ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ύπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶδὸς τοῖς πτωχοῖς
Ασφαλώς θα ξαφνιάστηκε ο νέος του Ευαγγελίου όταν προσήλθε στο Χριστό με μια παρρησία και του ζήτησε ποιο δρόμο να βαδίσει για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Ασφαλώς θα ξαφνιάστηκε αυτός που τηρούσε τας εντολάς του Νόμου του Θεού, ότι ο Χριστός θα του υποδείκνυε κάτι επιπλέον να βαδίσει και αυτό ήταν ο δρόμος της πτωχείας, της φτώχιας. Ένα δρόμο που γνωρίζουν πολύ καλά οι Άγιοί μας οι οποίοι είναι πλουτισμένοι από τον Θεό και έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους όχι στα κτήματα ή τα χρήματα του κόσμου, αλλά στα χέρια Εκείνου, στην Χάρη Του.
Πόσο δύσκολο να προσπαθούμε να μιλήσουμε για την πτώχεια σε έναν κόσμο που το χρήμα δεν είναι απλώς ένα μέσον εξυπηρέτησης αλλά και στόχος επιδίωξης και σκοπός της ζωής. Το χρήμα και ο πλουτισμός της ζωής ολοένα και παίρνουν τέτοια θέση στον σύγχρονο πολιτισμό ώστε η οικονομική κατάκτηση κάποιου να θεωρείται υψηλότερη από κάθε άλλη πνευματική ή ηθική. Κάνοντας όμως λόγο η Εκκλησία για τον δρόμο της πτώχειας δεν ματαιοπονεί. Γνωρίζει καλά και αντιστέκεται σε μια ακόμη άποψη και ιδέα της μάταιης, της πρόσκαιρης παρούσης ζωής.
Στο απολυτίκιον του Αγίου Νικολάου λέμε την φράση «δια τούτω εκτείσω τη ταπεινώσει τα υψηλά τη πτωχεία τα πλούσια». Διά της πτωχείας αποκτούνται τα πλούσια. Η φτώχεια είναι μια άσκηση στην χριστιανική μας ζωή. Και σημαίνει την προσπάθειά μας να μην έχουμε προσκόλληση στα υλικά αγαθά. Να μην εξαρτώμεθα από αυτά. Αυτό οδηγεί στην συναίσθηση της μικρότητος μας εμπρός στο μεγαλείο του Θεού.
Φτώχεια είναι ο αγώνας του Χριστιανού να αφήνει τις ελπίδες του στα χέρια του Θεού και αυτό αποτελεί την καλύτερη ομολογία πίστεως και εμπιστοσύνης του πλάσματος στον Κτίστη. Να μην αισθάνεται την σπουδαιότητα και την σιγουριά στην λαμπρότητα των χρημάτων, στην κοσμική καταξίωση της ευμάρειας και της πολυτέλειας. Κάθε τι που είναι παραπάνω από το αναγκαίο γίνεται εμπόδιο σε εκείνον που θέλει να σωθεί.
Ο Διάβολος καλεί τον άνθρωπο σε μια ψευδοζωή. Σε μια ζωή υλόφρονα και ηδονικής ευμάρειας. Ο Χριστιανός την ασημότητα την θεωρεί αληθινή δόξα, την ευτέλεια την θεωρεί κοινωνική λάμψη και τη φτώχεια την θεωρεί πλούτο. Η φτώχεια είναι η άσκηση στο δρόμο του Χριστιανού για την ομοίωση με τον Χριστό ο οποίος«οὐκ είχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ». Ο Χριστός ήταν ο φτωχός και ο ακτήμων μέσα στον κόσμο.
Μέχρις ότου η ψυχή είναι δεμένη με τα χρήματα και τα πλούτη, πληγώνεται από τα πάθη. Δεν είναι ελεύθερη. Δεν μπορεί να πετάξει ψηλά στα Ουράνια. Δεν μπορεί να είναι αμέριμνος. Δεν μπορεί να ανοιχτεί στα σχέδια του Θεού διότι ανοίγεται στα σχέδια του ανθρώπινου πήλινου λογικού και μόνον. Αυτός που προτιμά τα γήινα από τα πνευματικά, στο τέλος χάνει και τα δύο. Ενώ εκείνος που επιθυμεί τα Ουράνια, θα έχει οπωσδήποτε και εκείνα τα επίγεια που θα του χρησθούν.
Διότι δεν είναι το φαγητό κακό αλλά η γαστριμαργία. Δεν είναι τα χρήματα αλλά η προσκόλληση σ’ αυτά, η φιλαργυρία. Δεν είναι τα ενδύματα που χρειάζονται να σκεπασθούμε και να αποφύγουμε τη γύμνια, το κρύο και τη ζέστη αλλά τα περιττά και πολυτελή.
Η πτώχεια σαν ένας τρόπος ζωής, απελευθερώνει τον άνθρωπο από τον ζυγό των υλικών πραγμάτων ιδιαιτέρως δε από την ορμή του «κατέχειν», η οποία τον υποβαθμίζει. Η απληστία δεν αφήνει ελεύθερο χρόνο για αυτογνωσία, για αυτοσυνειδησία, για προσευχή και σκέψη Θεού. Το Ευαγγέλιο την χαρακτηρίζει«ειδωλολατρία» (προς Κολασσαείς κεφάλαιο γ’ στίχος 5).
Ο Απόστολος Παύλος γράφει « ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (προς Κορινθίους Επιστολής Β’ κεφάλαιο στ’ στίχος 10). Είναι – ο μακάριος Παύλος – πράγματι ο άνθρωπος αυτός, που αξιώνεται να έχει μια ψυχή ελεύθερη από τους εξωτερικούς πειρασμούς, ανασηκωμένη από την τύρβη των κοσμικών, μακριά από τις περιπλανήσεις των γήινων. Είναι μακάριοι και εκείνοι, πλούσιοι πραγματικά, πλουτίζοντες και άλλους, οι οποίοι καταξιώνονται δια της πτωχείας να ξεριζώνουν τα αγκάθια που κόβουν την θέα του Θεού.
Και πώς να μη μακαρίζονται δικαίως εκείνοι που δεν έχουν τις ελπίδες τους στα χρήματα, παρά σ’ Αυτόν τον Κύριο των πάντων; Εκείνοι που δεν ποθούν να αρέσουν σε άλλους παρά σ’ Αυτόν;
Ο κατά Χριστόν φτωχός προσφέρει στον εαυτόν του αλλά και στον συνάνθρωπο, με την θυσία που τον διακρίνει αλλά και με την απλότητα και την ποιότητα της αυτοπροσφοράς, ποιότητα που ανθίζει στις καθαρές καρδιές και τις σφραγισμένες με Χριστό.
Ύπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶδὸς τοῖς πτωχοῖς
Ασφαλώς θα ξαφνιάστηκε ο νέος του Ευαγγελίου όταν προσήλθε στο Χριστό με μια παρρησία και του ζήτησε ποιο δρόμο να βαδίσει για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Ασφαλώς θα ξαφνιάστηκε αυτός που τηρούσε τας εντολάς του Νόμου του Θεού, ότι ο Χριστός θα του υποδείκνυε κάτι επιπλέον να βαδίσει και αυτό ήταν ο δρόμος της πτωχείας, της φτώχιας. Ένα δρόμο που γνωρίζουν πολύ καλά οι Άγιοί μας οι οποίοι είναι πλουτισμένοι από τον Θεό και έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους όχι στα κτήματα ή τα χρήματα του κόσμου, αλλά στα χέρια Εκείνου, στην Χάρη Του.
Πόσο δύσκολο να προσπαθούμε να μιλήσουμε για την πτώχεια σε έναν κόσμο που το χρήμα δεν είναι απλώς ένα μέσον εξυπηρέτησης αλλά και στόχος επιδίωξης και σκοπός της ζωής. Το χρήμα και ο πλουτισμός της ζωής ολοένα και παίρνουν τέτοια θέση στον σύγχρονο πολιτισμό ώστε η οικονομική κατάκτηση κάποιου να θεωρείται υψηλότερη από κάθε άλλη πνευματική ή ηθική. Κάνοντας όμως λόγο η Εκκλησία για τον δρόμο της πτώχειας δεν ματαιοπονεί. Γνωρίζει καλά και αντιστέκεται σε μια ακόμη άποψη και ιδέα της μάταιης, της πρόσκαιρης παρούσης ζωής.
Στο απολυτίκιον του Αγίου Νικολάου λέμε την φράση «δια τούτω εκτείσω τη ταπεινώσει τα υψηλά τη πτωχεία τα πλούσια». Διά της πτωχείας αποκτούνται τα πλούσια. Η φτώχεια είναι μια άσκηση στην χριστιανική μας ζωή. Και σημαίνει την προσπάθειά μας να μην έχουμε προσκόλληση στα υλικά αγαθά. Να μην εξαρτώμεθα από αυτά. Αυτό οδηγεί στην συναίσθηση της μικρότητος μας εμπρός στο μεγαλείο του Θεού.
Φτώχεια είναι ο αγώνας του Χριστιανού να αφήνει τις ελπίδες του στα χέρια του Θεού και αυτό αποτελεί την καλύτερη ομολογία πίστεως και εμπιστοσύνης του πλάσματος στον Κτίστη. Να μην αισθάνεται την σπουδαιότητα και την σιγουριά στην λαμπρότητα των χρημάτων, στην κοσμική καταξίωση της ευμάρειας και της πολυτέλειας. Κάθε τι που είναι παραπάνω από το αναγκαίο γίνεται εμπόδιο σε εκείνον που θέλει να σωθεί.
Ο Διάβολος καλεί τον άνθρωπο σε μια ψευδοζωή. Σε μια ζωή υλόφρονα και ηδονικής ευμάρειας. Ο Χριστιανός την ασημότητα την θεωρεί αληθινή δόξα, την ευτέλεια την θεωρεί κοινωνική λάμψη και τη φτώχεια την θεωρεί πλούτο. Η φτώχεια είναι η άσκηση στο δρόμο του Χριστιανού για την ομοίωση με τον Χριστό ο οποίος«οὐκ είχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ». Ο Χριστός ήταν ο φτωχός και ο ακτήμων μέσα στον κόσμο.
Μέχρις ότου η ψυχή είναι δεμένη με τα χρήματα και τα πλούτη, πληγώνεται από τα πάθη. Δεν είναι ελεύθερη. Δεν μπορεί να πετάξει ψηλά στα Ουράνια. Δεν μπορεί να είναι αμέριμνος. Δεν μπορεί να ανοιχτεί στα σχέδια του Θεού διότι ανοίγεται στα σχέδια του ανθρώπινου πήλινου λογικού και μόνον. Αυτός που προτιμά τα γήινα από τα πνευματικά, στο τέλος χάνει και τα δύο. Ενώ εκείνος που επιθυμεί τα Ουράνια, θα έχει οπωσδήποτε και εκείνα τα επίγεια που θα του χρησθούν.
Διότι δεν είναι το φαγητό κακό αλλά η γαστριμαργία. Δεν είναι τα χρήματα αλλά η προσκόλληση σ’ αυτά, η φιλαργυρία. Δεν είναι τα ενδύματα που χρειάζονται να σκεπασθούμε και να αποφύγουμε τη γύμνια, το κρύο και τη ζέστη αλλά τα περιττά και πολυτελή.
Η πτώχεια σαν ένας τρόπος ζωής, απελευθερώνει τον άνθρωπο από τον ζυγό των υλικών πραγμάτων ιδιαιτέρως δε από την ορμή του «κατέχειν», η οποία τον υποβαθμίζει. Η απληστία δεν αφήνει ελεύθερο χρόνο για αυτογνωσία, για αυτοσυνειδησία, για προσευχή και σκέψη Θεού. Το Ευαγγέλιο την χαρακτηρίζει«ειδωλολατρία» (προς Κολασσαείς κεφάλαιο γ’ στίχος 5).
Ο Απόστολος Παύλος γράφει « ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (προς Κορινθίους Επιστολής Β’ κεφάλαιο στ’ στίχος 10). Είναι – ο μακάριος Παύλος – πράγματι ο άνθρωπος αυτός, που αξιώνεται να έχει μια ψυχή ελεύθερη από τους εξωτερικούς πειρασμούς, ανασηκωμένη από την τύρβη των κοσμικών, μακριά από τις περιπλανήσεις των γήινων. Είναι μακάριοι και εκείνοι, πλούσιοι πραγματικά, πλουτίζοντες και άλλους, οι οποίοι καταξιώνονται δια της πτωχείας να ξεριζώνουν τα αγκάθια που κόβουν την θέα του Θεού.
Και πώς να μη μακαρίζονται δικαίως εκείνοι που δεν έχουν τις ελπίδες τους στα χρήματα, παρά σ’ Αυτόν τον Κύριο των πάντων; Εκείνοι που δεν ποθούν να αρέσουν σε άλλους παρά σ’ Αυτόν;
Ο κατά Χριστόν φτωχός προσφέρει στον εαυτόν του αλλά και στον συνάνθρωπο, με την θυσία που τον διακρίνει αλλά και με την απλότητα και την ποιότητα της αυτοπροσφοράς, ποιότητα που ανθίζει στις καθαρές καρδιές και τις σφραγισμένες με Χριστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου