ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 2 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
E-mail Εκτύπωση PDF
ICXCNIKA
Ἀριθμός 49
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκᾶ ιη΄35-43)
2 Δεκεμβρίου 2018
«Ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν• καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῶ» (Λουκ. ιη’ 43).
Ἡ θέση τοῦ τυφλοῦ τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, Χριστιανοί μου, ἦταν τραγική. Ἡ θλίψη του βαριά. Ζοῦσε μέσα σ’ ἕνα ἀδιαπέραστο σκοτάδι. Παντοῦ καὶ πάντοτε νύκτα. Ὅλα γύρω του εἶχαν καλυφθεῖ ἀπὸ πυκνὸ σκοτάδι. Ἄκουε, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπε. Τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου τὴν αἰσθανόταν ἀπὸ τὴν θερμότητα, ποὺ ἔστελνε στὴ γῆ, ἀλλὰ δὲν τὴν ἔβλεπε. Ἄγνωστη ἦταν γι’ αὐτὸν ἡ πολυσύνθετη ἁρμονία τῶν χρωμάτων, ἡ ποικιλομορφία τῶν ἀντικειμένων. Ἐπιπλέον, ἦταν φτωχός. Ἐπαιτοῦσε τὴν βοήθεια τῶν ἄλλων, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει.
Καὶ τώρα, ὁ Κύριος, ὁ Παντοδύναμος καὶ Πανάγαθος, τοῦ χάρισε τὸ φῶς, τοῦ θεράπευσε τὴν τύφλωση, τοῦ ἔδωσε τὴν ὅραση, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ βλέπει καθαρά, νὰ κινεῖται ἄφοβα καὶ ἐλεύθερα. Ἡ καρδιὰ τοῦ πρώην τυφλοῦ πλημμύρισε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη. Τὸ στόμα του ἄνοιξε, γιὰ δοξολογία, ὅπως καὶ τὸ στόμα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ποὺ εἶδαν τὸ θαῦμα. Ὁ πρώην τυφλὸς «ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν• καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ».
Ἡ σκηνὴ αὐτὴ, ὅπως μᾶς τὴν περιέγραψε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, εἶναι συγκινητική. Μυριόστομη ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ ἡ δοξολογία πρὸς τὸν Θεό. Ἕνα τέτοιο ὅμως φαινόμενο δὲν εἶναι συνηθισμένο. Συνήθως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν βρισκόμαστε σὲ θλίψη, σὲ δοκιμασία, σὲ πειρασμὸ, καταφεύγουμε στὸν Θεὸ καὶ ζητᾶμε τὴν προστασία Του, νὰ μᾶς λυτρώσει. Ἀλλὰ, ὅταν πάρουμε αὐτὸ, ποὺ ζητᾶμε, ξεχνᾶμε τὸν Εὐεργέτη. Κρατᾶμε κλειστὴ τὴν καρδιά μας σὲ αἰσθήματα καὶ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης καὶ δοξολογίας.
Ζοῦμε μέσα στὴν ὡραιότητα τῆς δημιουργίας, βλέπουμε καὶ ἀπολαμβάνουμε ἀκατάπαυστα αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ λέγεται κόσμος. Κι ὅμως, πολὺ σπάνια, ὑψώνουμε τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας πρὸς τὸν Δημιουργό, γιὰ νά Τοῦ ποῦμε, μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Δαβίδ• «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου».
Ὅλος ὁ κόσμος, γῆ καὶ οὐρανός, διηγοῦνται τὰ μεγαλεῖα, τὰ ὁποῖα ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἔχει δημιουργήσει, γιὰ χάρη μας. Τὸ ταπεινό, μικρὸ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, μὲ τὴν πολύχρωμη μυρωδάτη στολή του, ὅμοια πρὸς τὴν ὁποία οὔτε ὁ Σολομώντας «ἐν ὅλῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ» δὲν φόρεσε, μέχρι τὰ ἀναρίθμητα τρισεκατομμύρια τῶν ἀστρικῶν νεφελωμάτων, μὲ τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἥλιων, τὰ πάντα προβάλλουν ἔντονα καὶ δοξολογοῦν, μὲ τὸν τρόπο τους, τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ἂν πάρει κάποιος τὸ μικροσκόπιο καὶ ἐξετάσει τὰ ἀόρατα, στὸ γυμνὸ μάτι νεῦρα, ἑνὸς ἄσημου ἀφανῆ μικροοργανισμοῦ, θὰ μείνει ἔκπληκτος, μπροστὰ στὴν ἁρμονία, στὴν ποικιλία καὶ στὴ σοφὴ σκοπιμότητα τῆς συστάσεώς τους. Ἂν, ἀκόμη, βυθίσει τὰ μάτια του στὶς ἀπέραντες θάλασσες καὶ δεῖ τὰ ἀναρίθμητα ζῶα καὶ φυτά, ποὺ στολίζουν τὸ βυθό, θὰ πλημμυρίσει, ἀπὸ θαυμασμὸ, καὶ θὰ διακηρύξει, ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοὶ ἀλλὰ τὰ πάντα «διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ».
Τότε, ἀκριβῶς, θὰ δικαιολογήσει πλήρως, τὸν θεόπνευστο προφήτη Δαβίδ, ὁ ὁποῖος καλεῖ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, νὰ δοξολογοῦν, συνεχῶς, τὸν Δημιουργό. «Αἰνεῖτε αὐτόν, λέει, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ… Αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη… πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς… Βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ πάντες λαοί, ἄρχοντες καὶ πάντες κριταὶ γῆς• νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων• αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα Κυρίου». Ἀλλὰ, καὶ ὁ καθένας μας, ἔχει προσωπικὲς ἀφορμὲς, γιὰ νὰ εὐγνωμονεῖ καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Κύριο. Ἂν, ἐξετάσουμε, κάπως, προσεκτικὰ, τὴν ζωή μας, θὰ δοῦμε πολλὲς περιστάσεις, φανερὲς καὶ μή, κατὰ τὶς ὁποῖες, μὲ ἄπειρη ἀγάπη καὶ στοργὴ, μᾶς βοήθησε καὶ μᾶς συμπαραστάθηκε ὁ Κύριος. Κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἂν, καὶ μερικὲς, περνοῦν σχεδὸν ἀπαρατήρητες. Ζοῦμε, κυριολεκτικὰ, μέσα στὸν ὠκεανὸ τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἂν αὐτὸ δὲν τὸ αἰσθανόμαστε πάντοτε. Ὁ Κύριος, ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη κινούμενος, χωρὶς καμία ἀνάγκη δική Του ἢ ὑποχρέωση, μᾶς ἔδωσε τὴν ὕπαρξη. Μᾶς προίκισε μὲ ἀθάνατη ψυχὴ «κατ’ εἰκόνα» δική Του καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν». Μᾶς χάρισε ἕνα ὀργανισμό θαυμαστὸ, ὄχι μόνο στὸ σύνολό του, ἀλλὰ καὶ στὶς ἐπὶ μέρους ὀργανικὲς συνθέσεις καὶ λειτουργίες, μολονότι κι αὐτὸν τὸν ἀλλοίωσε καὶ τὸν ἔφθειρε ἡ ἁμαρτία. Μᾶς ἔδωσε διάνοια, χάρις στὴν ὁποία σκεπτόμαστε, κρίνουμε, δημιουργοῦμε στὴν ζωή μας. Μᾶς χαρίζει ὑγεία, δύναμη νὰ ἐργαζόμαστε, τροφὲς καὶ ἐνδύματα, γιὰ νὰ συντηρούμαστε. Μᾶς προφυλάσσει, καθημερινὰ, ἀπὸ κινδύνους, ἀκούει τὶς προσευχές μας, κάνει θαύματα γιὰ χάρη μας. Μεταβάλλει, γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ συμφέρον μας, κι αὐτὲς ἀκόμη τὶς θλίψεις καὶ τῆς περιπέτειες τῆς ζωῆς.
Ὅμως,τὸ πλέον σπουδαῖο καὶ ἀνεκτίμητο εἶναι, ὅτι μᾶς φανερώνει τὸ θεῖο Του θέλημα, μᾶς προσφέρει τὸν πλοῦτο τῆς Χάριτος, μᾶς τοποθετεῖ καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κάνει Θεὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα καὶ «τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», γιὰ νὰ ἀνυψώσει τοὺς ἀνθρώπους στὸν Οὐρανό, στοὺς κόσμους τῶν ἀγγέλων, νὰ τοὺς χαρίσει τὴν θεία υἱοθεσία, ἀπὸ τὴν ὁποία, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας τους, εἶχαν ἐκπέσει. Καὶ, γιὰ νὰ ἐπιτύχει ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μᾶς δωρίσει τὴν ἀνεκτίμητη Λύτρωση, πρόσφερε, γιὰ χάρη ὅλων ἐμᾶς τῶν ἁμαρτωλῶν, τὸν Ἴδιο τὸν Ἑαυτό του, μὲ τὴν λυτρωτικὴ θυσία Του πάνω στὸ Σταυρό.
Κατάπληκτος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μπροστὰ στὸ ἀνεκτίμητο αὐτὸ δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ λέει• «συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε». Πρωτοφανὲς καὶ χωρὶς προηγούμενο αὐτὸ τὸ δεῖγμα τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ἡ λυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι, γιὰ τὸν καθένα μας, προσωπική. Ὅταν ὁ Χριστὸς πρόσφερε τὴν θυσία αὐτή, εἶχε, μέσα στὴν ἄπειρη σοφία Του, μπροστά Του, τὸν καθένα μας προσωπικά. Καὶ ἔχει ἑτοιμάσει, γιὰ μᾶς, «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου», τὸν Παράδεισο, ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται τὰ αἰώνια ἀγαθά, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὗς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
Εἶναι, λοιπόν, πολύ, Χριστιανοί μου, ἐὰν, γιὰ ὅλα αὐτὰ, καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα ἀκόμη, νά εὐγνωμονοῦμε καὶ νά δοξολογοῦμε τὸν Κύριο; Ὅλη μας ἡ ζωὴ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, μὲ λόγια καὶ μὲ πράξεις, μία ἀκατάπαυστη δοξολογία πρὸς τὸν Πανάγαθο Πατέρα μας. Ἐὰν ἔχουμε αὐτὴ τὴν εὐγνώμονα συμπεριφορὰ, γινόμαστε ἄξιοι περισσοτέρων ἀγαθῶν. Ὁ Θεὸς ἔχει ὑποσχεθεῖ «τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω». Ἂς ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας κι ἂς ἀφήσουμε σὰν προσφορὰ εὐχαριστίας, νὰ ἀνεβεῖ πρὸς τὸν οὐρανὸ, ἡ εὐγνωμοσύνη μας. Νὰ δείξουμε, πὼς ἀναγνωρίζουμε ὅσα «ἐποίησε καὶ ποιεῖ», γιὰ τὸν καθένα μας, ὁ Πανάγαθος Θεός. Ἡ ζωή μας νὰ γίνει θυμίαμα εὐάρεστο. Θυσία δεκτὴ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἀνταπόκριση στὸ πλῆθος τῶν εὐεργεσιῶν Του «τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν», καὶ στὴν ἄπειρη ἀγάπη Του. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου