Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018 ( ΑΣΩΤΟΥ ) (Λουκ. ιε’ 11-32)
Γιά τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου κάνει λόγο τό σημερινό εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα. Ὁ μικρότερος γιός τοῦ πατέρα στόν ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ παραβολή,τόσα χρόνια μέσα στό σπίτι του, δέν συγκινήθηκε ἀπό τήν στοργή τοῦ πατέρα του, τήν ἀνύστακτη φροντίδα του, τήν πολλή του ἀγάπη. Γι’ αὐτό καί τοῦ μιλάει μέ αὐθάδεια, ἀγέρωχα καί ὑπεροπτικά. Ἀπαιτεῖ τήν περιουσία πού νομίζει πώς τοῦ ἀνήκει.
Αἰσθάνεται καταπιεσμένος στό πατρικό σπίτι. Ἡ παρουσία τοῦ πατέρα του τόν στενοχωρεῖ. Δέν ἀντέχει κηδεμονίες, δέν μπορεῖ νά σκύβει συνέχεια τό κεφάλι, νά ὑποτάσσεται σέ ἀρχές. Οἱ πατρικές συμβουλές τοῦ φαίνονται ὑπερβολικές, ἀνεφάρμοστες. Αὐτός νομίζει πώς θά βρεῖ τή χαρά μακριά του. Θέλει νά ἀπολαύσει τόν κόσμο, τό χρῆμα, τήν ἐλευθερία, τήν ἁμαρτία. Ὅλα θέλει νά τά ἀπολαύσει χωρίς τόν πατέρα. Καί τήν πατρική περιουσία θέλει νά τήν κατασπαταλήσει χωρίς τόν πατέρα. Γι’ αὐτό καί φεύγει σέ χώρα μακρινή, μακριά ἀπό τόν πατέρα, γιά νά μή τόν βλέπει πιά. Δέν θέλει οὔτε κἄν νά τόν θυμᾶται. Οὐσιαστικά δέν ἀγαπᾶ τόν πατέρα του.
Ἄσωτα παιδιά κάποιοι ἀπό ἐμᾶς τοῦ πλέον ἀγαπητοῦ πατέρα, τοῦ ἁγίου Θεοῦ, ἀπολαμβάνουμε μέσα στό παλάτι τῆς ὑλικῆς δημιουργίας πλούσια τά ἀναρίθμητα ἀγαθά του. Κι ὅμως, ἀχάριστοι καί ὑλόφρονες, ἀπομακρυνόμαστε καθημερινά ἀπό τήν ἀγάπη του μέ τίς πτώσεις μας καί τίς ἐπιλογές μας ἤ ἀλληθωρίζουμε σέ χῶρες μακρινές, χῶρες τῆς ἁμαρτίας, καί ἀποδημοῦμε μέ τό νοῦ μας σ’ αὐτές. Ἔχει δύναμη μέσα μας ὁ κόσμος. Καί ζητοῦμε ἀπό τό Θεό νά μᾶς ἀφήσει ἥσυχους νά ἁμαρτάνουμε, χωρίς τύψεις συνειδήσεως, χωρίς τή μνήμη του, χωρίς νά αἰσθανόμαστε τό ἄγρυπνο βλέμμα τῆς στοργῆς του ἐπάνω μας. Φοβόμαστε ὅτι κοντά Του θά στερηθοῦμε τήν εὐτυχία μας, θά στερηθοῦμε κάποιες ἀπολαύσεις. Σέ τελική ἀνάλυση δέν ἀγαποῦμε ἀληθινά τόν Θεό. Τί κρῖμα! Τόσα χρόνια μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα, κι ἐμεῖς νά ἀναζητοῦμε τά σκουπίδια τοῦ κόσμου!
Μέ μιά πρόχειρη ἀνάγνωση τῆς παραβολῆς ἴσως νομίσουμε πώς ὁ ἀγαποῦσε τόν πατέρα του ὁ μεγαλύτερος υἱός. Αὐτός δέν τόλμησε ποτέ νά ξεστομίσει τά λόγια τοῦ νεότερου. Δέν ζήτησε νά φύγει σέ χώρα μακρινή, χώρα τῆς ἁμαρτίας. Αὐτός ζοῦσε μέ τόν πατέρα του. Ἐργαζόταν στή δούλεψή του, ἔτσι τουλάχιστον ἔλεγε. Ἦταν τόσα χρόνια μέσα στό σπίτι. Ἔβλεπε τόν πατέρα του. Ἦταν προσεκτικός στά λόγια του. Φαινόταν πειθαρχικός στή συμπεριφορά του.
Ὅμως καί ὁ μεγαλύτερος γιός δέν ἀγαποῦσε πραγματικά τόν πατέρα του. Δέν ἔφυγε ποτέ ἀπό κοντά του τοπικά, ἀλλά καί δέν ἦταν ποτέ κοντά του. Δέν ἀγαποῦσε ἀληθινά τόν πατέρα του, γι’ αὐτό καί δέν αἰσθανόταν τή στοργή του. Ποτέ δέν ζήτησε ἀπό αὐτόν ἔστω ἕνα κατσικάκι γιά νά φάει μέ τούς φίλους του. Ἀλλά κι αὐτό ἤθελε χωρίς τόν πατέρα του νά τό ἀπολαύσει. Ἤθελε ὅλα νά τά ἀπολαύσει οὐσιαστικά μόνος του. Γι’ αὐτό καί ὀργίστηκε, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἀδελφός του, καί δέν ἤθελε νά εἰσέλθει στό σπίτι τοῦ πατέρα του. Δέν συγκινήθηκε ἀπό τήν τόση ἀγάπη τοῦ πατέρα του, πού ταπεινώθηκε, πού βγῆκε ἔξω ἀπό τό σπίτι καί τόν παρακαλοῦσε νά εἰσέλθει. Ὅσο περισσότερη τρυφερότητα καί στοργή τοῦ ἔδειχνε ὁ πατέρας, τόσο περισσότερο αὐτός πείσμωνε καί ἀντιστεκόταν. Γιατί δέν ἀγαποῦσε ἀληθινά τόν πατέρα του.
Πόσοι πιστοί μοιάζουμε ἴσως μέ τόν μεγαλύτερο γιό τῆς παραβολῆς. Καυχώμαστε κάποτε κι ἐμεῖς ὅτι δέν παραβήκαμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅτι διαφυλάξαμε τόν ἑαυτό μας ἀπό σοβαρά ἁμαρτήματα, ὅτι κρατηθήκαμε στό δρόμο τῆς σωφροσύνης καί τῆς ἀρετῆς. Καυχώμαστε ἴσως ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ἀγαπᾶμε κατά βάθος τόν Θεό Πατέρα μας. Ἔχουμε κι ἐμεῖς συχνά, ὅπως ὁ πρεσβύτερος υἱός, μιά σχέση ὑπαλληλική ἤ συμφεροντολογική μέ τόν Θεό. Εἴμαστε κοντά Του, ἐπειδή φοβόμαστε τήν κόλαση ἤ ἐπειδή μᾶς συμφέρει ἡ παραμονή μας στό σπίτι του. Ἔτσι, ὅμως, οὐσιαστικά ἀγαπᾶμε τό παλάτι του, ὄχι ὅμως ἀληθινά καί τόν ἴδιο. Ἀγαπᾶμε τήν Βασιλεία του, ὄχι ὅμως τόσο τόν βασιλέα. Ἀγαπᾶμε τά πλούσια ἀγαθά του, ὄχι ὅμως τόν πανάγαθο Κύριο. Γι’ αὐτό θέλουμε κι ἐμεῖς νά εὐφραινόμαστε μέ τούς φίλους μας, χωρίς τόν Θεό. Διότι δέν ἔχουμε καταλάβει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη του.
Ἄς πάρουμε, λοιπόν, ὅλοι μας τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Κι ἄς τρέξουμε μέ μετάνοια εἰλικρινῆ στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Μᾶς περιμένει ὁ Πατέρας μας, ὁ χορηγός τῆς εὐτυχίας μας, ἐκεῖ στήν Ἐκκλησία του, στό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, νά ξεπλύνει τά πολλά μας ἀνομήματα μέ τό τίμιο Αἷμα τοῦ Υἱοῦ του. Μᾶς περιμένει νά χύσουμε τά δάκρυα τῆς μετανοίας μας, γιά νά μᾶς προσφέρει καί πάλι τήν «στολήν τήν πρώτην», τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ἄλλο ἔνδυμά μας. Μᾶς περιμένει σ’ ἕνα θεϊκό πανηγύρι νά μᾶς προσφέρει «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἄς τρέξουμε. Ὁ Πατέρας στέκεται καρτερικά ἔξω ἀπό τό «σπίτι» του καί μᾶς περιμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου