Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018(Ι’ ΛΟΥΚΑ) (Λουκ. ιγ’ 10-17)
Ὁ Κύριος κάποιο Σάββατο δίδασκε στή Συναγωγή. Ἐκεῖ ἀνάμεσα στό πλῆθος ἦταν καί μιά γυναίκα ἡ ὁποία ἀπό φθόνο τοῦ Σατανᾶ ἐπί δεκαοκτώ χρόνια εἶχε τελείως κυρτωμένο τό σῶμα της, σέ σημεῖο πού νά μή μπορεῖ νά σηκώσει καθόλου τό κεφάλι της. Ἡ γυναίκα ὅμως αὐτή, ἄν καί ἄρρωστη καί ταλαιπωρημένη, ἦταν πραγματικά παράδειγμα πίστης καί εὐλάβειας. Διότι, ἄν καί βασανιζόταν κάθε στιγμή καί ὥρα ἐπί τόσα χρόνια ἀπό τήν παραμορφωτική της αὐτή ἀσθένεια, δέν ἔχανε τήν πίστη της καί τήν ὑπομονή της, δέν ἀρνήθηκε οὔτε βλασφήμησε τόν Θεό, ἀλλά ἀντίθετα πήγαινε τό Σάββατο στή Συναγωγή, γιά νά ἐπιτελέσει τά θρησκευτικά της καθήκοντα. Ἐνῶ εἶχε τόν κορμό τοῦ σώματός της διπλωμένο στά δύο, πρᾶγμα τό ὁποῖο καθιστοῦσε δύσκολη καί πολύ ἐπώδυνη κάθε μετακίνηση, καί εἶχε κάθε δικαιολογία νά λείπει ἀπό τήν Συναγωγή, αὐτή δέν παρέλειπε τό ἱερό αὐτό καθῆκον.
Ἀποτελεῖ αὐτή ἡ ἄρρωστη γυναίκα παράδειγμα γιά ὅλους μας. Μᾶς διδάσκει νά μήν παραλείπουμε τό καθῆκον τῆς θείας Λατρείας μέ τήν παραμικρή μας ἀδιαθεσία ἤ ἀσθένεια. Νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, ὥστε νά μή χάνουμε εὔκολα τή θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Νά προστρέχουμε στούς ναούς μας μέ πόθο καί λαχτάρα ἱερή ξεπερνώντας ὅσο εἶναι δυνατόν τίς δυσκολίες πού ἔχουμε.
Μόλις ὁ Κύριος ἀντίκρυσε τήν συγκύπτουσα γυναίκα, τή φώναξε κοντά του, ἔβαλε ἐπάνω της τά πανάσπιλα χέρια του καί τῆς εἶπε: -Γυναίκα, εἶσαι ἐλεύθερη πλέον ἀπό τήν ἀρρώστιά σου. Τήν ἴδια στιγμή ἡ γυναίκα αὐτή ἐπανέκτησε τήν ὄρθια στάση τοῦ σώματός της καί δόξαζε τόν Θεό γιά τή θεραπεία της.
Στό σημεῖο αὐτό ὅμως θά πρέπει νά προσέξουμε μιά λεπτομέρεια πού ἔχει μεγάλη σημασία. Ὁ Κύριος θεραπεύει τήν γυναίκα αὐτή, ἐνῶ ἡ ἴδια δέν ζήτησε τήν θεραπεία της. Γιατί λοιπόν ὁ Κύριος τήν θεραπεύει, πρίν αὐτή τοῦ τό ζητήσει;
Πρωτίστως διότι τό ἔλεος τοῦ πανάγαθου Κυρίου μᾶς καταδιώκει, μᾶς προλαμβάνει καί μᾶς προσφέρεται κάποτε, πρίν ἐμεῖς ἐκδηλώσουμε τήν ἐπιθυμία μας. Ἐπιπλέον ὅμως ὁ Κύριος προσφέρει τό ἔλεός του στήν βασανισμένη αὐτή γυναίκα ἐπιβραβεύοντας τήν εὐλάβειά της καί τήν ἐπιθυμία της νά προσέρχεται στήν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου, ἐνῶ ἦταν ἄρρωστη. Ἡ συγκύπτουσα πήγαινε στή Συναγωγή, γιά νά ἀκούσει τό θεῖο λόγο. Ζητοῦσε πάνω ἀπό ὅλα τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς της καί γι’ αὐτό ὁ Κύριος τῆς χάρισε καί τήν ὑγεία τοῦ σώματος.
Ὅταν λοιπόν φροντίζουμε πρῶτα ἀπό ὅλα γιά τήν ψυχή μας, ὅταν ἐπιθυμοῦμε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός θά προσθέσει ἄπειρες δωρεές καί στά ὑλικά ζητήματά μας. Θά μᾶς ἀνακουφίζει καί θά μᾶς παρηγορεῖ στούς πόνους μας καί θά μᾶς χαρίζει ὅ,τι ἀγαθό ἔχουμε ἀνάγκη πάνω καί πέρα ἀπό τίς προσδοκίες μας.
Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως, καθώς εἶδε αὐτό τό ἐκπληκτικό θαῦμα, κυριευμένος ἀπό τό φθόνο του, ἀγανακτεῖ. Δέν ἄντεχε νά βλέπει τά βλέμματα τῶν ἀκροατῶν νά στρέφονται μέ θαυμασμό στόν Κύριο κι αὐτός νά παραμερίζεται. Πῆρε λοιπόν τόν λόγο καί ἄρχισε νά διαμαρτύρεται προφασιζόμενος τήν κατάλυση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Καί ὁ Κύριος ξεσκεπάζει τήν ὑποκρισία τοῦ ἀρχισυνάγωγου καί ἀποκαλύπτει ὅτι πίσω ἀπό τό πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ὁ ἀρχισυνάγωγος ἔκρυβε φθόνο καί μοχθηρία.
Ἡ συμπεριφορά αὐτή τοῦ ἀρχισυνάγωγου εἶναι παράλογη. Εἶδε μπροστά του ἕνα ἐκπληκτικό θαῦμα. Ἔπρεπε λοιπόν νά καταλάβει ἤ τουλάχιστον νά ὑποψιαστεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν ἦταν ἁπλῶς κάποιος ἄνθρωπος ἀλλά ὁ Μεσσίας Χριστός. Ἀλλά κι αὐτό ἀκόμη ἄν δέν μποροῦσε νά τό ἀντιληφθεῖ, τουλάχιστον θά ἔπρεπε νά παραδεχθεῖ ὅτι τό θαῦμα ἔγινε μέ θεία δύναμη. Ἐφόσον ὅμως ἔγινε μέ θεία δύναμη, κατηγορώντας ὁ ἀρχισυνάγωγος τό θαῦμα, οὐσιαστικά κατηγορεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό πού θαυματούργησε!
Ὁ παραλογισμός του ὅμως συνεχίζεται ἀκόμη περισσότερο. Διότι κατηγορεῖ τό λαό ὅτι παραβιάζει τό Σάββατο, ἐνῶ καμία σχέση δέν εἶχε ὁ λαός μέ τό θαῦμα. Ἀλλά οὔτε καί ἡ γυναίκα ζήτησε τό θαῦμα, ἁπλῶς ἀνορθώθηκε. Ἔπρεπε δηλαδή ἡ γυναίκα αὐτή νά διαμαρτυρηθεῖ στόν Κύριο καί νά τοῦ πεῖ: -Μή μέ θεραπεύεις σήμερα, Κύριε. Εἶναι Σάββατο καί δέν πρέπει νά γίνω σήμερα καλά. Ἔλα σέ παρακαλῶ αὔριο νά μέ θεραπεύσεις!
Αὐτός ὁ παραλογισμός τοῦ φθονεροῦ ἀρχισυνάγωγου θά πρέπει πολύ νά προβληματίσει ὅλους μας. Καί νά μᾶς διδάξει ὅτι, ὅταν οἱ ἄνθρωποι καταληφθοῦμε ἀπό τό ὀλέθριο πάθος τῆς ζήλειας, ὄχι μόνον δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἀλήθεια, ἀλλά παραλογιζόμαστε καί ἀρρωσταίνουμε. Τότε ὅλοι μᾶς φταῖνε, ὅλα μᾶς φταῖνε. Γίνεται ἡ ζωή μας κόλαση. Ἄς εἴμαστε λοιπόν ἄγρυπνοι στό ὕπουλο αὐτό πάθος τοῦ φθόνου, πρίν μᾶς κυριεύσει καί μᾶς καταστρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου