ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. 7, 11-16)
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ οἰκτίρμων καὶ φιλάνθρωπος Κύριος θαυματουργεῖ καὶ ἀποδίδει πίσω στὴ μητέρα του τὸν πεθαμένο μονογενῆ υἱό της: «καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ».
Σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ὁ Κύριος, ἐνῷ πορευόταν πρὸς τὴν πόλη Ναΐν, συναντᾶ μία πομπὴ ἀνθρώπων, ἡ ὁποία πήγαινε νὰ θάψει τὸν μονογενῆ υἱὸ μίας ταλαίπωρης χήρας. Ἡ γυναίκα ἦταν ἀπελπισμένη καὶ θρηνοῦσε γοερῶς, ἀφοῦ προπέμπει πρόωρα στὸν τάφο τὸν υἱό της, ὁ ὁποῖος ἦταν ὅ,τι τῆς εἶχε ἀπομείνει. Ὁ Κύριος, βλέποντας τὶς σπαρακτικὲς κραυγὲς τῆς ἀπελπισμένης χήρας, τὴν σπλαχνίστηκε. Τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε παραμυθητικὰ νὰ μὴν κλαίει.
Αὐτὸ ἴσως νὰ φάνηκε παράξενο στὴ χήρα, δεδομένου ὅτι δὲν τὸν γνώριζε, ἄρα δὲν τὸν εἶχε ἐπικαλεστεῖ μὲ πίστη, ὥστε νὰ ἀναμένει ἀπὸ αὐτὸν τὴ θεραπεία τοῦ πόνου της. Ὅμως ὁ σπλαχνικὸς Θεός, ὁ πατὴρ τῶν ὀρφανῶν καὶ προστάτης τῶν χηρῶν, συνέδραμε τὴ γυναίκα καὶ μετέστρεψε τὸν πόνο της σὲ εὐφροσύνη.
Ἀφοῦ λοιπὸν πλησίασε ὁ Χριστός, ἄγγιξε τὴ σορὸ καὶ διέταξε τὸν νεκρὸ νὰ ἐγερθεῖ, ὅπερ καὶ ἐγένετο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος διὰ μόνου τοῦ λόγου του ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Καὶ πράγματι, ὁ νεκρὸς ὑπακούει σὲ αὐτὸν ποὺ καλεῖ τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα καὶ σὲ αὐτὸν ποὺ φέρει τὰ πάντα «τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ», δηλαδὴ στὸν Ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπανέρχεται στὴ ζωή: «καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν». Τὸ ὅτι δὲ ὁ νεκρὸς νεανίας, ἀφοῦ ἀνακάθησε, ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ, ἀποτελεῖ, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δεῖγμα τῆς πραγματικότητας τῆς ἀνάστασής του.
Ἑρμηνεύοντας οἱ Πατέρες τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, θεωροῦν τὸ ὅλο γεγονὸς ὡς ἀνάλογο μὲ τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Κύριος προχωρεῖ στὴν ἀνάσταση τοῦ νεανία, διότι σπλαχνίζεται τὴν ἀπελπισμένη χήρα. Αὐτή, ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς κατάστασής της, ἔκλαιε καὶ θρηνοῦσε, πρᾶγμα ποὺ ἕλκυσε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ τῆς ἀποδώσει πίσω αὐτὸ ποὺ ἔχασε. Ἡ ἀνάσταση λοιπὸν τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας, ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, ἀντιστοιχεῖ στὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοός μας. Καὶ ἡ ψυχή μας χήρα ἦταν, ἀφοῦ διὰ τῆς ἁμαρτίας στερήθηκε τὸν οὐράνιο νυμφίο, τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή μας ἀπώλεσε τὸ πολυτιμότερό της, τὸν νοῦ της, δηλαδὴ τὴν ἱκανότητα καὶ δυνατότητα νὰ σκέφτεται καὶ νὰ ἐνεργεῖ ὀρθὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ἀγαθὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ συνέβη ὡς συνέπεια τῆς ἀπώλειας τοῦ οὐράνιου νυμφίου, ὅπου πλέον ὁ νοῦς σκοτίστηκε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀπομακρυνόταν ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἄρα ἡ οὐσία τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης ἔχει ὡς ἑξῆς: ἐὰν ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς λάβει αἴσθηση τῆς νεκρώσεως τοῦ πολυτιμότερού του, δηλαδὴ τοῦ νοός, ἐξαιτίας τοῦ σκοτασμοῦ του ἀπὸ τὶς ποικίλες ἁμαρτίες καὶ πενθήσει καὶ θρηνήσει καὶ ἀπελπιστεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ζήσει ἐν μετανοίᾳ, τότε ὁ Κύριος θὰ τὸν σπλαχνιστεῖ καὶ θὰ τὸν πλησιάσει φιλάνθρωπα καὶ θὰ τοῦ προσφέρει τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος καὶ θὰ ἀποδιώξει τὴ νέκρωση καὶ θὰ τοῦ δωρήσει τὴν αἰώνιο ζωή. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του εἶχε ἐπισημάνει αὐτὴ τὴν προϋπόθεση τῆς θείας παρηγοριᾶς, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται».
Συνεπῶς, ἐὰν φτάσουμε στὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας μας, ἡ ὁποία σκοτίζει τὸν νοῦ μας καὶ μᾶς ὁδηγεῖ μακρυὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐὰν πενθήσουμε γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς μακαριότητας, τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς σπλαχνιστεῖ, θὰ μᾶς προσεγγίσει καὶ θὰ μᾶς παρηγορήσει, προσφέροντάς μας παράκληση αἰώνιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου