ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 16 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ’ ΛΟΥΚΑ (ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
(Λουκ. ιδ΄ 16-24, Ματθ. κβ΄ 14)
16 Δεκεμβρίου 2018
«ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καί ἐκάλεσε πολλούς» (Λουκ. ιδ’ 16).
Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Προπατόρων σήμερα, Χριστιανοί μου. Κάθε χρόνο, ἡ προτελευταία Κυριακὴ πρὶν τὴν μεγάλη Ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, εἶναι ἡ Κυριακὴ τῶν Προπατόρων καὶ πάντοτε διαβάζεται ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ποὺ ἀναφέρεται στὸ Μεγάλο Δεῖπνο.
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο, μὲ τοὺς ὕμνους, τὶς ἀποστολικὲς καὶ εὐαγγελικὲς περικοπές, μᾶς προετοιμάζει κατάλληλα νὰ ὑποδεχθοῦμε τὴν κατὰ σάρκα Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καί σήμερα ἑορτάζει καὶ πανηγυρίζει τοὺς Προπάτορες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Στὴν ἑορτὴ αὐτὴ προεξάρχει ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, ὁ Γενάρχης τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἡ παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου εἰκονίζει καθαρὰ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δηλαδὴ, ἡ πρόσκληση νὰ συμμετάσχουν ὅλοι στὸ Μεγάλο Δεῖπνο εἶναι μία διαχρονικὴ πρόσκληση, γιὰ νὰ γίνουν Μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πρόσκληση αὐτὴ ἀπευθύνεται καὶ στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, προσωπικὰ, καὶ συνεχίζεται μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, «τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων». Αὐτὸ, ἀκριβῶς, τὸ μυστήριο ἀποτελεῖ τὴν οὐσία καὶ τὴν κορύφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας.
Ὀνομάζεται Θεία Εὐχαριστία, γιατί ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεό. Φανερώνει τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, «τοῖς εἰς ἠμᾶς γεγενημένες» καὶ συγκεφαλαιώνει τὸ ἔργο τῆς πρόνοιάς Του, γιὰ τὸν κόσμο. Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἀκολουθίες ἀποτελοῦν προπαρασκευὴ ἢ προέκταση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ βρίσκει τὸν σωστὸ προσανατολισμό της σέ αὐτό τὸ Ἱερό Μυστήριο. Ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ προσφέρει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του ὡς ζωντανὴ θυσία, εὐάρεστη στὸν Θεό• «Παρακαλῶ, οὖν, ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν».
«Ἑστιάτωρ» τοῦ Μεγάλου Δείπνου εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος «ποιεῖ» τὸ δεῖπνο. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας. Εἶναι τὸ μυστικὸ δεῖπνο, ποὺ συνεχίζεται καὶ θὰ συνεχίζεται στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Ὅπου κι ἂν τελεῖται τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας παρίσταται ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ προσφέρων καὶ ὁ προσφερόμενος.
Εἶναι Μέγα τὸ Δεῖπνο τοῦ Κυρίου, διότι εἶναι μέγα αὐτὸ, ποὺ παρατίθεται, αὐτὸ ποὺ μᾶς προσφέρεται. Εἶναι τὸ Πανάγιο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Ἰησοῦ. Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τῆς Θεἰας Εὐχαριστίας μετὰ τὴ μεταβολὴ, ποὺ ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, «τοῦ σαρκοποιηθέντος Ἰησοῦ καὶ σάρκα καὶ αἷμα ἐδιδάχθημεν εἶναι». Καὶ ὁ Κύριος προσφέρει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμά Του, γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον». Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ θεία Κοινωνία ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό. Μετέχουμε στὴ θεία ζωή. Ἀνατέλλει στὶς ψυχές μας ἡ μέλλουσα Βασιλεία. Τὸ «μέγα δεῖπνον» τῆς Βασιλείας δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸν Εὐχαριστιακὸ δεῖπνο. Τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ τὴν τελικὴ καὶ πληρέστερη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ θεία κοινωνία οἱ διασπαρμένοι ἄνθρωποι ἑνώνονται μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους. Γίνονται Μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία Εὐχαριστία ἐπισκιάζει κάθε κοινωνικές, συγγενικὲς οἱ ἄλλες σχέσεις τῶν πιστῶν, δημιουργώντας νέες σχέσεις πνευματικῆς φύσης, στὴν προοπτική τῆς αἰώνιας καὶ ἀληθινῆς ζωῆς.
Ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία Εὐχαριστία εἶναι συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τῶν Χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ὁ λειτουργός τῆς ἀναίμακτης αὐτῆς θυσίας ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς πιστοὺς καὶ, ἀκολούθως, στὰ Τίμια Δῶρα, «κατάπεμψον τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα». Καὶ μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ὁμολογοῦμε τὴ μετοχή μας στὴ Χάρη αὐτή: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον». Στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας προσφέρονται ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ, προϋπόθεση τῆς συμμετοχῆς μας στὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία εἶναι ἡ ἀλληλοσυγχώρηση τῶν πιστῶν καί ἡ καταλλαγὴ μεταξύ τους.
Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ θεία Εὐχαριστία ἡ ζωή μας, ἡ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ, ἑνώνεται μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος προσφέρει τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ κατοικεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ ἕνωση ἀναπτύσσεται καὶ ὑλοποιεῖται στὴν καθημερινὴ ζωή. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη.
Αὐτὲς οἱ δύο μεγάλες ἀρετές, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη, ἀποτελοῦν τὴ βασικὴ προϋπόθεση ἄξιας συμμετοχῆς στὴ θεία Εὐχαριστία. Ἡ ἀγάπη, ἰδιαίτερα, πρέπει νὰ συνοδεύει κάθε ἄνθρωπο, ὅταν προσέρχεται στὴ θεία κοινωνία. Ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ ἐλέγχουν προηγουμένως στὸ ζήτημα αὐτὸ καὶ ὕστερα νὰ προσέρχωνται στὴ θεία Κοινωνία• «ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρίμα ἐαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου». Τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἐπαναλαμβανόμενο Μυστήριο, τὸ ὁποῖο τελεῖται καθημερινὰ «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἀνάπτυξη καὶ διατήρηση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τακτικὴ συμμετοχή μας στὸ ἱερὸ αὐτὸ μυστήριο.
Σὲ κάθε θεία λειτουργία ὁ ἱερέας προσκαλεῖ ὅλους τους πιστοὺς νὰ προσέλθουν στὴ μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Δικαιολογοῦνται νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὸ Μυστήριο μόνο ὅσοι ἔχουν κάποιο πνευματικὸ κώλυμμα ἢ ἐπιτίμιο ἀπὸ τὸν πνευματικό τους. Ἡ ἀδικαιολόγητη ἀποχὴ ἀπὸ τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς ἀποτελεῖ σοβαρὴ παράλειψη στὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶναι ὅμως καὶ προσβολὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ, σὰν τὸν οἰκοδεσπότη τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, παραθέτει, πλουσιοπάροχα, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του κι ἐμεῖς ἀρνούμαστε. Ἡ θεία Εὐχαριστία δὲν εἶναι ὑπόθεση περιστασιακὴ, ποὺ νὰ καθορίζεται χρονικά. Τὶς μεγάλες ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὰ Χριστούγεννα, ποὺ πλησιάζουν, πολλοὶ πιστοὶ προσέρχονται στὴ θεία Κοινωνία, συνήθως, χωρὶς πνευματικὴ προετοιμασία καὶ, ἴσως, μὲ τὴ διάθεση νὰ ἐκπληρώσουν, ἁπλὰ καὶ μόνο, ἕνα θρησκευτικὸ ἔθιμο. Ἡ θεία Κοινωνία δὲν εἶναι οὔτε ἕνα ἑορταστικὸ ἔθιμο, οὔτε μία εὐκαιριακὴ κατάσταση. Εἶναι τὸ ἀποκλειστικὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ ἀέρας καὶ ὁ ἥλιος. Κανένας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ στερεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ ζωογόνο ἐπενέργεια τοῦ ἀέρα καὶ τοῦ ἥλιου.
Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν προσέρχονται στὴ θεία Κοινωνία, γιατί θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀνάξιο. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Κασσιανὸς, γράφει: «Δὲν πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὴ Θεία Κοινωνία, ἐπειδὴ θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ἁμαρτωλό. Πρέπει νὰ προσερχώμαστε πολὺ πιὸ συχνὰ, γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ μὲ τέτοια ταπείνωση καὶ πίστη, ποὺ νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ἀνάξιο. Διότι ἡ ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἡ δική μας, εἶναι ποὺ μᾶς κάνει ἀξίους νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ λάβουμε τὰ ἅγια Δῶρα». Ἕνας σύγχρονος Ἐπίσκοπος λέει, ὅτι ἡ θεία Κοινωνία δὲν εἶναι βραβεῖο ἁγιότητας, ἀλλὰ ἐφόδιο νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ κατακτήσουμε τὴν ἁγιότητα.
Χριστιανοί μου, Τὸ ὅτι ἡ παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου διαβάζεται στὴν Ἐκκλησία μας σήμερα, ἔχει τὴ σημασία της. Θὰ κληθοῦμε νὰ μετάσχουμε στὴ χαρὰ τῆς Γέννησης τοῦ Θεανθρώπου Σωτήρα μας καὶ, μέσω αὐτῆς, στὴν ἐσχατολογικὴ τοποθέτησή μας, στὴ βίωση, ἀπὸ τὸ τώρα, τῆς ζωῆς μας, στὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ, ἂς καλλωπίσουμε τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς μας θεόπρεπα καὶ μὲ τὴν ἱερὰ ἐξομολόγηση καὶ τὴ θεία Κοινωνία ὡς ἐφόδια, νὰ ὁδεύσουμε πρὸς τὸν Νυμφῶνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου