Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ, Κυριακή Γ΄ Λουκά- Μη κλαίε, αλλά πίστευε εις την ανάστασιν
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Μη κλαίε, αλλά πίστευε εις την ανάστασιν
Πλησιάζοντας ο Χριστός με την συνοδεία του την μικρή πόλι της Ναΐν βρέθηκε μπροστά σε ένα απροσδόκητο και συγκινητικό θέαμα. Συνάντησε μια άλλη συνοδεία, που συνώδευε μια πονεμένη χήρα γυναίκα και το νεκρό μονάκριβο παιδί της. Η πρώτη συνοδεία ακολουθούσε τον Κύριο της ζωής, τον Κυρίαρχο της ζωής και του θανάτου.
Νέος άνθρωπος, ως φαίνεται, ο νεκρός, υπέκυψε πρόωρα στον θάνατο και έτσι επαληθεύθηκε ο ψαλμικός λόγος: «Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού και ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει». Η νεκρική συνοδεία συναλγούσε και συμπονούσε με την πικραμένη εκείνη μητέρα, η οποία ως χήρα δεν είχε στερηθή μόνο τον άνδρα της, αλλά πλέον θρηνούσε και τον μονογενή υιό της.
Πόσο βαρειές και ποικίλες είναι οι θλίψεις των θλιβομένων σ’ αυτό τον κόσμο! Κοιλάδα δακρύων, πόνου και στεναγμών!
Ο φιλάνθρωπος Κύριός μας συμπάθησε την δυστυχισμένη αυτή μάννα, όταν την είδε να κλαίη απαρηγόρητα. «Ει γαρ ο όχλος ηλέει αυτήν, πολλώ μάλλον αυτός, η του ελέους πηγή», παρατηρεί ο εκκλησιαστικός ερμηνευτής Ευθύμιος Ζιγαβηνός. Την σπλαγχνίστηκε ο Κύριος και Θεός μας, γιατί είναι ο Κύριος της ζωής, που αντιμετωπίζει την λύπη και τον θάνατο.
Όλα τα χαρακτηριστικά, που απαριθμήσαμε:υιός μονογενής, χήρα μητέρα, όχλος αρκετός, που συμπενθούσε, μας δίνουν να εννοήσωμε τι συγκινούσε τόσο βαθειά την καρδία του Ιησού. Βλέπουμε πόσο τρυφερός και συμπαθής είναι ο Κύριος προς τους θλιβομένους. Στην προκειμένη περίπτωση καμμιά παράκλησις και ικεσία δεν του απευθύνθηκε. Αυθόρμητα παρακινήθηκε από την καλοσύνη και την αγαθότητά του, πλησίασε την βαρυπενθούσα και βαρυαλγούσα μητέρα και την παρηγόρησε.
Ο πανοικτίρμων και ελεήμων Ιησούς Χριστός ευσπλαγχνίζεται και ελεεί τις χήρες, τα ορφανά, τους θλιβομένους και τους εγκαταλελειμμένους και γνωρίζει καλά τις θλίψεις και τις στενοχώριες τους. Ο Ιησούς φαίνεται πως δεν μπορούσε να αντισταθή στη σιωπηρή εκείνη ικεσία, που η θλιβερή νεκρική συνοδεία του απηύθυνε. Η προτροπή του προς την χήρα· «μη κλαίε» φανερώνει ότι ο Θεάνθρωπος Κύριος ήταν απόλυτα βέβαιος για κείνο, που σε λίγο θα επακολουθούσε.
Είναι σαν να της έλεγε μη κλαις, γιατί σε λίγο θα ξαναζήση το παιδί σου. Ο λόγος αυτός, για τον οποίο έπρεπε να παύση να κλαίη η χήρα της Ναΐν ήταν ειδικός για την περίπτωση αυτή. Έχει όμως ισχύ γενικότερη για όλους τους βαρυπενθούντες και λυπούμενους υπερβολικά μπροστά στους τάφους των προσφιλών τους προσώπων. Και τούτο γιατί ως πιστοί χριστιανοί, σύμφωνα με το Ιερό Σύμβολο της Πίστεώς μας, προσδοκούμε «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Αφού λοιπόν οι νεκροί μας θα αναστηθούν εν δόξη, δεν πρέπει να λυπούμεθα γι’ αυτούς ως «οι μη έχοντες ελπίδα», κατά τον Απόστολο Παύλο.
Βέβαια η λύπη καθ’ εαυτήν δεν είναι αμαρτία. Η υπερβολική λύπη είναι εφάμαρτη. Και τότε η λύπη εγγίζει τα όρια της υπερβολής, όταν κυριολεκτικά μας παραλύει και μας κάνει ανίκανους να εκτελούμε τα καθήκοντα της αποστολής μας η μας εξωθή σε ολιγοπιστία και γογγυσμό η δυσπιστία στην Θεία Πρόνοια.
Όταν ο Θεός καλεί κοντά του ένα δικό μας φιλικό πρόσωπο, η το παιδί, τον πατέρα, τον σύζυγο, τον αδελφό μας κ.α. δεν αξιώνει από μας να χαιρόμαστε, αλλά μας λέγει με τα δάκρυα στα μάτια να υποτασσόμαστε στο θείο Του θέλημα και στις αποφάσεις της Θείας Προνοίας Του, πείθοντας τους εαυτούς μας με τον θείο φωτισμό της πίστεως, ότι αυτό, που ήδη η καρδιά μας με τόσο πόνο αντικρύζει, αυτό κατά την ανεξιχνίαστη θεία βουλή έπρεπε να γίνη.
Στη συνέχεια από το ασκητικό βιβλίο του Γεροντικού θα αναφέρουμε ένα περιστατικό, που καταδεικνύει την πνευματική θεώρησι και αντιμετώπισι του θανάτου από τον πιστό χριστιανό και μάλιστα τον Ορθόδοξο Μοναχό και ασκητή. (Θ. Χαμπ. «Γεροντικό», σελ. 159-162).
Είναι συγκινητικά όσα διαβάζομε για το μακάριο τέλος των αγίων ψυχών, που σαν φωτεινά μετέωρα πέρασαν από το γήινο κόσμο, για ν’ αφήσουν σ’ αυτόν την λάμψι του είναι τους και να πέσουν ύστερα ορμητικά στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος.
Σαν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκηταί στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου πως ο Αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησίς τους γι’ αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της Ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα και τώρα στο θάνατό του έλαμψε σ’ όλη της την πληρότητα.
Στην σεβάσμια μορφή του είχε χαραχτή μια έκφρασι ήρεμης ευτυχίας. Σαν ένοιωσε γύρω του τους συνασκητάς του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του, τα χείλη του αργοσάλεψαν, κάτι θέλησε να ειπή. Εκείνοι, Γέροντες και νεώτεροι, σεβάσμιοι Πατέρες κι αρχάριοι υποτακτικοί, όλοι τους δακρυσμένοι από βαθειά συγκίνησι, στέκονταν μ’ ευλάβεια μπροστά σ’ αυτή τη μυσταγωγία. Απόλυτη σιγή είχε απλωθή γύρω. Περίμεναν ν’ ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου Αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. Μα εκείνος είχε μεταρσιωθή, δεν έβλεπε πια παρά μόνο τα ουράνια.
— Έρχεται ο Αββάς μου, τον άκουσαν να ψιθυρίζη.
Ρίγος πέρασε από τα λιπόσαρκα σώματα των ασκητών.
Είδαν για μία στιγμή, με τα μάτια της ψυχής τους, τη μεγάλη μορφή του «Καθηγητού των Μοναστών», τον Όσιο Αντώνιο ν’ απλώνη το ευλογημένο χέρι του, για να πάρη κοντά του τον πιο εκλεκτό από τους μαθητάς του, εκείνον που αντέγραψε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της παράδοξης ζωής του.
— Να ο χορός των Αποστόλων και των Προφητών!
Το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου έλαμψε από φως ουράνιο, καθώς σιγοψιθύριζε αυτά τα λόγια. Τα χείλη του αργοσάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε.
— Με ποιόν συνομιλείς, Πάτερ; ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητάς του.
— Ο Άγιοι Άγγελοι θέλουν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω, είπε με κόπο και δυό δάκρυα κύλισαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρά του.
— Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, μακάριε Σισώη. Συ μετανοούσες σ’ όλη σου τη ζωή, του αποκρίθηκαν οι Πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του.
— Δεν ξεύρω, Αδελφοί μου, να έχω βάλει ακόμη αρχή.
Καθώς έλεγε αυτά, άστραψε ξαφνικά το πρόσωπό του, λες κι έβλεπε σ’ αυτό τον ίδιο τον ήλιο. Οι γύρω έμειναν εκστατικοί από θαυμασμό μαζί και φόβο.
— Ο Κύριός μου και ο Θεός μου! Δόξα σοι!
Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μ’ αυτά πέταξε η ψυχή του στα ουράνια. Είχε ιδεί τον Ιησού, που λάτρευε από τα βάθη της καρδιάς του; Κανείς δεν μπορούσε να ειπή, μα όλα το εβεβαίωναν. Το παράδοξο φως που έβλεπαν στην μορφή του, η υπερκόσμια γαλήνη που είχε χυθή στην ταπεινή καλύβα, η άρρητη ευωδιά, όλα μαρτυρούσαν την επίσκεψι του Ουρανίου Βασιλέως στον εκλεκτό φίλο Του.
Το μήνυμα της σημερινής Κυριακής είναι το ακόλουθο: Μη κλαίε απαρηγόρητα και ως μη έχων ακλόνητη την χριστιανική ελπίδα, αλλά πίστευε ακράδαντα στην ανάστασι των νεκρών και στην αιώνια ζωή στη Βασιλεία των Ουρανών, μέσα στην φωτεινή παρουσία του Τριαδικού μας Θεού, της Υπεραγίας Θεοτόκου της Βασίλισσας των Ουρανών, των αγίων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, πάντων των Αγίων και πάντων των ουρανοπολιτών, των Δικαίων και σεσωσμένων με την Χάριν του Θεού. Γένοιτο.
† Ο Σεβ. Κυθήρων Σεραφείμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου