ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ) – 4 ΜΑΡΤΙΟΥ 2018
(Μαρκ. β΄ 1-12)
Ἡ φράση τοῦ Ἰησοῦ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» ἀπευθύνεται στὸν παράλυτο, ποὺ τοῦ φέρνουν μπροστά του σὲ κάποιο σπίτι στὴν Καπερναούμ, ὅπως μᾶς διηγεῖται τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Κάνει ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ ἀπευθύνονται σὲ ἕναν ἄνθρωπο σωματικὰ ἀσθενῆ. Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ στὶς ἁμαρτίες φανερώνει τὸ δεσμὸ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ ἀρρώστιας.
Ὁ σημερινὸς ἀνθρώπος δύσκολα κατανοεῖ τὴ βιβλικὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀρρώστια καὶ διερωτᾶται ποιὰ ἐξάρτηση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ μιὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κι ἀκόμη πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι χάνει ὁλοένα καὶ περισσότερο ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας, μὴ μπορώντας νὰ καταλάβει γιατὶ ὁρισμένες πράξεις, ποὺ τὸν ἐξυπηρετοῦν κοινωνικὰ ἤ ἀτομικὰ κι εἶναι σύμφωνες μὲ τὴ φύση του καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, νὰ θεωροῦνται ἁμαρτίες.
Ἡ μεγάλη τραγικότητα μέσα στὴν ὁποία ζεῖ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἁμαρτία του, καθὼς ἀκριβῶς τὸ λέει ὁ ψαλμός: «ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διὰ παντός», τὴν ἁμαρτία μου παντοτεινὰ τὴ βλέπω ἐμπρός μου. Ἀλοίμονο στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν τρομάζει μπροστὰ στὴν ἁμαρτία καὶ δὲν σπαράζει μέσα του. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει χάσει τὴν ἐσωτερική του αἴσθηση· εἶναι πνευματικὰ νεκρός, σὰν τὸ σῶμα, ποὺ ὅταν πεθάνει δὲν αἰσθάνεται καὶ δὲν πονάει. Γιατὶ ἡ ἁμαρτία, ποὺ εἶναι ἡ παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἱκανοποίηση τοῦ δικοῦ μας θελήματος, ἡ ἁμαρτία εἶναι μιὰ πράξη ποὺ γίνεται καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν πράξη μιὰ κατάσταση ποὺ μένει. Οἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου δὲν σβύνονται. Ἡ ἀναγνώριση κι ἡ ὁμολογία τῆς ἁμαρτίας, καθὼς καὶ ἡ ἀπόφασή μας νὰ μὴν μεταπέσουμε στὸ κρίμα, δημιουργεῖ προϋποθέσεις γιὰ τὸ φιλεύσπλαχνο βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν καταργεῖ τὴν κακὴ πράξη ποὺ ἔχει συντελεστεῖ, τὸ τετελεσμένο δὲν σβύνει μὲ τίποτα. Ἡ εὐθύνη μας γιὰ τὶς πράξεις μας παραμένει ἀκέρια καὶ μόνο ἕνας μπορεῖ νὰ δώσει τὴν ἄφεση γιὰ ὅ,τι ἔχει συντελεστεῖ. Γι αὐτὸ ἡ Θεία Γραφή λέει: «Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ῾ὦν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι», χαρὰ σ᾽ ἐκείνους ποὺ συγχωρήθηκαν οἱ ἀνομίες τους καὶ σ᾽ ἐκείνους ποὺ σκεπάσθηκαν οἱ ἁμαρτίες τους. Δὲν θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξηγήσουμε τὶ ἀκριβῶς εἶναι αὐτὴ ἡ ἄφεση καὶ ἡ ἐπικάλυψη τῶν ἁμαρτιῶν. Ὅμως, ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ξέρουμε εἶναι ὅτι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι μυστήριο τῆς χάρης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «πάντα στέγει», καὶ ὅτι ὁ τρόπος τῆς ἀφέσεως καμμιὰ σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴ διαδικασία τῆς ἀπονομῆς δικαιοσύνης ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἡ ἄφεση δὲν εἶναι πράξη δικαιοσύνης, ἀλλὰ χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Δημιουργοῦ ξεπερνᾶ κι αὐτὰ ἀκόμα τὰ πλαίσια τῆς δημιουργίας. Γιατὶ ὅταν ὁ Δημιουργὸς δὶνει ἄφεση ἀπὸ τὶς πράξεις τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἐπιτελεῖ ἔργο δικαιοσύνης, ἀλλὰ τὸ ξεπερνᾶ καὶ πραγματώνει ἔργο ἀγάπης, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ δημιουργία, ἀλλὰ ὑπερδημιουργία.
Τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς Μ. Σαρακοστῆς, ποὺ ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μᾶς θυμίσει ὅτι ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσά μας καὶ «αἴρει τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου», αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν περίοδο μιλάει γιὰ τὴν σωματικὴ καὶ τὴν ψυχικὴ παράλυση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς παρουσιάζει μιὰ πολὺ βαθειὰ σύλληψη τῆς τραγικῆς ἀποτυχίας τῶν ἀνθρώπων, τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν τὴν ἐκλαμβάνει σὰν ἁπλὴ παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς. Ἐὰν ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος μέσα στὸν κόσμο γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ ὡς Θεός, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ χάλασμα τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ἔκταση καὶ πολὺ πιὸ τραγικὲς συνέπειες ἀπ᾽ ὅ,τι φανταζόμαστε ἤ ἀπ᾽ ὅ,τι ἐκφράζουν οἱ λέξεις παράβαση καὶ παράπτωμα.
Πάντως εἶναι γεγονὸς πὼς σ᾽ αὐτὲς τὶς στιγμὲς τῆς ἐσωτερικῆς παραλύσεως δὲν μποροῦμε νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸ θεραπευτή, δὲν μποροῦμε νὰ ζητήσουμε τὴ βοήθεια ποὺ χρειαζόμαστε. Σ᾽ αὐτὲς τὶς στιγμὲς σωνόμαστε μόνο ἄν κάποιος ἄλλος κάνει γιὰ μᾶς αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ὁ ἄλλος παραλυτικός, τῆς κολυμβήθρας τῆς Βηθεσδᾶ, παρέμεινε σ᾽ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς παραλύσεως γιὰ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, ἀκριβῶς ἐπειδὴ «ἄνθρωπον οὐκ εἶχε». Ἐνῶ τὸν παραλυτικό, γιὰ τὸν ὁποῖο μᾶς μιλάει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶχε φροντίσει νὰ ὑπάρχουν ἄλλοι στὴ ζωή του ὅταν ἐκεῖνος βρισκόταν σὲ τέτοια κατάσταση παραλύσεως, ποὺ νὰ τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ πλησιάσει τὸν θεραπευτή, ἐκεῖνοι τὸν ἔβαλαν στὸ φορεῖο καὶ τὸν ἔφεραν σ᾽ αὐτόν, ἔστω κι ἄν χρειάστηκε νὰ ἀποστεγάσουν τὸ κτίριο μέσα στὸ ὁποῖο βρισκόταν.
Αὐτὸ ποὺ ἔχει χαθεῖ στὶς σύγχρονες κοινωνίες εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Ζοῦμε τὴν «ἐρημίαν τῶν πόλεων», μὲ τοὺς ἐκκωφαντικοὺς θορύβους, τὰ πολλὰ μέσα ἐπικοινωνίας, τὴν ἀδιάκοπη κίνηση. Μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν κοσμοπλημμύρα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι μόνος, ἑρμητικὰ κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀκοινώνητος. Ὅμως ὑπάρχει ἡ κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες. Ζώντας μέσα στὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα τῆς Ἐκκλησίας ἰκανοποιοῦμε τὴν βασικὴ ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, λύνεται τὸ πρόβλημα τῆς σύγχρονης πολυθόρυβης μοναξιᾶς, ἀποκτοῦμε κοινωνία. Τὸ βασικὸ ποὺ πρέπει νὰ καταλάβουμε εἶναι ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, πρέπει νὰ ζητήσουμε τὴ βοήθεια τῶν ἄλλων. Νὰ ἀνοιχθοῦμε στοὺς ἀδελφούς μας, ν᾽ ἀποκτήσουμε πνευματικὸ πατέρα, νὰ συνδεθοῦμε μὲ τοὺς κανονικοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ μποροῦμε νὰ ἐναποθέσουμε τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία μας, ὄχι στὸν «κράβατον» τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ στὴ θαλπωρὴ τῆς ζωῆς, ποὺ γεννάει ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, βαδίζοντας μὲ τὴ βεβαιότητα τῶν ἁγίων, ὅτι «οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν». Ἀμήν.
π. Χ.Π.Ζ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου