ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Ἰω. 1, 44-52)
Σήμερα, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας «ἡμέραν χαρμονικὴν θεόφρονες, δεῦτε τελέσωμεν, νῦν οὐρανὸς εὐφραίνεται καὶ γῆ, καὶ ἀγγέλων τὰ τάγματα, καὶ τῶν βροτῶν συστήματα».
Αὐτὴ τὴ μέρα σύνολο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας πανηγυρίζει τὴν ὁριστικὴ «ἀναστύλωση» τῶν εἰκόνων. Ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔγινε στὶς 11 Μαρτίου τοῦ 843, τὴν πρώτη Κυριακὴ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ἐκείνου τοῦ ἔτους, ὅταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Μεθόδιος καὶ αὐτοκράτειρα ἡ Θεοδώρα.
Ἡ «ἀναστύλωση» οὐσιαστικὰ ἐπανέφερε τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ποὺ εἶχε ἤδη κατοχυρωθεῖ προηγουμένως, μὲ τὸν δογματικὸ ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 787. Σὲ αὐτὴ τὴ Σύνοδο ὁρίστηκε καὶ διατυπώθηκε θεολογικῶς ἡ ὀφειλόμενη τιμὴ πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες, ἐνῶ ταυτόχρονα διευκρινίστηκαν καὶ ἄλλα σημεῖα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦμε πλέον νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ προσκύνηση τῆς εἰκόνας δὲν ἀναφέρεται στὴν ὕλη, τὸ ξύλο δηλαδὴ καὶ τὰ χρώματα, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν εἰκονογραφικὴ παράσταση ἑνὸς προσώπου ἢ κάποιου εὐαγγελικοῦ γεγονότος. «Προσκυνοῦμεν», μᾶς λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ταῖς εἰκόσιν οὐ τῇ ὕλῃ προσφέροντες τὴν προσκύνησιν, ἀλλὰ δι’ αὐτῶν τοῖς ἐν αὐταῖς εἰκονιζομένοις». Ὁ ἀσπασμὸς δηλαδὴ τῶν εἰκόνων εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ὁ πιστὸς τιμᾶ τὰ εἰκονιζόμενα πρόσωπα. Ὅπως δὲ χαρακτηριστικὰ ἐπεξηγεῖ ὁ Μ. Βασίλειος: «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Διακρίνεται ὅμως ἡ τιμὴ ποὺ ἀπονέμουμε στοὺς ἁγίους καὶ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὴ λατρεία ποὺ προσφέρουμε στὸν Χριστό. Αὐτοὶ ὅλοι εἶναι ἄνθρωποι, δηλαδὴ ὁμόδουλοι μαζί μας, ἐνῶ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Ἡ ὀρθοδοξία ἀφορᾶ στὴν ὀρθὴ δόξα, δηλαδὴ τὴν ὀρθὴ πίστη. Ἡ δὲ ὀρθὴ πίστη δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ σωτῆρας τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ὀρθοδοξία μᾶς ὑποδεικνύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ Φίλιππος ἀναφωνεῖ μὲ ἐνθουσιασμό: «εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν», καὶ ὁ Ναθαναὴλ ὁμολογεῖ μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ ὡς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ: «ῥαββί, σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Ἡ εὕρεση τοῦ Ἰησοῦ, ὡς Θεοῦ καὶ σωτῆρα, καὶ ἡ συνάντηση μαζί του, δὲν ἐπιτυγχάνεται διανοητικά, ἀλλὰ ἐμπειρικά. Ὁ Φίλιππος, ἀφοῦ γνώρισε ἐμπειρικὰ τὸν Χριστό, προσκάλεσε καὶ τὸν Ναθαναήλ, λέγοντάς του: «ἔρχου καὶ ἴδε», διότι ξέρει ὅτι ἡ προσωπικὴ συνάντηση μαζί του εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ τὸν πείσει. Τὴν ἴδια προτροπὴ ἐπαναλαμβάνει καὶ ἡ Ἐκκλησία σὲ ἐμᾶς, ὥστε στὸν χῶρο της, διὰ τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, νὰ συναντηθοῦμε μαζί του καὶ νὰ κοινωνήσουμε ἐμπειρικὰ μὲ αὐτόν.
Ἡ τοποθέτηση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς πρώτης Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς δὲν εἶναι τυχαία. Ἑορταζόμενη στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς πορείας πρὸς τὴν Ἀνάσταση, ἔρχεται νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει ὅτι ἡ ὀρθὴ πίστη ὁδηγεῖ στὴν ὀρθὴ πράξη καὶ ζωή, πρᾶγμα ἀπαραίτητο γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ βίωση τῶν γεγονότων τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀναστάσιμης δόξας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου