκδική, αποτολμά να μέμφεται αυτόν ως κοιμώμενον, και να φωνάζη ποτέ μεν «Εξεγέρθητι. ίνα τι υπνοίς, Κύριε; ανάστηθι και μη απώση εις τέλος» (Ψαλμ. μγ’ 24), ποτέ δε «Ανάσταθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ Σου, μη επιλάθου των πενήτων σου» (Ψαλ. θ’ 35), διότι αν υψωθή η χειρ Σου κατά των αμαρτωλών και δυναστευόντων, δεν θέλει λησμονηθή ο πτωχός και δίκαιος έως τέλους, αλλά θέλει ευφρανθή, όταν ιδή εκδίκησιν, κατά το «Ευφρανθήσεται δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν» (Ψαλ. νζ’ 11).  Τούτο το νόμηαμ της υψώσεως της χειρός του Θεού θέλων να φανερώση και ο Ησαΐας, αφ’ ου ανωτέρω είπεν ότι ο Θεός εποίησε τα και τα, τιμωρών τους αμαρτωλούς, ακολούθως λέγει. «Επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός (του Θεού), αλλ’ έτι η χειρ (αυτού) υψηλή» (Ησ. θ’ 12) . ήτοι ακόμη έχει να τους τιμωρήση.
Τροπάριον.
            Έργω, ως πάλαι τοις Μαθηταίας επηγγείλω, το Παράκλητον Πνεύμα εξαποστείλας Χριστέ, έλαμψας τω κόσμω φως, φιλάνθρωπε.

Ερμηνεία.
            Οι μεν άλλοι άνθρωποι, λέγει, οι οποίοι υπόσχονται, δεν τελειώνουν τας υποσχέσεις των. διότι ή μετανοούν ότι υπεσχέθησαν, ή δύναμιν δεν έχουν εις το να πληρώσουν την υπόσχεσίν των. και ούτω τα υποσχεθέντα παρ’ αυτών μένουσιν άκυρα. Συ δε, Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, η αληθινή των επαγγελιών επαγγελία, και η υπόσχεσις των υποσχέσεων, υπεσχέθης εις τους αγίους Σου Μαθητάς προ της αναστάσεώς Σου να στείλης εις αυτούς το Παράκλητον Πνεύμα. εν οις έλεγες. «Συμφέρει ημίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς» . (Ιω. ιστ’ ζ), και πάλιν. «Και εγώ ερωτήσω τον πατέρα, και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. ιδ’ 16) . και πάλιν. «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω ημίν παρά του Πατρός» (Ιω. ιε’ 26) . και πάλιν. «Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς» (Λουκ. κδ’ 49), ήτοι το Πνεύμα το Άγιο[48].  Καθώς λοιπόν με τον λόγον υπεσχέθης, Κύριε, να στείλης το Πνεύμα Σου το Άγιον. ούτω σήμερον με το έργον ετελείωσας την υπόσχεσίν σου και πέμψας το Παράκλητον Πνεύμα, δι’ αυτού έλαμψας εις τον Κόσμον το φως της θεογνωσίας και πίστεως της Αγίας Τριάδος. ώστε οι το φως τούτο δεξάμενοι του γίου Πνεύματος ψάλλουσι με χαράν και ηδονήν της καρδίας εκείνο το χαρμόσυνον Τροπάριον «Είδομεν το φως το αληθινόν. ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον.  εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες. αύτη γαρ ημάς έσωσεν».
            Εκπλήρωσας λοιπόν σήμερον την υπόσχεσίν Σου, φιλάνθρωπε. διότι ούτε από αδυναμίαν έμελλες να μη τελειώσης αυτήν, παντοδύναμος γαρ είσαι. ούτε από μετάνοιαν, διότι η μετάνοια είναι μία δευτέρα βουλή, όπου κατηγορεί την πρώτην βουλήν. τούτε δε να γένη επί του Θεού είναι αδύνατον. καθότι ο Θεός καθώς είναι κατά την ουσίαν αναλλοίωτος, ούτως είναι και κατά την γνώσιν και τας βουλάς του, ως ψάλλει ο Δαβίδ. «Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δε λογισμούς λαών, και αθετεί βουλάς αρχόντων. η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα μένει» (Ψαλ. λβ’ 10-11).  Ει δε ακούομεν των θείων Γραφών να λέγουν ότι ο Κύριος μεταμελείται και μετανοεί, ούτω γαρ γράφεται δια τον Σαούλ. «Και Κύριος μετεμελήθη, ότι εβασίλευσε τον Σαούλ επί Ισραήλ» (α’ Βασ. ιε’ 35), και δια του Ωσηέ λέγει Κύριος. «Τι σε διαθώμαι Εφραίμ; υπερασπιώ, Ισραήλ; τι σε διαθώ; ως Αδαμά θήσομαί σε και ως Σεβνείμ; μετεστράφη η καρδία μου εν τω αυτώ. συνεταράχθη η μεταμέλειά μου, ου μη ποιήσω κατά την οργήν του θυμού μου,… ότι Θεός εγώ ειμι και ουκ άνθρωπος» (Ωσ. ια’ 8-9) αν, λέγω, αι Γραφαί αναφέρουν ότι μετανοεί ο Θεός, ήξευρε ότι τούτο λέγουν, όπου ο Θεός φοβερίζει και οργίζεται δια να κακοποιήση τινάς. τότε γαρ μετανοεί: ήτοι μεταβάλλεται ο Θεός, νικώμενος από την αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα, ήτις δεν αφίνει αυτόν να φέρη εις έργον τους προτέρους φοβερισμούς όπου έκαμεν. όπου δεν υπόσχεται ο Θεός να δώση αγαθά, πως είναι δυνατόν να μετανοήση και να μη φέρη εις τέλος την υπόσχεσίν του, έχων μάλιστα κινούσαν αυτός εις τούτο την φυσικήν αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα;
Τροπάριον.
            Νόμω το πάλαι προκηρυχθέν και Προφήταις, επληρώθη. του Θείου Πνεύματος σήμερον, πάσι γαρ πιστοίς χάρις εκκέχυται.
Ερμηνεία.
            Σήμερον, λέγει, ετελειώθη δια της εκβάσεως και των έργων εκείνο όπου εκηρύχθη από τον Νόμον του Μωϋσέως και από τους Προφήτας, δηλαδή το περί της εκχύσεως και μεταδόσεως της χάριτος και δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. επειδή κατά τα προκηρύγματα τούτων και τας προρρήσεις εξεχύθη σήμερον εις όλους τους πιστούς η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Άξια δε σημειώσεως είναι εκείνα όπου γράφει ο Θεοφόρος Μάξιμος, ότι ούτε η χάρις του Πνεύματος δίδεται χωρίς να έχη δεκτικήν επιτηδειότητα ο μέλων ταύτην λαμβάνειν άνθρωπος, ούτε ο άνθρωπος δύναται να λάβη κανένα χάρισμα του Πνεύματος με φυσικήν μόνον δύναμιν χωρίς την υπερφυσικήν δύναμιν του Θεού. ούτω γαρ φησίν. «Ούτε η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ενεργεί σοφίαν εν τοις αγίοις χωρίς την ταύτην δεχομένου νοός, ούτε γνώσιν, χωρίς της δεκτικής του λόγου δυνάμεως, ούτε πίστιν, άνευ της κατά νουν και λόγον των μελλόντων και πάσι τέως αδήλων πληροφορίας, ούτε ιαμάτων χαρίσματα, δίχα της κατά φύσιν φιλανθρωπίας, ούτε τι έτερον των λοιπών χαρισμάτων, χωρίς της εκάστου δεκτική εξεώς τε και δυνάμεως, ούτε μην πάλιν εν των απηριθμημένων άνθρωπος κτήσεται κατά δύναμιν φυσικήν, δίχα της χορηγούσης τάυτα θείας δυνάμεως. και δηλούσι τούτο πάντες οι άγιοι, μετά τας αποκαλύψεις των θείων ζητούντες των αποκαλυφθέντων τους λόγους» (Κεφάλαιον ιγ’ της στ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).  Ώστε, όποιος θέλει να λάβη πλουσιωτέραν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να κάμνη τον εαυτόν του δεκτικώτερον δια της εργασίας των εντολών, και της καθάρσεως των ποθών. η γαρ χάρις του Πνεύματος, ει και χάρις, όμως χύνεται εις τους πιστούς κατά την αναλογίαν της αυτών καθαρότητος και πίστεως. όθεν λέγει πάλιν ο αυτός θείος Μάξιμος. «Ο θείος Απόστολος τας διαφόρους ενεργείας του ενός Αγίου Πνεύματος χαρίσματα λέγει διάφορα, υφ’ ενός δηλονότι και του αυτού ενεργούμενα Πνεύματος. και τοίνυν κατά το μέτρον της εν εκάστω πίστεως δίδονται η φανέρωσις του Πνεύματος εν τη μετοχή του τοιούδε χαρίσματος, έκαστος των πιστών δηλονότι κατά την αναλογίαν της πίστεως και της υποκειμένης αυτώ κατά ψυχήν διαθέσεως συμμεμετρηημένην δέχεται του Πνεύματος την ενέργειαν» (Κεφάλαιον ψστ’ της Γ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).
            Που δε φαίνεται εν τω Νόμω η μετάδοσις του Αγίου Πνεύματος;  Εν τω Βιβλίω της Γενέσεως. «Πνεύμα, φησίν, επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α’ 2) . όπερ ερμηνεύων ο μέγας Βασίλειος λέγει. «Μηδέν άλλο Πνεύμα Θεού, ή το Άγιον, το της Θείας και Μακαρίας Τριάδος συμπληρωματικόν ονομάζεσθαι» (Ομιλία β’) . και πάλιν. «Τό, Επεφέρετο (το Πνεύμα το Άγιον) εξηγείται αντί του ενέθαλπε και εζωογόνει την των υδάτων φύσιν, κατά την εικόνα της επωαζούσης όρνιθος, και ζωτικήν τινα δύναμιν ενιείσης τοις υποθαλπομένοις» (Ομιλία β’ εις την Εξαήμερον) . ομοίως και περί του Ιωσήφ γράφεται. «Μη ευρήσομεν τοιούτον, (οιός έστιν ο Ιωσήφ) ος έχει Πνεύμα Θεού εν αυτώ;» (Γεν. μα’ 38), εν τη Εξόδω δε πάλιν είπεν ο Θεός προς Μωϋσήν. «Και συ λάλησον πάσι τοις σοφοίς τη διανοία, ους ενέπλησα πνεύματος σοφίας και αισθήσεως» (Εξ. κη’ 3), και περί του Βεσελεήλ γέγραπται. «Και ενέπλησα αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης» (Εξ. λα’ 3) . και προς τον Μωϋσήν είπεν ο Θεός. «Και καταβήσομαι και λαλήσω εκεί μετά σου. και αφελώ από του πνεύματος του επί σοι και επιθήσω επ’ αυτούς» (τους εβδομήκοντα δηλ. άνδρας τους πρεσβυτέρους) (Αριθ. ια’ 17) . και ο Μωυσής είπε. «Τις δώη πάντα τον λαόν Κυρίου Προφήτας, όταν δω Κύριος το Πνεύμα αυτού επ’ αυτούς;» (αυτόθι 29).
            Με τα λόγια λοιπόν ταύτα επροκηρύχθη από τον Νόμον η μετάδοσις του Αγίου Πνεύματος. επροκηρύχθη δε αύτη και από διαφόρους Προφήτας. από τον Ιωήλ. «Εκχεώ από του Πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα» (την πιστεύσασαν δηλαδή, κατά την ερμηνείαν Γρηγορίου του Θεολόγου) (Ιω. γ’ 2). από τον Μιχαίαν. «Ουκ έσται ο επακούων αυτών, εάν μη εγώ εμπλήσω ισχύν εκ Πνεύματος Αγίου» (Μιχ. γ’ 7-8) . από τον Ησαΐαν. «Δια τον φόβον Σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν, και ετέκομεν Πνεύμα σωτηρίας Σου, ο εποιήσαμεν επί της γης» (Ησ. κστ’ 18) . από τον Δαβίδ. «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 12) . και πάλιν. «Το Πνεύμα Σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού» (αυτόθι 12) .  από τον Ιώβ. «Πνεύμα θείον το περιόν μοι εν ρινί» (Ιώβ κζ’ 3) . και πάλιν. «Πνεύμα Θείον το ποιήσάν με, πνοή δε Παντοκράτορος η διδάσκουσά με» (Ιώβ. λγ’ 4) . και από τον Ιεζεκιήλ. «Και δώσω υμίν καρδίαν καινήν, και πνεύμα καινόν δώσω εν υμίν, και αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός υμών, και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην, και το Πνεύμα μου δώσω εν υμίν» (Ιεζ. λστ’ 26).  Ούτως εκπροκηρύχθη υπό του Νόμου και των Προφητών η μετάδοσις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν εορτάζομεν σήμερον[49].
Ωδή γ’. Ο Ειρμός.
            Την εξ ύψους δύναμίν τοις Μαθηταίς, Χριστέ, έως αν ενδύσησθε έφης, καθίσατε εν Ιερουσαλήμ. εγώ δε ως εμέ Παράκλητον άλλον, Πνεύμα το εμόν τε και Πατρός αποστελώ, εν ω στερεωθήσεσθε.
Ερμηνεία.
            Ο Ειρμός αυτός ερανίσθη τόσον από το ρητόν του Ευαγγελιστού Λουκά το λέγον «Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς. υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. κδ’ 49). όσον και από το ρητόν του Ιωάννου λέγοντος «Και εγώ ερωτήσω τον πατέρα, και άλλον παράκλητον δώσω υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. ιδ’ 16).  Ταύτα λοιπόν τα δύο ρητά αυτολεξεί λελουργεί ο Ιεράρχης Κοσμάς εις τον παρόντα ειρμόν. διό λέγει. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, Συ προείπας εις τους Μαθητάς Σου ταύτα. Σεις, ω Μαθηταί μου, καθίσατε εις την Ιερουσαλήμ έως όπου να ενδυθήτε δύναμιν εξ ύψους.  Δενείπεν έως ου να δεχθήτε ή να λάβετε, αλλά να ενδυθήτε, φανερώνων με την λέξιν ταύτην το από κάθε μέρος του σώματος φυλακτικόν της του Πνεύματος πανοπλίας και δυνάμεως.  Καθίσατε έως να ενδυθήτε όχι ανθρωπίνην δύναμιν, αλλά ουράνιον την του Αγίου Πνεύματος. καθώς ερμηνεύει ο Ιερός Θεοφύλακτος. εγώ δε θέλω αποστείλει εις εσάς άλλον Παράκλκητον, το Πνεύμα δηλαδή το Άγιον, με το οποίον θέλετε στερεωθή εις την πίστιν, υπομένοντες κάθε πειρασμόν όπου μέλλετε να δοκιμάσετε δια την πίστιν.  Το δε «Ως εμέ» είναι προσθήκη του Ποιητού.  Διατί δε τούτο επρόσθεσεν; Άκουσον.
            Επειδή μερικοί ακούοντες τον Κύριον να λέγη ότι θέλω σας στείλει άλλον Παράκλητον, επεχείρουν να χωρίσουν αυτόν τον Παράκλητον κατά την ουσίαν από τον Μονοεγενή Υιόν του Πατρός. δια τούτο «Άλλον Παράκλητον» ειπών ο Μελωδός, επρόσθεσε το «Ως εμέ», ίνα δια μεν του «Άλλον» φανερώση την διαφορετικήν υπόστασιν όπου έχει ο Υιός από το Πνεύμα. δια δε του «Ως εμέ» φανερώση την ταυτότητα της ουσίας όπου έχει ο Υιός με το Πνεύμα το Άγιον.  Ερανίσθη δε τούτο ο Μελωδός από τον Θεολόγιον Γρηγόριον, ούτως ερμηνεύοντα το «Άλλος» . «Δια τούτο μετά Χριστόν μεν (κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον), ίνα Παράκλητος ημίν μη λείπη. άλλος δε, ίνα συ την ισοτιμίαν ενθυμηθής. το γαρ άλλος, άλλος οίος εγώ καθίσταται. τούτο δε συνδεσποτείας, αλλ’ ουκ ατιμίας όνομα. το γαρ άλλος ουκ επί των αλλοτρίων, αλλ’ επί των ομοουσίων οίδα λεγόμενον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).  Επί δε των ομοφυών (κατά τον Σχολιαστήν Νικήταν) άλλον και άλλον λέγομεν. οίον, άλλος εστίν ο Πέτρος, και άλλος εστίν ο Παύλος. επί δε των ετεροφυών, άλλο και άλλο λέγομεν. οίον, άλλο εστί βους, και άλλο ίππος».  Παράκλητος δε άλλος ερρέθη το Πνεύμα το Άγιον από τον Χριστόν, διότι και ο Χριστός Παράκλητος ονομάζεται παρά τη πρώτη Επιστολή του Ιωάννου λέγοντος. «Εάνν τις αμάρτη, Παράκλητον έχομεν προς τον Πατέραα,  Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (α’ Ιω. β’ 1).  Παράκλητος δε θέλει να ειπή παρηγορητής.  Τις δε άλλος του Υιού και του Πνεύματος έσται παρηγορητικώτερος; Βέβαια ουδείς.
            Δια τούτο ο Χρυσορρήμων πανηγυρίζων εις την εορτήν ταύτην, λέγει. «Εκλήθη το Πνεύμα το Άγιον Παράκλητον. Διατί; Αλλ’ η δια το παρακαλείν ανθρώπους, τουτέστι παραμυθήσθαι. παρακαλεί δε, ουχ ως δεύτερον Θεού, αλλ’ ως Θεός. και γαρ Θεού ίδιον το παρακαλείν. λέγει γαρ ο Απόστολος. «Υπέρ Χριστού πρεσβεύομεν, ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών» . Και ο Ησαΐας λέγει προς την Ιερουσαλήμ. «Παρεκάλεσέ σε ο ονομάσας σε. νόησον τοίνυν».  Παρακαλεί ο Πατήρ. παρακαλεί ο Υιός. «Πνεύμα γαρ, φησί, Κυρίου επ’ εμέ ου ένεκεν έχρισέ με. ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με. παρακαλέσαι τους πενθούντας».  Όρα και εις την ερμηνείαν της Ακροστιχίδος του Ιαμβικού Κανόνος της παρούσης εορτής, ίνα μάθης ότι Παράκλητος είναι και ως τας παρακλήσεις ημών δεχόμενος ως Θεός, τόσον ο Χριστός, όσον και το Πνεύμα το Άγιον.
Τροπάριον.
            Η του Θείου Πνεύματος επιδημήσασα δύναμις, την μερισθείσαν πάλαι φωνήν, κακώς ομονοησάντων, εις μίαν αρμονίαν θείως συνήψε, γνώσιν[50]συνετίζουσα πιστούς της Τριάδος, εν η εστερεώθημεν.
Ερμηνεία.
            Καλή μεν είναι η ομόνοια και συμφωνία. αλλ’ όταν γίνεται δια καλόν και συμφέρον πράγμα. όταν δε αυτή γίνεται δια κακόν και βλαβερόν πράγμα, τότε η τοιαύτη ομόνοια και συμφωνία είναι κακή.  Με τοιαύτην κακήν ομόνοιαν και συμφνωίαν εσυμφώνησαν εκείνο περί των οποίων γράφει ο Σολομών «Υιέ, μη σε πλανήσωσιν άνδρες ασεβείς λέγοντες. Ελθέ μεθ’ ημών, κοινώνησον αίματος, κρύψωμεν δε εις γην άνδρα δίκαιον αδίκως, καταπίωμεν δε αυτόν ώσπερ Άδης ζώντα, κοινόν δε βλαάντιον κτησώμεθα πάντες, και μαρσίππιον εν γενηθήτω ημίν» (Παρ. α’ 10).  Καλή δε και θεοφιλής είναι η ομόνοια εκείνων, οίτινες παρά τω Μιχαία λέγουσι. «Δεύτε αναβώμεν εις τον οίκον Κυρίου, και εις τον οίκον του Θεού Ιακώβ» (Μιχ. δ’ 2), ομοίως και η των αδελφών παρά τω Δαβίδ (Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ’ η το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλ. ρλβ’ 1). Και δια να ειπούμεν καθολικώς, η ομόνοια κατά την γνώμην και τον σκοπόν των ομονοούντων γίνεται ή δια καλόν ή δια κακόν.
            Ούτω χάριν λόγου οι παλαιοί εκείνοι Γίγαντες ωμονόησαν και εσυμφώνησαν να οικοδομήσουν τον πύργον της Χαλάνης εις τον κάμπον του Σεναάρ.  αλλ’ επειδή η ομόνοιά των ήτον δια κακόν (δια υπερηφάνειαν γαρ τούτο εποίησαν, και δια να αφήσουν όνομα εις τον Κόσμον), τούτου χάριν εσύγχυσεν ο Θεός τας γλώσσας των, και ο ένας του άλλου δεν άκουε την φωνήν. «Και ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι. και είπαν. δεύτε οικοδομήσωμεν εαυτοίς πόλιν και πύργον, ου έσται η κεφαλή έως του Ουρανού. και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα προ του διασπαρήναι ημάς επί προσώπου πάσης της γης.  Και είπε Κύριος. Ιδού γένος εν, και χείλος εν πάντων. δεύτε, και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν, ίνα μη ακούωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον».  Ούτω και την σήμερον ομονοούσι και συμφωνούσιν οι του Σωτήρος Απόστολοι. αλλά η τούτων ομόνοια και δια το αγαθόν, επειδή αυτοί δεν ακτασκευάζουν πύργον, ως οι Γίγαντες, ίνα δι’ αυτού καταβιβάσωσι τον Θεόν τιμωρήσοντα αυτους, αλλ’ ίνα ανθρώπους εις Ουρανούς αναβιβάσωσι. διό και αι γλώσσαι αυτών δεν συγχέονται, αλλά μάλλον συνετίζονται εις το να γνωρίζουν των Εθνών απάντων τας διαλέκτους.
            Ταύτα λοιπόν ηξεύρων ο Ιερός ούτος Μελωδός, ούτω λέγει. Η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, η οποία εσύγχυσε το παλαιόν τας γλώσσας των πυργοπιοούντων, αυτή και τώρα ελθούσα εις τους αγίους Αποστόλους, τας διαιρεθείσας τότε φωνάς ήνωσε θείως: ήτοι θεοπρεπώς και παραδόξως εις μίαν αρμονίαν.  Εκ της αρμονίας δε ταύτης και ενώσεως τι εκατώρθωσεν;  Εσυνέτισεν ημάς την μίαν γνώσιν της Αγίας Τριάδος. όταν γαρ ημείς βλέπωμεν τας γλώσσας τότε μεν διαιρουμένας απ’ αλλήλων, νυν δε πάλιν ενουμένας εις μίαν αρμονίαν, δεν κατανοούμεν εκ του θαύματος τούτου το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος, ήτις και διαιρείται κατά τας υποστάσεις, και πάλιν ενίζεται κατά την ουσίαν; Ναι βέβαια.  Όθεν ο Χρυσορρήμων Πατήρ, πανηγυρίζων εις την εορτήν είπεν. «Επειδή τότε οι Γίγαντες εθεομάχουν, και πύγον εβούλοντο κατασκευάσαι, γλώσσας ο Θεός αποστείλας, εμέρισε την κακήν συμφωνίαν. αποστέλλει δε και νυν ενεργείας γλωσσών, ίνα συνάψη την διαμερισθείσαν οικουμένην. και ην πράγμα ξένον. γλώσσαι την οικουμένην έτεμον, γλωσσαι την οικουμένην συνήψαν».
Ωδή δ’. Ο Ειρμός.
            Κατανοών ο Προφήτης την επ’ εσχάτων σου Χριστέ έλευσιν, ανεβόα. την σην εισακήκοα Κύριε δυναστείαν, ότι πάντας του σώσαι, τους Χριστούς σου ελήλυθας.
Ερμηνεία.
            Ο παρών Ειρμός είναι σαφής και απλούς. επειδή συντίθεται από μοναχά τα λόγια της τετάρτης Ωδής του Αββακούμ «Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου  και εφοβήθην. Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην» (Αβ. γ’ 1-2), και «Εξήλθες εις σωτηρίαν λαού σου. του σώσαι τους χριστούς σου ελήλυθας».  Ταύτα λοιπόν μελουργών ο Θεσπέσιος Μελωδός, ούτω λέγει. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, ο Προφήτης Αββακούμ κατανοών την παρουσίαν όπου έμελλες να κάμης εις ημάς επ’ εσχάτων των χρόνων δια της ενανθρωπήσεώς Σου, και καταπλαγείς το απόρρητον του μυστηρίου, έλεγεν. Εισακήκοα την δυναστείαν και δύναμιν της Θεότητός Σου, Κύριε, ότι συ ήλθες εις τον κόσμον δια να σώσης τους χριστούς Σου.  Χριστοί δε ωνομάζοντο οι Βασιλείς, και Ιερείς και οι Προφήται, επειδή αυτοί μόνοι εχρίοντο με το άγιον έλαιον του χρίσματος. τούτους όμως τώρα δεν ονομάζει χριστούς ο Προφήτης, αλλά όλους απλώς πιστούς Χριστιανούς, οι οποίοι εχρίσθησαν με το χρίσμα του αγίου μύρου, όταν εβαπτίσθησαν. η εχρίσθησαν δια της πίστεως με το αίμα του Μονογενούς Υιού του Θεού, το οποίον έχυσε δια την ημών σωτηρίαν. επίτηδες γαρ ο Μελωδός επρόσθεσεν εδώ από λόγου του το Πάντας, όπερ εν τη Ωδή του Αββακούμ δεν ευρίσκεται, δια να δείξη με αυτό ποίους ο Προφήτης χριστούς ωνόμασε, δηλαδή όλον απλώς το πλήρωμα των πιστών Χριστιανών.  Όρα και την ερμηνείαν του Τροπαρίου το λέγοντος «Χρίει τελείων την βρότειον ουσίαν» εν τη εννάτη Ωδή του Ιαμβικού Κανόνος των Θεοφανείων.
Τροπάριον.
            Ο εν Προφήταις λαλήσας, και δια νόμου κηρυχθείς, πρώην τοις ατελέσι, Θεός αληθής ο Παράκλητος, τοις του Λόγου υπηρέταις και μάρτυσι, γνωρίζεται σήμερον.
Ερμηνεία.
            Ο Παράκλητος, λέγει, το παρηγορητικόν Άγιον Πνεύμα, το οποίον ελάλησε μεν εν τοις Προφήταις αινιγματωδώς και κρυφίως. εκηρύχθη δε πρότερον δια του παλαιού Νόμου σκιωδώς εις τους ατελείς Ιουδαίους και νηπίους κατά τον νουν[51], εκείνος, λέγω, ο ίδιος Παράκλητος φανερούται σήμερον εις τους υπηρέτας και μάρτυρας του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, όχι δι’ αινιγμάτων, όχι σκιωδώς, αλλά ενεργώς και πεπαρρησιασμένως εις αυτούς κατελθών εν είδει πυρίνων γλωσσών. «Ώφθησαν, φησί, γλω΄σσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα εάκστον αυτών» (Πραξ. β’ 3). Τούτο δε ερανίσθη ο Μελδός από τον εις την Πεντηκοστήν λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου, όπου εκείνος φησί περί του Αγίου Πνεύματος «Τούτο (το Πνεύμα) ενήργει πρώτον εν τοις Πατράσι (τοις προς του Νόμου δηλ.) και εν τοις Προφήταις…, έπειτα εν τοις του Χριστού Μαθηταίς, και τούτοις τρισσώς και κατά καιρούς τρεις, πριν δοξασθήναι Χριστόν τω πάθει, μετά το δοξασθήναι τη αναστάσει, μετά την εις Ουρανούς ανάβασιν, η αποκατάστασιν. αλλά το μεν πρώτον, αμυδρώς. το δε δεύτερον, εκτυπώτερον. το δε νυν, τελειώτερον, ουκέτι ενεργεία παρόν ως το πρότερον, ουσιωδώς δε, ως αν είποι τις, συνγγινόμενόν τε και συμπολιτευόμενον.  έπρεπε γαρ, Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος, και αυτό φανήναι σωματικώς».
            Έφη δε και ο Θεοφόρος Μάξιμος. «Έστι μεν εν πάσιν απλώς το Πνεύμα το Άγιον, καθ’ ο πάντων εστί συνεκτικόν, και τωνν φυσικών σπερμάτων ανακινητικόν, και δι’ αυτού προς συναίσθησιν των πλημμελώς παρά τον θεσμόν της φύσεως πεπραγμένων άγον τον αισθανόμενον. προσδιωρισμένως δε εν πάσι. τοις εν Νόμω, καθότι της των εντολών έστιν υποδεικτικόν παραβάσεως, και της κατά Χριστόν προαγορευθείσης επαγγελίας φωτιστικόν. εν δε πάσι τοις κατά Χριστόν προς τοις ειρημένοις και ως υιοθετικόν, ως δε σοφίας ποιητικόν εν ουδενί των ειρημένων εστίν απλώς, πλην των συνιέντων, και εαυτούς δια της ενθέου πολιτείας αξίους ποιησαμένων της αυτού θεοτικής ενοικήσεως. πας γαρ μη ποιών τα θεία θελήματα, καν πιστός ή ασύνετον έχει την καρδίαν, ως πονηρών λογισμών εργαστήριον, και το σώμα κατάχρεων αμαρτίαις, ως δια παντός μολυσμοίς παθών ενεχόμενον» (Κεφάλαιον ογ’ της Γ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).  Αλλά και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος λέγει. Πως ην εν τοις Προφήταις το Πνεύμα το Άγιον; Λογιζώμεθα τοίνυν εν μεν τοις αγίοις Προφήταις έλλαμψιν ώπσερ τινά πλουσίαν και δαδουχίαν γεννέσθαι του Πνεύματος, παιδαγωγείν ισχύουσαν εις την των εσομένων κατάληψιν, και των κεκρυμμένων την γνώσιν. εν δε τοις πιστεύουσιν εις Χριστόν ου διαδουχίαν απλώς την από του Πνεύματος, αλλ’ αυτό κατοικείν και ναοί Θεού χρηματίζομεν» (Τόμος Δ’ βιβλίον ε’, κεφάλαιον ζ’ εις τον Ιωάννην προκειμένου ρητού «Τούτο δε έλεγε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν»).  Υπηρέτας δε και μάρτυρας του Θεού Λόγου, τους Αποστόλους ονομάζει ο Μελωδός, καθώς και αυτός ο Σωτήρ ούτω τους καλεί. υπερέτας μεν γαρ ονομάζει αυτούς, εν οις λέγει «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ’ 26) (υπηρέτου δε και διακόνου δεν είναι σχεδόν διαφορά) . μάρτυρας δε ονομάει ,εν οις λέγει προς αυτούς «Υμείς δε εστέ μάρτυρες τούτων» (Λουκ. κδ’ 48), και πάλιν «Και υμείς δε μαρτυρείτε ότι απ’ αρχής μετ’ εμού εστέ» (Ιω. ιε’ 27).
Τροπάριον.
            Σήμα Θεότητος φέρον, τοις Αποστόλοις εν πυρί, Πνεύμα κατεμερίσθη, και ξέναις εν γλώσσαις ενέφηνεν, ως πατρόθεν θείον σθένος, ερχόμενόν εστιν αυτοκέλευστον.
Ερμηνεία.
            Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από τον περί του Αγίου Πνεύματος Ηρωϊκόν τρίτον λόγον του Θεολόγου Γρηγορίου, τον εις τα απόρρητα, ή περί αρχών περιεχόμενον, εν ω λέγει.
            Οις ρα’ (τοις Αποστόλοις δηλ.) και εν γλώσσησι πυρός μετέπειτα μερίσθη (το Πνεύμα δηλ.)
            Σήμα φέρον Θεότητος, οτ’ εκ χθονός άλτο Σαωτήρ.
            Και γαρ πυρ Θεόν οίδα κακοίς, ως φως αγαθοίσιν.
            Όθεν εξηγεί εδώ ο θεσπέσιος Κοσμάς διατί το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εις τους Αποστόλους εν είδει πυρίνων γλωσσών.  Με πυρ, λέγει, εμερίσθη εις τους Αποστόλους το Πνεύαμ το Άγιον. διότι έφερε το σημείον της Θεότητος, το οποίον είναι το πυρ συμβολικώς δηλαδή και ομοιωματικώς: ήτοι κατά την Συμβολικήν Θεολογίαν. «Κύριος, έλεγεν ο Μωϋσής εις τον λαόν του Ισραήλ, Κύριος ο Θεός σου πυρ καταναλίσκον εστί (Δευτ. δ’ 24), και ο Μαλαχίας λέγει περί του Θεού. «Αυτός εισπορεύεται ως πυρ χωνευτηρίου» (Μαλ. γ’ 2), και ο Παύλος. «Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ’ 29), και Κύριλλος ο Αλεξανδρείας. « Εν είδει του πυρός η θεία τε και απόρρητος εικάζεται φύσις» . ο δε Θεολόγος Γρηγόριος πορσθέτει και τι καταναλίσκει, ήγουν την μοχθηρίαν. «Πυρ καταναλίσκον την μοχθηρίαν» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν), και εις το άγιον Βάπτισμα ο αυτός λέγει. «Οίδα πυρ αναλωτικόν της ύλης και της μοχθηράς έξεως».  Καθό λοιπόν εφάνη το Πνεύμα το Άγιον εν πυρί, κατά τούτο έδειξεν ότι είναι Θεός[52]. καθό δε πάλιν εφάνη εν γλώσσαις ξέναις και αρρήτοις, κατά τούτο έδειξε το Πνεύμα το Άγιον ότι πρόεισι και εκπορεύεται από τον Πατέρα ως μία θεία και άρρητος και ενυπόστατος δύναμις. καθώς και η γλώσσα εκ του νου λαμβάνουσα τα νοήματα, απαγγέλλει αυτά εις τους έξω[53]. σθένος γαρ και δύναμις, ου μόνον λέγεται ο Υιός κατά το «Χριστόν Θεού δύναμιν», (α’ Κορ. α’ 24) αλλά και το Πνεύμα το Άγιον κατά το «Ιησούς ουν υπέστρεψεν εν τη δυνάμει του Πνεύματος» (Λουκ. δ’ 14).  Και ο Πατήρ δε δύναμις ονομάζεται κατά το «Απ’ άρτι όψεσθε τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως» (Ματθ. κστ’ 64), τουτέστι του Πατρός, κατά την ερμηνείαν του μεγάλου Αθανασίου.
            Πλην δια να μη υποπτεύση τινάς ότι εις την τιμήν και δόξαν του Αγίου Πνεύματος ακολουθεί ελάττωσις, με το να ακούη ότι έρχεται από τον Πατέρα, δια τούτο επρόσθεσεν ο Μελωδός το «Αυτοκέλευστον», και λέγει τρόπον τινά. Μη ταραχθήτε, αγαπητοί αναγνώσται, μηδέ εις υπονοίας εμβήτε αναξίας του Πνεύματος, ακούοντές μου να λέγω ότι το Πνεύμα το Άγιον έρχεται από τον Πατέρα. διότι αν και έρχεται από τον Πατέρα, αλλά όμως δεν έρχεται δουλικώς, αλλά έρχεται αυτοδεσπότως και αυτοκελεύστως, ως Θεός τω Πατρί και τω Υιώ ομοούσιος και ομότιμος. αν και το «Ερχόμενον» δηλοί ακόμη ότι ως Κύριον έρχεται.  Ερανίσθη δε τα λόγια ταύτα ο Μελωδός από τον περί του Αγίου Πνεύματος τρίτον λόγον Ηρωϊκόν, τον εις τα απόρρητα Γρηγορίου του Θεολόγου, ούτω λέγοντα. 
            Πνεύμα μέγα τρομέωμεν, ο μοι Θεός. ω Θεόν έγνων.
            Πατρόθεν ερχόμενον, θείον μένος, αυτοκέλευστον.
            Ο αυτός δε Θεολόγος Γρηγόριος κοντά εις τα άλλα θεία ονόματα όπου προσαρμόζει τω Αγίω Πνεύματι και ταύτα προσθέτει.  «Ερχόμενον μεν ως Κύριον, πεμπόμενον δε ως ουκ αντίθεον», και πάλιν. «Το Πνεύμα το Άγιον ην αεί αυτοκίνητον, αεικίνητον, αυτεξούσιον, αυτοδύναμον, παντοδύναμον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
            Ο μεν ουν Μελωδός εδώ εκ των δύο τούτων τα δύο ταύτα συμπεραίνει: ήτοι εκ μεν του Πυρός ότι είναι Θεός το Πνεύμα το Άγιον, εκ του Θεολόγου τούτο ερανισθείς. και εκείνος γαρ εκ τούτου τούτο το ίδιον συμπεραίνει. εκ δε του είδους των γλωσσών, ότι εκ Θεού έρχεται το Πνεύμα το Άγιον.  Ο δε Θεολόγος άλλως ερμηνεύει το είδος των γλωσσών. φησί γαρ.  «Εν γλώσσαις δε (εφάνη το Πνεύμα το Άγιον) δια την προς τον Λόγον οικείωσιν. μεριζομέναις δε, δια το των χαρισμάτων διάφορον. καθεζομέναις, δια το βασιλικόν και την επί τοις αγίοις ανάπαυσιν. επεί και θρόνος Θεού τα Χερουβίμ. εν υπερώω δε, …δια την ανάβασιν των δεξομένων και την χαμόθεν έπαρσιν».  Τι δε δηλοί το «Δια την προς τον λόγον οικείωσιν»;  Άκουσον του Σχολιαστού Νικήτα. «Ώσπερ η γλώσσα οικείον εστιν όργανον προς τον απλώς λόγον. ούτω και οι Απόστολοι οικείοι ήσαν προς τον του Ευαγγελίου λόγον, ως όργανα εξηχούντα τούτον. ει δε βούλει, λόγον ενταύθα νόησον τον Λόγον του Θεού τον ενυπόστατον, τουτέστι τον Χριστόν.  Οικείωσιν ουν έχει προς τούτον τον Λόγον οιονεί τις γλώσσα το Πνεύμα. τοσούτον γαρ ωκείωται τω Χριστώ το Πνεύμα, ότι και Χριστού Πνεύμα λέγεται.  «Ει τις γαρ, φησί, Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστι αυτού» (Ρωμ. η’ 9).
Ωδή ε’. Ο Ειρμός.
            Τον δια τον φόβον σου ληφθέν Κύριε, εν γαστρί των Προφητών, και κυηθέν επί της γης πνεύμα σωτηρίας, αποστολικάς καρδίας κτίζει καθαράς, και εν τοις πιστοίς ευθές εγκαινίζεται. φως γαρ και ειρήνη, διότι τα σας προστάγματα.
Ερμηνεία.
            Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός τόσον από τον Ησαΐαν, όσον και από τον Δαβίδ. ο μεν γαρ Ησαΐας λέγει. «Δια τον φόβον Σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν. Πνεύμα σωτηρίας Σου, ο εποιήσαμεν επί της γης» . (Ησ. κστ’ 17-18), ο δε Δαβίδ. «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 11)[54].  Όθεν λέγει ο Ασματογράφος. Ω Κύριε των απάντων, το Άγιον σου Πνεύμα, το οποίον είναι τη αληθεία Πνεύμα σωτηρίας, αυτό ελήφθη: ήτοι συνεληφθη μεν δια τον φόβον Σου μέσα εις την νοητήν κοιλίαν των Προφητών, ήτις εστίν η χωρητική δύναμις του νοός κατά τον Ευσέβιον, ή κατ’ άλλους η καρδία. εγεννήθη δε επί της γης: ήτοι των γηϊνωτέρων ανθρώπων. διότι εκείνο το Πνεύμα όπου ωδίνησαν και εκοιλοπόνησαν αι ψυχαί των Προφητών δια τον φόβον του Κυρίου, τούτο εγέννησαν εις τους υλικωτέρους και παχυτέρους ανθρώπους δια μέσου του λόγου και της διδασκαλίας, ίνα και εκείνους πνευματικούς ποιήσωσι.  Τούτο, λέγω, το Άγιον Πνεύμα ελθόν σήμερον εις τους αγίους Σου Αποστόλους, έκτισε καθαράς τας καρδίας των, καθώς λέγει ο Προφητάναξ, και εις τα έγκατα των πιστών Χριστιανών ευθές εγκαινίζεται, κατά τον αυτόν Προφητάνακτα. επειδή η χάρις του Παναγίου Πνεύματος δεν εδόθη μόνον εις τους Αποστόλους, αλλά δια των Αποστόλων εδόθη και εις όλους τους πιστούς Χριστιανούς κατά το ακόλουθον ομοίωμα.
            Οι θείοι Απόστολοι άναψαν εν τη ημέρα της Πεντηκοστής ως τόσαι λαμπάδες από τας πυρίνας γλώσσας του Αγίου Πνεύματος. καθώς δε από μίνα λαμπάδα εμπορεί να ανάψη άλλη, και από εκείνην άλλη κατά μετάδοσιν, και καθεξής να φθάσουν αι λαμπάδες έως εις ένα πολυάριθμόν και σχεδόν άπειρον αριθμόν, τοιουτοτρόπως και όλοι οι πιστοί Χριστιανοί, και μάλιστα οι Αρχιερείς άναψαν ως άλλαι λαμπάδες από τας πρώτας λαμπάδας των Αποστόλων, και επληρώθησαν από τα φωτιστικά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. καθώς ταύτην την ομοίωσιν αναφέρει ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (Λόγος ει την Πεντηκοστήν)[55].  Ποία δε είναι η καθαρά καρδία; Άκουσον του Θεοφόρου Μαξίμου λέγοντος. «Καρδία εστί καθαρά, η παντάπασιν ανείδεον των Θεώ την μνήμην παραστήσασα, και μόνοις τοις αυτού έτοιμον ενσημανθήναι τύποις, δι’ ων εμφανής πέφυκε γίνεσθαι. εν η καθάπερ εν πτυχίω καλώς λειανθέντι δια την άκραν απλότητα γινόμενος ο Θεός, τους ιδίους νόμους εγγράφει» (Κεφάλαιον πα' και πβ’ της β’ εκατοντάδος των Θεολογικών).  Τοιαύτη ουν εκτίσθη η των Αποστόλων καρδία υπό του Αγίου Πνεύματος.
            Εκείνο δε όπου λέγει ο Μελωδός εν τω τέλει «Φως γαρ και ειρήνη διότι τα σα προστάγματα» φαίνεται μεν ότι είναι ακόλλητον και συνάρμοστον με τα ανωτέρω, καλώς όμως αυτό προσαρμόζεται. διότι αν ημείς εδιδάχθημεν τα θεία προστάγματα δια μέσου των Αποστόλων, των οποίων αι καρδίαι εκτίσθησαν καθαραί από το Πνεύμα. ταύτα δε τα θεία προστάγματα είναι φως και ειρήνη. φως μεν, κατά το «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος Σου, και φως ταις τρίβοις μου» (Ψαλ. ριη’ 105), ειρήνη δε κατά το, «Ειρήνη πολλήτοις αγαπώσι τον νόμον Σου, και ουκ έστιν αυτοίς σκάνδαλον» (Ψαλ. ριη’ 165).  Λοιπόν τα του Θεού προστάγματα ενεργούντες ημείς και έχοντες, αυτό το Άγιον Πνεύμα έχομεν, το φως ον και ειρήνη.
            Ποίον γαρ άλλο είναι φωτεινότερον, ή ποίον άλλο είναι ειρηνικώτερον από τον Πανάγιον Πνεύμα; ώστε προσφυώς το ανωτέρω ρητόν επροσαρμόσθη με τα ειρημένα.  Φως μεν ουν εστί το Πνεύμα το Άγιον κατά τον μέγαν Βασίλειον λέγοντα. «Ώσπερ εν νυκτί, εάν υφέλης το φως από της οικίας, τυφλαί μεν αι όψεις, ανενέργητοι δε καταλείπονται αι δυνάμεις, ανεπίγνωστοι δε αι αξίαι και χρυσού και σιδήρου ομοίως πατουμένων δια την άγνοιαν. ούτως επί της νοητής διακοσμήσεως (των Αγγέλων δηλ.) αμήχανον την ένθεσμον εκείνην διαμείναι ζωήν άνευ του Πνεύματος» (Περί του Αγίου Πνεύματος κεφ. ιστ’).  Ειρήνη δε εστί το Πνεύμα, επειδή λέγει ο Παύλος «Το δε φρόνημα του Πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η’ 6), όθεν και ως λεπτή αύρα (ήτοι ειρηνική) εφάνη εις τον Ηλίαν.  Ερανίσθη δε το ανωτέρω ρητόν από τον Ησαΐαν λέγοντα. «Διότι φως τα προστάγματά Σου επί της γης» (Ησ. κστ’ 9), ίνα δείξη ότι η Ωδή αύτη είναι ποίημα του Ησαΐου[56].
Τροπάριον.
            Η επιφοιτήσασα ισχύς σήμερον, αύτη Πνεύμα αγαθόν. Πνεύμα σοφίας Θεού. Πνεύμα εκ Πατρός εκπορευτόν[57] και δι Υιού πιστοίς ημίν πεφηνός. μεταδοτικόν, εν οις κατοικίζεται φύσει, της εν η κατοπτεύεται αγιότητος.
Ερμηνεία.
            Από διάφορα ρητά είναι ερανισμένον το παρόν Τροπάριον. το μεν γαρ «Η επιφοιτήσασα ισχύς» ερανίσθη από τον λόγον του Κυρίου, ον είπεν εις τους Ιερούς Αποστόλους «Υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. κδ’ 49) . δύναμις δε και ισχύς εν και το αυτό σημαίνουσι, και ο Ησαΐας δε λέγει. «Και επαναπαύσεται επ’ αυτόν (τον Χριστόν δηλαδή) Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα βουλής, Πνεύμα ισχύος» (Ησ. ια’ 2), το δε «Πνεύμα αγαθόν» επάρθη από τον Δαβίδ λέγοντα. «Το Πνεύμα Σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία» (Ψαλ. ρμ’ 10), το δε «Πνεύμα σοφίας» ερανίσθη από το άνωθεν ρητόν του Ησαΐου (Ησ. ια’ 2).
            Ταύτα λοιπόν τα Γραφικά ρητά συνάξας ο Ιερός Μελωδός, ούτω λέγει. η ισχύς και δύναμις εκείνη όπου επεφοίτησεν: ήτοι εκάθισεν επάνω εις τους Ιερούς Αποστόλους εν τη σημερινή ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την υπόσχεσιν του Δεσπότου Χριστού, είναι Πνεύμα αγαθόν κατά τον Δαβίδ.  μάλλον δε, είναι αυτάγαθον και πηγή αγαθότητος.  αύτη είναι Πνεύμα σοφίας κατάτον Ησαΐαν.  Επρόσθεσε δε ο Μελωδός και το, Θεού, δια να μη υποπτευθή τινάς, ότι το Πνεύμα το Άγιον είναι Πνεύμα της ανθρωπίνης σοφίας, ήτις δεν είναι άνωθεν κατερχομένη, αλλά είναι επίγειος και ψυχική, καθώς την ονομάζει ο Αδελφόθεος Ιάκωβος λέγων. «Ουκ έστιν αύτη η σοφία άνωθεν ακτερχομένη, αλλ’ επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης» (Ιακ. γ’ 15) . το δε Πνεύμα το Άγιον είναι της ενυποστάτου και δημιουργικής Σοφίας του Θεού. όθεν ο Παύλος έγραφε προς Εφεσίους. «Ο Θεός δώη υμίν Πνεύμα σοφίας» (Εφ. α’ 17).  Η σοφίαν Θεού λέγει τον Υιόν, ο οποίος ονομάζεται σοφία Θεού από τον Παύλον. «Ος εγεννήθη ημίν σοφία από Θεού» (α’ Κορ. α’ 30).  Ταύτης λοιπόν της Σοφίας (ήτοι του Υιού) είναι το Πνεύμα το Άγιον, ουχί ως εξ αυτού εκπορευόμενον, άπαγε! αλλ’ ως ομοούσιον του Υιού και ομοφυές, και ως δι’ αυτου΄μεταδιδόμενον ημίν. όθεν είπεν ο Παύλος. «Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. η’ 9), και ο εκ Δαμασκού Ιωάννης. «Το Πνεύμα το Άγιον και εκ του Πατρός λέγομεν, και Πνεύμα Πατρός ονομάζομεν. εκ του Υιού δε το Πνεύμα ου λέγομεν, Πνεύμα δε Υιού ονομάζομεν, και δι’ Υιού πεφανερώσθαι και μεταδίδοσθαι ημίν ομολογούμεν» (Βιβλίον α’, κεφάλαιον η’ της Θεολογίας).
            Αύτη δε η δύναμις είναι Πνεύμα όπου εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα, και όπου εφάνη και εγνωρίσθη εις ημάς του πιστούς δια μέσου του Υιού. ο γαρ σαρκωθείς Μονογενής Υιός του Θεού δεν εφανέρωσε μόνον και εγνώρισεν εις ημάς τον ομοούσιόν του Πατέρα, καθώς είπεν ο ίδιος «Εφανέρωσά Σου το όνομα τοις ανθρώποις» (Ιω. ιζ’ 6) αλλά προς τούτοις εφανέρωσεν εις ημάς και τον ομοούσιόν του Παράκλητον. «Όταν γαρ, φησίν, έλθη ο Παράκλητος το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού» (Ιω. ιε’ 26).  Που ημείς οι άνθρωποι ηξεύραμεν όνομα Παρακλήτου;  ή που ηξεύραμεν ότι το Πνεύμα της αληθείας εκπορεύεται από τον Πατέρα, αν ο Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός δενν ήθελε μας φανερώση τα μυστήρια ταύτα;  Το δε «Δι’ Υιού πεφηνός» ερανίσθη ο Μελωδός από τον Νεοκαισαρείς Γρηγόριον, όσιτς εν τη Θεολογία, ην απεκάλυψεν αυτώ ο Θεολόγος Ιωάννης δια προσταγής της Κυρίας Θεοτόκου, ούτω λέγει. «Εν Πνεύμα Άγιον εκ Θεού την ύπαρξιν έχον, και δι’ Υιού πεφηνός» (δηλαδή τοις ανθρώποις κατά την χρονικήν πέμψιν και αποστολήν).  Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός ότι το Πνεύμα το Άγιον είναι μεταδοτικόν της αγιότητος, εν η αυτό θεωρείται φύσει: τουτέστι την οποίαν αγιότητα έχει αυτό το Άγιον Πνεύμα φυσικήν και ουσιώδη. μάλλον δε, είναι αγιότης και αυτοαγιότης. δια τούτο και Άγιον εξαιρέτως το Πνεύμα ονομάζεται, ως φύσει ον Άγιον και ουκ έξωθεν έχον την αγιότητα. όθεν είπεν ο ανωτέρω Νεοκαισαρείας Γρηγόριος. «Πνεύμα Άγιον, πηγή αγία αγιότητος, αγιασμού χορηγός» (εν τω Βίω αυτού).  Εις ποίους δε την αγιότητα αυτή μεταδίδει;  Εις τους ανθρώπους και εις τους Αγγέλους, εις τους οποίους κατοικεί, ναούς ποιών αυτούς της αυτού ενεργείας και χάριτος[58].
            Είπεν δε εις τους ανθρώπους, διότι λέγει ο Παύλος. «Αλλά απελούσθητε. αλλά ηγιάσθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού, και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών» (α’ Κορ. στ’ 11) . είπον δε και εις τους Αγγέλους, διότι οι Άγγελοι δεν έχουν φύσει την αγιότητα, καθώς την έχει το Πνεύμα το Άγιον. και άκουσον του μεγάλου Βασιλείου λέγοντος. «Ου φύσει άγιαι αι των Ουρανών Δυνάμεις. ή ούτω γ’ αν, ουδεμίαν προς το Άγιον Πνεύμα την διαφοράν έχοιεν. αλλά κατά αναλογίαν της προς αλλήλας υπεροχής του αγιασμού το μέτρον παρά του Πνεύματος έχουσαι… Πως γαρ είπωσιν οι Άγγελοι, Δοξα εν υψίστοις Θεώ, μη δυναμωθέντες υπό του Πνεύματος;… Πως είπη τα Σεραφείμ, Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος, μη διδαχθέντα παρά του Πνεύματος ποσάκις εστίν ευσεβές την δοξολογίαν ταύτην αναφωνείν»; (περί του Αγίου πνεύματος κεφ. ιστ’), και πάλιν. «Αι γαρ καθαραί και νοεραί και υπερκόσμιοι Δυνάμεις άγιαι και εισί και ονομάζονται, εκ της παρά του Αγίου Πνεύματος εκδοθείσης χάριτος τον αγιασμόν κεκτημέναι» (αυτόθι), και ο Θεολόγος δε Γρηγόριος λέγει. «Τούτο το Πνεύμα ενήργει εν ταις Αγγελικαίς και Ουρανίαις Δυνάμεσι, και όσαι πρώται μετά Θεόν και περί Θεόν. ου γαρ άλλοθεν αυταίς η τελειότης και η έλλαμψις και το προς κακίαν δυσκίνητον ή ακίνητον, ή παρά του Αγίου Πνεύματος» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
 Ωδή στ’. Ο Ειρμός.
            Ναυτίων τω σάλω, των βιωτικών μελημάτων, συμπλόοις ποντούμενος αμαρτίαις, και ψυχοφθόρω θηρί προσριπτούμενος, ως ο Ιωνάς Χριστέ βοώ σοι. εκ θανατηφόρου με βυθού ανάγαγε.
Ερμηνεία.
            Ηθικώς εδώ εκλαμβάνει ο Μελωδός την ιστορίαν του Ιωνά. όθεν γυρίζων προς τον Θεόν, λέγει προς αυτόν με σχήμα παρακαλεστικόν. Ω φιλοψυχότατε Ιησού Χριστέ, ιδού εγώ είμαι άλλος νέος Ιωνάς, όχι κατά την προφητείαν, μακράν γαρ ειμί του τοιούτου χαρίσματος, αλλά κατά την εις την θάλασσαν καταπόντωσιν. λοιπόν ναυτιώ και εγώ, Δέσποτα, (ήτοι καιαναγουλιάχω) και πληρούμαιαπο σκοτοδίνην και ζάνην την προερχομένην εκ της ταραχής και φουρτούνας των φροντίδων, και αλλεπαλλήλων περισπασμών του παρόντος βίου[59]. καθώς και ο Ιωνάς εσκοτοδινία από την φουρτούναν της θαλάσσης. δια τούτο και κατέβη κάτω εις την κοιλίαν (ήτοι εις το αμπάρι) του καραβίου, και εκοιμάτο και ερουχάλιζε.  Και καθώς εκείνος ερρίφθη εις την θάλασσαν από τους συμπλέοντας ναύτας και εποντίζετο, ούτω και εγώ ερρίφθηκα εις την νοητήν θάλασσαν από τας αμαρτίας τας συμπλεούσας με εμέ, και καταβυθίζομαι. και καθώς εκείνος ερρίφθη φαγητόν εις το θαλάττιον Κήτος, ούτω και εγώ ερρίφθηκα φαγητόν εις τον ψυχοφθόρον Δαίνομα. όθεν τοιαύτα πάσχων, δανείζομαι την ιδίαν φωνήν του Ιωνά, και βοώ Σοι από βαθέων καρδίας μου. ω φιλάνθρωπε Ιησού, αναβίβασόν με από τούτον τον θανατηφόρον βυθόν, εις τον οποίον κατεποντίσθηκα. ούτω γαρ και ο Ιωνάς έλεγε. «Αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου, προς σε Κύριε ο Θεός μου» (Ιων. β’ 7).
Τροπάριον.
            Εκ του Πνεύματος σου, σάρκα επί πάσαν, ως είπας, πλουσίως εξέχεας, και επληρώθη της σης η σύμπασα γνώσεως Κύριε. ότι εκ Πατρός Υιός αρρεύστως έφυς, και το Πνεύμα αμερίστως πρόεισιν.
Ερμηνεία.
            Εν τω Τροπαρίω τούτω αναφέρει ο Μελωδός το ρητόν εκείνο του Ιωήλ το λέγον. «Και έσται μετά ταύτα, εκχεώ από του Πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι Υιοί υμών, και αι θυγτέρες, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται, και οι νεανίσκοι υμών οράσερις όψονται» (Ιωήλ. γ’ 2).  Δια τούτο επιστρέφων προς τον Δεσπότην Χριστόν, ω Κύριε, λέγει, ιδού ετελειώθη εκείνο το λόγιον όπου ελάλησας εν Πνεύματι δια του Προφήτου Ιωήλ. εξέχεας γαρ πλουσίως από το Αγιόν Σου Πνεύμα εις κάθε σάρκα, δηλαδή την πιστεύσασαν, καθώς ερμηνεύει ο Θεολόγος Γρηγόριος.
            Τι δε δηλοί το, Προφητεύσουσιν;  Άκουσον πως ερμηνεύει αυτό ο Αλεξανδρείας Κύριλλος.  «Καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι. απεφθέγγοντο δε προφητεύοντες, ήγουν συνιέντες τε και λέγοντες τα δια των αγίων Προφητών εν Χριστώ Μυστήρια… Ότι δε καταπτάντος του Πνεύματος πολλοί λίαν ήσαν οι τη χάριτι της προφητείας αναμεσούμενοι, σαφηνιεί γράφων ο Παύλος. Προφήται δε δύο ή τρεις λαλείτσαν. είτα. δύνασθε γαρ καθ’ ένα πάντες προφητεύειν».  Φέρει δε ακολούθως ο θείος Πατήρ ότι δια του προφητικού χαρίσματος έφερεν ο Θεός την ανθρωπίνην φύσιν εις την πρώτην κατάστασίν της. επειδή ο Αδάμ προφητικόν χάρισμα είχε, καθώς τούτο εδήλωσε προφητεύσας περί της γυναικός αυτού. «Προφητεύσειν δε φησίν Υιούς και θυγατέρας, το της χάριτος αμφιλαφές δια τούτου υποδηλών και το επί πάντας ίσον. είη γαρ αν ουκ απόβλητον παρά τω Θεώ το θήλυ γένος ει τα αυτώ δοκούντα δρώητε προθύμως, και μην και έλοιτο φρονείν. ούτε μην αγέραστον, ή αμμέτοχον αγιασμού, ει δια τε πίστεως και της εν έργοις επιεικείας ευδοκιμούν έσται ποθέν. ηξίωται γαρ και αυτό χάριτός τε και οικτιρμού. λελόγισται δε και εν τέκνοις. πρεσβυτέρους δε την πρεσβυτικήν ηλικίαν λέγει, καθώς περ εγώμαι, την ποιότητι της αρετής προϋχουσάν τε και υπερκειμένην, και οίον λαμπροίς πεπολιωμένην κατθορθώμασι, και φρονήσει τη τελεωτάτη διαπρέπουσαν και τεθαυμασμένην. οποίος τις ην και Παύλος, ος τεθέαται καθ’ ύπνον άνδρα τινά τω εκ Μακεδόνων εκλιπαρούντα και λέγοντα. Διαβάς εις Μακεδονίαν, βοήθησον ημίν.  Ανανίας δε των εν πίστει δεδοκιμασμένων, όρασιν επ’ αυτώ Παύλω τεθέαται.  νεανίσκοι δε οι σφριγώσαν έχοντες εις το αγαθόν την γνώμην, και άθραυστοι εις αλκήν, δήλον δε ότι την πνευματικήν.  Προσεφώνει δε που και ο σοφός Ιωάννης τοις ηγιασμένοις εν Χριστώ δια πίστεως. «Γράφω ημίν, πατέρες, ότι εγνώκατε τον απ’ αρχής. γράφω υμίν, νεανίσκοι, ότι ισχυροί έστε και νενικήκατε τον πονηρόν» . επαγγέλλεται δη ουν την χύσιν του Πνεύματος τοις δουλεύουσιν αυτώ.  Τίνες δ’ αν οι τοιοίδε πάλιν;  Η εκείνοι πάντως, οι τοις Ευαγγελικοίς θεσπίσμασιν υποφέρουσι τον αυχένα της διανοίας».
            Όρα δε ότι «Εξέχεας εκ του Πνεύματός Σου» είπε ο Μελωδός. καθώς είπε και ο Παύλος. «Έσωσεν ημάς δια λουτρου παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου, ου εξέχεεν εφ’ ημάς πλουσίως» (Τιτ. γ’ 5-6) . όπερ ερμηνεύων ο μέγας Βασίλειος λέγει «Τούτο το Πνεύμα το Άγιον εξέχεεν εφ’ ημάς πλουσίως ο Θεός δια Ιησού Χριστού. εξέχεεν, ουκ έκτισεν. έδωκεν, ουκ εδημιούργησεν. εχαρίσατο, ουκ εποίησεν.  εκ παραλλήλου τα αυτά λέγω, επειδή σε πανταχόθεν εδραίον είναι δει» (Λόγος κατ’ Ευνομίου).  Ταύτα δε λέγει ο Βασίλειος δια να δείξη ότι η χάρις του Πνεύματος άκτιστός έστιν.  Όθεν δεν προφητεύουσι τώρα υπό του Πνεύματος άκτιστός έστιν.  Όθεν δεν προφητεύουσι τώρα υπό του Πνεύματος μόνος ο Ελδάδ και ο Μωδάδ εν τη παρεμβολή, ούτε δέκα μόνον άνδρες ή δεκαπέντε ή εβδομήκοντα, καθώς επροφήτευον εν τη Παλαιά, αλλά όλη η Κτίσις απλώς εγέμισεν από την ιδικήν Σου γνώσιν, καθώς είναι γεγραμμένον. «Ενεπλήσθη η σύμπασα του γνώναι τον Κύριον ως ύδωρ πολύ καταλύψαι θαλάσσας» (Ησ. ια’ 9)[60].
            Ποία δε είναι η γνώσις αυτή, από την οποίαν όλη η Κτίσις επλήσθη;  Είναι η πρώτη και ανωτάτη και θειοτάτη της Αγίας Τριάδος, δηλαδή ότι Συ μεν ο Μονογενής Υιός εγεννήθης απαθώς και αχρόνως εκ του ανάρχου Πατρός Σου ως λόγος εκ νου. γέννημα γαρ υπάρχεις αυτού. το δε Πνεύμα το Άγιον πρόεισι και εκπορεύεται εκ του αυτού Πατρός. εκπόρευμα γαρ εστίν αυτού. δεν μερίζεται όμως ουδέ χωρίζεται από τον Πατέρα, ανεκφοίτητον μένον αυτού. των σωμάτων γάρ και υλικών και πεπερασμένων είναι ίδιον το να μερίζωνται, και να μη είναι πανταχού και υπέρ το παν, ουχί δεν των πάντη ασωμάτων, αΰλων τε και απείρων, οποίαι είναι αι τρεις υποστάσεις της Μακαρίας και Βασιλικωτάτης Τριάδος. αύται γαρ πανταχού εισί και υπέρ το παν. όθεν είπεν ο μέγας Βασίλειος λόγω Ε’ κατ’ Ευνομίου. «Αποστολήν δε καλεί η Γραφή την προς το έργον αυτού (του Θεού δηλ.) συγκατάβασιν, ου την εκ τόπου εις τόπον αυτού μετάβασιν». Και ο αδελφός αυτού Νύσσης Γρηγόριος σχεδόν τα αυτά λέγει. «Η τοίνυν προς το ημέτερον ταπεινόν τε και ασθενές του Υιού του Θεού κάθοδος κατά γνώμην του Πατρός γεγενημένη αποστολή λέγεται. η γαρ εκ της ακηράτου φύσεως προς την ημετέραν στολή λέγεται. η γαρ εκ της ακηράτου φύσεως προς την ημετέραν ζωήν μετάστασις ου τοπικήν ποιείταιτου Κυρίου την κίνησιν, αλλά την από του ύψους της δόξης προς το ταπεινόν της σαρκός ενδείκνυται κάθοδον.  Κατέβη τοίνυν και εφάνη ου γυμνός ο Λόγος, αλλά σάρξ γενόμενος. ουχ η του Θεού μορφή καθ’ εαυτήν, αλλ’ εν τη του δούλου μορφή θεωρούμενος» (Τόμος Γ’ περί Θεότητος Υιού και Πνεύματος).
Ωδή ζ’. Ο Ειρμός.
            Οι εν καμίνω του πυρός εμβληθέντες όσιοι Παίδες, το πυρ εις δρόσον μετέβαλον, δια της υμνωδίας, ούτω βοώντες. Ευλογητός ει Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών.
Ερμηνεία.
            Απορίας άξιον είναι πως ο Ποιητής λέγει εις τον παρόντα Ειρμόν ότι οι τρεις όσιοι Παίδες οι βαλθέντες μέσα εις την Βαβυλωνίαν κάμινον μετέβαλον το πυρ εις δρόσον δια της υμνωδίας;  ου γαρ ύστερον από την υμνωδίαν έγινεν ο δροσισμός, αλλά προ της υμνωδίας, η δε υμνωδία έγινε μετά τον δροσισμόν. καθώς γέγραπται. «Ο δε άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον, και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου, και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον, και ουχι ήψατο αυτών το καθόλου το πυρ… Τότε οι τρεις ως εξ ενός στόματος ύμνουν και ευλόγουν και εδόξαζον τον Θεόν εν τη καμίνω λέγοντες. Ευλογητός ει, Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών», και τα λοιπά της υμνωδίας (Αίνος των τριών Παίδων 25-28).
            Εις λύσιν λοιπόν της απορίας λέγει ο Θεόδωρος ότι υμνωδία εδώ νοείται η προ του δροσισμού γεονομένη προσευχή παρά των τριών Παίδων. συνωνύμως γαρ λαμβάνονται τα ονόματα ταύτα κατά ρήτορας, υμνωδίας, προσευχή, αίνεσις, δέησις και τα όμοια, ένα αντί άλλου λαμβανόμενα, αν και έχουν διαφοράν αναμεταξύ των.  Δια της προσευχής ουν μετέβαλον το πυρ εις δρόσον οι όσιοι τρεις Παίδες. διότι εταπείνωσαν τον εαυτόν των, διότι ύψωσαν το Άγιον όνομα του Θεου. διότι παρεκάλεσαν να κάμη εις αυτούς ο Θεός κατά την επιείκειάν τουυ, εξ ων συγκροτείται η προσευχή.
            Πλην δύναται να λυθή η απορία και ούτω, ότι οι τρεις Παίδες την προσευχήν των άρχισαν από υμνωδίαν και δοξολογίαν Θεού. όθεν γράφεται. «Και συστάς Αζαρίας προσηύξατο ούτω, και ανοίξας το στόμα αυτού εν μέσω του πυρός είπεν. Ευλογητός ει, Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός, και δεδοξασμένον το όνομα σου εις τους αιώνας» (Αίνος 1-2) . όθεν δια την αιτίαν ταύτην εις τας εκδόσεις της Παλαιάς γράφεται η προσευχή των τριών Παίδων Αίνεσις. Συνάγεται άρα ότι δια της υμνωδίας της εν τη προσευχή περιεχομένης αυτοί μετέβαλον το πυρ εις δρόσον.  Δύναται δε το «Δια της υμωνδίας» να συναφθή, όχι με το, Μετέβαλον, αλλά με το, Βοώντες, ίνα νοήται ούτως. Αυτοί ούτως εβόων δια της υμνωδίας «Ευλογητός ο Θεός ο των Πατέρων ημών».
Τροπάριον.
            Ρητορευόντων τα θεία μεγαλεία των Αποστόλων, του Πνεύματος η ενέργεια, ενομίζετο μέθη τοις αποιστούσι, δι’ ης Τριάς γνωρίζεται, εις Θεός των Πατέρων ημών.
Ερμηνεία.
            Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τας Πράξεις των Αποστόλων. εκεί γαρ γράφεται ότι, όταν οι θείοι Απόστολοι έλαβον το Πνεύμα το Άγιον, και ελάλουν τα μεγαλεία του Θεού, τότε οι απιστούντες εις το θαύμα ενόμιζον ότι μεθύουν. «Εξίσταντο δε πάντες και διηπόρουν, άλλος προς άλλον λέγοντες. τι αν θέλοι τούτο είναι; έτεροι δε χλευάζοντες, έλεγον ότι γλεύκους (ήτοι μούστου) μεμεστωμένοι εισί» (Πράξ. β’ 12).  Σχηματίζει λοιπόν το Τροπάριον τούτο εντρεπτικώς ο Ποιητής προς τους τότε απιστούντας, και λέγει ούτως. Όταν οι Απόστολοι του Κυρίου έλαβον το Πνεύμα το Άγιον εν είδει πουρίνων γλωσσών, και ερρητόρευον τα μεγαλεία και τα υπερφυή μυστήρια του Θεού. τότε η υπερφυσική και παντοδύναμος ενέργεια και χάρις του Αγίου Πνεύματος, η τοιούτον παράδοξον θαύμα ποιήσασα, ενομίζετο από τους απίστους Ιουδαίους τε και προσηλύτους Έλληνας (ήτοι τους νεωστί ελθόντας εις την πίστιν των Ιουδαίων) ότι ήτον μέθη η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. και ότι οι Πνευματοφόροι εκείνοι Απόστολοι και Θεοδίδακτοι ρήτορες ήτον γεμάτοι από νέον κρασί, και δια τούτο ελάλουν και εφλυάρουν ό,τι έφθαναν. το γαρ νεον κρασί φυσικώ τω τρόπω και περισσότερον πίνεται δια την γλυκύτητα, και ζάλην περισσοτέραν προξενεί εις τους πίνοντας δια την υπερβολικήν και βράζουσαν έτι θερμότητα.
            Και δεν ήξευρον οι ανόητοι ότι δια της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, όπου τότε κατήλθεν εις τους Αποστόλους, εγνωρίσθη και εκηρύχθη εις τον Κόσμον η Αγία Τριάς. ότι είναι ένας Θεός ο των Πατέρων ημών.  Σχεδόν δε με τα λόγια ταύτα του παρόντος Τροπαρίου φαίνεται ο Μελωδός ότι ονειδίζει τους απίστους εκείνους, και λέγει εις αυτούς. Τι λέγεται, ω ανόητοι άνθρωποι;  Μεθύουσιν οι Απόστολοι, οι τα μεγαλεία του Θεού ρητορεύοντες; μεθύουσιν οι φιλοσοφούντες δια τα πνευματικά και ουράνια πράγματα; Μεθύουσιν οι ευαγγελιζόμενοι δια εκείνα τα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, καθώς λέγει ο Παύλος; (α’ Κορ. β’ 9), και δια να ειπώ το μεγαλήτερον, μεθύουσιν οι του Σωτήρος Μαθηταί, οι κηρύττοντες την ζωαρχικήν Τριάδα, ήτις είναι ο εις Θεός των Πατέρων μας;  Ω της φλυαρίας και βλασφημίας σας! όντως εμέθυσεν εσάς η απιστία. μάλλον δε, ο της απιστίας πατήρ Διάβολος.
Τροπάριον.
            Την αδιαίρετον φύσιν ορθοδόξως θεολογούμεν, Θεόν Πατέρα τον άναρχον, της αυτής εξουσίας Λόγος και Πνεύμα, ευλογητός ει, κράζοντες, ο Θεός των Πατέρων ημών.
Ερμηνεία.
            Το Πνεύμα το Άγιον με το να είναι πηγή των θείων χαρισμάτων, δια τούτο όταν ήλθεν εις τους αγίους Αποστόλους, εχάρισεν εις αυτούς όλα τα χωρητά χαρίσματα, και δι’ αυτώντα εχάρισε και εις ημάς. προοράσεις, λέγω, προφητείας μελλόντων, διαιρέσεις πνευμάτων, γένη γλωσσών, ερμηνείας γλωσσών, γνώσιν μυστηρίων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, ιάματα, θαύματα, εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων. εξαιρέτως δε εχάρισεν εις αυτούς το χάρισμα της αληθούς και ασφαλούς Θεολογίας της Αγίας Τριάδος. δια των Αποστόλων δε αληλοδιαδόχως εχάρισε και εις ημάς τους πιστεύσαντας τω αυτών κηρύγματι το τοιούτον χάρισμα της Θεολογίας.  Ταύτα λοιπόν γνωρίζων οι Ιεράρχης Κοσμάς, λέγει εν τω παρόντι Τροπαρίω. Ημείς φωτισθέντες από το Άγιον Πνεύμα το σήμερον κατελθόν επί τους αγίους Αποστόλους, θεολογούμεν ορθοδόξως την αδιαίρετον και αχώριστον φύσιν της Θεότητος, την εν τρισί γνωριζομένην υποστάσεσι, τω Πατρί δηλαδή και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι.
            Ποία δε είναι η ορθόδοξος ταύτης Θεολογία;  Το να ομολογούμεν ότι ο Πατήρ είναι άναρχος κατ’ αιτίαν και δεν έχει το είαι παρ’ ουδενός[61]. ο δε Υιός εγεννήθη από τον Πατέρα. και το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται από τον αυτόν Πατέρα. αν δε και τα δύο αυτά έχουσι το είναι από τον Πατέρα, το μεν γεννητώς, το δε εκπορευτώς. έχουσιν όμως την αυτήν εξουσίαν και βασιλείαν με τον Πατέρα, ως τούτω υπάρχοντα ομοούσια.  Η ορθόδοξος ομολογία της Αγίας Τριάδος είναι το να μη κατατέμνωμεν αυτήν εις ανίσους βαθμούς, και να λέγωμεν ότι ο μεν Πατήρ είναι μεγαλύτερος Θεός. ο δε Υιός ή το Πνεύμα είναι Θεός μικρότερος, και ούτω να δίδωμεν το μείζον και έλαττον εις τα ομοούσια και ομόδοξα. καθώς εφλυάρει ο Άρειος και Μακεδόνιος. ίνα μη δια της ελαττώσεως του Υιού ήτου Πνεύματος των αιτιατών λανθάσωμεν να υβρίζωμεν και την ταύτων φυσικήν αρχήν και αιτίαν, δηλαδήτον Πατέρα. καν γαρ με τας τρεις υποστάσεις τρισσεύεται η Αγία Τριάς, ώστε ο μεν Πατήρ είναι και Προβολεύς, ο δε Υιός και Γέννημα, το δε Πνεύμα και Πρόβλημα, είτουν Εκπόρευμα, η φύσις τούτων όμως ειαι μία και η ουσία και η βασιλεία και η εξουσία. όθεν άριστα θεολογεί ο θαυματουργός της Νεοκαισαρείας Γρηγόριος, ο το μυστήριον της Αγίας Τριάδος μυηθείς από τον Θεολόγον και Ευαγγελιστήν Ιωάννην.  ούτω γαρ λέγει. «Τριάς τελεια, δόξη και αϊδιότητι και βαισλεία μη μεριζομένη μηδέ απαλλοτριουμένη.  Ούτε ουν κτιστόν τι, ή δούλον εν τη Τριάδι, ούτε επείσακτον, ως πρότερον μεν ουχ υπάρχον, ύστερον δε επεισελθόν, ούτε ουν ενέλιπέ ποτε Υιός Πατρί, ούτε Υιώ το Πνεύμα, ούτε ηυξήθη μονάς εις δυάδα, και δυάς εις Τριάδα, αλλ’ άτρεπτος και αναλλοίωτος η αυτή Τριάς αεί».
            Προσθέτει δε την αιτίαν τούτου ο Θεολόγος εν τω εις την Πεντηκοστήν λόγω αυτού, ειπών. «Ουδέ γαρ έπρεπειν ελλείπειν ποτέ η Υιόν Πατρί, ή Πνεύμα Υιώ. τω μεγίστω γαρ αν η άδοξος η Θεότης, ώσπερ εκ μεταμελείας ελθούσα εις συμπλήρωσιν τελειότητος».  Τις δε η ερμηνεία του ρητού τούτου; Άκουσον αυτήν παρά του Σχολιαστου Νικήτα.  «Ει γαρ ενέλιπέ ποτε Πατρί και Υιώ Πνεύμα, ως οι Πνευματομάχοι φασί, μεγίστη αδοξξία Θεού τούτο. κατασκευάζεται γαρ εντεύθεν ότι ο Θεός ουκ ην απ’ αρχής τέλειος, αλλ’ ύστερον ωσανεί μετεμελήθη, και προσέλαβε το ελλείπον πρόσωπον, τουτέστι το Πνεύμα, και ύστερον ήλθεν εις συμπλήρωσιν τελειότητος».  Έφη δε και ο σοφός Μοναχός Ιώβιος παρά Φωτίω αναγνώσει σκβ’ ταύτα. «Η μεν αΐδιος και υπεράρχιος Τριάς αεί εστι και ωσαύτως Τριάς, Πατήρ, Υιός, και Πνεύμα Άγιον, αλλ’ υπέρ ο νοούμεν ή λαλούμεν. παν γαρ ο λέγομεν περί Θεού ή νοούμεν, εκ των καθ’ ημάς πραγμάτων τε και ρημάτων τα περί αυτής αναλόγως και λέγομεν και νοούμεν. ισότιμος δε και ισοσθενής η Παναγία Τριάς, πάντα προς την ημετέραν σωτηρίαν οικονομούσα. και όσα θεολογείν αυτήν δυνάμεθα, αυτή ταύτα φιλανθρώπως ημίν χαριζομένη, πάλιν προσίεται» (Σελ. 321 της Μυριοβίβλου).
Ωδή η’. Ο Ειρμός.
            Άφλεκτος πυρί εν Σινά προσομιλούσα, βάτος Θεόν εγνώρισε, τω βραδυγλώσσω και δυσήχω Μωσεί. και Παίδας ζήλος Θεού τρεις ανναλώτους τω πυρί υμνωδούς έδειξε. πάντα τα έργα τον Κύριον υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
            Εις τον Ειρμόν τούτον αναφέρει ιστορικώς ο Ιερός Μελωδός τόσον το θαύμα της βάτου, όσον και το εν τη καμίνω γεγονός των τριών Παίδων. όθεν λέγει. Η βάτος όπου εφάνη εν τω Σινά όρει, η καιομένη μεν από το πυρ, μη καταφλεγομένη δε από αυτό, εφανέρωσε τον Θεόν εις τον βραδύγλωσσον και δυσκόλως ακουόμενον Μωϋσήν δια την βραδύτητα της γλώσσης και λεπτότητα της φωνής.  Και πως ήτον δυνατόν να βλέπη ο Μωϋσής ένα τοιούτον ευκολόκαυτον φυτόν να ανάπτη μεν από το πυρ, να μη κατακαίεται δε, και έπειτα να μη γνωρίσει τον το θαύμα τούτο ενεργούντα Θεόν;  Βέβαια και είδε, και εγνώρισεν εκ τούτου τον Θεόν. όθεν και ήκουσε θείαν φωνήν να του λέγη μέσα από από την βάτον. «Εγώ ειμί ο Θεός του Πατρός σου Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ» (εξ. γ’ 6).
            Αλλά και ο ζήλος, όπου είχον οι τρεις Παίδες εις την ευσέβειαν και εις τον Θεόν, απέδειξε τούτοςυ αναλώτους και μη χωνευθέντες εις το πυρ, αλλά διαφυλαχθέντας αβλαβείς.  Ο αυτός δε ζήλος έδειξε τούτους υμνωδούς και δοξολογητάς του Θεού. αυτοί γαρ οι μακάριοι περιπατούντες εις το μέσον του πυρός ως εις θάλαμον νυμφικόν, επροσκάλουν εις υμνωδίαν και δοξολογίαν Θεού όλα τα κτίσματα, «Ευλογείτε, λέγοντες, πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας» . όθεν γλαφυρώς ήθελεν ειπή τινάς ότι το πυρ ενίκησε το πυρ. το πυρ του ζήλου των τριών Παίδων ενίκησε το πυρ της καμίνου. το εσωτερικόν ενίκησε το εξωτερικόν, και το πνευματικόν ενίκησε το σωματικόν.  Δια τούτο είπε περί του ζήλου ο Άγιος Ισαάκ. «Πάση εννοία επιυμίας αγαθής εν τη αρχή της κινήσεως αυτής ακολουθεί ζήλος τις όμοιος τοις του πυρός άνθραξιν εν τη εαυτού θερμότητι, και ούτως είωθε περιτειχίζειν ταύτην την έννοιαν, και αποδιώκειν από των έγγιστα αυτής πάσαν εναντίωσιν. Καλείται δε ζήλος, ότι αυτός έστιν ο κινών και ζηλών και εξάπτων και ενισχύων τον άνθρωπον κατά καιρόν και καιρόν καταφρονείν της σαρκός αυτού εν ταις θλίψεσι, και του παραδιδόναι εις θάνατον αεί την εαυτού ψυχήν» (σελ. 637). Με τοιούτον ζήλον Θεού εφλέγετο ο Απόστολος Παύλος. διό έλεγε.  «Ζηλώ γαρ υμάς Θεού ζήλω» (β’ Κορ. ια’ 2).
            Αλλ’ ω θαυμάσιε Μελωδέ, (εγώ ήθελα ειπή προς τον μέγαν Κοσμάν) τη μεν περί τους τρεις Παίδας ιστορίαν οικειότατα ανέφερες εν τω Ειρμώ τούτω, επειδή είναι της ογδόης Ωδής, την οποίαν οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω ύμνησαν. το δε της βάτου θαύμα δεν δύναμαι να εννοήσω δια ποίαν αιτίαν επροσάρμοσας εις τη Ωδήν ταύτην.  Εις λύσιν δε της απορίας μου ταύτης φαίνεταί μοι να ακούω τον Ασματογράφον να αποκρίνεται ταύτα. Ω βέλτιστε και αγαπητέ μου αναγνώστα, αληθώς το θαύμα της βάτου προς την ογδόην Ωδήν δεν έχει καμμίαν οικειότητα. προς την εορτήν όμως της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος και πολλά οικείον εστι. βλέπεις γαρ το Πνεύμα εν πυρί καταβαίνον επί τους Αποστόλους και μη φλέγον αυτούς, και ακόμη ζητείς άλλο οικειότερον από το εν τη βάτω πυρ; βλέπεις γλώσσας των Αποστόλων εστομωμένας και οξυνομένας υπό των πυρίνων γλωσσών, και ζητείς άλλο ομοίωμα οικειότερον του βραδυγλώσσου Μωϋσέως; εγνώρισε τοτε το πυρ εκείνο της βάτου τονΘεόν εις τον Μωϋσήν; εγνώρισε τώρα και τούτο το πυρ των πυρίνων γλωσσών εις τους Αποστόλους τον αυτόν Θεόν.
            Αλλ’ αν και ο Κύριος συνωμίλει με τους Αποστόλους σωματικώς, και εφανέρωσεν εις αυτούς τα θεϊκά του μυστήρια. αλλ’ όμως τόσον τρανώς και καθαρώς οι Απόστολοι δεν τον εγνώριζον. όταν δε κατέβη εις αυτούς το Πνεύμα το Άγιον, και πυρίνους εποίησε, τότε εγνώρισαν αυτόν Θεόν καθαρώτατα. όθεν και ο Κύριος έλεγε προς αυτούς. «Ο δε Παράκλητος το Πνεύμα τον Άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα, και υπομνήσει υμάς πάντα, α είπον υμίν» (Ιω. ιε’ 26).  Δια τούτο δε το Πνεύμα το Άγιον λέγεται υπότου Θεολόγου Γρηγορίου «Τελειούν, ου τελειούμενον», επειδή και τους Αποστόλους ατελείς έως τότε όντας τελείους αυτούς απειργάσατο.  Οικειότατον λοιπόν εις τη εορτήν ταύταν απεδείχθη το της βάτου και του Μωϋσέως ομοίωμα.  Αλλά και αυτή η Χαλδαϊκή Κάμινος, ομοίως και κάθε ιστορία όπου αναφέρει πυρ θεϊκόν, δύναται να προσαρμοσθή εις αυτήν δια την του πυρός ομοιότητα.
            Απορεί δε εδώ Ιωάννη ο Ζωναράς, ερμηνεύων τον Ειρμόν τούτον εν τη Οκτωήχω, διατί η μεν αγία Γραφή λέγει ότι ο Μωϋσής είδε την καιομένην βάτον και μη κατακαιομένην εις το όρος Χωρήβ. «Ήγαγε, φησίν, ο Μωϋσής τα πρόβατα υπό την έρημον, και ήλθεν εις το όρος Χωρήβ. ώφθη δε αυτώ Άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός εκ της βάτου» (Εξοδ. γ’ 1-2) . ο δε Μελωδός εδώ λέγει ότι είδεν αυτήν εν τω όρει Σινά; Λύων ουν την απορίαν, λέγει ότι ή δύο ονόματα είσε το όρος, ή ένα μέρος αυτού ωνομάζετο Χωρήβ, το δε όλον όρος ωνομάζετο Σινά. άλλοι δε λέγουσιν ότι η μεν κορυφή του όρους ωνομάζετο Σινά, το δε υποκάτωθεν της κορυφής ωνομάζετο Χωρήβ, όπου ήτον και σπήλαιον, εν ω εισήλθεν ο Ηλίας, ως γέγραπται. «Και επορεύθη εν ισχύϊ της βρώσεως εκείνης τεσσαράκοντα ημέρα και τεσσαράκοντα νύκτας έως όρους Χωρήβ, και εισήλθεν εκεί εις το σπήλαιον» (Γ’ Βασιλ. ιθ’ 8).  Σινά δε θέλει να ειπή πειρασμός κατά τον άγιον Μάξιμον λέγοντα. «Κύριος, φησίν ο Μωϋσής, εκ Σινά ήκει, τουτέστιν εκ των πειρασμών, κα επεφάνη ηημίν εκ Σειήρ, τουτέστιν εκ των σωματικών πόνων, και κατέπευσεν εξ όρους Φαρράν συν μυριάσι Κάδδης, τουτέστιν εξ όρους της πίστεως συν μυρίασιν αγίων γνώσεων» (Κεφάλαιον οδ’ της α’ εκατοντάδος των Θεολογικών).  Χωρήβ δε κατά τον αυτόν Μάξιμον ερμηνεύεται «Νέωμα, όπερ εστίν η εν τω καινώ Πνεύματος της χάριτος έξις των αρετών. το δε σπήλαιον η της σοφίας εστί κατά νουν κρυφιότης, εν η ο γενόμενος της υπέρ αίσθησιν μυστικώς αισθήσεται γνώσεως, εν η λέγεται τυγχάνειν ο Θεός» (Κεφάλαιον οδ’ της Β’ εκατοντάδος των Θεολογικών).
Τροπάριον.
            Ζωτικής εξ ύψους βιαίας φερομένης, ηχητικώς του Πνεύματος του παναγίου, αλιεύσι πνοής πυρίνων είδει γλωσσών, τα μεγαλεία του Θεού ερρητορεύοντο. πάντα τα έργα τον Κύριον υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
            Τούτο το Τροπάριον επάρθη από τας Πράξεις των Αποστόλων. λέγεται γαρ εκεί «Και εγένετο άφνω εκ του Ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον, ου ήσαν καθήμενοι» (Πράξ. β’ 2).  Εσχηηματίσθη δε τούτο απλοϊκώς και διηγηματικώς υπό του Μελωδού, λέγοντος ότι κατά την ημέραν της Πεντηκοστής εφέρθη με ήχον από τον Ουρανόν εις τους Αποστόλους μία βιαία πνοή του Αγίου Πνεύματος εις είδος πυρίνων γλώσσων. έγινε δε τούτο δια να δώση αίσθησιν εις τους έξω της εαυτού θεοπρεπούς παρουσίας. ούτω γαρ και εις το Σίναιον Όρος εκατέβη ο Θεός με θύελλαν: ήτοι με ορμητικήν πνοήν ανέμου και με πυρ, καθώς γέγραπται. «Το όρος εκαίετο πυρί έως του Ουρανού, σκότος, γνόφος, θύλλα» (Δευτ. δ’ 11) . τούτο βεβαιοί και ο Χρυσορρήμων, πανηγυρίζων εις την εορτήν.  Προσέθηκε δε ο Μελωδός από λόγου του το, Ζωτικής, δια να δείξη ότι η πνοή εκείνη του Αγίου Πνεύματος δεν επροξένησε κατάπληξιν και φόβον εις τους Αποστόλους δια την του ήχου βιαιότητα και σφοδρότητα, επειδή δεν ήτον μόνον βιαία και σφοδρά, αλλά ήτον ακόμη και ζωτική: ήτοι ανεζώωνε τας καρδίας. έμβαζεν εις τας ψυχάς θάρρος και δύναμιν. τους αδυνάτους έκαμνε δυνατούς, και τους δειλούς εποίει ανδειωμένους. δια τούτο είπεν ο μέγας Βασίλειος «Πνεύμα Άγιον εισελθόν εις ψυχήν ανθρώπου, έδωκε μεν ζωήν, έδωκε δε αθανασίαν, ήγειρε κείμενον, το δε κινηθέν κίνησιν αΐδιον υπό Πνεύματος Αγίου ζώον άγιον εγένετο. έσχε δε άνθρωπος αξίαν, Πνεύματος εισοικισθέντος εν αυτώ, Προφήτου, Αποστόλου, Αγγέλου, Θεού, ων προ του γη και σποδός» (Ομιλία Περί του Πνεύματος, ης η αρχή «Ενθυμηθώμεν πάσα ψυχή»).
            Οι Απόστολοι λοιπόν αναζωωθέντες από την ζωτικήν εκείνην πνοήν του Αγίου Πνεύματος, και στομωθέντες από τας πυρίνας γλώσσας, καθώς ο σίδηρος στομώνεται από το πυρ, με όλον ότι ήτον ψαράδες και αγράμματοι, ερρητόρευον τα μεγαλεία του Θεού με γλώσσαν ελευθέραν, με αφοβίαν και τόλμην, με σοφίαν τόσον μεγάλην, ώστε οι σοφοί και γραμματισμένοι έστεκνα θαυμάζοντες, και έμενον έκθαμβοι και εκστατικοί, καθώς γέγραπται. «Εξίσταντο δε πάντες και διηπόρουν, άλλος προς άλλον λέγοντες. τι αν θέλοι τούτο είναι;» (Πράξ. β’ 12), και πάλιν. «Και καταλαβόμενοι (οι Ιουδαίοι) ότι άνθρωποι αγράμματοί εισι και ιδιώται (οι Απόστολοι δηλ.) εθαύμαζον» (Πράξ. δ’ 13) . οι μεν γαρ άλλοι ήχοι, όσον είναι βίαιοι, μεγάλοι και βροντώδεις, τοσούτον εμβροντήτους και εκστρατικούς κάμνουσι τους ακούοντας, ώστε κατασταίνουν αυτούς αφώνους και κωφούς από την έκσταστιν, και σχεδόν τους κάμνουν ως νεκρούς. ο δε του Αγίου Πνεύματος ήχος ο ελθών εις τους Ιερούς Αποστόλους, όσον ήτον μεγάλος και βίαιος και βροντώδης, τόσον εν αυτώ ήτον και ιλαρός και γλυκύς, διότι ήτον ζωτικώτατος.
            Περί της βιαίας ταύτης πνοής και του ήχου είπεν ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. «Ουτός εστιν ο ήχος, περί ου προείπεν Άννα η Προφήτις, ότι Κύριος ανέβη εις Ουρανούς και εβρόντησε. τούτον τον ήχον και η του Ηλιού θεωρία προανεκήρυξε. «Ιδού, φησί, φωνή αύρας λεπτής, και εν αυτή Κύριος» . η γαρ φωνή της αύρας ηχός εστι πνοής. τούτου του ήχου και της πνοής εύροις αν το πρόγραμμα και εν τω Ευαγγελίω του Χριστού. τη γαρ εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής ειστήκει ο Ιησούς, κατά τον Θεολόγον και Ευαγγελιστήν Ιωάννην, και έκραξε λέγων. «Ει τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» . Τούτο δε έλεγε, φησί, περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν. αλλά και μετά την ανάστασιν ενεφύσησε τοις Μαθηταίς και είπε. Λάβετε Πνεύμα Άγιον.  Η ουν κραυγή εκείνη του΄τον προεσήμαινε τον ήχον, και το εμφύσημα, ταύτην την πνοήν, ήτις νυν άνωθεν χεθείσα δαψιλής, και μέγα και εξάκουστον ουρανόθεν εξηχήσασα, πάσαν εκκαλείται την υπ’ Ουρανόν, και πάσι τοις πιστώς προσιούσι την χάριν επαντλεί και ενίησι.  Βιαία δε εστίν, ως απάντα νικώσα, και υπερβαίνουσα μεν τα τείχη του πονηρού, καθαιρούσα δε τας πόλεις και παν οχύρωμα του εχθρού, και ταπεινούσα μεν τους υπερηφάνους, ανυψούσα δε τους ταπεινούς τη καρδία, και συνδούσα μεν τα κακώς λελυμένα, διασπώσα δε τους των αμαρτημάτων συνδέσμους, και διαλύουσα τα κρατούμενα (κατά τον Δανιήλ) . δια δε του εξ Ουρανού τούτου ήχου όντως Υιοί βροντής γεγόνασιν οι Απόστολοι» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
Τροπάριον.
            Οι μη θιγομένω[62] προβαίνοντες εν όρει, μη πεφρικότες πυρ δειματούν, δεύτε και στώμεν εν όρει Σιών, εν πόλει ζώντος Θεού, πνευματοφόροις Μαθηταίς νυν συγχορεύοντες. πάντα τα έργα Κυρίου υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
            Εν τούτω τω Τροπαρίω αναφέρει ο Μελωδός την ιστορίαν του Ισραηλιτικού λαού, όταν δεν εδυνήθησαν να αναβούν επάνω εις το όρος το Σινά, διότι εκαπνίζετο όλον από το πυρ. ούτω γαρ γέγραπται. «Το όρος το Σινά εκαπνίζετο όλον δια το καταβεβηκέναι επ’ αυτό τον Θεόν εν πυρί, και ανέβαινεν ο καπνός ωσεί καπνός καμίνου, και εξέστη πας ο λαός σφόδρα» (Εξ. ιθ’ 18), και πάλιν. «Ου δυνήσεται ο λαός προσαναβήναι προς το όρος το Σινά» (αυτόθι 23), και πάλιν καθαρώτερα ο Θεός εις τον Μωϋσήν λέγει. «Και αφοριείς τον λαόν κύκλω (του όρους), λέγων. Προσέχετε εαυτοίς του αναβήναι εις το όρος και θίγειν τι αυτού. πας ο αψάμενος του όρους θανάτω τελευτήσει» (Εξ. ιθ’ 12).  Ταύτα λοιπόν ερανισθείς ο Μελωδός, και επιστρέφων προς τον ευσεβή λαόν του Χριστού, λέγει. Ω φιλόχριστοι λαοί, ημείς όπου δεν προβαίνομεν εις όρος θιγόμενον: ήτοι ψηλαφώμενον και πατούμενον, και απλώς ειπείν, εις ΄ροος σωματικόν και αισθητόν, οποίον ήτον το Σίναιον όρος, ημείς όπου δεν φρίττομεν ως οι Εβραίοι εκείνο το αισθητόν πυρ όπου εκαίετο επάνω εις το αυτό όρος, ελάτε να σταθώμεν εις το νοητόν όρος την Σιών, και εις την νοητήν πόλιν του ζώντος Θεού, ήτις είναι η αγία Εκκλησία. εν αυτή γαρ στεκόμενοι, τόσον μακράν είμεθα από το να φοβούμεθα το εν είδει πυρός κατελθόν Πνεύμα Άγιον, ώστε από την εσωτερικήν χαράν της καρδίας μας και συγχορεύομεν ακόμη Πνευματικώς με τους αγίους Μαθητάς του Κυρίου, οίτινες εδέχθησαν αυτό, και δια τούτο πνευματοφόροι ωνομάσθησαν. το γαρ πυρ του Αγίου Πνεύματος τους μεν ξένους και αλλοτρίους της πίστως φοβίζει και κάμνει τουτους να φρίττουσι, τους δε πιστούς και αποστολικώς ζώντας Χριστιανούς όχι μόνον δεν φοβίζει, αλλά και κάμνει αυτούς να χαίρουν και να χορεύουν.
            Σημείωσαι ότι ο σοφός ερμηνεύς των Κανόνων κύριος Θεόδωρος το «Μη θιγομένω» αθίκτω ενόησεν: ήτοι μη εγγιζομένω μηδέ πατουμένω. δεν σαφηνίζεται όμως καλώς το νόημα. ότι δε ημείς καλώς αυτό ηρμηνεύσαμεν, μαρτυρεί και ο Παύλος γράφων προς τους Εβραίους. «Ου γαρ προσεληλύθατε ψηλαφωμένω όρει και κεκαυμένω πυρί» (Εβρ. ιβ’ 18), το γαρ «ψηλαφωμένω» ουδέν άλλο δηλοί, ειμή το «Θιγομένω και πατουμένω, και απλώς, το, αισθητώ και σωματικώ» . θέλει γαρ με τούτο να δείξη ο Παύλος εις τους Εβραίους ότι τα θαυμαστά και μεγάλα πράγματα της Παλαιάς Διαθήκης, οποίον ήτον και το όρος Σινά, ήσαν μικρά και ουκ αξιόλογα, συγκρινόμενα με τα της Νέας, κατά την ερμηνείαν του Χρυσοστόμου. εάν δε ερμηνευθή κατά τον Θεόδωρον ούτως, ήγουν ημείς όπου προβαίνομεν εις όρος άθικτον και απλησίαστον, δείχνεται εναντίον το κάτωθεν λεγόμενον «Δεύτε και στώμεν εν τω όρει Σιών» . καθότι δείχνεται η Εκκλησία όρος άθικτον και απλησίαστον, δείχνεται εναντίον το κάτωθεν λεγόμενον «Δεύτε και στώμεν εν τω όρει Σιών». καθότι δείχνεται η Εκκλησία όρος άθικτον και απλησίαστον. όπερ αυτός αποφάσκει.
Ωδή θ’. Ο Ειρμός.
            Μη τη φθοράς διαπείρα[63] κυοφορήσασα, και παντεχνήμονι Λόγω σάρκα δανείσασα, Μήτερ απείρανδε, Παρθένε Θεοτόκε, δοχείον του αστέκτου, χωρίον του απείρου πλαστουργού Σου, σε μεγαλύνομεν.
Ερμηνεία.
            Προς την Θεομήτορα επιστρέφει ο θεσπέσιος Μελωδός δια του Ειρμού τούτου της εννάτης Ωδής, και λέγει προς αυτήν ως ταύτης Ποιήτριαν. Ω Απείρανδρε Μήτερ και Θεοτόκε Μαριάμ, ω δοχείον του αστέκτου και χωρίον του απείρου, Εσέ μεγαλύνομεν και μακαρίζομεν πάσαι αι γενεαί, καθώς εσύ προεφήτευσας ειπούσα. «Ιδού γαρ από του νυν μακαριουσί με πάσαι αι γενεαί» (Λουκ. α’ 48) . Συ γαρ δεν εκυοφόρησας με δοκιμήν ανδρός, ως αι άλλαι γυναίκες. Συ εδάνεισας[64] σάρκα αγίαν εκ των παναχράντων Σου αιμάτων εις τον ενυπόστατον Λόγον του Θεού, τον παντεχνήμονα όντα και παντεργάτην όλων των όντων ορατών τε άμα και αοράτων. ταύτα γαρ είναι των καινών απάντων καινότατα και παράδοξα. που γαρ ηκούσθη γυνή αδιάφθορος ενταυτώ και κυορόφος; ποία δε εδάνεισε σάκρα ποτέ εις τον παντουργόν και ανενδεή Θεόν, από το πλήρωμα του οποίου ημείς πάντες ελάβομεν, κατά τον Υιόν της Βροντής; (Ιω. α’ 16) που δε και εφάνη ποτέ Μήτηρ απείρανδρος; που ηκούσθη Παρθένος ενταυτώ και γεννήσασα τον Θεόν του παντός; ποίον δε δοχείον μπορεί να ευρεθή του αστέκτου: ήτοι εκείνου, τον οποίον δεν μπορεί να στέξη (ήγουν να υποφέρη) κανέν κτίσμα; άστεκτος γαρ κατά τον Μανασσήν (ήτοι ανυπόφορος) εστίν η της του Θεού δόξης μεγαλοπρέπεια. όθεν ο μεν Ιερεμίας είπε. «Τις έστη εν υποστήματι Κυρίου, και είδε τον λόγον αυτού» (Ιερ. κγ’ 18) . Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος το ανωτέρω φέρων ρητόν λέγει. «Πλην ούτε ούτοι περί ων ο λόγος, ούτε τις άλλος των κατ’ αυτούς έστη εν υποστήματι και ουσία Κυρίου κατά το γεγραμμένον» (Λόγος β’ περί Θεολογίας) . ποίον δε χωρίον (ήτοι τόπος) δύναται να χωρήση τον άπειρον Θεόν, όστις είναι αχώρητος τω Παντί, και πλαστουργός Σου Θεοτόκε και όλων των ανθρώπων;  Βέβαια ουδείς τόσος.
            Με όλον τούτο αυτά όλα τα καινότατα και παραδοξάτα και από του αιώνος μη ακουσθέντα εις Εσέ καινώς εκαινοτομήθησαν, Θεοτόκε.  Που είσαι τώρα Σολομών σοφώτατε όπου είπες «Ουκ έστι παν πρόσφατον (ήτοι καινόν) υπό τον Ήλιον, ος λαλήσει και ερεί. Ίδε τούτο καινόν εστίν ήδη γέγονεν εν τοις αιώσι τοις γενομένοις από έμπροσθεν ημών;» (Εκκ. α’ 9) Έλα να ιδής τα καινά ταύτα εις την Παρθένον.  Αλλ’ άρα γε ψεύστης είναι ο τόσον σοφός όπου είπεν ούτως;  Όχι, αλλά τούτο το είπε δια τα φυσικά πράγματα, τα υπό των νόμων της φύσεως διοικούμενα. καθότι εκάτου τούτων η φθορά είναι γένεσις του ετέρου, κατά τον φιλόσοφον Αριστοτέλη. δια ακολυθεί να μην είναι κανένα καινόν και πρόσφατον, ως προγεγονός άλλο τε, αλλά όλα να είναι παλαιά κατά την ερμηνείαν του Νύσσης. ει δε ο Σολομών ήθελεν ειπή δια τα υπερφυσικά πράγματα, όπου υπέρ τους όρους της φύσεως εκαινοτομήθησαν εςι Εσέ, Θεομήτορ, βέβαια έμελλε να ειπή, όχι ότι ουδέν πρόσφατον και καινόν υπό τον Ήλιον, ούδε ότι ένα, ή δύο, ή τρία είναι τα καινά, αλλά ότι πολλά πρόσφατα και καινά είναι υπό τον Ήλιον.  Επειδή λοιπόν Συ αδιαφθόρως εκυοφόρησας, Παναγία. εδάνεισας σάρκα εις τον παντεχνήμονα Λόγον του Πατρός. εφάνης Μήτηρ απείρανδρος. έγινες δοχείον του αστέκτου, και ωρίον του απείρου παλστουργού του Παντός. δια τούτο όλοι ημείς ως εξ ενός στόματος δικαίως και χρεωστικώς Σε μεγαλύνομεν.  Μεγαλύνομεν δε είπε και ουχί υμνούμεν, ή άλλο τι ρήμα, δια να φανερώση ότι είναι η της Θεοτόκου εννάτη Ωδή, ης η αρχή «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον»[65].
Τροπάριον.
            Επί παφλάζοντος πάλαι πυρίνου άρματος, ο ζηλωτής και πυρίπνους χαίρων οχούμενος, την νυν εκλάμψασαν επίπνοιαν εδήλου, εξ ύψους Αποστόλοις, υφ’ ης καταλαμφθέντες, την Τριάδα πάσιν εγνώρισαν.
Ερμηνεία.
            Εις το παρόν Τροπάριον αναφέρει ο Μελωδός την επίβασιν του Προφήτου Ηλιού επάνω εις την πυρίνην άμαξαν, και ταύτην εκλαμβάνει σύμβολον των πυρίνων γλωσσών. όθεν λέγει. Ο Προφήτης εκείνος Ηλίας, όστις έπνεε πυρ, και όχι μόνον είχε έσωθεν εις την καρδίαν του το πυρ του προς Θεόν ζήλου, αλλά και έξωθεν, καθήμενος επάνω εις άμαξαν. «Ιδού, φησίν, άρμα πυρός και ίπποι πυρός, και διέστειλεν αναμέσον αμφοτέρων, και ανελήφθη Ηλίας εν συσεισμώ ως εις τον Ουρανόν» (δ’ Βασιλ. Β’ 11) . αυτός, λέγω, δια της πυρίνης αμάξης εφανέρωνε τυπικώς την επίπνοιαν και έμπνευσιν ταύτην όπου ήλθε σήμερον εις τους Αποστόλους εν είδει πυρίνων γλωσσών.  Καλώς προσήρμοσεν ο Μελωδός εις την εορτήν ταύτην την ιστορίαν του Ηλιού. έξω μόνο από την διαφοράν ταύτην, ήτις θεωρειται μεταξύ εκείνης και ταύτης, ότι δηλαδή τότε μεν ο Ηλίας εκάθητο επάνω εις την πυρίνην άμαξαν. τώρα δε πύριναι γλώσσαι εκάθισαν επάνω εις τους Αποστόλους, ως επάνω εις άμαξαν. «Ώφθησαν, φυσίν, αυτοίς γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών» (Πραξ. β’ 3).
            Πλην εάν θέλωμεν να ειπούμεν καθολικώς, το Πνεύμα το Άγιον έχει ως όχημα και καθέδραν τας ψυχάς των ανθρώπων. όθεν και εις την ψυχήν του Προφήτου Ηλιού τούτο επεκάθητο, και εις τας ψυχάς των Αποστόλων, και πάντω  των Πνευματοφόρων. διό και από το Πνεύμα το Άγιον κουφιζόμεναι αι ψυχαί και πτερυσσόμεναι, πετούν και αναβαίνουν εις τα ουράνια. διά τούτο τας πτέρυγας του Αγίου Πνεύματος πάλαι ζητών ο Δαβίδ, έλεγε. «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς, και πετασθήσομαι και καταπαύσω;» (Ψαλ. νδ’ 7).  Όθεν ο Θεολόγος Γρηγόρςιο τούτο βεβαιών, είπε. «Πνεύμα εξάραν Ηλίαν εν άρματι, και ζητηθέν παρά Ελισσαιου διπλάσιον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).  Δύναται δε και άλλως να προσαρμοσθή η ιστορία του Ηλιού εις την παρούσαν εορτήν ούτω. καθώς ο Προφήτης Ηλίας αναληφθείς ως εις τον Ουρανόν, μετέδωκε διπλάσιον το εν αυτώ Πνεύμα εις τον ζητήσαντα και κάτω προσμένοντα Ελισσαίον τον μαθητήν του. «Γεννηθήτω δη διπλά εν πνεύματί σου επ’ εμέ» (Δ’ Βασιλ. β’ 9) . ούτω και ο Δεσπότης Χριστός, ανελθών εις Ουρανούς, έστειλε το Πανάγιον Πνεύμα εις τους κάτω προσμένοντας αυτό Μαθητάς του και Αποστόλους.
Τροπάριον.
            Νόμου των φύσεων δίχα ξένον ηκούετο. των Μαθητών της μιας φωνής απηχουμένης, Πνεύματος χάριτι ενηχούντο λαοί, φυλαί και γλώσσαι, τα θεία μεγαλεία, της Τριάδος γνώσιν νυούμενοι.
Ερμηνεία.
            Τούτο το Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τας Πράξεις των Αποστόλων. γράφεται γαρ εκεί ταύτα. «Γενομένης δε της φωνής ταύτης, συνήλθε το πλήθος και συνεχύθη, ότι ήκουον εις έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων αυτών» (Πράξ. β’ 6).  Απορίας δε δύο προβάλλει ο Θεολόγος Γρηγόριος εις τα λόγια ταύτα λέγων. «Έχει γαρ τι αμφίβολον η λέξις τη στιγμή διαιρούμενον (ήτοι διακρινόμενον) . άρα γαρ ήκουον ταις εαυτών διαλέκτοις έκαστος, ως φέρε ειπείν, μίαν εξηχείσθαι φωνήν, πολλάς δε ακούεσθαι; ή το μεν «Ήκουον» αναπαυστέον, (ήτοι πρέπει εις αυτό να βάλωμεν υποστιγμήν) το δε Λαλούντων ταςι ιδίας φωναίς τω εξής προσθετέον;».  Θέλει λοιπόν ο Θεολόγος ότι οι Απόστολοι δε ελάλουν μόνον μίαν γλώσσαν την Εβραϊκήν, και η μία εγίνετο πολλαί εις τα αυτιά των ακουόντων πολυγλώσσων Εβραίων. διότι αν εγίνετο ούτω, το θαύμα ήτον των ακουόντων Εβραίων, και όχι των λαλούντων Αποστόλων. αλλά οι Απόστολοι ελάλουν χωριστά όλας τας γλώσσας των εκεί ευρισκομένων Ιουδαίων και Εθνικών. δια τούτο χρειάζεται να διαχωρισθή με υποστιγμήν το των Πράξεων κείμενον, ούτω. Ήκουον εις έκαστος. εδώ πρέπει να γίνεται υποστιγμή. το δε «Τη ιδία διαλέκτω» να συνάπτεται με το «Λαλούντων αυτών», και ουχί με το «Ήκουον εις έκαστος» . καθώς τούτο δηλούται σαφέστερον και από τα κάτω ειρημένον. «Ακούομεν, φησί, λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού» (Πρα. β’ 11).  Εκ τούτου δε γίνεται φανερόν ότι οι Απόστολοι ελάλουν με την ξεχωριστήν διάλεκτον του καθενός. το δε θαύμα ήτον των Αποστόλων, και ουχί των ακουόντων. δια τούτο δε εκατηγόρουν τους Αποστόλους οι Ιουδαίοι ότι είναι μεθυσμένοι. καθένας γαρ από τους εν τη Ιερουσαλήμ Ιουδαιους ακούων μεν πρότερον τους Αποστόλους να λαλούν χωριστά την ιδικήν των γλώσσαν, ύστερον δε πάλιν ακούων τους ιδίους να λαλούν και τας των άλλων γλώσσας, εθαύμαζον και εκατηγόρουν αυτούς ως μεθυσμένους και έξω φρενών όντας.
            Ταύτην λοιπόν την γνώμην του Θεολόγου ακολουθών ο Μελωδός Κοσμάς, ούτω λέγει. Κατά την σημερινήν ημέραν της Πεντηκοστής ηκούετο ένα πράγμα παράδοξον και έξω του νόμου των φύσεων. διότι εις καιρόν όπου η μία φωνή των Μαθητών απηχείτο ποικίλως από την χάριν του Πνεύματος, τουτέστιν εις καιρόν όπου οι Μαθηταί ελάλουν ξεχωριστά την καθεμίαν γλώσσαν, κινούμενοι υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, τότε ήκουον οι λαοί και αι διάφοροι φυλαί και γλώσσαι λαλούμενα εις τας ιδίας των διαλέκτους τα μεγαλεία του Θεού. «Ακούομεν, φησί, λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού» (Πραξ. β’ 11) . και ούτως εμαθητεύοντο την γνώσιν της Αγίας Τριάδος, ότι δηλαδή αυτή είναι τρία και εν. τρία μεν κατά τας υποστάσεις και πρόσωπα, ο Πατήρ δηλαδή, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα. εν δε κατά την ουσίαν και φύσιν. όθεν και εις Θεός τα τρία είναι. ούτως ημείς εσυμβιβάσαμεν το Τροπάριον τούτο με την γνώμην του Θεολόγου Γρηγορίου.  Ο δε σοφός Θεόδωρος, μ’ όλον ότι λέγει ότι ο Μελωδός εν τω Τροπαρίω τούτω ακολουθεί την γνώμην του Θεολόγου, εν τη ερμηνεία όμως του Τροπαρίου ουκ ακολουθεί τη εκείνου γνώμη.  Ότι δε πάσας τας γλώσσας ελάλουν οι Απόστολοι, συμφώνως λέγει και ο Αλεξάνδρειας Κύριλλος ερμηνεύων το του Ιωήλ εκείνο «Εκχεώ από του Πνεύματός μου».  Ουκούν προεφήτεον απάση γλώσση λαλούντες, δια φωνής αγίεν προαναφωνούντος και τούτο. γέγραπται γαρ. Εν ετερογλώσσοις, και ενν απάση γλώσση λαλούντες, δια φωνής αγίων προαναφωνούντος και τούτο. γέγραπται γαρ. Εν ετερογλώσσοις, και εν χείλεσιν ετέροις λαλήσω τω λαώ τούτω, και ουδ’ ούτως πεισθήσονται» (Ησ. κη’ 11).  Τούτο τοι και Παύλος συνείς, εις σημείον Ιουδαίοις δεδόσθαι φησί την πολυγλωσσίαν.  Αλλά και το ανωτέρω ρητόν του Ησαΐου αναφέρει εν τω δεκάτω τετάρτω κεφαλαίω της προς Κορινθίους πρώτης.
            Άμποτε δε και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα ασματικόν Κανόνα τον εις την αγίαν Πεντηκοστήν και την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος να αξιωθώμεν της χάριτος και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, καθώς και οι θείοι Απόστολοι.  Με τίνα τρόπον; Εάν κταφρονήσωμεν όλα του Κόσμου τα πράγματα, και επιστρέψαντες τον νουν μας μέσα εις την καρδίαν μας, εκεί μέσα ως εις ιερόν και ευκτήριον οίκον προσευχώμεθα νοερώς τω Θεώ πάντοτε, κατά το «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (α’ Θεσ. ε’ 17) . ούτω γαρ και οι θείοι Απόστολοι μετά την ανάληψιν του Κυρίου, εις το Ιερόν ευρισκόμενοι, δοξολόγουν τον Θεόν. δια τούτο και αισθητώς και νοερώς έλαβον την χάριν του Αγίου Πνεύματος. «Ήσαν, φησίν ο Ιερός Λουκάς, διαπαντός εν τω Ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκ. κδ’ 53).   Πως και με τίνα τρόπον;  Εάν ημείς αναβώμεν εις το υπερώον, ως οι Απόστολοι: ήτοι εάν σηκωθώμεν επάνω από τα γήϊνα, και επάνω από κάθε φιληδονίαν, φιλαργυρίαν και φιλοδοξίαν, και από κάθε άλλο πάθος. τότε γαρ και το Άγιον Πνεύμα καταβαίνει και έρχεται εις ημάς.  Εάν δε ημείς δεν σηκωθώμεν από τα γήϊνα και από τα πάθη, ούτε το Άγιον Πνεύμα καταβαίνει εις ημάς. λέγει γαρ ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Το μεν τι, καταβήναι δει Θεός προς ημάς.. το δε, ημάς αναβήναι, και ούτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεού προς ανθρώπους, της αξίας συγκιρναμένης. έως δ’ αν εκάτερον επί της ιδίας μένη, το μεν (ήτοι ο Θεός) περιωπής, το δε, (ήτοι ο άνθρωπος) ταπεινώσεως, άμικτος η αγαθότης, και το φιλάνθρωπον ακοινώνητον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
            Πως και με τίνα τρόπον;  Εάν έχωμεν καθαράν καρδίαν από τα πάθη, και ψυχήν ειρηνικήν από τους βλασφήμους και πονηρούς και αισχρούς λογισμούς. η γαρ καθαρά καρδία ως καθαρός καθρέπτης τραβίζει εις τον εαυτόν της τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος, και προξενεί εις τον άνθρωπον την χάριν του Ευθέος Πνεύματος, καθώς λέγει ο Δαβίδ. ούτος γαρ ειπών πρώτον «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός», επιφέρει ακολούθως «Και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 12). Λέγει δε και ο μέγας Βασίλειος ερμηνεία εις τον ξα’ Ψαλμόν. «Αμήχανον εστι χωρητικούς ημάς γενέσθαι της θείας χάριτος, μη τα από κακίας πάθη προκατασχόντα τας ψυχάς ημών εξελάσαντας. είδον ιατρούς εγώ μη πρότερον διδόντας τα σωτήρια φάρμακα, πριν εμετοίς τοις αποκενώσαι την νοσοποιόν ύλην, ην εκ πονηράς διαίτης εαυτοίς οι ακόλαστοι εναπέθεντο. αλλά και αγγείον πρκατειλημμένον υπό τινός δυσώδους υγρού μη εκπλυθέν, ου μη δέξηται του μύρου την επιρροήν.  Δει τοίνυν εκχυθήναι τα προϋπάρχοντα, ίνα δυνηθή χωρηθήναι τα επαγόμενα». Ομοίως και η ειρήνη της ψυχής από τους κακούς λογισμούς γίνεται τρόπον τινά τόπος χωρητικός των χαριστμάτων του Αγίου Πνεύματος, καθώς είναι γεγραμμένον. «Και εγενήθη εν ειρήνη ο τόπος αυτού» (του Θεού δηλ.) (Ψαλ. οε’ 3).
            Εάν λοιπόν ταύτα σπουδάσωμεν να κατορθώσωμεν, αδελφοί, θέλομεν δεχθθή την χάριν του Αγίου Πνεύματος κατά την αναλογίαν της καθαρότητός μας, και ούτω θέλομεν ζήσει του λοιπού ως οικείοι του Χριστού, και όχι ως ξένοι και αλλότριοι αυτού. επειδή κατά τον Παύλον «Ει τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. η’ 9).  Και αποβαλόντες το φρόνημα της σαρκός, το οποίον είναι θάνατος και ταραχή, ως σπουδάσωμεν να αποκτήσωμεν το φρόνημα του Πνεύματος, το οποίον εκ του εναντίου είναι ζωή και ειρήνη, κατά τον ίδιον Παύλον «Το φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του Πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η’ 6).  Και ούτως ως εν αραβώνι λαβόντες την χάριν του Αγίου Πνεύματος εν τη παρούση ζωή, θέλομεν απολαύσει αυτήν πλουσιωτέραν και τελειοτέραν εν τη μελλούση χάριτι και φιλανθρωπία του Παναγίου και Ζωοποιού και Τελεταρχικού Πνεύματος. Ω πρέπει πάσα δόξα συν τω ανάρχω Προβολεί αυτού, και τω ομοουσίω αυτού Λόγω εις τους αιώνας. Αμήν.











Ερμηνεία εις τον
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Ιαμβικόν Κανόνα

Ποίημα όντα Ιωάννου του Δαμασκηνού[66]
Και πρώτον εις την τούτο ακροστιχίδα

Ακροστιχίς.

            Θειογενές Λόγε, Πνεύμα Παράκλητον πάλιν άλλον,
            Εκ Γενέτου κόλπων ήκας επιχθονίοις,
            Οία πυρός γλώσσησι φέρον Θεότητος αΰλου.
            Σήμα τεής φύτλης, και χάριν υμνοπόλοις.

            Η παρούσα Ακροστιχίς είναι συντεθειμένη από στίχους Ηρωικούς ομού και Ελεγείους, λέξεις έχοντας γλαφυράς και τωόντι ποιητικάς.  Ο Ιερός λοιπόν αυτής Ποιητής, επιστρέφων προς τον Δεσπότην Χριστόν, ούτω λέγει προς αυτόν. Ω ενυπόστατε Λόγε και Υιέ Θειογενές, ήγουν γεγεννημένε προ των αιώνων εκ του Θεού και Πατρός αρρεύστως και απαθώς, καθώς γεννάται απαθώς και ο ιδικός μας λόγος από τον νουν, Συ έπεμψας από τους κόλπους του Πατρός, «Όταν, φησίν, έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψη υμίν παρά του Πατρός» (Ιω. ιε’ 26), το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον ονομάζεται Παράκλητος άλλος. Παράκλητος άλλος. Παράκλητος μεν, διότι δέχεται τας παρ’ ημών παρακλησεις ως Θεός, κατά τον Δαμασκηνόν Ιωάννην λέγοντα περί του Πνεύματος. «Παράκλητον ως τας των όλων παρακλήσεις δεχόμενον» (Βιβλίον α’ Κεφάλαιον η’ περί Πίστεως) .  ή και διότι παρηγορεί ημάς δια της χάριτος του εις κάθε μας θλίψιν και περίστασιν.  Άλλος δε ονομάζεται, διότι και ο Χριστός Παράκλητος (παρηγορητής) ημών είναι, ως γράφει ο Ιωάννης. «Εάν τις αμάρτη, Παράκλητον έχομεν προς τον Πατέρα Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (Ιωάν. β’ 1) . ή Παράκλητος ονομάζεται ο Χριστός κατ’ άλλους, διότι παρακαλεί και προτρέπει τον Πατέρα εςι το να μας συγχωρήση οικονομικώτερον και ανθρωπινώτερον, τούτο μεν δια το πρόσλημμα της ανθρωπότητος, τούτο δε και δια να μη φανή ότι είναι αντίθεος.  Συ Υιέ του Θεού έστειλας το Πανάγιον Σου Πνεύμα εις τους επί της γης μεν όντας ανθρώπους, μη φρονούντας δε τας της γης πράγματα, αλλ’ ανωτέρους όντας αυτών, οποίοι ήσαν οι θείοι Απόστολοι, και όσοι άλλοι αξιωθούν της χάριτος αυτού.  όθεν είπεν ο Ιεροψάλτης περί αυτών. «Του Θεού οι κραταιοί της γης σφόδρα επήρθησαν» (Ψαλ. μστ’ 10).
            Έπεμψας δε το Πνεύμα το Άγιον, Χριστέ, εν είδει πυρίνων γλωσσών, και δια του συμβόλου του πυρός έφερε το Πνεύμα το Άγιον το σημείον και σύμβολον της αΰλου αυτού Θεότητος και της ιδικής Σου φύσεως. την αυτην γαρ φύσιν και Θεότητα έχετε και οι δύο.  Επειδή δε το Πνεύμα το Άγιον ήθελεν να είδει πυρός, με τούτο έδειξεν ότι είναι Θεός. καθότι και ο Θεός, όταν κατέβη εις το Σίναιον όρος, εν πυρί κατέβη. δια τούτο έλεγεν ο Μωϋσής προς τον Ισραηλίτην λαόν. «Ο Θεός σου πυρ καταναλίσκον εστί» (Δευτ. δ’ 24).  Ου μόνον δε το Πνεύμα το Άγιον έφερε το σημείον της αυτού Θεότητος, αλλά έφρε και χάριν εις τους Αποστόλους, την οποίαν δίδει και εις ημάς όλους, οίτινες, όσον θέλομεν να ανοίξωμεν το στόμα της διανοίας, πλατυνόμενοι εις τα θεία και υψηλά νοήματα, τόσον έλκομεν περισσότερον την χάριν και τον φωτισμόν εκ του Αγίου Πνεύματος, κατά το Δαβιτικον εκείνο λόγιον «Το στόμα μου ήνοιξα, και είλκυσα Πνεύμα» (Ψαλ. ριη’ 131).                        
Ωδή α’. Ήχος δ’. Ο Ειρμός.
                        θείω καλυφθείς ο βραδύγλωσσος γνόφω,
                        Ερρητόρευσε τον θεόγραφον νόμον.
                        Ιλύν γαρ εκτινάξας όμματος νόου,
                        Ορά τον Όντα, και μυείται Πνεύματος
                        Γνώσιν, γεραίρων ενθέοις τοις άσμασιν.
Ερμηνεία.
            Λυπηρόν πράγμα είναι τη αληθεία, αδελφοί, ότι ο σοφός Θεόδωρος ο Πρόδρομος δεν εφιλοπόνησεν ερμηνείαν εις τον Ιαμβικόν τούτον Κανόνα. εάν γαρ εκείνος ερμήνευεν αυτόν κατά την σοφίαν αυτού, βέβαια ήθελεν είσθαι λόγου αξία η ερμηνεία του, και εγώ ήθελα βοηθηθή πολλά εξ εκείνης, καθώς και εις τους άλλους Κανόνας εβοηθήθην πολλά παρά των ερμηνειών του.  Ευρίσκεται ναι κάοια ερμηνεία εις τον Κανόνα τούτον του ανωνύμου Ερμηνέως. αλλά τόσον αφελής και κατά λέξιν μόνον, ώστε κοντά εις τους ειδήμονας ουδενός λόγου αξία ή πολλά ολίγου κρίνεται.  Όθεν εγώ θέλω εποιμεληθή με την αμάθειάν μου, βοηθούντος μοι του Αγίου Πνεύματος, και χάριν λόγου εμπνέοντος, εις το να φιλοπονήσω καμμίαν ερμηνείαν εις αυτόν αξίαν λόγου μετρίου. όπου γαρ λείπει το όλον, εκεί και το ολίγον φαίνεται πολύ.
            Λέγει λοιπόν ο Μελωδός εν τω Ειρμώ τούτω ότι ο βραδύγλωσσος Μωϋσής[67], επειδή εσκεπάσθη από τον θείον γνόφον επάνω εις το όρος Σινά, καθώς γέγραπται, «Ειστήκει δε ο λαός μακρόθεν, Μωϋσής δε εισήλθεν εις τον γνόφον, ου ην ο Θεός» (Εξ. κ’ 21), και επειδή συνωμίλησε με τον Θεόν τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, δια τούτο εφωτίσθη παρ’ εκείνου και ερρητόρευσεν: ήτοι εκήρυξεν εις τον Ισραηλίτην λαόν τον νόμον όπου έγραψεν ο Θεός με τον δάκτυλόν του επάνω εις τας δύο πλάκας: ήτοις τας δέκα εντολάς. ομοίως εκήρυξε και τας άλλας προσταγάς του Θεού, όσαι είναι γεγραμμέναι εις το Βιβλίον της Εξόδου και του Λευϊτικού και του Δευτερονομίου.  Επειδή δε ετίναξεν από τον νουν του, όστις είναι το ομμάτι της ψυχής, κάθε ιλύν (ακαθαρσίαν) των παθών και κάθε γήϊνον φρόνημα, δια τούτο ηξιώθη να ιδή τον όντως Όντα Θεόν, καθώς είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον. «Είπε, φησίν, ο Θεός προς Μωϋσήν. εγώ ειμι ο Ων. και είπεν. ούτως ερείς τοις Υιοίς Ισραήλ. ο Ων απέσταλκέ με» (Εξ. γ’ 14) . εις τους καθαρούς γαρ την καρδίαν και τον νουν ο Θεός μυστικώς εποπτάνεται κατά το «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’ 8).  Αξιωθείς δε να ιδή τον Θεόν, εδιδάχθη παρ’ αυτού μυστικώς και την γνώσιν του Πνεύματος.
            Τούτο δε νοείται διχώς. πρώτον, καθότι το μυστήριον της Αγίας Τριάδος ήτον μυστικώς αποκεκαλυμμένον εις τους Προφήτας, και μάλιστα εις τον πρώτον των Προφητών και Θεόπτην Μωϋσέα. διό και ο ίδιος Μωϋσής έλεγεν. «Άκουε Ισραήλ. Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις εστι», (Δευτ. στ’ 4), το τρισυπόστατον του Θεού δια τούτου δηλών, Πατρός δηλαδή, Υιού και Αγίου Πνεύματος. και εις πάμπολλα δε μέρη των θεοπνεύστων βιβλίων του, και μάλιστα εις την Έξοδον και εις τους Αριθμούς αναφέρει ιδιαιτέρως περί του Αγίου Πνεύματος. το οποίον δεν ήθελε γράψη, εάν δεν εμυσταγωγείτο εν τω αδύτω εκείνω γνόφω την γνώσιν του Αγίου Πνεύματος. η τάξις γαρ της Αγίας Τριάδος εστίν αύτη, να ανάγεται ο νους από το Πνεύμα εις τον Υιόν, και δια του Υιού να ανάγεται εις τον Πατέρα, ως λέγει ο μέγας Βασίλειος. «Ημείς υποδεχόμενοι τα δώρα, πρώτον εντυγχάνομεν τω διαμένοντι (ήτοι τω Πνεύματι) . είτα εννοούμεν τον αποστείλαντα (ήτοι τον Υιόν) . είτα ανάγομεν την ενθύμησιν επί την πηγήν και αιτίαν των αγαθών» (ήτοι τον Πατέρα) (κεφάλαιον ιστ’ περί του Αγίου Πνεύματος).  Πως λοιπόν εδύνατο ο Μωϋσής να αναχθή εις την γνώσιν του Υιού και του Πατρός, χωρίς της γνώσεως του Αγίου Πνεύματος; τούτο είναι αδύνατον.  Αλλά και πάσα η των αγαθών χορηγία η εις ημάς γινομένη, εκ Πατρός πρόεισι δι’ Υιού εν Πνεύματι, κατά τον αυτόν Βασίλειον. διό, αν ο Μωϋσής έλαβε το χάρισμα εκ του Πατρός, πρόδηλον ότι το έλαβε δι’ Υιού εν Πνεύματι. επειδή όπου Πατήρ εστίν, εκεί και Υιός και Πνεύμα.  φεράλληλα γαρ ταύτα και αχώριστα είναι κατά τον μέγαν Αθανάσιον.
            Δεύτερον, διότι αν κατά τον Ιώβ «Πνοή Παντοκράτορος εστιν η διδάσκουσα» (Ιώβ λβ’ 8) . και κατά τον Κορυφαίον Πέτρον «Υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν οι άγιοι Θεού άνθρωποι» (β’ Πέτ. α’ 21), πως ήτον τρόπος να ρητορεύση τον θείον Νόμον ο Μωϋσής, χωρίς την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος;  Φανερόν λοιπόν είναι ότι ο Μωϋσής εν τω Σιναίω όρει συνομιλών με τον Θεόν, έμαθε το τρισυπόστατον του Θεού, και εδιδάχθη την γνώσιν του Πνεύματος. όθεν ταύτα μαθών, εγέραιρε και εδοξολόγει τον Θεόν όπου τον εδίδαξε με ένθεα και θεοπρεπή άσματα.  Όρα δε ότι ο Ειρμός ούτος επροσαρμόσθη από τον Μελωδόν και εις την πρώτην Ωδήν, και εις την υπόθεσιν της εορτής. επροσαρμόσθη εις την πρώτην Ωδήν, διότι φέρει παράδειγμα τον Μωϋσήν, όστις είναι ποιητής της πρώτης Ωδής. επροσαρμόσθη κι εις την υπόθεσιν της εορτής, διότι, καθώς ο Μωϋσής βραδύγλωσσος πρότερον ων και αργοκίνητος εις το λαλείν, ύστερον μυηθείς από τον Θεόν και από την γνώσιν του Πνεύματος, έγινε ρήτωρ εύλαλος. τοιουτοτρόπως και οι Απόστολοι, άσοφοι πρότερον όντες και ιδιώται κατά τον λόγον, ύστερον υπό του Αγίου Πνεύματος στομωθέντες, έγιναν σοφοί και ρήτορες, μάλλον δε, και των σοφών σοφώτεροι, και των ρητόρων ρητορικώτεροι.
Τροπάριον.
                        Έφη το σεπτόν και σεβάσμιον στόμα.
                        Νοσφισμός υμίν ου γενήσεται φίλοις.
                        Εγώ γαρ εις πατρώον ύψιστον θρόνον
                        Συνεδριάζων, εκχεώ του Πνεύματος,
                        Λάμψαι ποθούσι, την χάριν την άφθονον.
Ερμηνεία.
            Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από τας Πράξεις των Αποστόλων όπου λέγει ο Κύριος προς τους Αποστόλους. «Και συναυλιζόμενος[68] παρήγγειλεν αυτοίς από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του Πατρός ην ηκούσατέ μου» (Πράξ. α’ 4) . και πάλιν. «Και ιδιού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του Πατρός μου εφ’ υμάς. υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ» (Λουκ. κδ’ 49).  Λέγει λοιπόν ο Μελωδός. Το σεπτόν και σεβάσμιον στόμα (ήτοι ο Δεσπότης Χριστός. περίφρασιν γαρ ρητορικήν μεταχειρίζεται εδώ, ήτις γίνεται με περισσοτέρας λέξεις προς αύξησιν επαίνου του υποκειμένου προσώπου. ούτω λόγου χάριν, αντί να ειπούμεν, ούτος εστιν ο Πατήρ μου, λέγομεν, ούτος εστιν ο χαρισάμενός μοι το είναι, και το φως της ζωής. ούτω και ο Ποιητής, αντί να ειπή, Αλκίνοον, λέγει, Ιερόν μένος Αλκινόοιο) είπε προς τους μαθητάς του. να μη γένη εις εσάς τους ιδικούς μου φίλους και μαθητάς νοσφισμός (ήτοι χωρισμός) . διότι εγώ, εφ’ ου αναληφθώ εις τους Ουρανούς και συνεδριάσω (ητοι συγκαθίσω) εις τον υψηλότατον θρόνον του Πατρός μου, θέλω εκχύσει από εκεί το Πνεύμα το Άγιον προς εσάς τους αποστόλους μου και εις όλους εκείνους όπου ποθούν να λάμψη εις την ψυχήν των η πλουσία και άφθονος χάρις του Πνεύματος.
            Αύτη ήτον η τριπόθητος επαγγελία και υπόσχεσις, την οποίαν υπεσχέθη ο άναρχος Πατήρ να δώση εις τους ανθρώπους. καθώς είπεν ανωτέρω ο Κύριος, τουτέστιν η δια του Προφήτου Ιωήλ προφητευθείσα λέγοντος. «Και έσται μετά ταύτα, εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα (δηλαδή την πιστεύσασα κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον), και προφητεύσουσιν οι Υιοί υμών, και αι θυγατέρες υμών, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται, και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται» (Ιωήλ. γ’ 28).  Διατί δε ο μεν Μονογενής Υιός είπεν ανωτέρω ότι του Πατρός ητον η επαγγελία αύτη «Εκχεώ από του Πνεύματός μου», εδώ δε λέγει τούτο ο Μελωδός από μέρους του Υιού; Εις λύσιν της απορίας αποκρινόμεθα ότι επειδή η Αγία Τριάς είναι ταυτοδύναμος και ταυτοενεργής, και ό,τι αν ενεργή ο Πατήρ, ενεργεί τούτο και ο Υιός κατά την κοινήν δόξαν των Θεολόγων, δια τούτο και η επαγγελία του Πατρός η περί του Πνεύματος λέγεται και επαγγελία του Υιού. και το, Εκχεώ, λεγόμενον εκ μέρους του Πατρός, δύναται να λέγεται και εκ μέρους του Υιού, αν και ο Υιός αναφέρη πάντα προς τον Πατέρα, τιμών αυτόν ως αρχήν, κατά τον Θεολογον Γρηγόριον (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν).  Όρα δε ότι εις τους ποθούντας δίδοται η χάρις του Πνεύματος. ο γαρ πόθος και η αγάπη είναι το δεκτικόν δοχείον της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. και αν το δοχείον: ήτοι ο πόθος, είναι μεγαλύτερος, ή μικρότερος, ο ποθών λαμβάνει την χάριν περισσοτέραν ή ολιγωτέραν. ώστε οι μη έχοντες πόθον και αγάπην υστερούνται της χάριτος. αν γαρ και χάρις είναι, αλλ’ ου τοις τυχούσιν, αλλά τοις ποθούσι δίδοται.
Τροπάριον.
                        Όρος βεβηκώς, ατρεκέστατος Λόγος,
                        Γαληνόμορφον εκτελεί την καρδίαν.
                        Έργον γαρ εκπεράνας, εύφρανε φίλους,
                        Πνοή βιαία, και πυρός γλωττήμασι
                        Νείμας το Πνεύμα Χριστός, ως υπέσχετο.
Ερμηνεία.
            Του Τροπαρίου τούτου η αρχή ερανίσθη από τον δεύτερον λόγον περί Υιού του Θεολόγου Γρηγορίου. εκεί γαρ ο υψηλόνους εκείνος λέγει ούτω. «Δια τούτο λέγεται Λόγος ο Υιός, ως όρος προς το οριζόμενον. επειδή και τούτο λέγεται λόγος. ο γαρ νενοηκώς, φησί, τον Υιόν, (τούτο γαρ εστί το, εωρακώς) νενόηκε τον Πατέρα. και σύντομος απόδειξις και ραδία της του Πατρός φύσεως ο Υιός. γέννημα γαρ άπαν του γεγεννηκότος σιωπών Λόγος».  Τούτο λοιπόν ερανισθείς ο Μελωδός ούτω λέγει. Ο Μονογενής και Ομοούσιος Υιός του Θεού, όστις είναι ορισμός βεβηκώς (ήτοι ακίνητος και αμετάθετος) και Λόγος ατρεκέστατος (ήτοι αληθέστατος) του Πατρός, ταυτόν ειπείν, ζων και ενυπόστατος Λόγος του Πατρός απετέλεσε σήμερον τας καρδίας των αγίων του Αποστόλων γαληνομόρφους, ιλαράς και ειρηνικάς.
            Έως δε να δεχθούν την χάριν του Αγίου Πνεύματος οι θείοι Απόστολοι δεν είχον τελείαν ειρήνην και αταραξίαν εις την καρδίαν των, αλλ’ εμερίζοντο εις διαφόρους λογισμούς. όταν δε έλαβον την χάριν και ενέργειαν του ειρηνοδώρου και ειρηνοποιού Πνεύματος, τότε ειρήνευσαν με τελειότητα, και εστερεώθησαν οι λογισμοί των, και η καρδία τωνν έγινε παρεία, ειρηνική και γαληνόμορφος περισσότερον, παρά ό,τι η θάλασσα φαίνεται τοιαύτη εν καιρώ γαλήνης μεγάλης.  Εγώ δε στοχάζομαι ότι δια τούτο είπε την καρδίαν των Αποστόλων γαληνόμορφον ο Μελωδός, δια να φανερώση ότι, καθώς όταν είναι γαληνιαία η θάλασσα, δεχομένη τας ακτίνας του ηλίου εις την επιφάνειαν της, αντανακλά ταύτας και αυτή από λόγου της, ώστε δεν δύναται τινάς να την ιδή, τοιουτοτρόπως και η καρδία των Αποστόλων, δεξαμένη τας ακτίνας του υπερουσίου Ηλίου του Αγίου Πνεύματος, αντανακλούσε και αυτή ταύτας από λόγου της, δια την βαθείαν ειρήνην όπου είχεν. ώστε εφαινετο και αυτή άλλος ήλιος δια να μεταδίδη και εις τους άλλους την του Πνεύματος έλλαμψιν.  όθεν προσφυώς είπεν ο μέγας Βασίλειος. «Ώσπερ τα λαμπρά και διαφανή των σωμάτων, ακτίνος αυτοίς εμπεσούσης αυτά τε γίνεται περιλαμπή, και ετέραν αυγήν αφ’ εαυτών αποστίλβει. ούτως αι πνευματοφόροι ψυχαί, ελλαμφθείσαι παρά του Πνεύματος, αυταί τε αποτελούνται πνευματικαί, και εις ετέρους την χάριν εξαποστέλλουσιν» (Κεφάλαιον θ’ περί του Αγίου Πνεύματος).
            Δια τούτο και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος είπε. «Το Πνεύμα το Άγιον ελθόν εις την ψυχήν του ανθρώπου, το χωρητικόν των χαρισμάτων δώρον την των λογισμών ειρήνην, τα πρώτα χορηγεί» (Λόγος εις την Ξένην).  Αύτη δε, κατά τους Νηπτικούς Πατέρας, είναι η διαφορά της ενεργείας του αγαθού Πνεύματος, και του εναντίου. καθότι η μεν ενέργεια του Αγίου Πνεύματος προξενεί εις την καρδίαν ειρήνην, αφοβίαν και αταραξίαν. η δε ενέργεια του αντικειμένου Πνεύματος (του Διαβόλου) προξενεί εκ του εναντίου φόβον και ταραχήν.  Δια τουτο ο μεν άγιος Βαρσανούφιος καθολικώς λέγει ότι κάθε ταραχή είναι εκ του Διαβόλου. ο δε Αββάς Ισαάκ αποφαίνεται ότι κάθε σύγχυσις είναι όχημα Διαβολικόν, και πρεπόντως, επειδή ό,τι φυσικώς έχει έκαστος, εκείνο μεταδίδει και εις τους άλλους. όθεν το μεν Άγιον Πνεύμα, φύσει Πνεύμα ον της ειρήνης, ειρήνην και παρέχει. ο δε Διάβολος, φύσει πνεύμα ον ταραχής και φόβου, ακολούθως μεταδίδει και εις τους άλλους φόβον και ταραχήν. ώστε εκ της ενεργείας και του αποτελέσματος το κάθε πνεύμα γνωρίζεται. όθεν και ο Παύλος καρπόν του Πνεύματος ωνόμασε την ειρήνην, ειπών. «Ο καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη» (Γαλ. ε’ 22).
            Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός ότι ο Δεσπότης Χριστός, αφ’ ου ετελείωσε το έργον, δια το οποίον επέμφθη εις τον Κόσμον παρά του Πατρός: ήτοι αφ’ ου ετελείωσεν όλην την ένσαρκον οικονομίαν. «Το έργον, έλεγε προς τον Πατέρα ο ίδιος, ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω» (Ιωάν. ιζ’ 4) . τ΄τοτε εύφρανε τους πεφιλημένους μαθητάς του και Αποστόλους, διαμοιράσας εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα, καθώς υπεσχέθη, με την βιαίαν και σφοδράν πνοήν, και με τας γλώσσας του πυρός.  Εύφρανε δε είπε, δια να φανερώση την ανεκλάλητον ευφροσύνην και χαράν όπου προξενεί το Πνεύμα το Άγιον εις τας καρδίας εκείνας όπου εμπνεύση. όθεν μερικοί ετυμολογούντες την χάριν του Αγίου Πνεύματος, λέγουν ότι δια τούτο λέγεται χάρις, διότι προξενεί χαράν εις τας ψυχάς των Πνευματοφόρων ανδρών. όθεν ο Παύλος καρπόν του Αγίου Πνεύματος ωνόμασε την χαράν, ειπών. «Ο καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά» (Γαλ. ε’ 22).  Δια τούτο και ο θείος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας ερμηνεύων το του Σοφονίου λόγιον «Κύριος ο Θεός εν σοι, δυνατός σώσει σε, επάξει επί σε ευφροσύνην», λέγει. «Κατώκηκε γαρ ο Χριστός εν ταις Καρδίαις ημών δια του Πνεύματος, και ταύτην εφ’ ημάς επήγαγε, την νοητήν δηλονότι και αξιόληπτον ευφροσύνην. τι γαρ έτερον αν είη το μεταλαβείν του Αγίου Πνεύματος, η τέρψις και χαρά και πνευματικής είδος ευφροσύνης;» (Τόμω Γ’).
Ωδή γ’. Ο Ειρμός.
Έρρηξε γαστρός ητεκνωμένης πέδας,
                        Ύβριν τε δυσκάθεκτον ευτεκνουμενης,
                        Μόνη προσευχή της Προφήτιδος πάλαι,
                        Άννης φερούσης πνεύμα συντετριμμένον,
                        προς τον δυνάστην, και Θεόν των γνώσεων.
Ερμηνεία.
            Τον Ειρμόν τούτον συγκολλά και προσαρμόζει ο Μελωδός τόσον με την τρίτην Ωδήν, διότι εις αυτήν αναφέρει το όνομα της Άννης της ποιητρίας της τρίτης Ωδής, όσον και με την εορτήν του Αγίου Πνεύματος, διότι αναφέρει εις αυτόν το συντετριμμένον Πνεύμα εκείνης.  Λέγει λοιπόν ούτω. Μοναχή η προσευχή της παλαιάς εκείνης Προφήτιδος Άννης έλυσε μεν τα φυσικά δεσμά της κοιλίας της, ήτις ήτον άτεκνος και στείρα εκ φύσεως. «Συνέκλεισε, φησί, Κύριος τα περί την μήτραν αυτής, του μη δούναι αυτή παιδίον» (α’ Βασιλ. α’ 6). έλυσε δε την ακράτητον ύβριν και καταφρόνησιν της ευτεκνουμένης Φενάννας, ήτις με το να ήτον εύτεκνος φύσει και πολύγονος, ύβριζε και εκαταφρόνει εξ υπερηφανείας την ευλογημένην Άνναν, ως στείραν και άγονον, μη συλλογιζομένη η ανόητος, ότι και η ιδική της ευτεκνία και πολυγονία, και η ατεκνία και στείρωσις της Άννης προήρχοντο εκ φύσεως κατά θέλημα θείον. λέγει γαρ ο Ησαΐας εκ προσώπου του Θεού. «Εγώ γεννώσαν και στερίαν εποίησα» (Ησ. ξστ’ 9) . όθεν δε έπρεπεν ούτε ννα καυχάται και να υπερηφανεύεται δια ένα καλόν όπου δεν εκατώρθωσεν αυτή με τας αρετάς της, αλλά τη εδόθη προίκα εκ φύσεως, ούτε πάλιν να υβρίζη και να καταφρονή την Άνναν, δια ένα ελάττωμα, το οποίον δεν προήλθεν από κακίαν της, αλλά από πάθος της φύσεως[69]. 
            Πως δε, και διατί η προσευχή της Άννης έλυσε τα δεσμά της στειρώσεως της;  Επειδή αυτή ήτον συντροφευμένη με ένα πνεύμα συντετριμμένον και τεταπεινωμένον, το οποίον είναι μία θυσία ευπρόσδεκτος εις τον Θεόν υπέρ πάσας τας θυσίας των ζώων και τα ολοκαυτώματα, κατά τον Δαβίδ λέγοντα. «Ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν. ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον» (Ψαλ. ν’ 10-19).  Τοιούτον συντετριμμένον και τεταπεινωμένον πνεύμα επρόσφερεν η Άννα τότε εις τον μακάριον και μόνον Δυνάστην και Βασιλέα του παντός, καθώς τον ονομάζει ο Παύλος «Ο μακάριος και μόνος Δυνάστης» (α’ Τιμ. στ’ 15), και εις τον Θεόν όλων των γνώσεων, καθώς η ιδία Άννα τον ονομάζει λέγουσα. «Ότι Θεός γνώσεως Κύριος» (α’ Βασιλ. β’ 3).  Θεόν δε γνώσεων ονομάει αυτόν, διότι ο Θεός έχει την γνώσιν των περασμένων, των ενεστώτων και των μελλόντων, και αυτός είναι όπου διδάσκων άνθρωπον γνώσιν» (Ψαλ. 93, 10) . και ο Παροιμιαστής είπε. «Κύριος δίδωσι σοφίαν, και από προσώπου αυτού γνώσις και σύνεσις» (Παρ. β’ 6).
            Πόθεν δε εσυμπέρανεν ο Μελωδός ότι η Άννα είχε πνεύμα συντετριμμένον;  Από τα λόγια της Γραφής. αύτη γαρ λέγει περί της Άννης. «Ούτως εποίει ενιαυτόν κατ’ ενιαυτόν εν τω αναβαίνειν  αυτήν εις οίκον Κυρίου, και ηθύμει και έκλαιε και ουκ ήσθιε» (α’ Βασ. α’ 7) . και πάλιν η αυτή έλεγε προς τον Ηλεί. «Εκ πλήθους αδολεσχίας μου (ήτοι της συχνής προσευχής μου) εκτέτακα έως νυν» (Αυτόθι 16).  Η καρδία λοιπόν της Άννης επαρωμοίαζε με ένα θυμιατήριον, το οποίον κάρβουνα μεν αναμμένα είχε το πνεύμα της συντριβής και ταπεινώσεως. θυμίαμα δε και λιβάνι είχε την νοεράν και εγκάρδιον προσευχήν. όθεν θυμιάσασα με αυτήν τον των όλων Θεόν, κατευθύνθη ενώπιον αυτού η προσευχή της, κατά τον Δαβίδ, και εισηκούσθη. δια τούτο όχι μόνον εγέννησε τον Προφήτην Σαμουήλ, αλλά εγέννησεν ακόμη τρεις Υιούς και δύο θυγατέρας, ως γέγραπται (α’ Βασ. β’ 21) . ει δε λέγει ότι η Άννα δεν εγέννησεν εξ τέκνα, αλλά επτά αποκρινόμεθα ότι το, επτά εκεί νοείται αντί του πολλά, κατά τον Ευθύμιον τον Ζυγαδηνόν. πολλά δε λέγονται και τα εξ.
Τροπάριον.
                        Αληπτός εστιν η Θεαρχικωτάτη.
                        Ρήτρας γαρ εξέφηνε τους αγραμμάτους,
                        Άλις σοφιστάς συστομίζοντας λόγω,
                        Και της βαθείας νυκτός εξαιρουμένους,
                        Λαούς απείρους, αστραπή του Πνεύματος.
Ερμηνεία.
            Θεωρήσας με το διαβατικόν όμμα της διανοίας ο θεσπέσιος Μελωδός το θαύμα όπου ενήργησε σήμερον εις τους Αποστόλους η του Αγίου Πνεύματος χάρις, και όλος εκπλαγείς το μεγαλείον αυτού, ανεβόησεν. Ακατάληπτος είναι η Θεαρχικωτάτη αστραπή και έλλαμψις του Αγίου Πνεύματος. καθώς γαρ του Αγίου Πνεύματος η ουσία είναι ακατάληπτος από κάθε νουν Αγγέλων τε και ανθρώπων. ούτω και η ενέργεια αυτού παρομοίως είναι ακατάληπτος, διότι είναι άπειρος, απερίγραπτος και απεριόριστος. όθεν ο πεπερασμένος νους πως δύναται να χωρήση και απεριόριστος. όθεν ο πεπερασμενος νους πως δύναται να χωρήση τον άπειρον; ο περιωρισμένος πως εμπορεί να περιορίση τον απεριόριστον; και οι Άγγελοι γαρ περιοριστοί εισίν, ως εν τόπω περιεχόμενοι. διότι την απεριόριστον ενέργειαν, και την αστραπήν όλην του Πνεύματος χωρήσαι ου στον ενέργειαν, και την αστραπήν όλην του Πνεύματος χωρήσαι ου δύνανται.
            Θεαρχικωτάτη δε λέγεται η ενέργεια και αστραπή και έλλαμψις του Αγίου Πνεύματος, καθότι αύτη γίνεται αρχή του να θεούνται οι θεούμενοι. το Πνεύμα όμως το άγιον κατ’ ουσίαν υπερέχει και την τοιαύτην θεαρχικωτάτην και φυσικήν αυτού ενέργειαν και αστραπήν, ως η αιτία υπερέχει εξ αυτήν αιτιατά. όθεν είπεν ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος. «Ο πάντων επέκεινα (κατ’ ουσίαν δηλαδή), και υπέρ θεαρχίανεστί και αγαθαρχίαν. και γαρ ει τούτο (το θεοποιόν και αγαθοποιόν δώρον δηλ.) αρχή γίνετια του θεούσθαι και αγαθύνεσθαι τους θεουμένους και αγαθυνομένους, ο πάσης αρχής υπεράρχιος και της ούτω λεγομένης Θεότητος ως θεαρχίας και αγαθαρχίας εστίν επέκεινα» (Επιστολή β’ προς Γάϊον).  Επειδή δε το Πνεύμα Θεός έστι, και θεοποιεί τους μετέχοντας αυτού, δια τούτο και του θεοποιού δώρου, καθ ο θεοποιεί, υπερέχει.
            Ακολούθως δε κατασκευάζει ο Μελωδός και διατί η αστραπή του Πνεύματος είναι ακατάληπτος. επειδή, λέγει, αυτή περιλάμψασα μόνον τους Ιερούς Αποστόλους, ευθύς χωρίς παράστασιν καιρού απέδειξε ρήτορας πολυφθόγγους τε και πολυφώνους τους πρώην όντας αγραμμάτους, και ικανούς να επιστομίζουν με τον λόγον, τον συντετμημένον δηλαδή κατά τον Ησαΐαν λέγοντα «Λόγον συντελών και συντέμνων τον εν δικαιοσύνη» (Ησ. ι’ 22), τους σοφιστάς Έλληνας, τους εις τα σαθρά σοφίσματα καταγινομένους. όθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Ταύτην επαινώ την σοφίαν εγώ, και ταύτν ασπάζομαι, δι’ ης αγενείς εδοξάσθησαν, και μεθ’ ής αλιείς την οικουμένην όλην τοις του Ευαγγελίου δεσμοίς εσαγήνευσαν, τω συντετελεσμένω και συντετμημένω λόγω την καταργουμένην σοφίαν νικήσαντες» (Λόγος περί χαλάζης).
            Αυτή ακόμη η αστραπή του Αγίου Πνεύματος απέδειξε τους Αποστόλους άλλους ηλίους, οίτινες ελευθέρωναν από την βαθείαν νύκτα της ασεβείας και κακίας τους απείρους λαούς, τόσον των Ιουδαίων, όσον και των Εθνικών. τοιαύτη γαρ είναι η αστραπή και το πυρ του Πνεύματος, αδελφοί, και τοιαύτας θαυμαστάς και παραδόξους μεταβολάς απεργάζεται. τους αγραμμάτους ρήτορας αποδείχνει. τους ασόφους, σοφούς. τους δειλούς ανδρείους. τους αγενείς, ευγενείς. και τους εξουθενημένους, εκλεκτούς και ενδόξους.  Σημείωσαι ότι άλλοι μεν εις το «Αληπτός έστιν η θεαρχικωτάτη» προσθέτουσιν έξωθεν το, Τριάς, ούτω. «Αληπτός εστιν η θεαρχικωτάτη Τριάς». το δε «Αστραπή» κατά δοτικήν αναγινώσκουσιν. εγώ δε αρκέσθηκα εις την του Ανωνύμου ερμηνείαν, ως ευληπτοτέραν, και χωρίς προσθήκας ορθώς προβαίνουσαν. τι γαρ δει πληθύνειν τα όντα άνευ ανάγκης και το φιλοσοφικόν θεόσφατον;
Τροπάριον.
                        Ην εκπορευτόν εξ αγεννήτου φάους,
                        το πανθσενουργόφωτον άφθιτον σέλας,
                        Ου την δι Υιού πατρικής εξουσίας,
                        Νυν εμφανίζει συμφυή φρυκτωρίαν,
                        Πυρώδες ήχος εν Σιών τοις ένθενσιν.
Ερμηνεία.
            Η Αγία και Μακαρία Τριάς, ο εις Θεός των όλων και ως αΐδιον, άκτισον και ακρότατον. φως γαρ εστίν ο Πατήρ, φως ο Υιός και Λόγος αυτού, φως το Πνεύμα το Άγιον. όθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Θεός εστι φως ακρότατον και απρόσιτον και άρρητον. ούτε νω καταληπτόν, ούτε λόγω ρητόν. πάσης φωτιστικόν λογικής φύσεως.  τούτο εν νοητοίς ον, όπερ εν αισθητοίς ήλιος, όσον αν καθαιρώμεθα, φανταζόμενον, και όσον αν φαντασθώμεν, αγαπώμενον, και όσον αγαπήσωμεν, αύθις νοούμενον. αυτό εαυτού θεωρητικόν τε και καταληπτικόν, ολίγα τοις έξω χεόμενον. φως δε λέγω το εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, ων πλούτος η συμφυΐα, και το εν έξαλμα της λαμπρότητος» (Λόγος εις το Άγιον Βάπτισμα) . και πάλιν. «Θεού δε όταν είπω, ενί φωτί περιαστράφθητε και τρισίν» (Λόγω εις τα Φώτα).  Λέγει δε και ο θεοφόρος Μάξιμος ιδία περί του Αγίου Πνεύματος. «Ώσπερ ουκ έστι χωρίς ηλιακού φωτός οφθαλμόν αντιλαμβάνεσθαι ουποτ’ αν δέξηται θεωρίαν πνευματικήν. το μεν γαρ αισθητόν φως κατά φυσν φωτίζει την αίσθησιν προς την των σωματικών αντίληψιν. το δε πνευματικόν προς την θεωρίαν τον νουν καταυγάζει προς κατανόησιν των υπέρ αίσθησιν» (Κεφάλαιον ιζ’ της στ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).  Τούτο λοιπόν ηξεύρων ο θεσπέσιος Μελωδός ούτω λέγει εν τω παρόντι Τροπαρίω ότι το άφθαρτον φως το Πανάγιο Πνεύμα, το παντοδύναμον ον εις την ποίησιν των νοητών και αισθητών φώτων, είναι εκπορευτόν μεν (ήτοι λαμβάνει την ύπαρξιν ου γεννητώς, αλλ’ εκπορευτώς) από το φως το αγέννητον: ήτοι από τον Πατέρα, τον μη παρ’ άλλης γεννώμενον υποστάσεως, μηδέ αρχήν έχοντα του είναι, αλλ’ άναρχον και αναίτιον όντα. δια του Υιού δεν φανερούται εις την κτίσιν και μεταδίδοται. έφη γαρ ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. «Το Πνεύμα το Άγιον και εκ του Πατρός λέγομεν, και Πνεύμα Πατρός ονομάζομεν. εκ του Υιού δε το Πνεύμα ου λέγομεν, Πνεύμα δε Υιού ονομάζομεν, και δι’ Υιού πεφανερώσθαι και μεταδίδοσθαι ημίν ομολογούμεν» (Βιβλίον α’). Ει δε η συμφυής φρυκτωρία του Πνεύματος νοηθή αντί της φυσικής αυτούς ελλάμψεως, λέγομεν ότι και επέμφθη εκ του Πατρός δια του Υιού, κατά το «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός» (Ιω. ιε’ 26).
            Το Πνεύμα λοιπόν το Άγιον, ή η συμφυής φρυκτωρία του Πνεύματος, ενεφανίσθη σήμερον εις τα Έθνη (ήτοι εις τα πλήθη των Εβραίων, τα εν διαφόροις Έθνεσι διεσπαρμενα και εν τη Σιών και Ιερουσαλήμ τότε ευρισκόμενα) δια του βιαίου εκείνου ήχου, εν είδει πυρίνων γλωσσών κατελθόν εις τους Αποστόλους. «Εγένετο γαρ, φησίν, άφνω εκ του Ουρανού ήχος, και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός» (Πράξ. β’ 2-3).  Το Ήχος εδώ δεν είναι αρσενικόν, Ο ήχος, αλλά ουδέτερον, Το ήχος. όθεν κατ’ αυτό έγινεν ουδέτερον και το, Πυρώδες. εποίησε δε τούτο ο Μελωδός δια δύο αίτια, πρώτον, δια το μέτρον, επειδή αν ήτον αρσενικόν Ο ήχος, έμελλε να είναι και το επίθετον αρσενικόν, ήγουν Ο πυρώδης. όθεν ο Δης μακρόν ον, ομοίως και το Η του Ήχος εποίουν πόδα σπονδείον, όστις εν τω δευτέρω ποδί των Ιάμβων χώραν δεν έχει. δεύτερον δια την συνήθειαν των Ποιητών, οίτινες αρσενικά μεταβάλλουσιν εις ουδέτερα, ζυγά λέγοντες και κύκλα, αντί ζυγούς και κύκους, και άλλα όμοια.
            Απορεί δε ο Θεολόγος Γρηγόριος. από ποίαν αιχμαλωσίαν διεσπάρησαν οι Ιουδαίοι εις τα Έθνη, και τότε ήλθον εις τα Ιεροσόλυμα δια να εορτάσουν το Πάσχα και την Πεντηκοστήν; Λύων ουν την απορίαν, λέγει ότι από την αιχμαλωσίαν του βασιλέως Αντιόχου αυτοί διεσπάρησαν. ή και επειδή το γένος των Ιουδαίωναπό διαφόρους αιχμαλωτίσθη, και άλλοι μεν από τους Ιουδαίους εγύρισαν οπίσω εις την Ιερουσαλήμ, άλλοι δε έμειναν εις τας πόλεις και τόπους, όπου αιχμαλωτίσθησαν και διεσπάρθησαν. δια τούτο όσοι έμειναν από εκείνους ήλθον εις την Ιερουσαλήμ, και είδον το κατά την Πεντηκοστήν γενόμενον θαύμα (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
Ωδή δ’ Ο Ειρμός.
                        Άναξ ανάκτων, οίος εξ οίου μόνος.
                        Λόγος προελθών, Πατρός εξ αναιτίου,
                        Ισοσθενές σου Πνεύμα τοις Αποστόλοις,
                        Νημερτές εξέπεμψας ως ευεργέτης,
                        Άδουσι. Δόξα τω κράτει σου, Κύριε.
Ερμηνεία.
            Τον πρώτον Ιαμβικόν στίχον ερανίσθη ο Μελωδός από τον πρώτον ηρωϊκόν λόγον, τον εις τα Απόρρητα του Θεολόγου Γρηγορίου. λέγει γαρ αυτός εκεί περί του Υιού. «Οίος και μούνοιο μονώτατος, ισοφέριστος» (Ο Υιός δηλαδή).  Όθεν επιστρέφων προς τον Μονογενή Υιόν, ούτω φησί. Συ ο ενυπόστατος και ζων Λόγος, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων εγεννήθης μόνος από μόνον τον Πατέρα, τον μη έχοντα αρχήν και αιτίαν του είναι.  Επρόσθεσε δε ο Μελωδός το, Μόνος, διότι το, Οίος, Μόνος σημαίνει. ή κατά πλεονασμόν και περίσσειαν, καθώς συνειθίζουν οι Ποιηταί. ή προς βεβαίωσιν περισσοτέραν, δια να δείξη. ότι μόνος ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και ουκ άλλος. ει γαρ και το Πνεύμα το Άγιον είναι εκ του Πατρός, ου γεννητώς όμως και υιϊκώς, αλλ’ εκπορευτώς, άλλος τρόπος υπάρξεως ούτος, κατά τον θείον Δαμασκηνόν, άρρητος τε και άγνωστος. όθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Αληθώς Υιόν τον Υιόν Ομολογούμεν, ότι μόνος και μόνου και μόνως και μόνον. ου γαρ και Πατήρ» (Λόγος προς Ήρωνα τον φιλόσοφον). Δηλούσι δε ταύτα ότι μόνος ο Υιός (Μονογενής γαρ) μόνου του Πατρός είναι Υιός, και ου μετά συζυγίας. και μόνως (ήτοι ιδιοτρόπως) γεννάται, και ουχ ως τα σώματα. και μόνον είναι Υιός, ουχί δε και Πατήρ.
            Συ λοιπόν, λέγει, ο εκ του Πατρός γεννηθείς, επειδή εφάνης παντοδαπός και κοινός ευεργέτης του ανθρωπίνου γένους δια της ενσάρκου Σου οικονομίας, δια τούτο έπεμψας σήμερον την πλέον μεγαλυτέραν ευεργεσίαν: ήτοι το Άγιον Πνεύμα Σου, το οποίον είναι ισοσθενές: ήτοι ίσον και ταυτόν με Σε κατά την δύναμιν. αυτό είναι νημερτές: ήτοι αληθινόν, και πόρρω παντός ψεύδους. Θεός γαρ εστίν αληθινός, εκ Θεού αληθινού εκπορευόμενον εκ του Πατρός. διό και ψεύδεσθαι ου δύναται. «Γενέσθω, φησίν ο Απόστολος, ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης» (Ρωμ. γ’ 4) . όθεν και Πνεύμα της αληθείας ωνομάσθη (Ιω. ιστ’ 13).  Ο δε Χρυσορρήμων λέγει. «Έστι τοίνυν Πνεύμα Άγιον, Πνεύμα το της αληθείας, ως αν τις είποι Πνεύμα του Υιού», επειδή λέγει ο Σωτήρ. «Εγώ ειμί η αλήθεια» .  ως φησιν ο Παύλος. «Εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού» (Λόγω περί του Αγίου Πνεύματος, Τόμω στ’ ου η αρχή «Χθες ημίν, ω φιλόχριστοι»).  Νημερτές δε ετυμολογείται από του Νη στερητικού και του Αμαρτώ, νηαμαρτές, και συγκοπή νημαρτές, και τροπή του α’ εις ε’ νημερτές: ήτοι το μη αμαρτάνον της αληθείας, τουτέστι το αληθές.  Η ετυμολογείται από του Νη στερητικού και του Μέρομαι (μερίζομαι) . ο γαρ αληθής ου μερίζεται κατά τον νουν, αλλ’ ενοειδής εστίν. ο δε ψευδόμενος εις πολλά σχίζεται και μερίζεται. όθεν και το ψεύδος πολυσχιδές είναι και λέγεται.  και την μεν πρώτην ετυμολογίαν ο Βαρίνος λέγει, την δε δευτέραν άλλος τις.
            Οι Ιεροί Σου δε Απόστολοι, Χριστέ, λαβόντες την χάριντου Αγίου Σου Πνεύματος, ευχαρίστουν και έψαλλον. Δόξα και αίνεσις εις το κράτος Σου, Κύριε, να είναι.  Λέγει δε τούτο το λόγιον ο Μελωδός, δια να δείξη ότι είναι Ωδή Τετάρτη, της οποίας είναι τούτο το λόγιον χαρακτηριστικόν, ερανισθέν ίσως από το «Κύριος ο Θεός μου δύναμίς μου» (Αβ. γ’ 19).
Τροπάριον.
                        Λουτρόν το θείον της παλιγγενεσίας,
                        Λόγω κεραννύς συντεθειμένη φύσει,
                        Ομβροβλυτείς μοι ρείθρον εξ ακηράτου,
                        Νενυγμένης Σου πλευράς, ω Θεού Λόγε,
                        Επισφραγίζων τη ζέσει του Πνεύματος.
Ερμηνεία.
            Περί του αγίου Βαπτίσματος διαλαμβάνει το Τροπάριον τούτο, αγαπητοί. επειδή γαρ ο άνθρωπος διπλούς είναι εκ ψυχής και σώματος συγκείμενος, εκ ψυχής αοράτου κα σώματος ορατού, δια τούτο και το άγιον Βάπτισμα σύνθετον είναι εξ ύδατος και Πνεύματος. ίνα δια μεν του ορατού ύδατος, καθαρισθή το ορατόν σώμα, δια δε του αοράτου Πνεύματος του συνόντος τω Βαπτίσματι καθαρισθή η αόρατος ψυχή.  Ταύτα λοιπόν θέλων να φανερώση ο Μελωδός εν τω Τροπαρίω αυτώ, επιστρέφει εις τον Χριστόν και λέγει. Ω ενυπόστατε Λόγε του Θεού, Συ πρότερον μεν εκέρασας με λόγον μόνον το θείον λουτρόν της παλιγγενεσίας: ήτοι το Άγιον  Βάπτισμα, δια μέσου του οποίου η φθαρείσα φύσις των ανθρώπων πάλιν γεννάται μυστικώς.  Δια ποίον δε τούτο εκέρασας; Χάριν της συνθέτου φύσεως των ανθρώπων εκ ψυχής και σώματος. ούτω γαρ είπας προς τον Νικόδημον τον νυκτερινόν Μαθητήν. «Αμήν αμήν λέγω σοι. εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Ιω. γ’ 3) . ούτος δε ο Λόγος του Κυρίου ήτον ως μία προδιάθεσις, πόρρωθεν προετοιμάζων το μυστήριον του αγίου Βαπτίσματος.
            Ύστερον δε κρεμάμενος επί του Σταυρού, και λογχευθείς κατά την πλευράν Σου την ακήρατον χάριν εμού του ανθρώπου, αναβύζεις ρείθρον: ήτοι ύδωρ, όπερ και η ορατή ύλη του αγίου Βαπτίσματος. «Εις, φησί, των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ» (Ιω. ιθ’ 34). Και το μεν αίμα αναβλύζει, διότι είναι τέλειος άνθρωπος, το δε ύδωρ, ότι υπέρ άνθρωπον είναι καθώς λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος εις το Πάσχα.  Εδήλου δε το ύδωρ το άγιον Βάπτισμα, κατά τον σχολιαστήν Νικήταν και τον Θεσσαλονίκης ιερόν Συμεών.  Ζεστόν δε το ύδωρ εξήλθε, δια να προτυπώση μυστικώς την ζέσιν και τη ζωοποιόν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος, την συμπαρούσαν τω αγίω Βαπτίσματι.
            Τελευταίον δε αποστείλας σήμερον το Πνεύμα το Άγιον εν είδει πυρίνων γλωσσών, επεσφράγισας το άγιον Βάπτισμα με το πυρκαι την ζέσιν του Αγίου Πνεύματος, όπερ αοράτως πάρεστιν εν τω αγίω Βαπτίσματι ενεργούν και τελεσιουργούν την ημών αναγέννησιν. όθεν δια μεν του Αγίου Πνεύματος επεσφράγισας τον λόγον όπου είπας πρότερον. «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος» . επληρώθη γαρ ούτος δια του Πνεύματος του τελειωτικού του Βαπτίσματος. δια δε της του αυτού Πνεύματος ζέσεως επεσφράγισας την ζέσιν όπου είχε το ύδωρ, το εκ της πλευράς Σου επι του Σταυρού ρεύσαν. η ζέσις γαρ εκείνου προεδήλου την του Βαπτίσματος ζέσιν ως είπομεν. όθεν ίνα παρασταθή η εν τω Βαπτίσματι αύτη ζέσις του Πνεύματος, ζεστόν το ύδωρ τουβαπτίσματος εν τη κολυμβήθρα βάλλεται.  Ότι δε το εν τω Βαπτίσματι διδόμενον Άγιον Πνεύμα σφραγίς και χρίσμα ονομάζεται, τούτο βεβαιούται από το άγιον μύρον, όπερ όταν επιχρίη ο Ιερεύς, λέγει. «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου» . τούτο βεβαιούται και από τον Ιωάννη λέγοντα. «Και υμείς το χρίσμα, ο ελάβετε απ’ αυτού, εν υμίν μένει» (α’ Ιω. β’ 27) . και από τον Παύλον λέγοντα. «Μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού εν ω εσφραγίσθητε εις ημέραν απολυτρώσεως» (Εφ. δ’ 30) . και από τον Αθανάσιον εν τηπρος Σεραπίωνα επιστολή.
Τροπάριον.
                        Κάμπτει τα πάντα τω Παρακλήτω γόνυ,
                        Γόνω τε Πατρός Πατρί συμφυεστάτω.
                        Εν γαρ προσώποις οίδε τριτοίς ουσίαν,
                        Νυμερτές, απρόσιτον, άχρονον, μίαν.
                        Έλαμψε φως γαρ η χάρις του Πνεύματος.
Ερμηνεία.
            Τούτο το Τροπάριον ερανίζεται ο Μελωδός από τον Προφήτην Ησαΐαν, λέγοντα ως εκ προσώπου του Θεού. «Οι λόγοι μου ου αποστραφήσονται, ότι εμοί κάμψει παν γόνυ» (Ησ. με’ 23) . και από τον Παύλον αναφέροντα το ρητόν τουτο του Ησαΐου, και λέγοντα. «Ζω εγώ, λέγει Κύριος, ότι εμοί κάμψει παν γόνυ, και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται τω Θεώ» (Ρωμ. ιδ’ 11) . και πάλιν. «Ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλιπ. β’ 10).  Ταύτα λοιπόν τα ρητά συναθροίσας ο Μελωδός, λέγει ότι όλα τα κτίσματα ουράνια και επίγεια και καταχθόνια κάμπτουσι το γόνυ (ήτοι προσκυνούσιν) ως δούλα, και δοξάζουσι το Παράκλητον Πνεύμα, το τας ημών παρακλήσεις δεχόμενον ως Θεός. ομοίως κάμπτουσι το γόνυ και προσκυνούσιν ως δούλα τον Γόνον του Πατρός: ήτοι τον Μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού. ομοίως κάμπτουσι το γόνυ και προσκυνούσιν ως δούλα τον Πατέρα τον ομοούσιον με τον Μονογενή του Υιόν και με το Άγιον Πνεύμα του.
            Κατασκευάζει δε ακολούθως τα άνωθεν ο Μελωδός, και λέγει την αιτίαν, δια την οποίαν και εις τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος κάμπτουσι το γόνυ, και προσκυνούσιν ως δούλα όλα τα κτίσματα. επειδή, λέγει, όλα τα κτίσματα, μάλιστα δε τα λογικά, ηξεύρουσιν εκ φύσεως ότι εν τοις τρισί προσώπιος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι μία ουσία απρόσιτος και άχρονος νημερτές (ήτοι αληθώς, επίρρημα γαρ λαμβάνεται το Νημερτές, και όχι όνομα).  Ακολούθως δε ο Μελωδός επιφέρει, πόθεν έμαθον τα λογικά κτίσματα ότι ο Θεός είναι τρία πρόσωπα και μία οσία. επειδή, λέγει, η χάρις του Πνεύματος, η επιφοιτήσασα σήμερον εις τους Αποστόλους, έλαμψε φως εις τα λογικά κτίσματα, δια μέσου του οποίου φωτός εγνώρισαν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος. όθεν βλέποντες τα λογικά κτίσματα ότι είναι όντα, εκ τούτου ανέβηκαν εις την γνώσιν του Θεού. βλέποντες δε και την ζωήν και κίνησιν την εν τοις ούσιν ευρισκομένην, εγνώρισαν και το Πνεύμα το Άγιον. ει γαρ το μυστήριον της Αγίας Τριάδος υπερβαίνει τους όρους της φυσικής γνώσεως, και χωρίς αποκάλυψιν δεν καταλαμβάνεται. αλλ’ όμως ελθόν το Πνεύμα το Άγιον, και φωτίσαν τα λογικά κτίσματα τους ανθρώπους, εποίησεν αυτούς δεκτικούς της γνώσεως του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.  Έφη δε και ο Θεοφόρος Μάξιμος. «Εκ των όντων τον των όντων γινώσκομεν αίτιον (ήτοι τον Πατέρα), και εκ της διαφοράς των όντων την ενυπόστατον του όντος διδασκόμεθα σοφίαν (ήτοι τον Υιόν), και εκ της των όντων φυσικής κινήσεως, την ενυπόστατον του όντος μανθάνομεν ζωήν, την των όντων ζωοποιόν δύναμιν, το Πνεύμα το Άγιον» (Κεφάλαιον οα’ της Γ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).
Τροπάριον.
                        Τελείσθε πάντες, τη Θεαρχικωτάτη,
                        Όσοι λατρευταί της Τριφεγγούς ουσίας.
                        Υπερφυώς τελεί γαρ ως ευεργέτης,
                        Και πυρσολαμπεί Χριστός εις σωτηρίαν,
                        Όλην πορίζων την χάριν του Πνεύματος.
Ερμηνεία.
            Όταν ο λαός του Ισραήλ επροσκύνησεν εις το είδωλον του Βεελφεγώρ, λέγει η αγία Γραφή «Ετελέσθη Ισραήλ τω Βεελφεγώρ» (Αριθ. κε’ 3). όπερ δηλοί ότι επροσκύνησε, κατά τον Προκόπιον. ομοίως και ο Δαβίδ είπε. «Ετελέσθησαν (οι Ισραηλίται) τω Βεελφεγώρ» (Ψαλ. ρε’ 28), όπερ ερμηνεύων ο Ευθύμιος, λέγει ότι οι Ιουδαίου έγιναν ως τελετή και εορτή και πανήγυρις εις το Βεελφεγώρ, και εμυήθησαν εις αυτό.  Κατά την ερμηνείαν λοιπόν ταύτην εμπορεί να εξηγηθή και εδώ το, Τελείσθε, όπερ έγραψεν ο Μελωδός εν τω Τροπαρίω τούτω.  Όλοι όσοι προσκυνείτε λατρευτικώς και δουλικώς την Αγίαν Τριάδα, την μίαν μεν ούσαν κατά την ουσίαν και φύσιν, τριφεγγή δε και τρίφωτον κατά τας υποστάσεις και πρόσωπα, όλοι, λέγω, εσείς τελείσθε: ήτοι γίνεσθε τελετή, και εορτάζετε την θεαρχικωτάτην έλλαμψιν και χάριν του Αγίου Πνεύματος του ενός της Τριάδος, η οποία έλλαμψις εν είδει πυρίνων γλωσσών ήλθε σήμερον εις τους Αποστόλους.  Λέγεται δε θεαρχικωτάτη, διότι θεοποιεί εκείνους όπου αξιωθούν να την λάβουν. καθώς είπομεν και εν τη ερμηνεία του «Άληπτός εστιν η θεαρχικωτάτη».  Όλοι μυσταγωγείσθε, και τέλειοι γίνεσθε από τη θεαρχικωτάτην έλλαμψιν του Αγίου Πνεύματος.  Λέγει δε ακολούθως ο Μελωδός και τη αιτίαν, δια την οποίαν πρέπει να τελειούνται. διότι, λέγει, ο Χριστός ο τω Πνεύματι ομοούσιος ως κοινός ημών και παντοδαπός ευεργέτης τελείους απεργάζεται υπέρ τους όρους της φύσεως, και πυρσολαμπεί (ήτοι φωτίζει) ημάς δια την σωτηρίαν ημών. φωτιζόμενοι γαρ παρ’ αυτού, δεν σκοντάβομεν εις τους κρημνούς της αμαρτίας, αλλά περιπατούμεν εις την ευθείαν οδόν της σωτηρίας.
            Πως δε τελει και πυρσολαμπεί ημάς ο Χριστός; Επειδή μας δίδει όλην την χάριν του Αγίου Πνεύματος.  Ήθελε δε απορήση τινάς διατί είπεν ο Μελωδός ότι έδωκεν ο Χριστός όλην την χάριν του Πνεύματος;  ου γαρ όλην την χάριν και ενέργειαν του Πνεύματος δύνανται να λάβουν οι άνθρωποι. άπειρος γαρ αύτη. όθεν όλοι οι άνθρωποι μέρος τι και ρανίδα της θείας χάριτος λαμβάνουσι κατά τον Χρυσορρήμονα. ερμηνεύων γαρ ούτος το «Εξεχύθη η χάρις ενν χείλεσί σου», λέγει. «Αλλ’ εκεί μεν (ήτοι εν τω Χριστώ) ολόκληρος, επί δε των ανθρώπων μικρόν τι και ρανίς από της χάριτος εκείνης. δια τούτο ουκ είπε, Δίδωμι το Πνεύμα, αλλ’ Εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα. τούτο γουν και εξέβη. πάσα γαρ η οικουμένη σταγόνα εκ του Πνεύματος εδέξατο εκείνου, και η σταγών αύτη και η ρανίς του Πνεύματος την οικουμένην άπασαν ενέπλησε της γνώσεως» . και πάλιν αυτόθι λέγει. «Αλλ’ όμως η εν τοσούτοις κλιμασι δεδομένη χάρις μέρος τι της δωρεάς εστι και αρραβών. δους γαρ, φησίν ο Απόστολος, τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών. ου γαρ δη ο Παράκλητος μερίζεται».
            Εις λύσιν δε της απορίας λέγομεν πρώτον ότι, επειδή η χάρις και η ενέργεια του Πνεύματος είναι πάντη άϋλος και ασώματος, δια τούτο διαιρείται αδιαιρέτως, και μερίζεται αμερίστως, ως πάντες κοινώς οι Θεολόγοι λέγουσιν. όθεν εκ τούτου τι ακολουθεί; το να είναι η χάρις εν τω όλω όλη, και εν τω μέρει όλη. τούτο γαρ είναι των ασωμάτων και αΰλων ίδιον. ούτω και η ψυχή ασυγκρίτως κατωτέρα ούσα της ενεργείας τουυ Πνεύματος κατ΄ατην ασωματότητα, όμως εν τω όλω σώματι όλη εστί, και εν παντί μέρει του σώματος πάλιν όλη εστί.  Δεύτερον, ότι ίσως ο Μελωδός είπεν ότι ο Χριστός έδωκεν όλην την χάριν του Πνεύματος, παραβάλλων την χάριν όπου αυτός έδωκεν εν τη Πεντηκοστή με την χάριν όπου έδωκε προ του πάθους και μετά την ανάστασιν.  επειδή ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει. «Το Πνεύμα το Άγιον εδόθη μεν πρώτον (ήτοι προ του πάθους) αμυδρώς. το δε δεύτερον (ήτοι μετά την ανάστασιν) εκτυπώτερον. το δε νυν (ήτοι εν τη Πεντηκοστή) τελεώτερον. ουκέτι ενεργεία παρόν ως το πρότερον, ουσιωδώς δε, ως αν είποι τις, συγγινόμενόν τε και συμπολιτευόμενον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).  Επειδή λοιπόν η προ του πάθους δοθείσα χάρις ήτον μερική, ομοίως και η μετά την ανάστασιν, δια τούτο είπεν ότι έδωκεν ο Χριστός όλην την χάριν σήμερον, αφορών εις το πλήθος αυτής και την άφθονον χύσιν. προς ην και ο Θεολόγος αφορών, είπεν ότι ουσιωδώς το Πνεύμα το Άγιον με τους Αποστόλους συνεγίνετο και συνεπολιτεύετο.  Όρα δε ότι δεν είπεν ο Θεολόγος Ουσιωδώς απλώς, αλλά κολαστικώς και διστακτικώς «Ως αν είποι τις» (ήτοι καθώς ήθελεν ειπή τινάς).  Περί της φράσεως δε ταύτης του Θεολόγου λέγει ο Νικήτας ταύτα. «Τούτο δε είπε εις θεραπείαν της Ουσιωδώς λέξεως, ουκ ακριβώς ρηθείσης δι’ απορίαν της ακριβούς».
            Επειδή δε οι Λατίνοι, λαβήν ευρίσκοντες την λέξιν ταύτην του Θεολόγου «Ουσιωδώς», φρονούσιν ότι οι Απόστολοι κατά την ημέραν ταύτην της Πεντηκοστής έλαβον ουχί την ενέργειαν και χάριν το Πνεύματος, αλλά την ουσίαν του Πνεύματος, προς τούτο ημείς αποκρινόμεθα ότι κακώς τούτο φρονούσιν εκείνοι. πρώτον, διότι ο Θεολόγος δεν είπεν ότι το Πνεύμα το Άγιον εμέθεξαν ουσιωδώς οι Απόστολοι. τούτο γαρ είναι των αδυνάτων αδυνατώτατον. καθότι η ουσία του Αγίου Πνεύματος άκτιστος ούσα, και άπειρος και απεριόριστός εστιν. ο δε νους των Αποστόλων με το να ήτον κτιστός, ακολούθως ήτον και πεπερασμένος και περιοριστός. όθεν ήτον και αδύνατον να χωρήση το άπειρον και απεριόριστον Πνεύμα.  Και να ένα ειδος ενεργείας του Αγίου Πνεύματος ο νους δεν δύναται να χωρήση όλον, ή την σοφίαν δηλαδή όλην, ή την δύναμιν, ή την αγαθόρητα, αλλά μερικώς μόνον, και εις ρανίδα μίαν αυτής μετέχει, ως ελέγομεν ανωτέρω μετά του Θείου Χρυσοστόμου, πως είναι τρόπος να χωρήση την ουσίαν του Πνεύματος την άπειρον και των απείρων ενεργειών αιτίαν;
            Πρέπει δε να ηξεύρωμεν ότι κατά τους Ιερούς Θεολόγους όπου είναι η ενέργεια του Πνεύματος και η χάρις, εκεί παρούσα είναι αόρατως και η ουσία του Πνεύματος, η κατά φύσιν πηγή και αιτία της ενεργείας και χάριτος. εκεί ομοίως είναι παρούσα και η υπόστασις του Πνεύματος. αλλ’ η μεν ενέργεια και χάρις του Πνεύαμτος μετέχεται από τα κτίσματα, και μάλιστα τα λογικά, όταν άξια ταύτης είναι. η δε ουσία του Πνεύματος μένει αόρατος και αμέθεκτος. όθεν είπεν ο μέγας Βασίλειος. «Αι μεν ενέργειαι του Πνεύματος προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτου μένει απρόσιτος. ομοίως αμέθεκτος μένει και η του Πνεύματος υπόστασις.  Ακολούθως λοιπόν και όταν σήμερον κατέβη το Πνεύμα το Άγιον εις τους Αποστόλους εν είδει πυρίνων γλωσσών, εκεί ήτον παρόν το Πνεύμα καθ’ υπόστασιν και ουσίαν και ενέργειαν. αλλά της μεν ουσίας ή της υποστάσεως του Πνεύματος ουδαμώς εμέθεξαν οι Απόστολοι, αλλά μόνης της ενέργειας αυτού και χάριτος. όθεν λέγει και ο Βρυέννιος. «Το οφθέν εν είδει πυρίνων γλωσσών Πνεύμα ουθ’ υπόστασις, ούτε φύσις, αλλ’ ενέργεια Πνεύματος ήν το φαιόμενον οφθαλμοφανώς. άτοπον την θείαν φύσιν, ή την θείαν υπόστασιν ορατήν είναι λέγειν. λείπεται δε ενέργειαν είναι μόνην» (Λόγω περί Θείας ενεργείας Τόμω β’)[70].
            Έπειτα ο Θεολόγος έιπεν ότι το Πνεύμα το Άγιον ουχί εμεθέχθη ουσιωδώς, αλλ’ ουσιωδώς συνεγίνετο τοις Αποστόλοις και συνεπολιτεύετο. και προς τούτοις είπε το, Ουσιωδώς, καθότι το Πνεύμα εφάνη εις τους Αποστόλους σωματικώς, δηλαδή εν είδει πυρίνων γλωσσών, ως και ο Χριστός ήτον σωματικώς με αυτούς. όθεν ακολούθως επιφέρει «Έπρεπε γαρ, Υιού σωματικώς ηημίν ομιλήσαντος, και αυτό φανήναι σωματικώς».  Ιδού ο λόγος και η αιτία, δια την οποίαν είπεν ότι ουσιωδώς το Πνεύμα ήτο παρόν.  Αλλά και εν τω περί του Αγίου Πνεύματος λόγω ο αυτός ούτω φησίν. «Εκήρυσσε φανεώς η Παλαιά τον Πατέρα, τον Υιόν αμυδρότερον. εφανέρωσεν η Καινή τον Υιόν. υπέδειξε του Πνεύματος την Θεότητα. εμπολιτεύεται νυν το Πνεύμα, σαφεστέραν ημίν παρέχον την εαυτου δήλωσιν».
Ωδή ε’. Ο Ειρμός.
                        Λυτήριον κάθαρσιν αμπλακημάτων,
                        Πυρίπνοον δέξασθε Πνεύματος δρόσον,
                        Ω τέκνα φωτόμορφα της Εκκλησίας.
                        Νυν εκ Σιών γαρ εξελήλυθε νόμος,
                        Η γλωσσοπυρσόμορφος Πνεύαματος χάρις.
Ερμηνεία.
            Τον παρόντα Ειρμόν ευφυώς προσαρμόζει ο Μελωδός και με την πέμπτην Ωδήν, και με την υπόθεσιν της εορτής. με την πέμπτην Ωδήν, διότι φέρει ρητόν όχι από άλλον τινά, πάρεξ από τον ίδιον Ησαΐαν, του οποίου πόνημα είναι η πέμπτη Ωδή. με την υπόθεσιν δε της εορτής, διότι το παρά του Ησαΐου ρητόν συγκολλά εις αυτόν.  Επιστρέρων λοιπόν ο Ποιητής προς τους Χριστιανούς, λέγει. Ω φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας. ονομάζει δε αυτούς ουτω, διότι κατά την ημέρα της Πεντηκοστής πολλοί κατηχούμενοι ελάμβανον το άγιον Φώτισμα: ήτοι το Βάπτισμα. όθεν εκ του Φωτίσματος, όπερ ελάμβανον οι νεοφώτιστοι, ονομάζει αυτούς ο Μελωδός φωτομορφα τέκνα της Εκκλησίας. καθότι εν τη ημέρα εκείνη εκβήκαν από την ιεράν και αγίαν κολυμβήθραν ως φωστήρες λαμπροί, και αστέρες φωτοειδείς. όθεν είπεν ο Χρυσορρήμων. «Ην λύμην του φθόνου πάντας ημάς διαφυγείν γένοιτο! και μάλιστα τους τήμερον δια της του λουτρού χάριτος το παλαιόν των αμαρτημάτων ένδυμα αποθεμένους, και προς τας ηλιακάς ακτίνας αντιλάμπειν δυναμένους» (Λόγω β’ εις την Πεντηκοστήν).
            Διατί δε κατά την Πεντηκοστήν εβαπτίζοντο οι Κατηχούμενοι; Διότι ο Κύριος Βάπτισμα ωνόμασε το Πνεύμα το Άγιον όπου ήλθεν εις τους Αποστόλους κατ΄ατην ημέραν εκείνην, ειπών.  «Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας» (Πρ. α’ 5).  Και αύτη είναι η αφορμή, δι ατην οποίαν, όταν ήλθε το Πνεύμα το Άγιον, επλήρωσεν ο ήχος όλον τον οίκον, ου ήσαν καθήμενοι, ήγουν δια να κάμη αυτόν κολυμβήθραν Πνευματικήν, και να βαπτίση τους Αποστόλους με την θείαν του χάριν, ως λέγει ο της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. «Επλήρωσε δε τον οίκον, ου ήσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αυτόν απεργαζομένη Πνευματικήν, και πληρούσα (η βιαία δηλαδή του Πνεύματος πνοή) την του Σωτήρος επαγγελίαν, ην  και αυτήν αναλαμβανόμενος προς αυτούς έλεγεν. «Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας» . αλλά και την κλήσιν, ην αυτοίς επέθηκεν επαληθεύουσαν έδειξε. δια γαρ του εξ Ουρανού τούτου ήχου, όντως Υιοί Βροντής γεγόνασιν οι Απόστολοι» (Λόγω εις την Πεντηκοστήν).
            Εσείς λοιπόν, λέγει, τα φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας δεχθήτε την δρόσον του Αγίου Πνεύματος, ήτις δενν είναι μόνον δρόσος, αλλά πνέει και πυρ. τούτο γαρ δηλοί το, Πυρίπνοον. αίνιγμα δε τούτο και σύμβολον είναι, ως νομίζω, του αγίου Βαπτίσματος. η μεν δρόσος, σύμβολον του ύδατος, το δε πυρ, σύμβολον της εν τω ύδατι ζωτικής και πυρίνης ενεργείας του Πνεύματος.  Αύτη η πυρίπνοος δρόσος του Πνεύματος είναι μία κάθαρσις, όπου διαλύει τας αμαρτίας σας, και σας κάμνει λαμπρούς και φωτεινούς. Αίνιγμα δε, νομίζω, είναι του αγίου Βαπτίσματος και τα λόγια ταύτα. καθότι το Βάπτισμα καθαρίζει τους βαπτιζομένους από κάθε αμαρτίαν, τόσοντην προπατορικήν, όσον και τας προαιρετικάς.  Ταύτην δε την κάθαρσιν πρέπει να φυλάττουν οι Χριστιανοί ως κόρην οφθαλμού, απεχόμενοι από κάθε μολυσμόν ψυχής και σώματος. όσον γαρ αυτοί μένουν καθαροί, τόσον και η χάρις του Αγίου Πνεύμτος παραμένει εις την ψυχήν των, και διαφυλάττει αυτούς από παντός κακού.
            Όθεν είπεν ομέγας Βασίλειος εν τη ερμηεία εις τον Ησαΐαν. «Όταν γαρ η ψυχή καρποφορή άξια των αιωνίων αποθηκών, παραμένει και φυλάττει αυτήν, και πόρρωθεν απείργει τας τους αγρίου Μονιού επιβουλάς το Πνεύμα το Άγιον».  Όταν δε αυτοί δεν φυλάττουν την χάριν ταύτην, αλ΄λα γεωργούσι σταφυλήν χολής, και βότρυν πικρίας (ήτοι ακάθαρτα έργα και άκαρπα), τότε και η χάρις του Αγίου Πνεύματος, αλλοίμονον! φεύγει και αφίνει αυτούς ερήμους. καθώς και τούτο λέγει ο αυτός Βασίλειος. «Όταν γαρ σταφυλήν χολής η ψυχή γεωργή, και βότρυν πικρίας εκφέρη, εκγαταλιμπάνει ταύτην ως άκαρπον το Πνεύμα το Άγιον, και καταπατείται τοις Δαίμοσι» (αυτόθι).  Όταν δε την ψυχήν εγκαταλείψη το Πνεύμα το Άγιον, τότε η ψυχή εκείνη τι γίνεται; αλλοίμονον! γίνεται νεκρά και θνητή, αν και κατά φύσιν είναι ζωντανή και αθάνατος. καθώς γαρ το σώμα μένει νεκρόν χωρίς την ψυχήν. ούτω και η ψυχη μένει νεκρά χωρίς την χάριν του Πνεύματος. όθεν είπεν ο Θεοφόρος Μάξιμος. «Ον λόγον έχει προς το σώμα η λογική ψυχή, τον αυτόν έχει προς την λογικήν το Πνεύμα το Άγιον».  Συμφώνως λέγει και Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ειστολή σνβ’. «Ώσπερ το σώμα ζη, παρούσης ψυχής, αναχωρησάντης δε της ψυχής, μένει νεκρόν. ούτω και η ψυχή ζη, παρόντος του Πνεύματος, αποφοιτήσαντος δε του Πνεύματος, απολεί την μακαρίαν ζωήν η ψυχή, ουκ εις το μη ον αναλυομένη, αλλά θανάτου παντός χαλεπωτέραν βιούσα ζωήν», και πάλιν. «Θάνατος εις τον Αδάμ γέγονεν, ουχ ο της ψυχής από του σώματος χωρισμός, αλλ’ η από αθανάτου ψυχής του Αγίου Πνεύμτος αποφοίτησις»[71].
            Κατασκευάζει δε ακολούθως ο Μελωδός ότι η σημερινή κατάβασις αύτη του Αγίου Πνεύματος επροφητεύετο υπό του Ησαΐου. εκείνος γαρ λέγει. «Εκ Σιών εξελεύσεται νόμος, και λόγος Κύρίου εξ Ιερουσαλήμ, και κρινεί αναμέσον των Εθνών, και ελέγξει λαόν πολύν» (Ησ. β’ 3-4).  Μολονότι δε ο νόμος αυτός και ο λόγος εφανέρωνε το Ευαγγέλιον, το οποίον εκήρυξεν ο Υιός του Θεού ελθών επί της γης, όχι ολιγώτερον όμως εφανέρωνε και την εν είδει πυρίνων γλωσσών κατάβασιν του Αγίου Πνεύματος, ήτις εστόμωσε τους Αποστόλους δι ανα κηρύξουν το αυτό Ευαγγέλιον.  Το κυριώτερον λοιπόν αίτιον, δια το οποιόν είπε Νόμον ο Μελωδός την σήμερον εκχυθείσαν χάριν του Πνεύματος, είναι τούτο. ο Παλαιός Νόμος λέγεται νόμος του Γράμματος, διότι έγραψεν αυτόν ο Θός εις λιθίνας πλάκας. ο δε Νόμος του Ευαγγελίου λέγεται Νόμος του Πνεύματος, διότι δεν εγράφη εις λιθίνας πλάκας, αλλά εκηρύχθη πρώτον μεν δια της Πνευματικής και ζώσης φωνής του Θεού Λόγου. δεύτερον δε δια των πυρίνων γλωσσών του Αγίου Πνεύματος. όθεν είπεν ο Παύλος. «Ος και ικάνωσεν ημάς διακόνους Καινής Διαθήκης, ου γράμματος, αλλά Πνεύματος. το γαρ γράμμα αποκτείνει, το δε Πνεύμα ζωοποιεί» (β’ Κορ. γ’ 6).  Επειδή λοιπόν ο Νόμος του Ευαγγελίου είναι Νόμος του Πνεύματος, δια τούτο λέγει εδώ ο Μελωδός ότι η γλοσσωπυρσόμορφος χάρις του Πνεύματος είναι ο Νόμος ο εκ Σιών προελθών.
            Δια να ειπούμεν δε και ένα γλαφυρόν, Νόμος λέγεται από το, Νέμω το, Διαμερίζω. πάσι γαρ διανέμει το δίκαιον.  Επειδή δε αι πύριναι γλώσσαι το Αγίου Πνεύματος διεμερίσθησαν εις τους Αγίους Αποστόλους κατά το «Και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός» (Πρ. γ’ 3), δια τούτο και ο διαμερισμός ούτος των γλωσσών Νόμος λέγεται. όθεν και ο Μελωδός δια να δείξη ποίος είναι αυτός ο νόμος, επιφέρει ακολούθως ότι είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος η γλωσσοπυρσόμορφος: ήτοι η εις μορφήν και είδος φανείσα πυρίνων γλωσσών, και μερισθείσα εις τον καθένα Απόστολον.
Τροπάριον.
                        Καθώς περ ευδόκησεν αυτεξουσίως,
                        Αδέσποτον κάτεισι Πνεύμα πατρόθεν,
                        Σοφίζον εν γλώσσησι τους Αποστόλους,
                        Επισφραγίζον τον φερέσβιον Λόγον,
                        Πατροσθενές ξύμμορφον, ον Σωτήρ έφη.
Ερμηνεία.
            Το αυτεξούσιον, κατά τον Σχολιαστήν του Θεολόγου Νικήταν, άλλως μεν επί Θεού λέγεται, άλλως δε επί Αγγέλων, και άλλως επί ανθρώπων. επί Θεού μεν γαρ λέγεται εξόχως, υπεροχικώς και υπερουσίως, καθότι υπέρ το αυτεξούσιον εστίν ο Θεός. επί δε των Αγγέλων αυτεξούσιον εστίν, επειδή μαζί με την θέλησην αυτών συντρέχει και η προχείρησις, ήγουν εκείνο όπου θέλουσι, τούτο ευθύς και ποιούσι. καθότι ο Άγγελος φυσικώς το αυτεξούσιον έχων, ανεμποδίστως αυτό μεταχειρίζεται, με το να μην έχη εμπόδιον ούτε βάρος σώματος, ούτε τινά προσβάλλοντα και εναντιούμενον. επί δε των ανθρώπων η θέλησις προεπινοείται της προς το θελητόν πράγμα εγχειρήσεως. όθεν αν και αυτεξούσιος είναι ο άνθρωπος, δια την προσβολήν όμως του Διαβόλου, και δια το βάρος του σώματος, και διότι υπετάχθη εκουσίως εις τα πάθη, εχωλάνθη το αυτεξούσιόν του, και εκείνο όπου θέλει, δεν δύναται ευθύς να το κάμη, κατά τον μέγαν Βασίλειον.  Δια τούτο είπεν ο Σολομών ότι η θέλησις του ανθρώπου ετοιμάζεται (ήτοι δυναμούται) από τον Κύριον. «Και ετοιμάζεται θέλησις παρά Κυρίου» (Παρ. η’ 35), και ο Απόστολος είπεν. « Ο Θεός εστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλιπ. β’ 13), και ο θείος Αυγουστίνος εν τω περί Αυτεξουσίου και Χάριτος λέγει. «Αυτός, (ο Θεός δηλ.) ίνα θέλωμεν, αρχόμενος ενεργεί, ος θέλουσι συνεργεί τελεσιουργώ» . διόπερ φησίν ο Απόστολος. «Πέποιθα ότι ο εναρξάμενος εν ημίν έργον αγαθόν, επιτελέσει άχρις ημέρας Ιησού Χριστού.  Ιν ουν θέλωμεν, άνευ ημών ενεργεί, εάν δε θέλωμεν, και ούτω θέλωμεν, ώστε ημάς εργάζεσθαι, μεθ’ ημών ενεργεί».
            Ταύτα λοιπόν ειδώς ο Ιερός Μελωδός, λέγει εδώ ότι το Πνεύμα το Άγιον κατέβη μεν από τον Πατέρα, καθό από αυτόν και εκπορεύεται καθ’ υπόστασιν αχρόνως, και αποστέλλεται κατά την ενέργειαν χρονικώς εις αγιασμόν της κτίσεως. δεν κατέβη όμως δουλικώς, αλλά δεσποτικώς και αυτεξουσίως, καθώς ηθέλησε με το προηγούμενον αυτού θέλημα. τούτο γαρ δηλοί η λέξις Ευδοκία, κατά τον θείον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, και τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριον.  Διατί δε κατέβη; Ίνα σοφίση τους Ιερούς Αποστόλους με τας γλώσσας, όπου εμοιράσθησαν εις αυτούς εν είδει πυρός, δια μέσου δε των Αποστόλων να σοφίση και όλην την οικουμένην, και προς τούτοις να επικυρώση τον ζωηφόρον λόγον όπου είπεν ο Σωτήρ εις τους Αποστόλους πορ του να αναληφθή. «Συμφέρει ημίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς» (Ιω. ιστ’ 7), και πάλιν. «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. ιστ’ 13) . και πάλιν. «Ο δε Παράκλητος το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί του, εκείνος υμάς διδάξει πάντα, και υπομνήσιε υμάς πάντα, α είπον υμίν» (Ιω. ιε’ 26).
            Ονομάζει δε ο Μελωδός το Πνεύμα το Άγιον πατροσθενές και σύμμορφον. πατροσθενές μεν, διότι αυτό είναι δύναμις του Πατρός. ώσπερ γαρ ο Υιός δύναμίς εστι του Πατρός, κατά τον Παύλον λέγοντα «Χριστόν Θεού δύναμιν» (α’ Κορ. α’ 24) . ούτω και το Πνεύμα το Άγιον είναι δύναμις του αυτού Πατρός. και καθώς ο Πατήρ δια της δυνάμεως αυτού (ήτοι δια του Υιού) εδημιούργησεν όλην την Κτίσιν. ούτω και εν τη δυνάμει αυτού (ήτοι εν τω Πνεύματι αυτού) ετελεσιούργησεν όλην την Κτίσιν. κατά γαρ τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριον «Πάσα ενέργεια Θεού εκ Πατρός μεν αφορμάται, δι’ Υιού δε πρόεισι, και εν τω Αγίω Πνεύματι προφαίνεται (ήτοι διανέμεται)»[72].  Σύμμορφον δε πάλιν είπε το Πνεύμα το Άγιον ο Μελωδός, διοτι αυτό είναι συμφυές και ομοούσιον με τον Πατέρα και τον Υιόν. μορφή γαρ επί Θεού λέγεται η φύσις και η ουσία, κατά του Ιερούς Θεολόγους. είπε δε αυτό ούτω δια τας πυρίνας γλώσσας, δια των οποίων εδείχθη το Πνεύμα ότι είναι ομοούσιον με τον Πατέρα και με τον Υιόν. καθότι και ο Πατήρ και ο Υιός πυρ είναι καθό Θεός. «Κύριος, φησίν, ο Θεός σου πυρ καταναλίσκον εστίν» (Δευτερ. δ’ 24).
Τροπάριον.
                        Ιήτο τας φρένας μεν εξ αμαρτίας,
                        Χ’ αυτώ κατεσκεύαζε των Αποστόλων,
                        Θεός Λόγος Πάνταρχος, άχραντον δόμον.
                        Ομοσθενούς δε και συνουσιουμένου,
                        Νυν εγκατοικίζεται Πνεύματος φάος.
Ερμηνεία.
            Ο Θεός Λόγος, λέγει, ο πάντων των όντων αισθητών και νοητών φύσει άρχων και εξουσιαστής εν τω διαστήματι της μετά σαρκός αυτου θεανδρικής πολιτείας ιάτρευε τας φρένας των Αποστόλων, καθαρίζων αυτάς από τας αμαρτίας, και κατεσκεύαζε δια τον εαυτόν του τας ψυχάς των κατοικίαν καθαράν και αμόλυντον δια να χωρήσουν την ενοίκησιν αυτού.  Πως δε τους εκαθάριζε και τους εκατασκεύαζε κατοικίαν καθαράν;  Με τους ζωοποιούς λόγους του, με τας ουρανίους διδασκαλίας του, με τας αποκαλύψεις των μυστηρίων του, με τα θεοπρεπή έργα του, με τα υπερφυσικά θαύματά του, με τον θεϊκόν του παράδειγμα και με τας θεουργούς εντολάς του. όθεν ποτέ μεν έλεγε προς αυτούς «Ήδη υμείς καθαροί έστε δια τον λόγον, ον λελάληκα υμίν» (Ιω. ιε’ 3) . ποτέ δε «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα, και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. ιδ’ 23).
            Κατασκευάζων δε τους Αποστόλους ο Θεός Λόγος κατοικίαν ιδικήν του και του Πατρός του, φανερόν ότι εκατασκεύαζεν αυτούς και κατοικίαν του Αγίου Πνεύματος. επειδή όπου ενοικεί ο Πατήρ και ο Υιός, εκεί πάντως ενοικεί και το Πνεύμα το Άγιον.  Δια τούτο λέγει ακολούθως ο Μελωδός ότι τώρα κατά την σήμερον ημέραν προετοιμασμένους ευρόν τους Αποστόλους το φως του Αγίου Πνεύματος, του ομοδυνάμου και ομοουσίου με τον Υιόν και Λόγον του Θεού, εκατοίκησεν εις αυτούς, και έμεινα μετ’ αυτών εις τον αιώνα, κατά τον λόγον του Κυρίου. «Και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα, και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ό ο Κοσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό, ουδέ γινώσκει αυτό, υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει, και εν ημίν έσται» (Ιω. ιδ’ 17).
            Λέγων δε το «Εν υμίν έσται», εφανέρωσε με τούτο ότι το Πνεύμα το Άγιον έχει να μένη εις τους Αποστόλους και εν τη ζωή ταύτη και μετά θάνατον, ως ερμηνεύει ο Ιερός Θεοφύλακτος, λέγων. «Το δε «Ίνα μένη μεθ’ υμων εις τον αιώνα» είπεν, άμα μεν παραμυθούμενος αυτούς. ου γαρ ούτω, φησί, πρόσκαιρός εστιν η αυτού παρουσία, ως η εμή, αλλ’ άχρι του αιώνος διαρκέσει, και ουδέ θανόντων ημών αποστήσεται, αλλά συμπαραμενεί και ενδοξοτέρους ποιήσει. και πάσι δε τοις Αγίοις αεί σύνεστι, και θανούσι μάλλον, όσω και σωματικών παθών υψηλότεροι τότε μάλλον».  Και τούτο είναι η αφορμή, δια την οποίαν και μετά θάνατον έγιναν και γίνονται άγια και ευώδη και θαυματουργά τα λείψανα τόσον των θείων Αποστόλων, όσον και όλων των Αγίων. διότι η άπαξ ενοικήσασα εις τα σώματα αυτών χάρις του Αγίου Πνεύματος δεν χωρίζεται από αυτά μετά θάνατον, αλλά μένει μετ’ αυτών. όθεν τας μεν ψυχάς των Αγίων ποιεί μακαρίας εν Ουρανοίς. τα δε σώματα αυτών αποδεικνύει πηγήν ευωδίας και θαυμάτων παραδόξων και ιαμάτων. και καθώς η χάρις είναι ζωοποιός.  ούτω ζωοποιά και τα λείψανα των Αγίων αποτελεί. δια τούτο είπεν ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος. «Ωσαύτως και τας σορούς (ήτοι τας θήκας) των Αγίων, γτάς αγίας προσκυνήσεις, και ει τι των οστέων λείψανον. ου γαρ και τας σορούς (ήτοι τας θήκας) των Αγίων, τας αγίας προσκυνήσεις, και είτι των οστέων λείψανον. ου γρ διέστη τούτων η χάρις του Θεού. ώσπερ ουδέ του προσκυνητού σώματος του Χριστού διέστη η Θεότης επί του ζωοποιού θανάτου» (εν τω Δεκαλόγω της κατά Χριτόν νομοθεσίας εντολή β’).  Εάν δε η χάρις του Αγίου Πνεύματος δεν κατοικήση, και δεν συγκραθή με την καρδίαν και τα σπλάχνα και με όλον το σώμα, λείψανον άγιον να γένη ο άνθρωπος είναι αδύνατον.
            Αλλά και εν τω εις την  Πεντηκοστήν λόγω λέγει ο ανωτέρω Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. «Ου πανταχού δε μόνον εστί το Πνεύμα το Άγιον, αλλά και υπέρ το παν. ουδέ εν παντί αιωνί τε και χρόνω, αλλά και προ παντός αιωνός τε και χρόνου. και ου μέχρι μόνον συντελείας αιώνος μεθ’ ημών έσται κατην επαγγελίαν, αλλά πολλώ μάλλον τοις αξίοις συμπαραμενεί κατά τον μέλλοντα αιώνα, απαθανατίζον τούτων και πληρούν αϊδίου δόξης και τα σώματα. σπείρεται γαρ, φησίν ο Απόστολος, τουτέστιν ενθάπτεται και ορύττεται τη γη θανόν σώμα ψυχικόν, ταύτο δ’ ειπείν φυσικόν, ψυχή και πνεύματι κτιστώ το συνεστάναι και κινείσθαι σχόν. εγείρεται δε, τουτέσιτν αναζή σώμα πνευματικόν ταυτό δ’ ειπείν, υπερφυές, ως υπό του Θείου Πνεύματος συνεστός και διοικούμενον, και τη δυνάμει του Πνεύματος αθανασίαν και δόξαν και αφθαρσίαν ημφιεσμένον».  Και εν τοις προς Ξένην δε ούτω φησίν ο ίδιος.
Ωδή ΣΤ’. Ο Ειρμός.
                        Ιλασμός ημίν, Χριστέ και σωτηρία,
                        Ο Δεσπότης έλαμψας εκ της Παρθένου,
                        Ιν’ ως Προφήτην θηρός εκ θαλαττίου,
                        Στέρνων Ιωνάν, της φθοράς διαρπάσης,
                        Όλον τον Αδάμ, παγγενή πεπτωκότα.
Ερμηνεία.
            Τον Ειρμόν τούτον προσαρμόζει μεν ο Μελωδός εις την έκτην Ωδήν δια του παραδείγματος του Ιωνά του ποιητού της αυτής Ωδής. ου προσαρμόζει δε αυτόν και εις την υπόθεσιν της εορτής της Πεντηκοστής, αλλά εις την καθολικήν σωτηρίαν του Αδάμ και όλου του γένους του.  Επιτρέφων δε προς τον Δεσπότην Χριστόν, ούτω λέγει. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, Συ έλαμψας εκ της Παρθένου ως εκ νοητής αναστολής εις ημάς τους ανθρώπους ένας εξιλασμός του Πατρός εις το να συγχωρήση τας αμαρτίας μας, και μία κοινή σωτηρία.  Έλαμψας δε εις ημάς δια να αρπάσης και ελευθερώσης τον προπάτορα Αδάμ από την φθοράν και τον θάνατον, εις τα οποία έπεσε, καθώς και πρότερον ήπρασας τον Προφήτην Ιωνάν από το κήτος της θαλάσσης.
            Κατά δε τον Ιερόν Θεοφύλακτον εν τη ερμηνεία του Προφήτου Ιωνά, η ιστορία αύτη ούτως αλληγορικώς εννοείται.  Ιωνάς νοείται η ανθρωπίνη φύσις, η οποία έφευγεν από προσώπου  Κυρίου δια την παρακοήν, και εκρύβετο από αυτόν. «Αδάμ, φησί, που ει;» (Γεν. γ’ 9), αύτη δε η ανθρωπίνη φύσις ερρίφθη εις την θάλασσαν του βίου τούτου, έχουσα ως πλοίον το σώμα, έδωσε δε και τον ναύλον εις το πλοίον: ήτοι υπηρεσίαν επρόσφερεν εις το σώμα, πάσαν επιθυμίαν αυτού κατεργαζομένη. τα πνεύματα δε της πονηρίας, οι Δαίμονες δηλαδή, ετάραττον την θάλασσαν, και εσήκωναν τα κύματα των ηδονών, τα οποία κατεβάπτιζον το σώμα μαζί με την ψυχήν. όθεν ήτον ανάγκη να αποθάνη ένας από τους εν τω πλοίω, ένας όπου να έχη σώμα ανθρώπινον. όθεν ο Κύριος το σώμα τούτο ενδυθείς, και εις από ημάς γεγονώς, εμβαίνει εις την θάλασσαν του Κόσμου τούτου, και κατά κλήρον: ήτοι κατά την βουλήν του Πατρός αποθνήσκει, και τω παμφάγω κήτει του θανάτου και άδου παραδοθείς, κατέπαυσε μεν τα ταρακτικά πνεύματα της πονηρίας, κατεπράϋνε δε τα κύματα των ηδονών, και ούτως έγινε γαλήνη και ειρήνη εις την ζωήν των ανθρώπων.
Τροπάριον.
                        Ιμερτόν ημίν ευθές εν τοις εγκάτοις,
                        Αιωνίως έξουσι Πνεύμα καινίσαις,
                        Πατροπροβλήτως πάντοτε ξυνημμένον,
                        Ύλης απεχθούς καυστικών μολυσμάτων,
                        Ρύπου τε φρενών ρυπτικόν Παντοκράτορ.
Ερμηνεία.
            Η αρχή του παρόντος Τροπαρίου ερανίσθη από τον Προφήτην Δαβίδ λέγοντα «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 12).  Τούτο λοιπόν το ρητόν προσφυώς προσαρμόζει ο Μελωδός εις την εορτήν ταύτην, λέγων. Ω Παντοκράτορ Κύριε, ο εκ σεαυτού τα όλα καθάπερ εκ παντοκρατορικής ρίζης προάγων, και εις εαυτόν τα πάντα καθάπερ εις πυθμένα παντοκρατορικόν επιστρέφων και συνέχων, ως είπεν ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος Κεφ. ι’ περί Θείων ονομάτων, Συ Κύριε, άμποτε να ανακαινίσης μέσα εις τα εσώτερα μέρη και κινήματα των καρδιών και ψυχών μας το ποθούμενον μεν από ημάς, ευθές δε και ευθύτητα προξενούν εις ημάς Άγιον Πνεύμα Σου.  Ευθές δε λέγεται το Άγιον Πνεύμα κατά τον Νικήταν, ότι απεναντίας έχει προς την του όφεος σκολιότητα. όθεν όπου ευρίσκονται λογισμοί σκολιοί, δολιότητες, πονηρίαι, πανουργίαι, υποκρίσεις και άλλαι τοιαύται κακίαι, εκεί δεν κατοικεί το ευθές Πνεύμα, αλλά φεύγει από εκεί. δια τούτο είπεν ο Σολομών. «Σκολιοί λογισμοί χωρίζουσιν από Θεού… Άγιον γαρ Πνεύμα παιδείας φεύξεται δόλον, και επαναστήσεται από λογισμών ασυνέτων» (Σοφ. α’ 3-5).
            Όποιος λοιπόν θέλει να ανακαινισθή μέσα εις τα βάθη της καρδίας του το ευθές Πνεύμα, πρέπει να διώξη από αυτήν τας ανωτέρω σκολιότητας και δολιότητας, ίνα το ευθές με το ευθές ενωθή, και το ίσιον με το ίσον. ένωσις γαρ κατά άλλον τρόπον δεν εμπορεί να γένη, αν πρώτον δεν γένη ομοίωσις, κατά πάντας τους Φιλοσοφούντας, Φυσικούς, Μεταφυσικούς, Ηθικούς και Θεολογούντας. όθεν ο μέγας Βασίλειος ερμηνεύων το «Τοις ευθέσι πρέπει αίνεσις» του λβ’ Ψαλμού, λέγει. «Ώσπερ σκολιός πους ορθώ υποδήματι ουκ εναρμόζεται. ούτως ουδέ καρδίαις ενδιαστρόφοις η αίνεσις του Θεού επιτρέπει».  Ει δε η αίνεσις του Θεού δεν επιτρέπει εις αυτάς, πόσω μάλλον η ενοίκησις του ευθέος Πνεύματος; Δια τούτο είπεν ο Θεοφόρος Μάξιμος ότι πρέπει πρώτον να ανακαινισθή η καρδία καθαρά, φησίν, εν ημίν υπό Θεού η καρδία κτισθή, ευθέως χώρας έχει το Πνεύμα εν τοις εσωτάτοις της ψυχής ημών ταμείοις εγκαινίζεσθαι» (Εν τη ερμηνεία του «Καρδίαν καθαράν»).
            Δια τι δε παρακαλούσι τόσον ο Δαβίδ, όσον και ο Μελωδός να ανακαινισθή το ευθές Πνεύμα εν τοις εγκάτοις των;  Επειδή ο Θεός εξ αρχής εποίησε τον άνθρωπον απλούν, ίσον και ευθή, ως λέγει ο Σολομών. «Εποίησεν ο Θεος τον άνθρωπον ευθή» (Εκκ. ζ’ 29).  Επειδή δε ο άνθρωπος μετά την παράβασιν της εντολής έχασε την ευθύτητα της γνώμης, και έγινε σκολιός και διεστραμμένος και πονηρός, δια τούτο παρακαλούσιν οι ανωτέρω τον Θεόν, ίνα ανακαινίση πάλιν μέσα εις τα έγκατα της καρδίας των το ευθές Πνεύμα εκείνο όπου έχασαν, και ούτω να γένη πάλιν ο άνθρωπος ευθύς, ίσιος, καθώς εκτίσθη απ’ αρχής.  τι δε πιεί το ευθές Πνεύμα εν τοις εγκάτοις;  Ενεργεί τας αρετάς, ενεργεί την των λογισμών ειρήνην, και συν αυτή ενεργεί και τελειοί την αληθή και γνησίαν ταπείνωσιν. όθεν είπεν ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος περί της ταπεινώσεως προς την Μοναχήν Ξένην. «Ος (ο Ουράνιος Πατήρ) αυτώ (τω νοΐ) το χωρητικόν των χαρισμάτων δώρον τα πρώτα χορηγεί, μεθ’ ής την γεννητικήν τε και συνεκτικήν απάσης αρετής τελειοί ταπείνωσιν, ην αυτό κτίζει το Πνεύμα τοις εγκάτοις εγκαινοζίμενον». Καθώς δε είναι και λέγεται ευθές το Πνεύμα το Άγιον. ούτω παρομοίως είναι και λέγεται ευθύς και ο Πατήρ, ευθύς και ο Υιός, ευθύ το Άγιον Πνεύμα» (Ερμηνεία εις τον λβ’ Ψαλ. προκειμένου ρητού «Ευθύς ο λόγος του Κυρίου»).
            Το δε «Αιωνίως έξουσιν» συνάπτεται με το «Εν τοις εγκάτοις», ή μάλλον με το «Ημίν».  Ημείς, λέγει, θέλομεν έχειν αιωνίως και πάντοτε το ευθές Πνεύμα εις το εαυτόν μας, κατά την υπόσχεσιν του Δεσπότου Χριστού την λέγουσαν «Και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα, και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. ιδ’ 16) . όρα δε περί τούτου την ερμηνείαν του ανωτέρω Τροπαρίου «Ιήτο τας φρένας μεν εξ αμαρτίας».  Επιφέρει δε ακολούθως ο Ποιητής ότι αυτό το Πνεύμα είναι πάντοτε ενωμένον κατά φύσιν με τον Πατέρα και τον Υιόν, εκπροεύεται δε εκ μόνου του Πατρός (τούτο δηλοί το, Πατροπροβλήτως).  Αυτό το Πνεύμα καθό πυρ καίει τους μολυσμούς της αμαρτίας. όθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Οίδα πυρ αναλωτικόν της ύλης και της μοχθηράς έξεως» (Λόγος εις το Άγιον Βάπτισμα). αυτό το Πνεύμα είναι καθαρτικόν του ρύπου και μολυσμού του νοός. καθαρίζει γαρ το Πνεύμα το Άγιον από τον νουν κάθε πονηρόν και βλάσφημον και αισχρόν λογισμόν. οι λογισμοί γαρ αυτοί κάμνουν το νουν να χάνη την προς Θεον παρρησίαν και οικειότητα, ως είπεν ο Θεοφόρος πηνίκα πονηροίς και ρυπαροίς λογισμοίς συνόμιλος γένηται» (Κεφάλαιον ν’ της α’ εκατοντάδος των περί αγάπης).
Τροπάριον.
                        Ορεκτόν αξίωμα τοις Αποστόλοις,
                        Σιωνίταις μίμνουσι την παρουσίαν,
                        Γνώρισμα Πνεύμα πατρογεννήτου Λόγου,
                        Λέσχην απηνή των εθνών ποππυσμάτων
                        Ώκιστα δεικνύς, πυρπνόως καθιδρύεις.
Ερμηνεία.
            Κατά τρεις τρόπους εμπορεί να λέγεται εδώ γνώρισμα του Υιού και Λόγου το Πνεύμα το Άγιον. πρώτον, κατά την προαιώνιον εκ του Πατρός γέννησιν μεν του Υιού, εκπόρευσιν δε του Αγίου Πνεύματος. επειδή, λέγει Ιωάννης ο Δαμασκηνός «Πνεύμα μεμαθηκότες Θεού, το συμπαρομαρτούν τω Λόγω και φανερούν αυτου την ενέργειαν ου πνοήν ανυπόστατον εννοούμεν… ούτε γαρ ενέλειψέ ποτέ τω Πατρί Λόγος, ούτε τω Λόγω Πνεύμα, κατά τον Νεοκαισαρείας Γρηγόριον» (Βιβλία α’ κεφ. ζ’) . άνευ γαρ Πνεύματος φανέρωσις και γνώρισμα του Λόγου δε γίνεται.  όθεν και είρηται τοις Ιεροίς Θεολόγοις, και αυτώ τω ιδίω Δαμασκηνώ «Ουδεμία ορμή άνευ Πνεύματος» (Βιβλίον α’ κεφ. ιγ’ του Θεολογικού) . λέγει δε και ο θείος Νύσσης Γρηγόριος. «Χωρίς του Πνεύματος ο Μονογενής Υιός ου νοείται. Πατήρ μεν άναρχος και αγέννητος, και αεί Πατήρ νοείται. εξ αυτού δε κατά το προσεχές αδιαστάτως ο Μονογενής Υιός τω Πατρί συνεπινοείται. δι’ αυτού δε και μετ’ αυτού, πριν τε κενόν τε και ανυπόστατον δια μέσου παρεμπεσείν νόημα, ευθύς και το Πνεύμα το Άγιον συνημμένως καταλαμβάνεται, ουχ υστερίζον κατά την ύπαρξιν μετά τον Υιόν, ώστε ποτέ τον Μονογενή δίχα του Πνεύματος νοηθήναι» (Λόγος α’ κατ’ Ευνομίου).  Πλην όχι μόνον το Πνεύμα το Άγιον γνωρίζει και φανεροί τον ενυπόστατον Λόγον του Πατρός, αλλά και δια του Λόγου το Πνεύμα φανερούται. όθεν είπεν ο Μάρκος ο Εφέσου εν κεφαλίω μζ’. «Παρά του Λόγου δε προϊέναι το Πνεύμα και την αιτίαν έχειν ουκ αν τις ευ φρονών είποι ποτέ. πως γαρ το και τω Λόγω προς την φανέρωσιν συνεργούν, και δι’ αυτού πάλιν αυτό φανερούμενον;» Δεύτερον, καθότι το Πνεύμα το Άγιον ελθόν σήμερον εν είδει πυρίνων γλωσσών, εφανέρωσεν ότι τόσην οικειότητα έχει με τον ενυπόστατον Λόγον του Θεού, όσην έχει και η γλώσσα με τον προφορικόν λόγον.  Και τρίτον, λέγεται γνώρισμα του Θεού Λόγου το Πνεύμα το Άγιον, καθότι αυτό ελθόν εις τους Αποστόλους και διδάξαν συμφώνως και υπομνήσαν όσα ο Θεός Λόγος εδίδαξεν αυτούς πρότερον, δια τούτο έγινε γνώρισμα, ότι είναι αληθής Λόγος και Υιός του Θεού.
            Ταύτα λοιπόν ηξεύρων ο Ιερός ούτος Μελωδός, επιστρέφει προς το Άγιον Πνεύμα και λέγει ούτω.  Ω Πανάγιον Πνεύμα, γνώρισμα αληθέστατον του Υιού και Λόγου του Θεού, όστις γεννάται αχρόνως και απαθώς από τον άναρχον Πατέρα, Συ καθίζεις σήμερον με πνοήν πυρος, και με είδος πυρίνων γλωσσών επάνω εις τους αγίους Αποστόλους, οίτινες καθήμενοι εις την αγίαν Σιών την πόλιν Δαβίδ και το όρος της Ιερουσαλήμ, όπου ο Κύριος ετέλεσεν όλα τα μυστήρια μετά των μαθητών του, καθώς μαρτυρούσιν ότε Κρήτης Ανδρέας, και ο Δαμασκηνός Ιωάννης εν τοις εις την Κοίμησιν πανηγυρικοίς λόγοις αυτών, επρόσμενον την παρουσίαν Σου, η οποία ήτονν ένα αξίωμα και δόξα και μεγαλείον πολλά επιθυμητόν κοντά εις αυτούς.
            Εμπορεί δε να νοηθή και ούτω.   Συ εκάθισας επάνω εις τους Αποστόλους, το οποίον ήτον πολυπόθητον αξίωμα τούτο κοντά εις αυτούς.   δια της καθέδρας Σου δε αυτής και παρουσίας έδειξας παρευθύς την έξωθεν σοφίαν (ή και την ρητορικήν τέχνην, τούτο γαρ ίσως, ή τοιούτο τι άλλο πρέπει να νοήται έξωθεν.   επειδή άλλως είναι σκοτεινότατον το νόημα) των ποππυσμάτων των Εθνών και Ελλήνων μίαν αγρίαν και αχαλίνωτον φλυαρίαν. καθώς γαρ εκείνοι όπου θέλουν να ημερώσουν και να κολακεύσουν τους αγρίους ίππους, μεταχειρίζονται κάποιας πεποιημένας φωνάς, πόππυ λέγοντες. ούτω και οι Έλληνες θέλοντες να κολακεύσουν τους ανθρώπους και να τραβίζουν αυτούς εις την πολυθεΐαν και ασέβειαν, εμεταχειρίζοντο την ρητορείαν των λόγων και την σοφίαν ως τόσα ποππύσματα των ίππων και κολακεύματα.   όθεν το Πνεύμα το Άγιον σήμερον επιφοιτήσαν, απέδειξε ταύτα φλυαρίας μεν δια το ψεύδος όπου περιέχουσιν, απηνείς δε και αγρίας, διότι έπειθον τους αυτοίς υπακούοντας να κρημνίζωνται εις ειδωλολατρείαν και εις πάθη άλογα και αλλόκοτα.
Ωδή ζ’. Ο Ειρμός.
                        Σύμφωνον εθρόησεν οργάννω μέλος,
                        Σέβειν το χρυσότευκτον άψυχον βρέτας.
                        Η του Παρακλήτου δε φωσφόρος χάρις
                        Σεβασμιάζει το βοάν. Τριάς μόνη,
                        Ισοσθενής, άναρχος, ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
            Τον Ειρμόν τούτον προσαρμόζει ο Μελωδός και με την εβδόμην Ωδήν των τριών Παίδων, και με την εορτήν της Πεντηκοστής.  Λέγει δε ότι το σύμφωνον μέλος των διαφόρων οργάνων με ταραχήν μεγάλην ηχολόγησε, και έδιδε σημείον να προσκυνήσουν όλοι οι λαοί την άψυχον εκείνην εικόνα του βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, ητις ήτον κατεσκευασμένη από χρυσίον. ούτω γαρ ο βασιλικός κήρυξ με δύναμιν εφώναζεν. «Υμίν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλώσσαι, η αν ώρα ακύσητε της φωνής σάλπιγγος, σύρριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες προσκυνείτε τη εικόνι τη χρυσή, ή έστησε Ναβουχοδονόσρ ο Βασιλεύς» (Δαν. γ’ 4).
            κατά τούτον τον τρόπον προσηρμόσθη ο Ειρμός με την εβδόμην Ωδήν. προσηρμόσθη δε και με την εορτήν, διότι ακολούθως λέγει ο Μελωδός ότι η φωτοφόρος χάρις του Παρακλήτου Πνεύματος ουχί ταρακτικώς εθρόησεν, αλλά σεβασμίως, γαληνώς και θεοπρεπώς παρακεινεί ημάς τους πιστούς δια να φωνάζομεν άπαντες. ω Παναγία και υπερούσιε Τριάς, Συ μόνη υπάρχεις ευλογητή. (το γαρ Ευλογητός ως κονόν εδώ λαμβάνεται όνομα δια το είναι η δύναμις της Αγίας Τριάδος), και Συ μόνη είσαι άναρχος και αΐδιος.   όθεν είπεν ο θείος Δαμασκηνός περί της Αγίας Τριάδος.   «Αύτη εστίν αρχή άναρχος, και απρόσιτος δύναμις, ουδενί μέτρω γνωριζομένη, μόνω δε τω οικείω βουλήματι μετρουμένη. πάντα γαρ όσα θέλει, δύναται» (Βιβλίον α’ κεφ. η’ του Θεολογικού).
Τροπάριον.
                        Φωνήν προφητόφθεγκτον ηγνοηκότες,
                        Έφασκον οινότευκτον άφρονες μέθην.                      
                        Ρήσεις ξενηκούσθησαν ως Αποστόλων.
                        Οι ευσεβείς δε, σοι βοώμεν ενθέως.
                        Νεουργέ του σύμπαντος, ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
            Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από το Βιβλίον των Πράξεων. εκεί γαρ γράφονται ταύτα. «Εξίσταντο δε πάντες και διηπόρουν, άλλος προς άλλον λέγοντες.  τι αν θέλοι τούτο είναι; έτεροι δε χλευάζοντες, έλεγον ότι γλεύκους (μούστου) μεμεστωμένοι εισί.  Σταθείς δε ο Πέτρος συν τοις ένδεκα επηρε την φωνήν αυτού, και απεφθέγξατο αυτοίς. Άνδρες Ιουδαίοι… ουχ ως υμείς υπολαμβάνετε ούτοι μεθύουσιν (έστι γαρ ώρα τρίτη της ημέρας), αλλά τούτο εστι το ειρημένον δια του Προφήτου Ιωήλ «Και έσται εν ταςι εσχάταις ημέραις (λέγει ο Θεός) εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα» (Πράξ. β’ 17) Ταύτα λοιπόν τα λόγια μελουργών ο θείος Ασματογράφος,  ούτω λέγει. Οι άφρονες Ιουδαίοι, οι εκ παντός Έθνους συναθροισθέντες εις Ιερουσαλήμ, όταν ακούσθησαν αι ξέναι εκείναι ρήσεις: ήτοι αι διάφοροι γλώσσαι, όπου ελάλουν οι Απόστολοι, κινούμενοι από την υπερφυή ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος, μη εξεύροντες οι Ιουδαίοι των ανωτέρω προφητείαν όπου είπεν ο Προφήτης Ιωήλ. «Εκχεώ από του Πνεύματός μου», προδηλών δια τούτου το θαύμα όπου ηκολούθησε σήμερον, έλεγον οι ανόητοι ότι η ενέργεια αύτη των γλωσσών ήτον μέθη κατεσκευασμένη από κρασί, και μάλιστα μούστον, όστις περισσότερος πινόμενος και ευφραίνων την καρδίαν δια την γλυκύτητά του, ακολούθως περισσότερον μεθύει και σκοτίζιε την κεφαλήν δια την δύναμίν του.
            Οινότευκτον δε ωνόμασεν ο Μελωδός την μέθην ταύτην, διότι τριών λογιών μέθη είναι, μία η από οίνου ενεργουμένη, ως αύτη, άλλη, η από της θείας ενεργείας του Πνεύματος γινομένη, περί της οποίας έλεγεν η φιλοσώφρων Άννα προς το παιδάριον Ηλεί, το ελέγχον αυτήν και λέγον «Έως πότε μεθυσθήση; περιελού τον οίνόν σου, και προεύου εκ προσώπου Κυρίου. και απεκρίθη Άννα και είπεν. Ουχί Κύριε… οίνον και μέθυσμα ου πέπωκα, και εκχέω την ψυχήν μου ενώπιον Κυρίου» (α’ Βασιλ. α’ 4-5), και ο Δαβίδ είπε. «Μεθυσθήσονται και ποιότητος οίνου σου» (Ψαλ. λε’ 9) . και ο Νυμφίος εν τω άσματι. «Φάγετε και πίετε και μεθύσθητε, αδελφοί» (Ασ. ε’ 1).  Είναι και τρίτη μέθη η από τα πάθη ενεργούμενη, και μάλιστα από τον θυμόν και την επιθυμίαν, περί της οποίας γράφει ο Ησαΐας. «Ουαί οι μεθύοντες άνευ οίνου» (Ης. κη’ 1) . και πάλιν λέγει προς τη Ιερουσαλήμ. «Άκουε τεταπεινωμένη, και μεθύουσα ουκ από οίνου» (Ησ. να’ 21).  Αλλ’ εκείνοι μεν οι ανόητοι εβραίοι, ασεβείς όντες, και μη πιστεύοντες εις την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, ούτως έλεγον. ημείς δε οι ευσεβείς και πιστεύοντες ως Θεώ Σοι τω Αγίω Πνεύματι φωνάζομεν εις Σε με ένθεον φωνήν. Ω Πνεύμα Άγιον, ανακαινιστά του σύμπαντος Κόσμου. «Εξαποστελείς, φησί, το Πνεύμα Σου, και κτισθήσονται, και ανακαινείς το πρόσωπον της γης» (Ψαλ. ργ’) . Συ, λέγω, καθό Θεός, είσαι ευλογημένον και υπερένδοξον.  Λέγει δε το ακροτελεύτιον τούτο, δια να φανερώση ότι είναι εβδόμη Ωδή.
Τροπάριον.
                        Θέσπιν κατεβρόντησεν ο βλέπων όπα,
                        Έθνους Ιωήλ του θεαρχικωτάτου,
                        Οις εκχεώ, φήσαντος οιά περ Λόγου,
                        του Πνεύματος μου συμβοήσουσι. Φύσις,
                        Η τρισσοφεγγόφωτος, ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
            Εις το ανωτέρω μεν Τροπάριον ανωνύμως είπεν ο Μελωδός Προφήτην τον Ιωήλ, και το ρητόν του «Εκχεώ από του Πνεύματος μου» αορίστως είπε φωνήν προφητόφθεγκτον. εις δε το Τροπάριον τούτο ονομαστί λέγει τον Ιωήλ, και ωρισμένως λέγει ποία ήτον η εκείνου φωνή. ούτω γαρ φησίν. ο ένθεος και θείας χάριτος πεπληρωμένος Προφήτης Ιωήλ, ο βλέπων τα μέλλοντα (ούτω γαρ ωνομάζοντο παρά τη Γραφή οι Προφήται. όθεν γράφεται δια τον Σαμουήλ «Πορευθώμεν προς τον βλέποντα, ότι τον Προφήτην εκάλει ο λαός έμπροσθεν ο βλέπων» (α’ Βασιλ. θ’ 9) . και πάλιν. «Ιδού γέγραπται επί των λόγων των ορόντων» (ήτοι των Προφητών) (β’ Παρ. λγ’ 18) . δια τούτο και ο μέγας Βασίλειος προσθέτει την αιτίαν, δια την οποίαν λέγονται ούτω. «Όρασιν δε χαριζόμενος ο Κύριος, ουκ αποτυφλοί το νουν, ον αυτός κατεσκεύασεν, αλλά φωτίζει αυτόν και διαυγέστερον ποιεί η παρουσία του Πνεύματος. δια τούτο γαρ και οι Προφήται εχρημάτιζον ορώντες, δια το οιονεί επιτετάσθαι αυτοίς την του νου διάβλεψιν εκ της του φωτίζοντος αυτούς Πνεύματος παρουσίας».  Αυτός, λέγω, ο Ιωήλ εβρόντησεν την βροντήν την θέσπιν όπα (ήτοι την φωνήν την θεσπεσίαν) την προσκυνητήν και σεβασμιωτάτην, όπου είπεν εκ μέρους του ο Χριστός, καθό θεαρχικώτατος Λόγος του Πατρός: ήτοι το, Εγώ θέλω χύσει, από΄το Πνεύμα μου το Άγιον: ήτοι από την χάριν και δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. ου γαρ το Πνεύμα το Άγιον εκχείται κατ’ ουσίαν, ούτε μερίζεται.
            Όθεν είπεν ο χρυσορρήμων. «Δια τούτο ουκ είπε, Δίδωμι το Πνεύμα, αλλ’ Εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα. τούτο γουν και εξέβρη. πάσα γαρ η οικουμένη εκ του Πνεύματος εδέξατο εκείνου. και η σταγών αύτη και η ρανίς του Πνεύματος την οικουμένην άπασαν ενέπλησε της γνώσεως» (Ερμηνεία εις το «Εξεχύθη η χάρις εν χείλεσί σου»).  Θέλει δε εκχύσει το Πνεύμα εις εκείνους οίτινες έχουν να φωνάξουν συμφώνως. Ω φύσις τρισσοφεγγόφωτος: ήτοι όπου λάμπεις εν τρισίν Υποστάσεσι Πατρί Υιώ και Πνεύματι, Συ υπάρχεις ευλογημένη εις τους αιώνας… (κοινόν γαρ όνομα λαμβάνεται και εδώ το, Ευλογητός, αντί Ευλογητή).  Το δε, Θεαρχικωτάτου δύναται να συναφθή και με το, Πνεύματος, ούτως. Εγώ θέλω χύσει από το Θεαρχικώτατόν μου Πνεύμα.  Ας μη παραξενεύεται δε τινάς ακούων τον μεν Κύριον να λέγη επαγγελίαν του Πατρός την φωνήν ταύτην του Ιωήλ, και ως εκ μέρους εκείνου προφερομένην, το δε Μελωδόν να λέγη ότι εκ μέρους του Κυρίου προφέρεται. διότι πάσα η προς τα έξω ενέργεια του Θεού είναι κοινή της Αγίας Τριάδος Πατρός, Υιού, και Αγίου Πνεύματος, καθώς και έμπροσθεν είπομεν. και όρα εις την ερμηνείαν του Τροπαρίου «Έφη το σεπτόν και σεβάσμιο στόμα» εν τη α’ Ωδή του παρόντος Κανόνος.
Τροπάριον.
                        Τριττί μεν ευμοίρησεν ωρών την χάριν,
                        Όπως υπεμφήνειε τρεις υποστάσεις,
                        Σέβειν εν απλότητι της εξουσίας.
                        Αλλ’ εν μια νυν ημερών τη Κυρία,
                        Υιός Πατήρ, και Πνεύμα, ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
            Προσφυώς αλληγορεί ο Μελωδός εν τω Τροπαρίω τούτω την τρίτην ώραν, κατά την οποίαν κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον, και την Κυριακήν ημέραν της Πεντηκοστής, ήτις καλείται μία. όθεν λέγει ούτως. Η μεν τρίτη ώρα επλούτησε την χάριν του Αγίου Πνεύματος, επειδή κατ’ αυτήν ελθόν το Πνεύμα το Άγιον διεμοίρασε τας πυρίνας γλώσσας εις του Αποστόλους.  Διατί δε τούτο γέγονεν;  Ίνα φανερώση ότι πρέπει να σέβωμεν τας τρεις Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος με τον τριαδικόν αριθμόν. δια τούτο ούτε κάτω από την τρίτην ώραν ήλθε το Πνεύμα το Άγιον, ούτε πάλιν παράνω από αυτήν, ίνα φανερωθή ο των τριών Αγίων Υποστάσεων αριθμός.  Ότι δε ώρα τρίτη κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον, εμαρτύρησεν ο Κορυφαίος Πέτρος, προς τους Ιουδαίους λέγων. «Ου γαρ, ως υμείς υπολαμβάνετε, ούτοι μεθύουσιν. έστι γαρ ώρα τρίτη της ημέρας» (Πράξ. β’ 15).  Πρέπει δε να σέβωμεν τας τρεις Υποστάσεις ταύτας της Αγίας Τριάδος με απλότητα της εξουσίας, ήγουν πιστεύοντες ότι αυταί έοχυν μίαν απλήν εξουσίαν, μίαν κυριότητα, μίαν δεσποτείαν, και εν κράτος[73].
            Η Κυριακή δε πάλιν ημέρα της Πεντηκοστής είναι εις τύπον της μιας φύσεως και ουσίας της Αγίας Τριάδος. καθότι η Κυριακή Μία ονομάζεται από τον Προφήτην Μωϋσήν, λέγοντα. «Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί ημέρα μία» (Γεν. α’ 5).  Η μεν ουν τρίτη ώρα, καθ’ ήν κατέβη το Πνεύμα το Άγιον, δηλοί την Τριάδα των προσκυνητών Υποστάσεων. η δε μία ημέρα της Κυριακής, καθ’ ήν εορτάζεται η της αυτού καταβάσεως εορτή, δηλοί την μίαν φύσιν και ουσίαν των τριών. όθεν και τώρα εν αυτή τη μια ημέρα, Συ ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα, ο τρισυπόστατος άμα και εις των όλων Θεός, είσαι ευλογητός: ήτοι ευλογήσαι και δοξάζεσαι από όλην την Κτίσιν.  Όρα δε ότι ο Μελωδός μ’ όλον ότι είπεν ότι η τρίτη ώρα εδήλου τας τρεις Υποστάσεις, επρόσθεσεν όμως και την μίαν αυτών εξουσίαν. και πάλιν ειπών ότι η μία ημέρα της Κυριακής εδήλου την μίαν φύσιν της Θεότητος, επρόσθεσεν όμως και τας τρεις Υποστάσεις αυτής.  Διατί τούτο;  Ότι ευθύς όπου νοήσης Τριάδα, ευθύς πρέπει να νοήσης και μονάδα. και αντιστρόφως, ευθύς όπου νοήσης μονάδα, πρέπει να νοήσης και Τριάδα. όθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Ου φθάνω το εν νοήσαι, και τοις τρισί περιλάμπομαι.  ου φθάνω τα τρία διελείν, και εις το εν αναφέρομαι» (Λόγος εις το Βάπτισμα).
Ωδή η’. Ο Ειρμός.
                        Λύει τα δεσμά και δροσίζει την φλόγα,
                        Ο τρισσοφεγγής της θεαρχίας τύπος.
                        Υμνούσι Παίδες, ευλογεί δε τον μόνον,
                        Σωτήρα, και παντουργόν, ως ευεργέτην,
                        Η δημιουργηθείσα σύμπασα κτίσις.
Ερμηνεία.
            Τον παρόντα Ειρμόν προσφυέστατα αρμόζει ο Μελωδός και εις την ογδόην Ωδήν των τριών Παίδων, και εις την εορτήν της Πεντηκοστής. παρασταίνει γαρ δια τούτου ότι οι τρεις Παίδες οι εν τη καμίων βληθέντες, καθό τρεις, ήτον τύπος της Αγίας Τριάδος. όθεν και ο τ΄πος αυτός ηλευθέρωσεν αυτούς από την κάμινον. ούτω δε λέγει. Ο υπό των τριών Παίδων δηλούμενος τύπος της Θεαρχίας (ήτοι της Θεότητος), όστις δεν είναι μονοφεγγής, αλλά τρισσοφεγγής, καθότι, αν και εν φως εστίν ο Θεός δια την μίαν και αμέριστον φύσιν και ουσίαν, αλλά και τρία φέγγη και φωτά έστι, κατά τας Υποστάσεις και πρόσωπα. όθεν και ο Θεολόγος Γρηγόριος είπεν. «Αυτοί δε φρονούμεν την Αγίαν Τριάδα, ζωάς και ζωήν, φώτα και φως, αγαθά και αγαθόν, δόξας[74] και δόξαν, άγια και αυτοαγιότητα» (Λόγος β’ Ειρηνικώ).  Αυτός, λέγω της Θεότητος ο τρισσοφεγγής τύπος έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήτον δεδεμένοι οι Παίδες, και εδρόσισε την φλόγα, και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσον διασυρίζον. όθεν λυθέντες οι τρισμακάριοι περιεπάτουν εις την κάμινον, και ύμνον και εδοξολόγουν τον Θεόν, τον λυτρωσάμενον αυτούς από την φλόγα της καμίνου. «Τότε, φησίν, οι τρεις Παίδες ως εξ ενός στόματος ύμνουν και ευλόγουν και εδόξαζον τον Θεόν, αλλά και εσυγκαλούσαν όλα τα κτίσματα, ουράνια και επίγεια, λογικά και άλογα, εις το να δοξολογούν και αυτά μαζί των τον Δημιουργόν των Θεόν, ως Σωτήρα πάντων, ως ποιητήν πάντων, και ως ευεργέτην πάντων.  Και τούτο θέλει να ειπή εκείνο όπου αναφέρει εδώ ο Μελωδός λέγων.  «Υμνούσι Παίδες, ευλογεί δε τον μόνον Σωτήρα και παντουργόν ως ευεργέτην η δημιουργηθείσα σύμπασα Κτίσις».
Τροπάριον.
                        Μνήμην ο Χριστός των βροτοσσόων επών,
                        Α πατρακουσθείς τοις Αποστόλοις έφη,
                        Το Πνεύμα τεύχει γλωσσοπυρσεύτω θέα,
                        Ηλλοτριωμένη δε μέλπει σε Κτίσις.
Ερμηνεία.
            Τούτο το Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τα λόγια του Δεσπότου Χριστού, τα οποία είπεν εις τους Αποστόλους. «Ο δε Παράκλητος το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα, και υπομνήσει υμάς πάντα, α είπον υμίν» (Ιω. ιδ’ 26) . όθεν λέγει ούτω. Το Πνεύμα το Άγιον σήμερον καθεζόμενον επάνω εις τους Αγίους Αποστόλους με την θέαν των πυρίνων γλωσσών, κατεσκεύασεν εις αυτούς την ενθύμησιν των λόγων των βροτοσσόων (ήτοι των σωζόντων τους ανθρώπους), τους οποίους ο Δεσπότης Χριστός ήκουσεν από τον Πατέρα καθό Υιός του Μονογενής, και είπεν εις τους αγαπητούς Αποστόλους του. «Ουκέτι υμάς λεγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος. υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα, α ήκουσα παρά του Πατρός μου, εγνώρισα υμίν» (Ιω. ιε’ 15).  Όθεν η λογική Κτίσις, η πρώη μεν αποξενωμένη ούσα του Θεού δια τη απιστίαν και αμαρτίαν, τώρα δε οικειοποιηθείσα τω Θεώ δια της πίστεως και αρετής, μέλπει και δοξολογεί Σε το Άγιον Πνεύμα, το ευλογητόν υπάρχον εκ φύσεως, καθό Θεός.  ευλογητός γαρ λέγεται ο Θεός κατά το «Συ ει ο Υιός του ευλογητού;» (Μαρκ. ιδ’ 61).  Πάσα δε κτίσις υμνεί και ευλογεί Σε συν τω Πατρί και τω ομοφυεί Λόγω. επειδή δια της ιδικής Σου ενεργείας και χάριτος οικειοποιήθη με τον Θεόν και Πατέρα, και με τον Μονογενή αυτού Υιόν και ενυπόστατον Λόγον.
Τροπάριον.
                        Σωτηριωδώς, αυτοδεσπότως ιόν,
                        Φως αυτολαμπές, και παρεκτικόν φάους
                        Υπάρχον, ήκες εμφορούν Αποστόλοις,
                        Τιμήεν ως άημα. τοις σοις οικέταις,
                        Λελιπαρημένον δε Πνεύμα προσνέμοις.
Ερμηνεία.
            Προς τον Δεσπότην Χριστόν αποτείνεται το Τροπάριον τούτο, αν και το όνομα του Χριστου φανερώς εν τούτω δεν αναφέρεται. λέγει γαρ προς αυτόν ο Μελωδός. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, Συ έπεμψας το Πνεύμα το Άγιον εις τους Ιερούς Αποστόλους, το οποίον ήλθε και αυτό αφ’ εαυτού αυτοδεσπότως και παντεξουσίως ως Θεός, δια την των ανθρώπων σωτηρίαν. ούτω γαρ υπεσχέθης λέγων. «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω ημίν παρά του Πατρός» (Ιώ. ιε’ 26).  Και όρα εις το ρητόν τούτο τα ανωτέρω δύο, ήγουν και ότι έρχεται το Πνεύμα αυτοδεσπότως ως Θεός, και ότι πέμπεται παρά του Υιού. όθεν είπε και ο Θεολόγος. «Ερχόμενον μεν, ως Κύριον, πεμπόμενον δε, ως ουκ αντίθετον. αι γαρ τοιαύται φωναί ουχ ήττον τη ομόνοιαν δηλούσιν, ή φύσεις χωρίζουσι» (Λογος εις την Πεντηκοστήν).  Αι τοιαύται φωναί, το πέμπεσθαι δηλαδή και το αποστέλλεσθαι και τα όμοια, δεν διαιρούσιν εξάπαντος τας φύσεις, ως λέγουσιν οι Πνευματομάχοι, ώστε άλλης μεν φύσεως να είναι ο πέμπων και αποστέλλων, άλλης δε ο πεμπόμενος και αποστελλόμενος. αλλ’ όχι ολιγώτερον δηλούσι και την ομόνοιαν αυτών, καθώς εμπορεί να ειπή τινάς ότι επέμφθη φίλος και φίλον. όθεν και το πέμπεσθαι εδώ το Πνεύμα παρά του Υιού δηλοί την προς τον πέμψαντα Υιόν ομόνοιαν, καθώς ερμηνεύει ο Νικήτας ο του θείου Γρηγορίου σχολιαστής.
            Τούτο δε το Πνεύμα υπάρχει ένα φως, το οποίον όχι μόνον λάμπει αυτό αφ’ εαυτού, αλλά και εις τους άλλους δίδει το φως.  Ερανισθη δε τούτο από τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα εις την Πεντηκοστήν περί του Αγίου Πνεύματος. «Φως και φωτός χορηγόν». Και ο Δαβίδ δε προς τον Πατέρα επιστρέφων λέγει. «Εν τω φωτί Σου (ήτοι εν τω Πνεύματι) οψόμεθα φως» (ήτοι τον Υιόν) (Ψαλ. λε’ 10).  Φως δε λέγεται το Πνεύμα, διότι, κατά τον Νικήταν, διώκει μεν από τας ψυχάς, εις τας οποίας ήθελεν ενοικήση, κάθε αγνωσίαν και πλάνην, ήτις εστί σκότος και ομίχλη ψυχής. επιστρέφει δε εις τον εαυτόν των όλους εκείνους όπου τιτρώσκονται από τας γλυκυτάτας μαρμαρυγάς και ακτίνας του.  Διατί δε έπεμψας, Κύριε, εις τους Αποστόλους το Πνεύμα το Άγιον; Ίνα γεμώση αυτούς από την ζωηφόρον ενέργειαν και χάριν του, ως τίμιον άημα (ήτοι πνοήν) και άφιον και θεοπρεπές.  Ταύτα δε και τα δύο αναφέρει ο θείος Λουκάς λέγων. «Και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου» (Πράξ. β’ 4), και πάλιν. «Και εγένετο άφνω εκ του Ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας» (Αυτόθι 2).
            Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός ικεσίαν προς τον Κύριον, και λέγει. Συ, Χριστέ, καθώς διεμοίρασες σήμερον εις τους Αποστόλους Σου το Άγιον Σου Πνεύμα, άμποτε να διαμοιράσης και εις ημάς τους ιδικούς Σου δούλους από το αυτό Πνεύμα Σου το λελιπαρημένον: ήτοι το τας ημών δεήσεις δεχόμενον ως Θεός.  Και αν εις τους Αποστόλους έδωκας πολλήν και άφθονον την χάριν του Αγίου Σου Πνεύματος, αλλά εις ημάς δος καν ρανίδα και σταγόνα μίαν της προς εκείνους δοθείσης χάριτος.
Τροπάριον.
                        Ησε Προφητών πνευματέμφορον στόμα,
                        Σην σωματωδώς, ω μέδων, ενδημίαν.
                        Και Πνεύμα κόλπων πατρικών προηγμένον,
                        Ακτιστοσυμπλαστουργοσύνθρονον σέθεν,
                        Ιείς ενανθρωπήσεως πιστοίς σέβας.
Ερμηνεία.
            Και τούτο το Τροπάριον αποτείνει ο Μελωδός εις τον Δεσπότην Χριστόν, και λέγει. Ω Βασιλεύ των βασιλευόντων Χριστέ, την μετά σώματος παρουσίαν Σου επίτης γης εκήρυξε το στόμα των αγίων Προφητών, το οποίον έφερεν εν εαυτώ το Πνεύμα το Άγιον, και εκινείτο υπ’ αυτού. ομοίως δε εκηρυξε και το Πνεύμα το Άγιον το αυτό στόμα των Προφητών. και περί μεν της ιδικής Σου παρουσίας είπε ταύτα ο Δαβίδ. «Απέστειλε τον Λόγον αυτού (ο Πατήρ) και ιάσατο αυτύος, και ερρύσατο αυτούς εκ των διαφθορών αυτών» (Ψαλ. ρστ’ 20) .  ο δε Ησαΐας.  «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με. ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με» (Ησ. ξα’ 1) . και το Σολομών. «Ο Παντοδύναμός Σου Λόγος απ’ Ουρανών εκ θρόνων Βασιλείων απότομος πολεμιστής εις μέσον της ολεθρίας ήλατο γης» (Σοφ. ιη’ 15) . και άλλοι δε πάμπολλοι Προφήται εκήρυξαν περί της ελεύσεως του Χριστού, και μάλιστα ο Δανιήλ.  Περί δε της καταβάσεως του Αγίου Πνεύματος ο μεν Δαβίδ είπεν. «Εξαποστελείς το Πνεύμα Σου, και κτισθήσονται, και ανακαινείς το πρόσωπο της γης» (Ψαλ. ργ’ 30) . ο δε Ησαΐας ούτω λέγει. «Κύριος ο Θεός, ο διδούς πνοήν τω λαώ τω επ’ αυτής (της γης δηλ.) και Πνεύμα τοις πατούσιν αυτήν» (Ησ. μβ’ 5) . και ο Ιωήλ. «Και έσται μετά ταύτα, εκχεώ από του Πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα» (Ιωήλ. γ’ 1).
            Επιφέρει δε ο Μελωδός ότι τούτο το Πνεύμα, περί ου οι Προφήται εκήρυξαν, εκπορεύεται από τους κόλπους, ήγουν από την ουσίαν και υπόστασιν το Πατρός. «Πνεύμα, (φησίν ο Νύσσης Γρηγόριος) το της Πατρικής εκπορευόμενον υποστάσεως».  Και ότι το  Πνεύμα τούτο είναι άκτιστον, καθώς είσαι και Συ, Χριστέ, άκτοστος κατά την Θεότητα. τούτο είναι και συμπλαστουργόν με Σε. τούτο είναι και σύνθρονον και ομότιμον με Σε. τούτο λοιπόν το Άγιον Πνεύμα πέμψας σήμερον εις τους Αποστόλους Σου, δι’ αυτού επίστωσας και εβεβαίωσας το σέβας και το δόγμα της ενανθρωπήσεώς Σου. δια μέσου γαρ του Αγίου Πνεύματος επληροφόρησας όλον τον Κόσμον ότι αληθώς άνθρωπος γέγονας, και αληθώς ανελήφθης ως άνθρωπος εις τους Ουρανούς, κα αληθώς εκάθισας ως άνθρωπος εκ δεξιών του Πατρός. αν γαρ ταύτα δεν ήτον αληθινά, το Πνεύμα το Άγιον δεν ήθελεν έλθη εις τους Αποστόλους. «Εάν (έλεγεν ο γλυκύς Ιησούς) εγώ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς. εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς» (Ιωάν. ιστ’ 7).
Ωδή θ’.  Ο Ειρμός.
                        Χαίροις, Άνασσα, μητροπάρθενον κλέος.
                        Άπαν γαρ ευδίνητον εύλαλον στόμα,
                        Ρητρεύον, ου σθένει σε μέλπειν αξίως.
                         Ιλιγγιά δε νους άπας σου τον τόκον
                        νοείν. όθεν σε συμφώνως δοξάζομεν.
Ερμηνεία.
            Επειδή η εννάτη Ωδή είναι ποίημα της Κυρίας ημών Θεοτόκου, δια τούτο ο Μελωδός προς αυτήν επιστρέφει τον παρόντα Ειρμόν, και λέγει ούτω. Ω Βασίλισσα πασών των του Κόσμου βασιλισσών ανωτέρα, η δόξα των Μητέρων ομού και των Παρθένων, δόξα μεν είσαι των Μητέρων, διότι υπέρ φύσιν έγινες Μήτηρ του Μονογενούς Υιού και Θεού, του τα πάντα δημιουργήσαντος. δόξα δε είσαι των Παρθένων, διότι, καθώς ήσουν κατά φύσιν προ του τόκου Παρθένος, ούτω και εν τω τόκω και μετά τόκον Παρθένος έμεινας. και τούτο είναι το θαυμαστόν εκείνο σημείον όπου υπεσχέθη ο Θεός να δώση εις τον Άχαζ, λέγων. «Δια τούτο δώσει Κύριος αυτός υμίν σημείον. ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται Υιόν» (Ησ. ζ’ 14) . όπερ ερμηνεύων ο μέγας Βασίλειος λέγει. Σημείον δε παράδοξον τι και τεραστικόν και παραπολύ της κοινής παρηλλαγμένον φύσεως. η αυτή γυνή, και Παρθένος και Μήτηρ, και εν τω αγιασμώ της Παρθενίας μένουσα, και την της τεκνογονίας ευλογίαν κληρονομούσα (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν) . και ο Ωριγένης είπε ταύτα, προ του να εκπέση εις αιρέσεις, εις έπαινον της παρθενίας της Παρθένου. «Ου γαρ εύφημον άλλη παρ’ εκείνην (την Μαρίαν δηλ.) την απαρχήν της παρθενίας επιγράψασθαι» (Παρά τω Καμπανίας).
            Συ, Θεοτόκε, χαίρε και ευφραίνου, όχι μόνον διότ συνέβαλες και εγέννησας τον Θεόν Λόγον, όστις είναι η χαρά και η πηγή και η αιτία πάσης χαράς, αλλά και διότι Συ με την ιδικήν Σου χαράν έλυσας την της προμήτορός Σου Εύας αράν, και την εκείνης λύπην ηφάνισας. όθεν και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ άλλον ασπασμόν οικειότερον και αμροδιώτερον δεν ευρήκε να Σοι προφέρη, ειμή τούτον «Χαίρε κεχαριτωμένη» (Λουκ. α’ 28) . περί ου πάλιν είπεν ο θαυμάσιος κατά την σοφίαν Ωριγένης προ του εκπεσείν εις τας αιρέσεις. «Ξένος ο ασπασμός τη Παρθένω (εδόκει), ουδαμού της Γραφής ευρισκόμενος, ταύτη δε μόνη τηρούμενος. «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου» . προς ην και η Ελισάβετ υποδεχομένη εβόησε, του Προδρόμου σκιρτώντος εν τη γαστρί αυτής. Ευλογημένη Συ εν γυναιξίν. ουδεμία γαρ της τοιαύτης χάριτος κοινωνός ούτε γέγονεν, ούτε γενέσθαι δύναται. εν γαρ το θείον κύημα. εις ο θείος τόκος. και μία η γεννήσασα τον Θεάνθρωπον» (παρά τω αυτώ Καμπανίας).
            Επιφέρει δε ο Μελωδός και την αιτίαν, δια την οποίαν είπεν εις την Θεοτόκον μόνον να χαίρη, χωρίς να της ειπή αφ’ εαυτού άλλο τι εγκώμιον. διότι, λέγει, παν στόμα, όσον και αν είναι εύστροφον, όσον και αν είναι εύλαλον, όσον και αν είναι εύγλωττον και ρητορικόν, πάλιν με όλας ταύτας τας φυσικάς αρετάς του δεν δύναται κατ’ αξίαν να Σε επαινέση.  Όθεν προσφυώς είπε και ο Κύπρου θείος Επιφάνιος, εγκωμιάζων την Παρθένον. «Πως μακαρίσω την ολόρριζον δόξαν; ότι χωρίς Θεού μόνου πάντων ανωτέρα υπάρχει. καλλιωτέρα γαρ των Χερουβίμ και Σεραφίμ και πάσης στρατιάς πέφυκεν Αγγελικής. προς ην Ουρανού και γης ουκ επαρκέσει γλώσσα, τάχα δε ούτε Αγγέλων. και γαρ αυτοί ύμνον και αίνον και τιμήν και δόξαν προσήνεγκαν, αλλά και κατ’ αξίαν ειπείν ουκ ίσχυσαν».  Ου μόνον δε κάθε εύλαλον στόμα δεν δύναται να Σε επαινέση κατ’ αξίαν, Θεοτόκε, αλλά και κάθε νους Αγγέλων και ανθρώπων ιλιγγιά και σκοτίζεται εις το να νοήση πως εγέννησας αφθόρως και υπερφυώς τον Μονογενή Υιόν του Θεού, ακατάληπτον γαρ τούτο και ανεξιχνίαστον. επειδή ουδέ ίχνος καν ολίγον τι γνώσεως του μυστηρίου τούτου δύναται να εύρη ο νους δια να παρηγορηθή. όσον γαρ τούτο εξετάζεται, τόσον περισσότερον ανεξάταστον μένει. και όσον φανερούται, τόσον κρυφιώτερον γίνεται. όθεν ο Σελευκίας Βασίλειος ως εκ προσώπου της Θεοτόκου προς τον Υιόν αυτής έτι βρέφος όντα λέγει. «Ποίαν επί Σοι, παιδίον, προσηγορίαν εύρω αρμόζουσαν; ανθρώπου; αλλά θεϊκήν έσχες την σύλληψιν. Θεού; αλλά ανθρωπίνην έλαβες σάρκωσιν.  Τι ουν επί Σε διαπράξωμαι; γαλακτοτροφήσω, ή θεολογήσω; ως Μήτηρ θεραπεύσω, ή ως δούλη προσκυνήσω; ως Υιόν περιπτύξωμαι, ή ως Θεώ προσεύξωμαι; επιδώσω γάλα, ή προσενέγκω θυμίαμα; τι το άρρητον τούτο θαύμα το μέγιστον;».  Επειδή λοιπόν πάντα τα κατά Σε, Θεοτόκε, είναι ακατάληπτα, δια τούτο και ημείς δεν εξετάζομεν αυτά, αλλά μόνον συμφώνως άπαντες Σε δοξάζομεν[75].
Τροπάριον.
                        Υδείν[76] έρικε την φυσίζωον Κόρην.
                        Μόνη γαρ εν δίνησι κεκρύφει Λόγον,
                        Νοσούσαν αλθαίνοντα την βροτών φύσιν.
                        Οις δεξιοίς κλισμοίσι νυν ιδρυμένος
                        Πατρός, πέπομφε την χάριν του Πνεύματος.
Ερμηνεία.
            Και τούτο το Τροπάριον αναφέρει περί της Θεοτόκου. λέγει γαρ ο Μελωδός εις αυτό ότι πρέπει και εύλογον είναι να υμνώμεν και να μεγαλύνωμεν την Αειπάρθενον και Θεοτόκον Μαρίαν,  η οποία εβλάστησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, την αληθή ζωήν των απάντων. «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ’ 6).  Ακολούθως δε λέγει ο Ποιητής και την αιτίαν, δια την οποίαν πρέπει να υμνώμεν την Θεοτόκον. επειδή, λέγει, αυτή μοναχή από όλας τας γυναίκας έκρυψε μέσα εις τας δίνας: ήτοι εις τας κυκλικάς στροφάς της αχράντου κοιλίας της, τον ενυπόστατον Λόγον του Πατρός, σάρκα προσλαβόντα εκ τω παναχράντων αυτής αιμάτων, ο οποίος αλθαίνει (ήτοι ιατρεύει από την αθεΐαν και αμαρτίαν την ασθενούσαν φύσιν των ανθρώπων (το, Αλθαίνοντα παράγεται από την αλθαίαν, αγριομαλάχην, ή μολόχην, με την οποίαν οι ιατροί πολλά πάθη θεραπεύουσιν).  Αυτός δε ο Θεός Λόγος τώρα καθήμενος μετά του προσλήμματος της ανθρωπότητος εις τον δεξιόν θρόνον του Πατρός, από εκεί έπεμψε σήμερον την χάριν του Πνεύματος εις τους αγίους του Μαθητάς και Αποστόλους.
            Ήθελε δε απορήση τινάς, ο Θεός είναι απερίγραπτος, πως λέγεται ότι κάθηται δεξιά;  Ταύτην την απορίαν λύων ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέγει. «Δεξιάν του Πατρός λέγομεν την δόξαν και την τιμήν της Θεότητος, εν η ο του Θεού Υιός, προ αιώνων υπάρχων ως Θεός, και τω Πατρί ομοούσιος, επ’ εσχάτων σαρκωθείς και σωματικώς, κάθηται, συνδοξασθείσης της σαρκός αυτού. προσκυνείται γαρ μια προσκυνήσει μετά της σαρκός αυτού υπό πάσης τηης Κτίσεως» (Βιβλίον δ’ κεφάλαιον οη’ του Θεολογικού).  Ο δε μέγας Βασίλειος λέγει. «Οίμαι την μεν στάσιν και την καθίδρυσιν το πάγιον της φύσεως και πάντη στάσιμον υποφαίνειν. καθό και ο Βαρούχ το ακίνητον και αμετάθετον της του Θεού διεξαγωγής ενδεικνύμενος, έφη το Συ ο καθήμενος εις τον αιώνα, και ημείς απολλύμενοι εις τον αιώνα, την δεξιάν δε χώραν δηλών, το της αξίας ομότιμον» (Κεφάλαιον στ’ περί του Αγίου Πνεύματος).
Τροπάριον.
                        Όσοις έπνευσεν, η θεόρρυτος χάρις,
                        Λάμποντες, αστράπτοντες, ηλλοιωμένοι
                        Οθνείαν αλλοίωσιν ευπρεπεστάτην,
                        Ισοσθενούσαν ιτην άτμητον ειδότες,
                        Σοφήν τρίφεγγον ουσίαν δοξάζομεν.
Ερμηνεία.
            Δοξολογίαν μετά ευχαριστίας περιέχει το παρόν Τροπάριον. λέγει γαρ ο Μελωδός ότι ημείς οι Χριστιανοί, εις όσους έπνευσεν η θεόρρυτος χάρις του Αγίου Πνεύματος δια τε της πίστεως και του αγίου Βαπτίσματος, όλοι είμεθα λαμπροί με την έλλαμψιν, όλοι είμεθα αστραπόφοροι με την αστραπήν, και όλοι είμεθα αλλοιωμένοι αλλοίωσιν, την οποίαν ενεργεί το λαμπρόν και αστράπτον και αλλοιωτικόν Άγιον Πνεύμα. τοιαύτα γαρ ξένα και παράδοξα αποτελέσματα ενεργεί η Χάρις και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος εις όσους ήθελε κατοικήσει.  Ούτω μετέβαλε το παλαιόν και ηλλοίωσε τον Σαούλ, και έκαμεν αυτόν άλλον άνδερα από εκείνον όπου ήτον πρότερον, καθώς είναι γεγραμμένον περί αυτού «Και εφαλείται επί σε Πνεύμα Κυρίου, και στραφήση εις άνδρα άλλον» (α’ Βασ. ι’ 6).  Ούτως οι θείοι Απόστολοι λαβόντες σήμερον την χάριν του Αγίου Πνεύματος, έλαμψαν, άστραψαν, και τοιαύτην αλλοίωσιν ωραιοτάτην και παράδοξον έλαβον, όχι μόνο έσωθεν κατά την ψυχήν και καρδίαν, αλλά και έξωθεν κατά το πρόσωπον και το σώμα. ώστε εκείνοι όπου τους έβλεπον απορούσαν και εθαύμαζον δια την τοιαύτην αλλοίλωσιν. όθεν έλεγον. «Τι αν θέλοι τούτο είναι;» (Πράξ. β’ 12).
            Καθώς δε το εν τη χύτρα υγρόν, όταν αναβράση υπό του πυρός, χύνεται έξω της χύτρας. ούτω και το πυρ και φως του Αγίου Πνεύματος, όταν πλημμυρίση εν τη καρδία, χύνεται και εις τα έξω μέρη του σώματος, ως λέγει ο Άγιος Κάλλιστος, και ο ίσιος Ιωσήφ ο Καλοθέτης. αλλά και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος είπεν. «Ο νους των κεχαριτωμένων ευμοιρήσας των θείων χαρισμάτων, και προς το συνημμένον σώμα πολλά διαπορθμεύει του θείου κάλλους τεκμήρια» (Λόγος εις την Ξένην).  Ούτω θέλει κάμει και εις ημάς η χάρις του Αγίου Πνεύματος, εάν όμως δια καθαράς ζωής και φυλακής των θεουργών εντολών του Κυρίου εμβάσωμεν αυτήν εις την καρδίαν μας, και εκεί την φυλάττωμεν. και τοιαύτην αλλοίωσιν έχει να ενεργήση εις την ψυχήν και το σώμα μας, ώστε όσοι θέλουν μας βλέπειν, μέλλουν να λέγουν εκείνο το Δαβιτικόν «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου» (Ψαλ. οστ’ 11).  Όθεν γλαφυρά είναι εκείνα όπου γράφει ο Χρυσοκέφαλος Μακάριος εν τω εις την Ανάληψιν λόγω αυτού. «Ενδυόμεθα γαρ ώσπερ το Κύριον Ιησούν, ούτω και το Πνεύμα το Άγιον. και ενδυόμεθα ουχ ως ιμάτιον, αλλ’ ώσπερ ενδύεται ο σίδηρος το πυρ, ουκ έξωθεν, αλλ’ όλως διόλου ανακιρνώμενος, και την καρδίαν έχομεν πληρούντα τον Παράκλητον, και τους οφθαλμούς φωτίζοντα, και τας ακοάς αγιάζοντα, και λογισμούς καταστέλλοντα, και νοήματα πηγάζοντα, και σοφίαν χορηγούντα, και πρόσωπα χάριτος πληρούντα. δια τούτο και οι ατενίσαντες εις το πρόσωπον Στεφάνου είδον αυτό ωσεί πρόσωπον Αγγέλου. πρώτον γαρ έδειξε την σοφίαν, ην εχορήγει δαψιλώς αυτώ το Πνεύμα ένδον και κατά ψυχήν. είτα λαμπρώς ώφθη καν τω προσώπω, ωραΐζον πάντοθεν το οικείον ενδιαίτημα».
            Ου μόνον δε Υιοί Θεού γίνονται και Θεοί κατά χάριν όσιο λάβουν ένοικον εις την καρδίαν των το Πνεύμα το Άγιον κατά το «Όσοι δε έλαβον αυτόν (τον Υιόν), έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, οι ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, αλλ’ εκ Θεού (ήτοι εκ του Αγίου Πνεύματος) εγεννήθησαν» (Ιω. α’ 12) . ου μόνον, λέγω Υιοί Θεού γίνονται οι λαβόντες το Πνεύμα το Άγιον, αλλά και  Πνεύμα κατά χάριν. όθεν είπεν ο Ιωάννης «Το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος, Πνεύμα εστι» (Ιω. γ’ 6), και ο Παύλος. «Ο κολλώμενος τω Κυρίω, εν Πνεύμα εστι» (α’ Κορ. στ’ 17).
            Επιφέρει δε ο Μελωδός ότι ημείς οι την χάριν δεξάμενοι καλώς ηξεύρομεν ότι η ουσία της Αγίας Τριάδος είναι ισοσθενής και ομοδύναμος, είναι αδιαίρετος και αμέριστος. ώστε δεν είναι άλλη μεν ουσία του Πατρός, άλλη δε του Υιού, και άλλη του Αγίου Πνεύματος, μη γένοιτο! αλλά μία και η αυτή. ωσαύτως είναι και σοφή, μάλλον δε, πάνσοφος και απειρόσοφος και υπέρσοφος και πηγή πάσης σοφίας. είναι δε και τριφεγγής δια τας τρεις Υποστάσεις. φως γαρ είναι ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως το  Πνεύμα το Άγιον. αλλά πάλιν είναι εν φως δια την μίαν Θεότητα.  Και ούτω την τριφεγγή ουσίαν γινώσκοντες ημείς, και ορθοδόξως θεολογούντες, δοξάζομεν αυτήν και μεγαλύνομεν εις αιώνα αιώνος.
            Άμποτε λοιπόν, ως είπομεν ανωτέρω, να λάβωμεν την χάρι του Αγίου Πνεύματος, και να πάθωμεν την τοιαύτην πνευματικήν αλλοίωσιν εις την ψυχήν και καρδίαν μας ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα Κανόνα.  Πως δε δυνάμεθα ταύτην, να αποκτήσωμεν;  Εάν κταπατήσωμεν τα γήϊνα και μάταια πράγματα, και εάν γένωμεν ανώτεροι από κάθε προσπάθειαν των υλικών πραγμάτων. τότε γαρ θέλει μας δώσει ο Θεός το Πνεύμα του.  Τις μας πληροφορεί; Ο Ησαΐας και ο Δαβίδ και ο Ιώβ. ο μεν γαρ Ησαΐας λέγει. «Τάδε λέγει ο στερεώσας την γην και τα εν αυτή, και διδούς πνοήν τω λαώ τω επ’ αυτής, και Πνεύμα τοις πατούσιν αυτήν» (Ησ. μβ’ 5) . ο δε Δαβίδ λέγει. «Του Θεού οι κραταιοί, της γης σφόδρα επήρθησαν» (Ψαλ. μστ’ 8) . ο δε Ιώβ λέγει αλληγορικώς δια τους Αγίους. «Νεοσσοί γυπός τα υψηλά πέτονται» (Ιωβ. ε’ 7).  Όθεν ο μέγας Βασίλειος οιονεί ερμηνεύων το ανωτέρω Δαβιτικόν λέγει. «Οι γαρ καταπατούντες τα γήϊνα, και υπεράνω αυτών γενόμενοι, άξιοι της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος μεμαρτύρηνται» (Κεφάλαιον κβ’ περί του Αγίου Πνεύματος) . αλλά και ο Ιερός Θεοφύλακτος ερμηνεία εις τον Αββακούμ λέγει. «Καρδίς υψηλάς ζητεί Θεός».
            Επειδή δε, αδελφοί μετά το Άγιον Βάπτισμα επέσαμεν εις αμαρτίας, και ούτω συνεχώσαμεν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν ελάβομεν δι’ αυτού του Βαπτίσματος, πρέπει να επιμεληθώμεν να εύρωμεν την προτέραν χάριν, η οποία είναι κεχωσμένη εις τα πάθη ως σπινθήρ εις την στάκτην, και να την πολυπλασιάσωμεν εις την καρδίαν μας.  Δια να εμπορώμεν δε να κατορθώσωμεν τούτο, πρέπει να εκλαβωμεν έξω από την καρδίαν μας τα πάθη ως στάκτην, και να βάλωμεν ως ξύλα την εργασίαν των ζωοποιών εντολών του Κυρίου, και ούτω να φυσήσωμεν με την εν καρδία επιστροφήν του νοός, και με την δια της επιστροφής ταύτης νοεράν και αγίαν προσευχήν ταύτην. «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ και Λόγε του Θεού, ελέησόν με».
            Η τοιαύτη δε αγία προσευχή χρονίζουσα εν τη καρδία, όχι μόνον καθαρίζει αυτήν από την στάκτην των παθών, αλλά και τον σπινθήρα της χάριτος ευρίσκουσα, ανάπτει πυρ ξένον και θαυμαστόν, το οποίον κατακαίει μεν τας προσβολάς των πονηρών λογισμών, γλυκαίνει δε την καρδίαν και όλον τον εσωτερικόν άνθρωπον, και φωτίζει τον νουν. όθεν είπεν ο άγιος Διάδοχος. «Όσοι το του Κυρίου Ιησού ένδοξον και πολυπόθητον όνομα εν τω βάθει της καρδίας μελετώσιν απαύστως, ούτοι δύνανται και το φως του νου οράν ποτέ».  Είπε δε και ο της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο της νεοράς ταύτης προσευχής και νήψεως εργάτης και διδάσκαλος. «Ουδέ γαρ έστι δυνατόν, τον συνάγοντα τον οικείον νουν και προς τον Θεόν ανατείνοντα, μη την θείαν αλλοίωσιν αλλοιωθήναι αναλόγως τη προς τον Θεόν και τα θεία λόγια μελέτη. θέρμη γαρ τις εγγίνεται τη καρδία δια της μελέτης ταύτης, ως μυίας τους πονηρούς λογισμούς αποσοβούσα, και πνευματικήν ειρήνην και παράκλησιν εμποιούσα τη ψυχή, και τον αγιασμόν τω σώματι παρέχουσα, κατά τον ειπόντα «Εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου, και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πυρ» . και τούτο έστιν, ο και τις των Θεοφόρων Πατέρων εδίδαξεν ημάς (ήτοι ο μέγας Αρσένιος εν τω Βίω αυτού) «Πάσαν σου την σπουδήν ποίησον, ίνα η ένδον σου εργασία κατά Θεόν η, και νικήσης τα έξω πάθη» (Ομιλία εις το όγδοον εωθινόν).  Όταν λοιπόν φθάση ο άνθρωπος εις την τοιαύτην κατάστασιν. τότε θέλει γνωρίσει με αίσθησιν νοεράν πόσας παραδόξους ενεργείας αποτελεί το πυρ τούτο του Πνεύματος.
            Θέλεις, αγαπητέ, να τας μάθης εκ μέρους;  Άκουσον τυο Μεγάλου Βασιλείου λέγοντος ταύτα. «Έστι πύρωσις του Πνεύματος η αναζωπυρούσα καρδίαν. διότι το άυλον και θείον πυρ φωτίζει μεν ψυχάς και δοκιμάζει έσωθεν ώσπερ άδολον χρυσόν εν καμίνω. κακίαν δε αναλίσκει ώσπερ καλάμην και ακάνθας. ο γαρ Θεός ημών πυρ καταναλίσκον εστί.  Τούτο το πυρ ενήργησε τοις Αποστόλοις, ηνίκα ελάλουν πυρίναις γλώσσαις. τούτο το πυρ δια της δόξης Παύλον περιλάμψαν, την μεν αυτού διάνοιαν εφώτισε την δε αίσθησιν της όψεως ημαύρωσεν. ου γαρ χωρεί σαρκός όρασις εκείνου του φωτός την δύναμιν. τούτο το πυρ Κλεόπα και του συν αυτώ τας καρδίας εθέρμανε, λαλούντος αυτοίς του Σωτήρος μετά την ανάστασιν. τούτο το πυρ Δαιμόνων εστί φυγαδευτήριον, κακίας τε καυστικόν, αναστάσεως δύναμις, αθανασίας ενέργεια, ψυχών αγίων φωτισμός, και λογικών δυνάμεων σύστασις. τούτο το πυρ ευξώμεθα και εις ημάς φθάσαι, ίνα πάντοτε εν φωτί περιπαντούτες, μηδέ προς βραχύ προσκόψωμέν ποτε, αλλ’ ως φωστήρες εν κόσμω φαινόμενοι, λόγον ζωής επέχωμεν αϊδίως» (Λόγος περί αυτεξουσίου)[77].  Ούτω λοιπόν δοξάζομεν φως τον Πατέρα, φως τον Υιόν, φως το Πνεύμα το Άγιον, την τοις τρισί Προσώποις φωτουργαίαν Θεότητα. ή πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις μία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.






[45] Σημειούμεν ενταύθα ότι Πεντηκοστή ονομάζεται η παρούσα εορτή, διότι από της Κυριακής της Αναστάσεως έως της Κυριακής ταύτης του Αγίου Πνεύματος πεντήκοντα ημέραι αριθμούνται, και ούτε περισσότεραι, ούτε ολιγώτεραι.  Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος λέγει ότι ο επτά αριθμός ο τιμώμενος παρά τη Γραφή εγέννησε και την τιμήν της Πεντηκοστής. «Ο γάρ επτά, φυσίν, εφ’ εαυτόν συντιθέμενος, γεννά τον πεντήκοντα μιας δεούσης ημέρας, ην εκ του μέλλοντος αιώνος ροσειλήφαμεν, ογδόην τε ούσαν την αυτήν και πρώτην, μάλλον δε μίαν και ακατάλυπτον. δει γαρ εκείσε καταλήξαι τον ενταύθα σαββατισμόν των ψυχών, ως δοθήναι μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ. καθώς ήδη τινές των προ ημών το Σολομώντιον εξειλήφασι» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).  Ποία δε είναι η ογδόη αύτη και πρώτη, μάλλον δε μία και ακατάλυτος;  Η αγία Κυριακή, η ογδόη μεν ούσα, ως υπέρ την εβδόμην αριθμουμένη. πρώτη δε, ως αρχή των ημερών. και μία, ως εικών του μέλλοντος αιώνος νυν, τότε δε εσομένη αυτός ο μέλλων αιών ο ανέσπερος και αδιάδοχος.  και όρα περί τούτου εν τη ερμηνεία του εσχάτου Τροπαρίου του Κανόνος του Πάσχα τι λέγει περί της Κυριακής ο μέγας Βασίλειος, και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος τι λέγει εν των Τροπαρίων «Αύτη η κλητή» . ίνα μη και εδώ τα αυτά λέγωμεν.  Λέγει τε και ο Σχολιαστής Νικήτας. «Επεί η του μέλλοντος αιώνος ημέρα ουκ έχει μεθ’ αυτήν ετέραν διαδεχομένην αυτήν, ουδέ καταλύεται τη δύσει του Ηλίου, χρη εκείνην μίαν μεν ονομάζειν, ως αδιάδοχον, ακατάλυτον δε, ως ανέσπερον. εικότως δε την μίαν ταύτην την λείπουσαν εκ του μέλλοντος αιώνος προσελάβομεν. αναγκαίον γαρ εις την εκείσε κατάστασιν καταλήξαι την ενταύθα κατάπαυσιν των ψυχών: ήτοι την δια θανάτου από των εγκοσμίων έργων αργίαν. ώσπερ και ο επτά καταλήγει εις τον οκτώ. ώστε κατά τούτον τον λόγον δοθήναι μερίδα φροντίδος τοις επτά, τω βίω τούτω. και ούτω τοις οκτώ τω μέλλοντι, φροντιζόντων ου του παρόντος βίου μόνον, αλλά και του μέλλοντος. ούτω γαρ τινες εξειλήφασι το Σολομώντιον εκείνο, το εν τω Εκκλησιαστή λεγόμενον «Δος μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ» . επτά μεν νοήσαντες τον παρόντα βίον. οκτώ δε τον μέλλοντα.  Τινές δε σαββατισμόν ψυχών ενόησαν το στήναι εν τω μέλλοντι τα κινούμενα πάντα. ο δε μέγας Μάξιμος τοιούτον τε λέγει, ότι του Κυρίου κατά την ογδόην ημέραν (ήτις είναι η Κυριακή.  ουδεμία γαρ άλλη ογδόη εστί) φανερουμένου, τουτέστι κατά την παρουσίαν αυτού, και τοις μεν Δικαίοις το ευ είναι παρέχοντος, τοις δε αμαρτωλοίς το φευ είναι απονέμοντος, σαββατίζουσι τότε αι ψυχαί, πάσαν λαβούσαι παύλαν κινήσεως, και κίνησιν παντελώς ουκ έχουσαι μετά την του ζητουμένου φανέρωσιν. του γαρ ζητουμένου φανερωθέντος, κίνησις αργεί πάσα των κινουμένων».  Συ δε μοι όρα ενταύθα, αγαπητέ, τα προνόμια όπου έχει η αγία Κυριακή. εν Κυριακή γαρ άρχισεν η Κτίσις. εν Κυριακή άρχισεν η της Κτίσεως ανακαίνησις. εν Κυριακή άρχισεν η τελείωσις της Κτίσεως. και τη μεν αρχήν της Κτίσεως ενήργησεν ο Πατήρ ιδιαιτέρως, και τοι συνεργούντων και του Υιού και του Πνεύματος. την δε αρχή της ανακαινίσεως ενήργησεν ο Υιός ιδιαιτέρως δια της αυτού αναστάσεως.  την δε τελείωσιν της Κτίσεως ενήργησε το Πνεύμα το Άγιον δια της σημερινής αυτού καταβάσεως.  Ιδού πόσον ετίμησε την αγίαν Κυριακήν όλη η Αγία Τριάς.
[46] Σημείωσαι ότι Λόγους Πανηγυρικούς έχουσιν εις την Πεντηκοστήν και εις το Άγιον Πνεύμα οι εξής θείοι Πατέρες.  Γρηγόριος ο Θεολόγος λόγον έχει, ου η αρχή «Βραχέα περί της Εορτής φιλοσοφήσωμεν».  Ο Χρυσόστομος λόγον, ου η αρχή «Ουρανός ημίν σήμερον γέγονεν η γη» . άλλον, ου η αρχή «Επεφοίτησεν η του Πνεύματος χάρις» . άλλον, ου η αρχή «Μεγάλα, και πάντα λόγον».  Γρηγόριος ο Παλαμάς λόγον, ου η αρχη «Εθεασάμεθα προ μικρού». Λεόντιος ο πρεσβύτερος λόγον, ου η αρχή «Όσοι περί την παρούσαν εορταστικήν αένναον χάριν επείγεσθε».  Σώζονται οι μεν εν τη μεγίστη Λαύρα, οι δε εν τη του Βατοπεδίου και  Ιβήρων και Διονυσίου.  Ήθελε δε ερωτήση τινάς διατί μετά εννέα ημέρας της Αναλήψεως κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον;  Ταύτην την ερώτησιν ξα’ ούσαν προτείνουσι τινές εις τον Θεοφόρον Μάξιμον εν Τόμω α’ και αποκρίνεται εις αυτήν λέγων. «Φασί τινες των τα θεία πεπαιδευμένων, ότι, επειδή εννέα τάξεις κατά τον Διονύσι8ον εισίν, ανίων κατά το ανθρώπινον ο Κύριος (καθό γαρ Θεός τα πάντα πληροί) εκάστω τάγματι μίαν ημέραν απένειμεν, από της εσχάτης έως της τελευταίας. εδέοντο γαρ και αύται της του Κυρίου προς αυτάς επιδημίας. εν αυτώ γαρ κατά τον Απόστολον ανεκεφαλαιώθη ου μόνον τα επί της γης, αλλά και τα εν Ουρανώ. και μετά τούτο ενεφανίσθη τω Θεώ και Πατρί. και τούτω το Πνεύμα κάτεισι».  (ου συναριθμείται δε, ούτε η πέμπτη καθ’ ήν ανελήφθη, ούτε η Κυριακή καθ’ ήν εκατέβη το Πνεύμα) Τι δε εποίει έκαστον τάγμα εν εκάστη ημέρα;  Ο μεν Θεοφόρος ουκ είπε Μάξιμος. όπερ και λυπηρόν αληθώς έτσι. καθότι παντός λόγου ην αν άξιον, ει παρά τοιούτου μεγάλου Πατρός εφανερούτο. εν τω Συναξαρίω δε της Πεντηκοστής γράφεται ότι έκαστον τάγμα προσιόν, την θεωθείσαν εκείνην προσεκύνει σάρκα.  Των εννέα ουν πληρωθεισών ημερών και ταγμάτων, τη δεκάτη ο Παράκλητος επεδήμησεν.  Ο δε Χρυσόστομος λέγει το αίτιον δια το οποίον δεν εκατέβη παρευθύς το Πνεύμα το Άγιον. «Ίνα, όταν εν ερημία γένωνται οι μαθηταί της του Χριστού δυνάμεως, μάθωσιν ηλίκον αυτοίς εχαρίζετο η της αυτού αγαθότητος παρουσία, και εις αίσθησιν ελθόντες των παρελθόντων αγαθών, μετά μείζονος της προθυμίας υποδέξωνται και την του Παρακλήτου δωρεάν»  (Λόγος β’ εις την Πεντηκοστήν, ου η αρχή «Μεγάλα αγαπητοί»).  Διατί δε εν τη Πεντηκοστή κατέβη το Πνεύμα το Άγιον, και ουχί εν άλλη ημέρα;  Αποκρίνεται ο αυτός Χρυσορρήμων. «Ότι τρεις μεγάλαι εορταί ήσαν παρά τοις Ιουδαίοις, το Πάσχα, η Πεντηκοστή και η Σκηνοπηγία, εν αις συνήγοντο πλήθη πολλά των Ιουδαίων.  Εν μεν ουν τη εορτή του Πάσχα σταυρωθείς και παθών ο Χριστός, εθεωρήθη υπό πάντων των τότε συνηθροισμένων Ιουδαίων. η δε ανάστασις αυτού ουκ εθεωρήθη, αλλ’ εσυκοφαντήθη παρ’ αυτών. όθεν η του Πνεύματος χάρις εκχυθείσα εις τους Αποστόλους εν τη Πεντηκοστή, καθ’ ήν ήσαν άπαντας οι Ιουδαίοι συνηγμένοι, έστρεψε πάντων τους οφθαλμούς και τας ακοάς προς τους Αποστόλους οίτινες εμαρτύρουν και εκήρυττον ότι ανέστη ο Κύριος.  Ώστε βεβαίωσις της αναστάσεως εστίν η Πεντηκοστή» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν, ου η αρχή «Τας γλώσσας σήμερον»).  Επειδή δε γράφουσιν αι Πράξεις ότι και η Κυρία Θεοτόκος ήτον μαζί με τους Αποστόλους και οι αδελφοί του Κυρίου. «Και ην όχλος ονομάτων επί το αυτό ως εκατόν είκοσι» δια τούτο λέγουσι τινές ότι εις όλους αυτούς τους εκατόν είκοσιν εκάθισε το Πνεύμα το Άγιον εν πυρίναις γλώσσαις.
[47] Συμβολική Θεολογία λέγεται, όσα προς Θεόν λεγονται ανθρωποπρεπώς, εκ των ανθρωπίνων μελών και αισθήσεων και ηθών τούτω προσαρμοζόμενα. ομοίως και όσα ιδιώματα των τεσσάρων στοιχείων, ή και άλλων υλικών κτισμάτων τω Θεώ υπό της Θείας Γραφής αποδίδονται.  Ταύτης της Συμβολικής Θεολογίας βιβλίον συνέγραψεν ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, όπερ αναφέρει εν κεφ. ιε’ περί Ουρανίας Ιεραρχίας λέγων. «Έχει γαρ και τούτο (το αέριον πνεύμα) θεαρχικής ενεργείας εικόνα και τύπον, ως εν τη Συμβολική Θεολογία κατά την τετράστοιχον ανακάθαρσιν ημίν δια πλειόνων αποδέδεικται».  Τετράστοιχον δε ανακάθαρσιν την των τεσσάρων στοιχείων αναγωγικήν αλληλογρίαν φησίν, ως ερμηνεύει ο σχολιαστής Μάξιμος. νυν δε, ω δυστυχία! το σύγγραμμα τούτο ου σώζεται.
[48] Δύο πράγματα διδάσκει ημάς δια της Αποστολής του Αγίου Πνεύματος ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τω εν την Πεντηκοστήν λόγω αυτού. ένα μεν, έως που ανέβη ο Χριστός όταν ανελήφθη, και άλλο, ότι το Πνεύμα ου μόνο αποστέλλεται, αλλά και αποστέλλει  ούτω γαρ φησί. «Νυν ορώμεν δια του παρ’ αυτού τοις μαθηταίς πεμφθέντος Πνεύματος μέχρι τίνος ο Χριστός αναληφθείς έφθασε, και εις ποίαν αξίαν ανεβίβασε την ημών ήν ανέλαβε φύσιν. εκείσε γαρ πάντως ανήλθεν, όθεν το Πνεύμα παρ’ αυτού πεμφθέν κατελύληθε.  Πόθεν δε το Πνεύμα κατήλθε, δείκνυσι ο δια του Προφήτου λέγων Ιωήλ  «εκχεώ από τους Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα» . και προς ον φησίν ο Δαβίδ. «Εξαποστελείς το Πνεύμα Σου, και κτισθήσονται το πρόσωπον της γης».  Προς τον ανωτάτω τοιγαρούν ο Χριστός ανελήλυθε Πατέρα, και προς αυτόν έφθασε τον Πατερικόν κόλπον, όθεν και το Πνεύμα, και κοινωνός και κατά το ανθρώπινον της κατ’ αυτόν αξίας ανεδείχθη, το εξ Ουρανού παρά του Πατρός εκχεόμενόν τε και στελλόμενον Πνεύμα και αυτός αρτίως αποστείλας» ιδού το πρώτον. δείκνυσι δε και το δεύτερον εν τοις ακολούθοις.  «Αλλά μηδείς νομίσει το Πνεύμα το Άγιον της αξίας ταύτης αμοιρούν, παρά του Πατρός και του Υιού αποστελλομενον ακούων. ου γαρ των αοστελλομένων απλώς, αλλά και των αποστελλόντων και συνευδοκούντων εστί.  δείκνυσι δε και τούτο σαφώς ο δια του Προφήτου λέγων. «Εγώ ταις χερσί μου εθεμελίωσα την γην, και τον Ουρανόν εξέτεινα. και νυν Κύριος απέσταλκέ με και το Πνεύμα αυτού. και ο Χριστός δια του αυτού Προφήτου πάλιν αλλαχού λέγων. Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσαθσαι πτωχοίς απέσταλκέ με.  Τοιγαρούν ουκ αποστέλλεται μόνον το Πνεύμα το Άγιον, αλλά και αποστέλλει τον παρά του Πατρός αποστελλόμενον Υιόν  παρ’ ου δείκνυται Πατρί τε και Υιώ συμφυές και ομοσθενές και συνεργόν και ομότιμον».
[49] Δια τούτο είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Τούτο το Πνεύμα ενήργει εν τοις πατράσι (τοις προ του Νόμου δηλαδή) και εν τοις Προφήταις. ων οι μεν (οι Πατέρες δηλαδή) εφαντάσθησαν Θεόν, ή έγνωσαν. οι δε (οι Προφήται δηλ.) και το μέλλον προέγνωσαν, τυπούμενοι τω Πνεύματι τω ηγεμονικώ, και ως παρούσι συνόντες τοις εσομένοις» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).  Έφη δε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. «Νυν άρχεται τελείσθαι και τα φανερούντα το Πνεύμα το Άγιον κατ’ ιδίαν υπόστασιν υπάρχον. ίν’ ημείς επιγνωμέν τε και σκεφθώμεν το μέγα και προσκυνητόν της Αγίας Τριάδος μυστήριον. ενήργει γαρ και πρότερον το Πνεύμα το Άγιον. τούτο γαρ εστί το δια των Προφητών λαλήσαν και προκαταγγείλαν τα μέλλονται» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
[50] Εν άλλοις δε γράφεται «Γνώσει» . παρά δε τω Θεοδώρω «Γνώσιν» γράφεται όθεν το Συνετίζουσα» συντάσσεται με δύο αιτιατικάς, κατά το, διδάσκω και άλλα όμοια ρήματα.
[51] Όρα περί τούτου εις την ερμηνείαν του Τροπαρίου της πρώτης Ωδής του παρόντος Κανόνος του λέγοντος «Νόμω το πάλαι προκηρυχθέν και Προφήταις».
[52] Όθεν συμφώνως είπε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. «Διατί δε πυρίναις γλώσσαις; Ου μόνον δια το του Πνεύματος προς τον Πατέρα και τον Υιόν ομοούσιον. πυρ γαρ ο Θεός ημών και πυρ καταναλίσκον την μοχθηρίαν. αλλά και δια το διττόν της ενεργείας του των Αποστόλων κηρύγματος. ευεργετείν γαρ άμα και κολάζειν δύναται. και καθάπερ το πυρ και φωτίζειν και φλογίζειν πέφυκεν. ούτω και ο της κατά Χριστόν διδασκαλίας λόγος τους μεν υπακούοντας φωτίζει. τους δε απειθούντας εις τέλος πυρί και κολάσει παραδίδοσιν αιωνίω.  Γλώσσαι δε ουχί πυρός είπεν, αλλ’ ως από παραδείγματος εν περινοία γινώμεθα της επιφανείας του Πνεύματος» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
[53] Ο δε Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ούτως  ερμηνεύει τας γλώσσας λέγων. «Αλλά τινός ένεκεν ώφθη δια του σχήματος των γλωσσών;  Ίνα την προς τον Θεόν Λόγον επιδείξηται συμφυΐαν. γλώσσης γαρ προς λόγον ουδέν συγγενέστερον άμα δε και δια την χάριν της διδασκαλίας. γλώσσης γαρ κεχαριτωμένης ο κατά Χριστόν διδάσκαλος δείται.  Τίνος δε χάριν αι γλώσσαι διαμεριζόμεναι ώφθησαν αυτοίς;  Επεί μόνω τω και αυτώ άνωθεν ελθόντι Χριστώ, ουκ εκ μέτρου δίδοται το Πνεύμα παρά του Πατρός. ολόκληρον γαρ εκείνος και κατά την σάρκα τη θείαν δύναμιν είχε και την ενέργειαν. των δι’ άλλων ουδενί πάσα χωρητή καθέστηκεν η του Πνεύματος χάρις, αλλ’ εκ μερους έκαστος, άλλος άλλου του τυγχάνει των χαρισμάτων, ίνα μήτις φύσιν είναι την παρά του Πνεύματος τοις αγίοις διδομένην χάριν νομίση.  Το δε Εκάθισνε ου την δεσποτικήν αξίαν υπεφαίνει μόνον, αλλά και τον ενιαίον του Θείου Πνεύματος εκάθισε δε, φησίν, εφ’ ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου.  Και μεριζόμενον γαρ κατά τας διαφόρους αυτού δυνάμεις τε και ενεργείας, δι’ εκάστης των ενεργειών όλον πάρεστι και ενεργεί το Πνεύμα το Άγιον, αμερίστως μεριζόμενον και ολοσχερώς μετεχόμενον, κατά την εικόνα της ηλιακής ακτίνος» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).  Προσθέτει δε και τούτο ο Χρυσορρήμων. «Ουκ είπε διαμεριζόμεναι γλώσσαι πυρός, αλλ’ ωσεί πυρός, ίνα μηδέν αισθητόν υποπτεύσης περί του Πνεύματος. καθάπερ γαρ επί των Ιορδανείων ρείθρων, ουχί περιστερά κατέβη, αλλ’ εν είδει περιστεράς. ούτω και ενταύθα, ουχί πυρ, αλλ’ εν είδει πυρός.  και πάλιν ανωτέρω φησίν. Ωσεί φερομένης πνοής βιαίας. ουχί πνοής βιαίας, αλλά ως φερομένης πνοής βιαίας» (Λόγω α’ εις την Πεντηκοστήν). Δια τούτο και ο Νύσσης Γρηγόριος προσφυώς είπεν. «Ίδιον δε γνώρισμα της Θείας φύσεώς εστι το παντός υπερκείσθαι γνωρίσματος».
[54] Σημείωσαι ότι κτίσιν ενταύθα ο Δαβίδ της καρδίας δεν λέγει την δημιουργίαν αυτης και ουσίωσιν, αλλά την εκ κακίας εις αρετήν ανακαίνισιν και ανάπλασιν. όθεν ο μεν μέγας Βασίλειος είπε. «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός. ουχί νυν δημιούργησον, αλλά την εν της κακίας παλαιωθείσαν ανακαίνισον.  Και ο Απόστολος λέγει. «Ίνα τους δύο κτίση εις ένα καινόν άνθρωπον. το Κτίση, ουχ ίνα εκ του μη όντος παραγάγη, αλλ’ ίνα τους όντας μετακοσμήση» (Ομιλία ότι ουκ έστι των κακών αίτιος ο Θεός, Τόμος α’).  Ο δε Αλεξανδρείας Κύριλλος λέγει. «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός. ουδήπου φαίη τις αν (είπερ νουν έχει) καρδίαν, η Πνεύμα βούλεσθαι λαβείν, ως ουκ έχοντα την αρχήν. οιηθείη δι’ αν μάλλον εν αυτώ κτίζεσθαι καρδίαν καθαράν και Πνεύμα ευθές, και τούτο εστίν ο μεταπλασμός». (Ερμηνεία εις τον Ζαχαρίαν, προκειμένου ρητού «Ο πλάσσων μεταπλασμός». (Ερμηνεία εις τον Ζαχαρίαν, προκειμένου ρητού «Ο πλάσσων πνεύμα ανθρώπου εν αυτώ»).  Και ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Καρδίαν και έγκατα, το διανοητικόν, οίμαι, λέγει, και τα τούτου κινήματα, ή διανοήματα. ζητεί δε ταύτα ουχ ως ουκ έχων. τις γαρ, ει μη Δαβίδ ο τοσούτος;  αλλ’ ως καινόν γινώσκων το νυν προστιθέμενον».  Ο δε Νικήτας εν τη Σειρά του Ψαλτήρος, λέγει. «Είρηται το Πνεύμα ευθές, ότι απεναντίας έχει προς την του όφεως σκολιότητα, κατά την Γραφήν «Πνεύμα Άγιον φεύξεται δόλον», (Σοφ. α’ 5) και ως αυτό δικαιοσύνη και αυτοαλήθεια, παρεκτροπάς εφ’ εκάτερα και εκκλίσεις ουκ έχον». 
[55] Τα λόγια του Θείου Πατρός είναι ταύτα. «Νυν ουν επληρώθη η επαγγελία, και κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον, παρά Πατρός τε και Υιού πεμφθέντος και δοθέν, και τους αγίους Μαθητάς περιλάμψαν, και ως λαμπάδας ανάψαν θείως, μάλλον δε φωστήρας αναδείξαν υπερκοσμίους και παγκοσμίους, αιωνίου ζωής επέχοντας λόγον, δι’ αυτών την οικουμένην πάσαν εφώτισε.  Καθάπερ δε, εις τις από της φωτοφόρου λαμπάδος ετέραν ανάπτοι, και απ’ εκείνης άλλην, και εφεξής τη διαδοχή παρακατέχων, αεί μένον έει το φως. ούτω καιδια της των Αποστόλων χειροτονίας επί τους αυτών διαδόχους, και από τούτων εφ’ ετέρους πάλιν και εφεξής η του Θείου Πνεύματος διαδιδομένη χάρις δια πάσης διήκει γεννεάς, και φωτίζει πάντας τους πειθομένους τοις πνευματικοίς Ποιμέσι και Διδασκάλοις.  Ταύτην ουν την χάριν και την δωρεάν του Θεού, και τον δια του Ευαγγελίου φωτισμόν του Θείου Πνεύματος έρχεται κομίζων τη πόλει των κατά καιρούς Αρχιερέων έκατος». (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
[56] Σημείωσαι ότι το ρητόν του Ησαΐου «Δια τον φόβον Σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν» ούτως ερμηνεύεται από τους άλλους ερμηνευτάς. ο μεν γαρ θείος Κύριλλος λέγει ότι ο νους του ανθρώπου και η καρδία παρομοιάζει με την μήτραν.  ο δε του Θεού λόγος παρομοιάζει με το σπέρμα.  Σπειρόμενος λοιπόν ο λόγος του Θεού εις την καρδίαν δια της πίστεως, κάμνει αυτήν έγκυον πρώοτν από τον θείον φόβον. ο δε του Θεού φόβος συλλαμβανόμενος εν τη ψυχή, κάμνει αυτήν να μισή μεν κάθε επιθυμίαν και αγάπην σαρκικήν, να ποθή δε κάθε αρετήν και αγαθοεργίαν. χρονίζων δε ο φόβος ούτος, και την ψυχήν καθαρίζων από τα πάθη, τέλος πάντων γίνεται πρόξενος εις αυτήν να συλλάβη και την του Θεού αγάπην, και ακολούθως να γεννήση Πνεύμα σωτηρίας: ήτοι την ποθητήν και αιώνιον σωτηρίαν.  Το δε «Ο εποιήσαμεν επί της γης» ερμηνεύων ο Ευσέβιος λέγει ότι το τοιούτον Πνεύμα της σωτηρίας εποιήσαμεν δια του λόγου και της διδασκαλίας φανερόν εις τους ανθρώπους όπου κατοικούν εις την γην. Διατί; Δια να ωφεληθούν και εκείνοι, με το να ζηλώσουν να συλλάβουν και αυτοί πνευματικώς τον φόβον του Θεού, και να γεννήσουν Πνεύμα σωτηρίας.  Τούτο δε το ρητόν αρμόζει μάλιστα εις τους Προφήτας και Αποστόλους κατά τον θείον Κύριλλον, οίτινες λαβόντες ως σπέρμα την άνωθεν χάριν του Πνεύματος, εγέννησαν Πνεύμα σωτηρίας, δηλαδή το Ευαγγελικόν κήρυγμα και την του Πνεύαμτος διδασκαλίαν, δια μέσου της οποίας ετράβιξαν τους απίστους και ασεβείς εις τη πίστιν και θεογνωσίαν, και ούτως έγιναν εις αυτούς πρόξενοι σωτηρίας.  Ο δε Θεοδώρητος ούτως αναγινώσκει το ρητόν «Ο εποίησας επί της γης.  δηλοί δε τούτο, ο εν τη γη εδωρήσω. ου γαρ το Πνεύμα εν τη γη εδημιούργησεν, αλλά δια του Πνεύματος εν τη γη την σωτηρίαν ειργάσατο».
[57] Εν άλλοις δε γράφεται «Εκ πορευθέν»
[58] Άλλοι δε ερμηνεύουσιν αυτό ούτω. ήγουν ότι το Πνεύμα το άγιον μεταδίδει την αγιότητά του καθ’ ην θεωρείται από εκείνους, εις τους οποίους κατοικεί. ορθοτέρα όμως και καθαρωτέρα είναι η ανωτέρω ερμηνεία.
                Εν τω Τροπαρίω τούτω αναφέρει ο Μελωδός το ρητόν εκείνο του Ιωήλ το λέγον. «Και έσται μετά ταυτα, εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι Υιοί υμών, και αι θυγατέρες, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται, και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται» (Ιωήλ. γ’ 2).  Διά τούτο επιστρέφων.
[59] Λ¨εγει δε και Ζωναράς ερμηνεύων τον παρόντα Ειρμόν εν τη Οκτωήχω. «Ναυτία εστίνη εκ του θαλαττίου κλύδωνος εγγινομενη τοις εγκάτοις τωνν πλεόντων ανωμαλία, εξ ης και εμετοί και σκοτοδίναι συμβαίνουσι. σάλος δε εστίν η των θαλασσίων υδάτων σφοδρά και άτακτος κίνησις.  Ότι τοίνυν και αι των βιωτικών φορντίδων επιφοραί (αύται γαρ εισι, και ναυτίαν ποιούσιν, ήγουν ταράσσουσι και σκοτίζουσι τον νουν, σάλω και ναυτία ταύτας απείκασεν».
[60] Τόυτο το ρητόν ερμηνεύων ο Ζωναράς εν τω Γ’ ήχω της Οκτωήχου λέγει. «Ύδωρ πολύ το Ευαγγελικόν καλεί κήρυγμα. ύδωρ μεν, ως πότιμον και πιαίνον την γην: ήτοι τους εκ της γης ληφθέντας ημάς, και προς καρπογονίαν εμβιβάζον των αρετών. πολύ δε ως πάσαν την οικουμένην περιλαμβάνον. θάλασσας δε ονομάζει τα Έθνη, α δια την απιστίαν άλμης και πικρίας μεμέστωντο. το γαρ της θαλάσσης ύδωρ, ει της γης καταχέοιτο, ου πέφυκε πιαίνειν ταύτην, αλλά διαφθείρειν μάλλον, και τα εκφυόμενα ταύτης αυαίνειν (ήτοι ξηραίνειν) και νεκρούν.  Και ο Ζαχαρίας δε λέγει. «Εν τη ημέρα εκείνη εξελεύσεται ύδωρ ζων, το ήμισυ αυτού εις την θάλασσαν την πρώτην, και το ήμισυ αυτού εις την θάλασσαν την εσχάτην, δια του ζώντος ύδατος την του Κυρίου διδαχήν και το Ευαγγελικόν αινιττόμενος κήρυγμα. καθώς και ο Κύριος είπε προς την Σαμαρείτιδα. «Συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων.  Εξ Ιερουσαλήμ δε εξήλθε το ζων ύδωρ τούτο, ότι ο Κύριος εν ταύτη την οικείαν έθετο πρώτον διδαχήν, και οι Απόστολοι εξ αυτής εξελθόντες, εις πάσαν την οικουμένην διέσπειραν το κήρυγμα. τούτο γαρ δηλοί το «Εις την θάλασσαν την πρώτην, και εις την θάλασσαν την εσχάτην θάλασσαν προσηγόρευσεν. οι μεν γαρ των Αποστόλων τα εώα μέρη ενείμαντο, οι δε τα εσπέρια.  Ο δε Ωριγένης αλληγορικώς ενόησε το ρητόν, θάλασσαν πρώτην ονομάζων τους Ιουδαίους, ως πρώτον λαόν του Θεού. θάλασσαν δε εσχάτην τα Έθνη, ως ύστερον πιστεύσαντα τω Χριστώ».
[61] Όρα περί τούτου εις την Νέαν Κλίμακα: ήτοι εις την ερμηνείαν των της Οκτωήχου αναβαθμών την παρ’ ημω΄ν νεωστί εκτεθείσαν, εν τω Αναβαθμώ του Πλ. δ’ ήχου τω λέγοντι. «Αγίω Πνεύματι θεολογία μονάς τρισαγία», και εκεί θέλεις εύρη πολλά γλαφυρά.
[62] Εν δε ταις περισσοτέραις εκδόσεσι γράφεται «Ως μη θιγομένω» . ψευδώς δε και σφαλερώς γράφεται ούτω. καθότι η Ακροστιχίς απαιτεί να είναι η αρχή του Τροπαρίου τούτου Ο, και όχι  Ω.
[63] Εσφαλμένως δε γράφεται «Δια πείραν» εν πάσαις σχεδόν ταις εκδόσεσι.  Και ο Ζωναράς δε εν τη ερμηνεία της Οκτωήχου διαπείρα γράφει, ου δια πείραν. λέγει δε ο αυτός εκεί ταύτα. «Τριχώς λεγομένης της φθοράς, λέγεται γαρ φθορά ο θάνατος παρά το φθείρεσθαι ράον: ήτοι σήπεσθαι ευχερώς το τεθνηκός ζώον. λέγεται και η διαστροφή των ηθών. ως το «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» . λέγεται και η της παρθένου διακόρησις. η γαρ ανδρί ομιλήσασα διεφθαρμένη λέγεται. κατά το τρίτον σημαινόμενον λέγεται εδώ η φθορά.  Συ, φησίν, ω απείρανδε Μήτερ, η κυοφορήσασα μεν, μη μέντοι εν διαπείρα της φθοράς, αλλ’ υπέρ φύσιν, και της φθοράς απείρατος μείνασα».
[64] Όρα δε, ότι ο Μελωδός δεν έιπεν ότι η Παρθένος έδωκεν, ή παρέσχεν, ή άλλην τοιαύτην λέξιν, αλλ’ ότι εδάνεισε σάρκα εις τον παντεχνήμονα Λόγον του Πατρός, δια να φανερώση ότι η Θεοτόκος δια του τοιούτου δανείου έκαμε χρεώστην εις τον εαυτόν της τον Υιόν του Θεού. εδανείσθη γαρ ούτος από αυτήν, όχι δάνειον εξωτερικόν, χρημάτων θετέον, ή υποστατικών, το οποίον καθώς προσκαίρως παίρνεται, ούτω προσκαίρως και αποδίδοται ως εξωτερικόν παρά των δανειζομένων ανθρώπων, αλλ’ εδανείσθη δάνειον εσωτερικόν εξ’ αυτής της φύσεως: ήτοι εξ αυτών των φυσικών και πανάγνων αιμάτων της Θεοτόκου. όθεν ως φυσικόν δάνειον, είναι και παντοτινόν. διό ακολούθως και ο Υιός του Θεού χρεώστης παντοτινός ευρίσκεται εις την Μητέρα του.
                Τι δε εκ τούτου συμπεραίνομεν; Ότι επειδή ο Υιός του Θεου ήτον χρεώστης εις την Μητέρα του, δια τούτο πρώτον μεν χρεωστικώς έπρεπε να δοξάση αυτήν με όλας τας θεοπρεπείς δόξας και τιμάς, με όσας ποτέ δεν ενδόξασεν άλλο κτίσμα. δεύτερον δε χρεωστικώς πρέπει να εισακούη τας ικεσίας και αιτήσεις όπου τω προσφέρει η Μήτηρ του. όθεν και Γεώργιος ο Νικομηδείας εν τω εις την Υπαπαντήν λόγω αυτού ταύτα προς την Θεοτόκον λέγει. «Την σην γαρ δόξαν ο Κτίστης ιδίαν είναι οιόμενος ως Υιός, σχεδόν λύων το χρέος, εκπληροί τας αιτήσεις». Είδες δόξας, αγαπητέ; είδες μεγαλεια Παρθένου; Πρόστρεξε λοιπόν με ευλάβειαν και πίστιν εις αυτήν, και θέλεις λάβη δ’ αυτής τα προς σωτηρίαν αιτήματά σου παρά Θεού.
[65] Γλαφυρά δε είναι και εκείνα όπου λέγει ο Ζωναράς εν τη Οκτωήχω, ερμηνεύων τον παρόντα ειρμόν.  «Προσεπάγον δε ο Μελωδός, έτερον θαύμα προσέθετο. δοχείον του αστέκτου συ, φυσίν, εδέξω ον ου δύναταί τις στέξαι, τουτέστιν υπομείναι. την γαρ θείαν φύσιν ουδείς ποτε υπομένει, ουδέ οι νόες αυτοί. διό και την σάρκα περιεβάλετο ο Κύριος ιν’ είη ώσπερ παραπέτασμα και προκάλυμμα της Θεότητος αυτού. Συ δε εδέξω τον άστεκτον τη μήτρα Σου ενοικήσαντα.  Επαύξων δε έτι το παράδοξον φησί. Χωρίον του απείρου. άπειρον έστι το μήτε αρχήν μήτε τέλος έχον. των όντων δε ούδέν έστιν άπειρον, ή μόνος ο Θεός. τα γαρ άλλα και υπό αρχήν και υπό τέλος εισί. πάντα γαρ ήρξαντο του είναι, και πέρας έξουσιν. αι δε νοεραί και λειτουργικαί Δυνάμεις, καν άφθαρτοι εισι κατά χάριν και ατελεύτητοι, αλλ’ ήρξαντο και αύται. μόνος δε ο Θθεός υπέρχρονος, ως μήτε αρξάμενος του είναι, μήτε παυσόμενος. διό και άπειρος λέγεται.  Τούτον ουν τον άπειρον, τον άρχονον, τον απέραντον Συ εχώρησας, ως υπό χρόνον γενόμενον εκ Σου δια του προσλήμματος: ήτοι του σώματος.  Ή και άλως άπειρον εστι και το μη πεπερασμένον, το αόριστον, το απερίληπτον.  Του ουν αορίτου και απεράντου Συ εγένου χωρίον χωρήσασα του΄τον εν σεαυτή, και περιλαβούσα, αλλ’ ου περιορίσασα, ουδέ περιγράψασα. καν γαρ εν τη γαστρί Σου κεχώρητο, ουκ εν αυτή περιώριστο, αλλά πανταχού ην και πάντα επλήρου, ή και υπέρ το παν ην. δια μεν την φύσιν αχώρητος ην, δια δε την πρόνοιαν εν τω παντί». Προφέρεται δε κτά τον αυτόν Ζωναράν ο Ειρμός ούτος και κατά αιτιατικήν ούτω. «Μη της φθοράς διαπείρα κυοφορήσασαν, και δανείσασαν σάρκα τω παντοχνήμονι Λόγω, Μήτερ απείρανδε, Σε μεγαλύνομεν».
[66] Σημειούμεν ενταύθα περί του Ιαμβικού τούτου Κανόνος εκείνα όπου εύρομεν εις τα προλεγόμενα του Γραικολατίνου Πρώτου Τόμου Ιωάννου του Δαμασκηνού. εκεί γαρ αμφιβάλλουσι τινές αν αυτός είναι γνήσιος Ιωάννου του Δαμασκηνού.  Και ο μεν Γρηγόριος επίσκοπος Κορίνθου λέγει αυτολεξεί ταύτα. «Έτερος Κανών εςι την Πεντηκοστήν, ποίημα Ιωάννου Μοναχου, ως φασι, του Αρκλά», ο δε Μάρκος ο Ευγενικός ούτω φησίν. «Έτερος Κανών όμοιος, ως τινες λέγουσιν, Ιωάννου του Δαμασκηνού» .  έτεροι δε Ιωάννου Μοναχού του Αρκλά, με τους οποίους και εγώ συμφωνώ. ο δε Ευστάθιος ο Θεσσαλονίκης, ερωτηθείς περί με τους οποίους εγώ συμφωνώ. ο δε Ευστάθιος ο Θεσσαλονίκης, ερωτηθείς περί του Κανόνος τούτο από ένα του φίλον, αποκρίνεται ότι τους μεν δύο Ιαμβικούς Κανόνας τον εις την Χριστού Γέννησιν και τον εις τα Θεοφάνεια εγκρίνει ότι είναι γνήσιοι του Δαμασκηνού, τούτον δε χωρίζει από εκείνους, και ευκόλως δεν συγκατατίθεται ότι είναι γνήσιος του Δαμασκηνού, συμπεραίνων τούτο από την φράσιν, του Δαμασκηνού και των Κανόνων εκείνου.  Εάν δε ειπή τινάς ότι άλλαξε την φράσιν εδώ προς το ασαφέστερον, αυτός αποκρίνεται ούτω. «Ο σαφής ρήτωρ πανταχού τοιούτος εκβαίνει, σχεδόν και άκων τυραννούσης αυτόν της εις το γράφειν φύσεως. και μάλλον εν τοις έπεσι τοιούτος έστιν εκείνος, δια το την Ποιητικήν ηδονής εις το πλέον στοχάζεσθαι, και ούτως αυχείν μαλιστα το εφολκόν. ηδύ δε το σαφές, ου το μη σαφές.  Ο γουν Πλάτων, ότε προς μέτρον γράφει, σαφέστερός εστιν εαυτού και γλυκύτερος».  Επιφέρει δε ακολούθως ότι δια να μη κατηγορηθή ως πεισματικός, εσυγχώρησε να αλλαξη εις τον Κανόνα ενεργηθείσαν εις τους Αποστόλους πολύφθογγον αρμονίαν των γλωσσών ποικιλόφωνος είη, και εκ θείας επιπνοίας πολύγλωσσος. όθεν και συμπεραίνει, επιστρέφων προς τον θείον Ιωάννην. «Τοίνυν, ω αγιώτατε Δαμασκηνέ, πληθύνας τα τέκνα σου, δέξαι και τρίτον Κανόνα, τον εις το Αγιώτατον Πνεύμα. τι γαρ κωλύει επιγράφεθαι σοι και αυτόν κατ’ εκεινους;  ίνα πανάριον, ο εστί θήβη, ή αρκλίον, ειτουν κιβώτιον χαρισώμεθα σοι τω μεγάλω Ιωάννη το πόνημα τούτο, ως φασιν οι ίδμονες, Ιωάννου Αρκλά; Εάν δε οι μαρτυρήσοντες και πιστωσόμενοι το ζητούμενον (ότι δηλ. ο κανών ούτος εστί γνήσιος του Δαμασκηνού) ουχ ευρίσκωνται, προσκυνώ και ούτω, και τίθεμαι τη φήμη των πολλών (ότι εστί γνήσιος δηλαδή), και του λοιπού γίνομαι του φιλικού εφήμη των πολλών (ότι εστί γνήσιος δηλαδή), και του λοιπού γίνομαι του φιλικού επιτάγματος». Ώστε κατά την πολλών φήμην και κοινήν γνώμην ο Κανών ούτος είναι του Δαμασκηνού, αν και του Αρκλά επιγράφεται εν πολλοίς.
[67] Ιστορεί ο Ιώσηπος ότι ο Μωϋσής όταν ήτον νήπιον και ευρίσκετο εις το παλάτιον του βασιλέως Φαραώ, μίαν φοράν εκράτει αυτό ο Φαραώ εις τας χείρας του, το δε νήπιον κρατήσαν την κορόναν του βασιλέως, έρριψεν αυτήν κατά γης και κατηπάτησεν.  Ο βασιλεύς λοιπόν κακόν σημάδι τούτο νομίσας, ηθέλησε να θανατώση το παιδίον. αλλ’ η θυγάτηρ του βασιλέως Θέρμουθις ονομαζομένη, ή Μέρρις, ή Μιρρίνα, (Όρα Σελ. του α’ τόμου της Αδολεσχίας) αγαπώσα το παιδίον ως θετή αυτού Μήτηρ, ελύτρωσεν αυτό από τον θάνατον. εσυμβούλευσε γαρ τον πατέρα τηης να βάλη εις ένα μέρος κάρβουνα αναμμένα, και εις άλλο χρυσίον. και εάν το παιδίον απλώση τας χείρας του εις τα κάρβουνα αναμμένα, τούτο είναι σημάδι ότι από νηπιώδη αγνωσίαν έρριψε το βασιλικόν διάδημα. εάν δε απλω΄ση τας χείρας του εις το χρυσίον, τούτο είναι σημείον ότι από πονηρίαν έρριψε το διάδημα, και πρέπει να θανατωθή. όθεν το παιδίον αφήκε το χρυσίον και έτρεξεν εις τας κάρβουνα. πιάσαν δε αυτά, ευθύς τα έβαλεν εις το στόμα του, κατά την συνήθειαν των παιδίων. όθεν εκάη η γλώσσα του, και εκ τούτου έγινε το παιδίον βραδύγκλωσσον: ήτοι αργοκίνητον εις το να λαλή.  Άλλοι δε λε΄γουσιν ότι εκ φύσεως ήτον και βραδύγλωσσος και ισχνόφωνος, καθώς το λέγει μόνος ο Μωϋσής εις τον Θεόν.  «Ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος εγώ ειμι» (Εξ. δ’ 10).  Όρα και τον Αλέξανδρον εις τα Ιουδαϊκά σελ. νδ’ αναφέροντα την ανωτέρω ιστορίαν, και λέγοντα ότι η θυγάτηρ το Φαραώ με τας δεήσεις της κατεπράϋνε την οργήν του βασιλέως, και δεν εθανάτωσε τον Μωϋσήν.
[68] Εν άλλοις δε γράφεται «Συναυλιζόμενος» ήτοι συνδιατρίβων και συναναστρεφόμενος. ορθότερον δε είναι το «Συναλιζόμενος», καθώς γράφει αυτό και ο Ιερός Θεοφύλακτος, συστιθέμενον από το Άλας, το οποίον βάλλεται μέσα εις το ψωμί. διότι ο Κύριος συνέφαγε με τους μαθητάς του μετά την Ανάστασιν.
[69] Δια τούτο ο θείςο Χρυσόστομος ελέγχει τους άνδρας εκείνους όπου κατηγορούν τας γυναίκας των, διότι είναι στείραι και δεν γεννούν. ούτω γαρ φησίν. «Ίστι γαρ δηπου πάντες, ότι ταςι γυναιξί δια τους άνδρας μάλιστα αφόρητον η απαιδία. πολλοί γαρ των ανθρώπων ούτως αλόγως διάκεινται, ως ταις γυναιξίν εγκαλείν, επειδάν μη τίκτωσιν, ουκ ειδότες ότι το τεκείν άνωθεν έχει την αρχήν από της του Θεού προνοίας. και ούτε γυναικός φύσις, ούτε συνουσία, ούτε άλλο ουδέν αύταρκες προς τούτο εστίν. αλλ’ όμως, καίτοι γε ειδότες ότι αδίκως εγκαλούσιν, ονειδίζουσι και αποστρέφονται πολλάκις, και ουχ ηδέως προς αυτάς έχουσιν» (Λόγος α’ εις την Άνναν Τόμ. Ε’).
[70] Λέγει δε και ο Θεσσαλονικής θείος Γρηγόριος βεβαιών τα ανωτέρω. «Πανταχού παρούσης αχωρίστως της τε θείας ουσίας και της θείας ενεργείας, χωρητή εστιν η του Θεού ενέργεια και τοις κτιστοίς ημίν, επεί και μερίζεται αμερίστως κατά τους Θεολόγους, της θείας φύσεως αμερίστου παντάπασι μενούσης κατ’ αυτούς… Χωρητή γουν εστιν ημών εκάστω η θεία χάρις και ενέργεια, επεί και αμερίστως αύτη μερίζεται. η δε του Θεού ουσία παντάπασιν αμέριστος ούσα καθ’ αυτήν, πως αν τινι χωρηθείη των κτιστών;» (κεφ. οδ’ των Θεολογικών), και πάλιν.  «Τριών όντων του Θεού, ουσίας, ενεργείας, τριάδος υποστάσεων θείων, οι κατηξιωμένοι τω Θεώ ηνώσθαι, ως εν είναι Πνεύμα μετ’ αυτού, επεί κατ’ ουσίαν ουχ ηνώσθαι τους αξίους ανωτέρω δέδεικται. και πάντες οι Θεολόγοι μαρτυρούσι κατ’ ουσίαν ουχ ηνώσθαι τους αξίους ανωτέρω δέδεικται. και πάντες οι Θεολόγοι μαρτυρούσι κατ’ ουσίαν είναι τον Θεόν αμέθεκτον. η δε καθ’ υπόστασιν ένωσις μόνου διατελεί τυγχάνουσα του Θεανθρώπου Λόγου.  Λείπεται κατ’ ενέργειαν ενούσθαι τουυς κατηξιωμένους ενούσθια Θεώ. και Πνεύμα, καθ’ ο εστίν εν μετά Θεού ο κολλώμενος θεώ, την άκτιστον του Πνεύματος ενέργειαν είναι και καλείσθαι, αλλ’ ου την ουσίαν του Θεού, καν οι αντικείμενοι απαρέσκωνται» (οι Βαρλααμίται δηλ. και Ακινδυνασταί) (Κεφ. οε’ των Θεολογικών). Και πάλιν. «Η ουσία παρ’ όσων εστί μετεχόμενη, τοσαύτας και τας υποστάσεις έχεν. συμβαίνει τοίνυν, είπερ κατά τους ημίν αντικειμένους (Βαρλααμίτας δηλ. και Ακινδυνιανούς) η ουσία του Θεού μετέχεται, και ταύτα παρά πάντων, μηκέτι τρισυπόστατον και ταύτην, αλλά μυριοϋπόστατον. Τις δε των τοις θείοις δόγμασιν εντεθραμμένων ου επίσταται Μασσαλιανών είναι τούτο το παραλήρημα της ουσίας του Θεου μετεσχηκέναι τους εις άκρον της κατ’ αυτούς αρετής εληλακότας; Ων την βλασφημίαν οι αντικείμενοι (Βαρλααμίται και Ακινδυνιασταί και απλώς οι Λατίνοι) και υπερβαλέσθαι φιλοτιμούμενοι, ου τους κατ’ αρετήν μόνον διενεγκόντας των ανθρώπων, αλλά και απλώς ξύμπαντας της θείας ουσίας φασί μετέχειν, ανουστάτω προφάσεις του παρείναι ταύτην πανταχού… Ούτε τοίνυν κατά την ουσίαν, ούτε καθ’ υπόστασιν τινά μέτοχός τις γίνεται Θεού. μερίζεται γαρ τουτων εκάτερον ουδοπωσούν, ουδέ μεταδίδοται τοπαράπαν ουδενί. διό και πάσι παντάπασιν αχώρητος κατά ταύτα ο Θεός, ει και πανταχού κατά ταύτα πάρεστιν» (Κεφ. ρθ’ των Θεολογικών»). Ο αυτός δε φέρει μάρτυρα τον Θεοφόρον Μάξιμον λέγοντα «Πάντα όσα ο Θεός, και ο δια της χάριτος τεθεωμένος έσται, χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος. ουκ άρα της θείας ουσίας ένεστι μετέχειν ουδ’ αυτούς τους δια της θείας χάριτος τεθεωμένους. της δε θείας ενεργείας ένεστι μετέχειν» (Κεφ’ ρι’ των Θεολογικών).
[71] Έφη δε και Μακάριος ο Αιγύπτιος. «Δια τούτο ήλθεν ο Κυριος, ίνα τα ψυχάς ημών αλλάξη και ανακτίση και ποιήση αυτάς, καθώς γέγραπται, θείας κοινωνούς φύσεως, και δω εις την ψυχήν ημών επουράνιον ψυχήν, τουτέστι Πνεύμα θεότητος οδηγούν ημάς εις πάσαν αρετήν, όπως ζωήν αιώνιον ζήσαι δυνηθώμεν» (Ομιλία ΜΔ’).
[72] Και πάλιν. «Ο Θεός εστιν εν εαυτώ, των τριών θείων υποστάσεων φυσικώς, ολικώς, αϊδίως και ανεκφοιτήτως, άμα δε και αφύρτως και ασυγχύτως εχομένων αλλήλων, και περιχωρουσών εις αλλήλας, ως μίαν είναι τούτων και την ενέργειαν. όπερ επ’ ουδενός αν τις εύροι των κτιστών… μία γαρ η του θείου βουλήματος κίνησις, εκ προκαταρκτικού αιτίου του Πατρός ορμωμένη, και δια του Υιού προϊούσα, και εν τω Αγίω Πνεύματι προφαινομένη. και τούτο δήλον εκ των αποτελεσμάτων. εντεύθεν γαρ πάσα φυσική ενέργεια καθίσταται γνώριμος… επί Πατρός γαρ και Υιού και Αγίου Πνεύματος ουκ ίδιον αποτέλεσμα παρ’ εκάστης οράται των Υποστάσεων, αλλά πάσα η Κτίσις των τριών εστίν έργον εν» (Κεφ. ριβ’ των Θεολογικών).
[73] Δια τούτο και Ματθαίος ο Βλάσταρις λέγει ότι δια την αιτίαν ταύτην εσυνειθίσθη να τελήται ως επί το πλείστον η θεία και ιερά Λειτουργία περί ώραν τρίτην της ημέρας. «Ότι, φησίν, εν τούτω της ημέρας ο Παράκλητος εναργώς τοις Αποστόλοις επιφοιτήσας, και το τριττόν φως ήδη και τέλειον τελείως τούτους μυσταγωγήσας, και ημάς τη επωνύμω της Θείας Τριάδος ώρα την τελείαν καθιερούν Ιερουργίαν τη Τρισυποστάτω Θεόσητι σαφώς εδιδάξατο’ (παρά τη Ιερά Κατηχήσει του Βουλγάρεως).  Όθεν και υπό τοποικής Συνόδου ούτως εδιωρίσθη να γίνεται.  Είπα δε ως επιτοπλείστον, διότι εν διαφόροις τόποις κατά διαφόρους καιρούς συνειθίζεται η Λειτουργία να γίνεται.  Επειδή δε ο λόγος ενταύθα την θείαν Λειτουργίαν ανέφερε, σημειώνω μίαν αξιοκατηγόρητον συνήθειαν και ατοπίαν όπου ποιούσι μερικοί Ιερείς, οίτινες συλλειτουργούντες ομού και τελούντες το καλούμενον συλλείτουργον, ο καθείς εξ αυτών έχει χωριστόν Βιβλίον της ιεράς Λειτουργίας και αναγινώσκει ιδιαιτέρως τας ευχάς. πράγμα άτακτον και ατοπώτατον. διότι με τουτο δείχνεται ότι δεν γίνεται μία Λειτουργία, αλλά πολλαί εν ταυτώ. όθεν τους παρακαλούμεν να παραιτήσουν την τοιαύτην ατοπίαν. εις δε εξ αυτών πρέπει να αναγινώσκη τας ευχάς, και οι άλλοι να ακούουν.
[74] Ο δε Άγιος Μάρκος ο Εφέσσου εν τω πεντηκοστώ εβδόμω κεφαλαίω των περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος λέγει. «Μία δόξα, τριες ακτίνες».
[75] Όρα και την ερμηνείαν του Ειρμούτης εννάτης Ωδής του Κανόνος των Θεοφανείων του λέγοντος «Απορεί πάσα γλώσσα ευφημείν προς αξίαν. Ιλιγγιά δε νους και υπερκόσμος υμνείν Σε, Θεοτόκε».
[76] Ψευδώς δε και εσφαλμένως εν πολλοίς γράφεται «Ιδείν» . διότι ενώ εμποδίζει το Ι η Ακροστιχίς, είανι και αδιανόητον, εάν γραφθή «Ιδείν».
[77] Εν άλλοις δε ο λόγος αυτός επιγράφεται τω Αββά Μακαρίω.  Σημειούμεν δε ενταύθα ότι η του Χριστού Εκκλησία παρέλαβεν άνωθεν και εξ αρχής το να αναγινώσκη κατά την εσπέραν της Κυριακής της Πεντηκοστής τας ευχάς του μεγάλου Πατρός Βασιλείου και την γονυκλισίαν να ποιή.  Διατί δε κατά την εσπέραν αναγινώσκει τας ευχάς ταύτας και την γονυκλισίαν ποιεί, εις καιρόν όπου ήτον αρμοδιώτερον να αναγινώσκωνται και η γονυκλισία να γίνετια κατά την τρίτην ώραν της ημέρας, ότε και το Πνεύμα κατήλθε το Άγιον;  Και αποκρινόθεμα, ότι δια δύο αίτια η Εκκλησία τάυτα ποιεί.  Πρώτον, διότι ο κ’ Κανών της γίας και οικουμενικής Πρώτης Συνόδου, και ο υ’ της ς’, και ο ιε’ του Πέτρου Αλεξανδρείας, και ο υα’ του Βασιλείου, και ο θείος Ιουστίνος ερωτήσει ριε’ όλοι αυτοί οι Κανόνες προστάζουν να μη κλίνη τινάς γόνυ εν Κυριακή.  Όθεν ίνα μη παραβαίνωντια οι όροι ήτοι και οι Κανόνες, η του Χριστού Εκκλησία ποιεί την γονυκλισίαν και τας ευχάς αναγινώσκει ουχί το πρωί, ούτε κατά την τρίτην ώραν ίνα μη φανή ότι κλίνει γόνυ εν Κυραική ημέρα ήδη τότε αρχομένη, και ακολούθως να μη φανή εναντία τοις Κανόσι και όροις των οικουμενικών Συνόδων και των κατά μέρος θείων Πατέρων, αλλά αναγινώσκει τας ευχάς και την γονυκλισίαν ποεί κατά την εσπέραν, ότι εξωδεύθη μεν το περισσότερον μέρος της ημέρας, ήγγισε δε εις τας αρχάς της νυκτός της Δευτέρας.  Από την εσπέραν αρχίζει η Εκκλησία κάθε νυχθήμερον, και ουχί από το πρωί. και όρα εις την υποσημείωσιν του «Κατήλθεν εν τοις κατωτάτοις της γης» ειρμού της στ’ Ωδής του Κανόνος της Λαμπράς.  Δεύτερον, ποιεί ταύτα η Εκκλησία επειδή ακούει τον μέγαν Βασίλειον να λέγη εν τη β’ ευχή της γονυκλισίας «Ευλογητός ει, Δέσποτα Παντοκράτορ, ο φωτίσας την ημέραν των φωτί τω ηλιακώ, και την νύκτα φαιδρύνας ταις αυγαίς του πυρός, ο και το μήκος της ημέρας διελθείν ημάς καταδιώξας, και προσεγίσας ταις αρχαίς της νυκτός».  Ει δε αυτό ο Βασίλειος λέγει εν τη πρώτη ευχή «Ο και εν ταύτη τη μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής εξαποστείλας το Άγιον σου Πνεύμα», τούτο λέει ο Άγιος κατά συνεκδοχήν από του μέρους το όλον: ήτοι από το ολίγον μέρος όπου έμεινε της ημέρας της Κυριακής, έως της βαθείας εσπέρας, ήτις αρχή της Δευτέρας εστιν, ως είπομεν.  Ώστε οι την γονυκλισίαν ποιούντες τω πρωί, παρά Κανόνας και παρά την τάξιν της Καθολικής Εκκλησίας ποιούσιν.
                Η γονυκλισία δε αύτη, καθ’ ήν επάνω εις τα γόνατα προσευχόμεθα, Ευαγγελική ούσα, Αποστολική και Πατρική, σφαλερώς και ακανονίστως εσηκώθη από την ημετέραν εκκλησίαν. ομοίως και η συνέχεια της θείας Μεταλήψεως Κανονική και Αποστολική και Πατρική ούσα, κακώς και παρανόμως και επιβλαβώς εσηκώθη από ημάς. και ίσως τούτο έγινεν, επειδή οι ιδικοί μας μετά το σχίσμα, αντιφερόμενοι με άλογον και μη κατ’ επίγνωσιν ζήλον κατά των Λατίνων, και τα καλώς και κανονικώς έχοντα παρ’ εκείνοις έθη και νόμιμα απέβαλον κακώς και αδιακρίτως. (και όρα τον Πηγάν εν τω τέλει του Γ’ Βιβλίου. και το Προοίμιον του τόμου της Αγάπης).  Τα κακόδοξα φρονήματα, και τα παράνομα έθη των Λατίνων και των άλλων Αιρετικών πρέπει να μισώμεν και να αποστρεφώμεθα. ει τι δε ευρίσκεται εν αυτοίς ορθώς έχον και υπό των Κανόνων των Ιερών Συνόδων βεβαιούμενον, τουτο δεν πρέπει να μισώμεν και να αποστρεφώμεθα, ίνα μη λάθωμεν και αυτούς τους Κανόνας μισούντες και αποστρεφόμενοι.  Όθεν όποιος θέλει να ακολουθη εις τους Κανόνας, βλέπει εν αυτοίς ότι συγχωρείται να μεταχειρίζωνται και τα δύο, και η γονυκλισία, και η συνέχεια της Κοινωνίας.  Κακώς λοιπόν και ανοήτως ποιούσι τινές, θέλοντες να εμποδίσουν τους θέλοντας συνεχώς κοινωνείν. ευρίσκοντες γαρ την υποσημείωσιν όπου εγώ έχω εις τον 90 Κανόνα της στ’ Οικουμενικής, και αναγινώσκοντες αυτήν με τυφλόν νουν, ιδού, λέγουσιν, εδώ γράφεται ότι εσηκώθη από την Εκκλησίαν η γονυκλισία, και η συνέχεια της Κοινωνίας. ώστε συνεχώς δεν πρέπει τινάς να μεταλαμβάνη.  Ω της ανοίας των ταύτα λεγόντων!  Αδελφοί, σεις όπου λέγεται ταύτα, έπρεπε να στοχασθήτε ότι λέγεται μεν εκεί ότι εσηκώθησαν από την Εκκλησίαν ταύτα, αλλά παρά τινών; των αντιφερομένων ιδικών μας με θερμόν ζήλον εις τα έθιμα της Δυτικής Εκκησίας. ταυτόν ειπείν, εσηκώθησαν ταύτα κακώς, ακανονίστως και με άλογον και αδιάκριτον ζήλον.  Όθεν παύσατε εις το εξής λαλούντες τοιαύτα ασύνετα λόγια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου