1η Σεπτεμβρίου, Αρχή της Ινδίκτου: Η μαρτυρία της Παλαιάς Διαθήκης για τον Χριστό Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον: δ´ 16-22: Το κήρυγμα του Ιησού στη συναγωγή της Ναζαρέτ του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου
Η 1η Σεπτεμβρίου χαρακτηρίζεται στην παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας ως «Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου» και σηματοδοτεί την έναρξη του νέου εκκλησιαστικού και λειτουργικού έτους. Ο όρος «ίνδικτος» ή «ινδικτιών» είναι εξελληνισμένος τύπος της λατινικής “indictio” (= διάταγμα) που στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δήλωνε μια φορολογική περίοδο 15 ετών και από τον δ΄ μ.Χ. αιώνα καθιερώθηκε ως μονάδα μέτρησης του χρόνου, για να καταλήξει να δηλώνει την έναρξη του έτους. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας προέρχεται από την περικοπή Λου 4:16-22 που αναφέρεται στην έναρξη της δημόσιας δράσης του Ιησού με το πρώτο κήρυγμά του στη συναγωγή του χωριού του, της Ναζαρέτ.
Αμέσως μετά τη βάπτισή του και την αντιμετώπιση των πειρασμών στην έρημο, ο Ιησούς επιστρέφει στη Γαλιλαία και, αφού περιοδεύει για λίγο στην περιοχή, φτάνει στη Ναζαρέτ. Εκεί επισκέπτεται τη συναγωγή, προκειμένου να συμμετάσχει στην προσευχή του Σαββάτου. Ακολουθώντας το τυπικό των συναγωγών της περιοχής, σύμφωνα με το οποίο, μετά την ανάγνωση του Νόμου, μπορούσε οποιοσδήποτε να διαβάσει κάποια περικοπή από τα βιβλία των Προφητών και να τη σχολιάσει, ο Ιησούς σηκώθηκε, πήρε τον κύλινδρο από πάπυρο που περιείχε το κείμενο του προφήτη Ησαΐα, τον ξετύλιξε και διάβασε όρθιος τα δύο πρώτα εδάφια από το κεφάλαιο 61:
Το Πνεύμα με κατέχει του Κυρίου,
μ’ αυτό με έχρισε·
μ’ έστειλε μήνυμα χαρμόσυνο να φέρω στους φτωχούς,
τους τσακισμένους ψυχικά να θεραπεύσω·
στους αιχμαλώτους να αναγγείλω ότι θα λευτερωθούν,
και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους,
τους καταπιεσμένους ν’ απελευθερώσω,
ν’ αναγγείλω του καιρού τον ερχομό, που χάρη ο Κύριος δίνει.
Έπειτα έδωσε στον χαζζάν (τον υπηρέτη που μεταξύ άλλων καθηκόντων είχε και την ευθύνη των βιβλίων της συναγωγής) το βιβλίο και κάθισε για να κάνει ένα μιδράς (σύντομο ερμηνευτικό σχόλιο). Ήδη η φήμη του Ιησού ως δασκάλου και θεραπευτή είχε προηγηθεί του ερχομού του στην Ναζαρέτ, και έτσι όλων τα μάτια ήταν προσηλωμένα πάνω του, περιμένοντας με αγωνία να ακούσουν τα λόγια του. Αυτό όμως που είπε ο Ιησούς τους άφησε κατάπληκτους, καθώς ξεπερνούσε κάθε προσδοκία∙ χωρίς καθόλου περιστροφές ο Ιησούς δηλώνει ότι:
Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε.
Αυτό που στην πραγματικότητα λέει ο Ιησούς με το σύντομο κήρυγμά του στους έκπληκτους συγχωριανούς του είναι ότι αυτός που όλοι γνώριζαν ως γιο του ξυλουργού είναι ο μεσσίας, ο χρισμένος, δηλαδή, από τον Θεό απεσταλμένος του που ανέμεναν γενιές και γενιές για να λυτρώσει τους Ισραηλίτες από όλα τους τα δεινά. Εύκολα μπορεί κανείς, μετά από μια τέτοια δήλωση, να κατανοήσει την αντίδραση των κατοίκων της Ναζαρέτ.
Το κήρυγμα του Ιησού στη συναγωγή του χωριού του περιγράφεται και από τους άλλους δύο συνοπτικούς ευαγγελιστές αλλά με κάποιες διαφορές. Δεν θεωρείται αφετηριακό σημείο της δράσης του Ιησού (στο Ματ 13:54-58 τίθεται μετά τις παραβολές για τη “βασιλεία των ουρανών” και στο Μαρ 6:1-6 μετά το θαύμα της ανάστασης της κόρης του Ιαείρου) ούτε γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο του κηρύγματός του, ούτε και στην απόπειρα των συγχωριανών του να οδηγήσουν τον Ιησού στην άκρη ενός γκρεμού και να τον δολοφονήσουν (Λου 4:28-29).
Για να ερμηνεύσει κανείς αυτή τη διαφορετική θεώρηση των γεγονότων από τους τρεις ευαγγελιστές, πρέπει να λάβει υπόψη του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Πρόκειται για ένα ευαγγέλιο που δεν απευθύνεται όπως τα άλλα δύο σε ισραηλίτες που έγιναν χριστιανοί αλλά σε πρώην ειδωλολάτρες. Αυτός είναι και ο λόγος που ο συγγραφέας του αποφεύγει τη χρήση εβραϊκών όρων και λέξεων (τα ελληνικά του Λουκά είναι τα καλύτερα της Καινής Διαθήκης) και δεν δείχνει παρόμοιο με τους άλλους ευαγγελιστές ενδιαφέρον -παρά μόνο σε ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις- να αποδείξει ότι ο Ιησούς είναι ο από τους Ιουδαίους αναμενόμενος μεσσίας. Παρ’ όλα αυτά, το ευαγγέλιο αυτό σηματοδοτεί τόσο την αρχή όσο και το τέλος της δράσης του Ιησού με μια αναφορά στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι, όπως στο πρώτο δημόσιο κήρυγμά του ο Ιησούς χρησιμοποιεί ένα παράθεμα από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, για να περιγράψει το έργο που πρόκειται να επιτελέσει πάνω στη γη, κατά ανάλογο τρόπο και μετά την ανάστασή του, συμπορευόμενος με δύο από τους μαθητές του προς το χωριό Εμμαούς[1],
... αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν στις Γραφές για τον εαυτό του.
Ενώ, λοιπόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αποδείξει στους αναγνώστες του ότι ο Ιησούς είναι ο σύμφωνα με τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης αναμενόμενος μεσσίας, δείχνει ξεχωριστό ζήλο να τους πείσει ότι τα κείμενα αυτά μιλούν για τον Χριστό. Έτσι, αντί για οποιαδήποτε άλλη προγραμματική δήλωση του Ιησού, θεωρεί αρκετό το να παραθέσει ένα κείμενο του προφήτη Ησαΐα, και να παρουσιάσει τον Ιησού απλώς να επιβεβαιώνει ότι το κείμενο αυτό αναφέρεται στον ίδιο, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια τεκμηρίωσης ή οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματολογία. Το ίδιο ακριβώς κάνει και στο τέλος του ευαγγελίου του. Αντί ο Ιησούς να υπενθυμίσει στους δύο μαθητές του που δεν τον αναγνώρισαν τη μεταξύ τους σχέση και τα όσα έζησαν μαζί, τους προτρέπει να τον αναζητήσουν μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και σε άλλη μια περίπτωση ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει ότι όταν κάποιος ρώτησε τον Ιησού για το πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή, εκείνος παρέπεμψε τον συνομιλητή του σε δύο χωρία από τα βιβλία Δευτερονόμιον (6:5) και Λευιτικόν (19:18) αντίστοιχα:
Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου∙ και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου[2].
Ο ζήλος αυτός του ευαγγελιστή Λουκά μπορεί εύκολα να εξηγηθεί, αν ληφθεί υπόψη ότι για περισσότερο από έναν αιώνα χριστιανοί και ισραηλίτες χρησιμοποιούσαν την ίδια ιερή Βίβλο, τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Σε αυτήν τη Βίβλο στηρίχτηκαν οι απόστολοι για να διακηρύξουν στα πέρατα της τότε γνωστής οικουμένης το ευαγγέλιο του Χριστού. Σε αυτά τα κείμενα αναφέρονται οι απόστολοι όταν μιλούν για το πρόσωπο και το έργο του Χριστού «κατὰ τὰς Γραφάς». Ο αληθινός, λοιπόν, Ισραήλ για τον οποίο κάνουν λόγο οι συγκεκριμένες Γραφές, και επομένως και ο κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού προς τον λαό του, δεν είναι οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού αλλά όσοι αναγνωρίζουν μέσα από αυτές τις ίδιες Γραφές τον Ιησού ως Χριστό και Κύριο.
Η ευαγγελική αυτή περικοπή αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα στη σύγχρονη εποχή, καθώς σήμερα εμφανίζονται πολλοί, ακόμη και χριστιανοί, που επιχειρούν να παρουσιάσουν τον Θεό που αποκαλύπτεται μέσα από την Παλαιά Διαθήκη στους ανθρώπους εντελώς διαφορετικό από εκείνον που κηρύττει ο Ιησούς Χριστός στην Καινή Διαθήκη. Μια τέτοια διάκριση όμως δεν κλονίζει απλώς τη βασική αρχή που διαφοροποιεί τη χριστιανική πίστη από όλες τις θρησκείες, το ότι δηλαδή ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, αλλά οδηγεί και σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα του Ιησού Χριστού. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, αν επιχειρήσει να αφαιρέσει από την Καινή Διαθήκη τα χωρία εκείνα που αναφέρονται στην Παλαιά (στις περισσότερες εκδόσεις της Κ.Δ. τα συγκεκριμένα χωρία επισημαίνονται με διαφορετικά γράμματα). Θα διαπιστώσει τότε ότι δεν απομένει από το πρόσωπο του Χριστού παρά μόνον η εικόνα ενός περιπλανώμενου θαυματοποιού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός δασκάλου φιλοσοφικών αληθειών, ο οποίος κατορθώνει πάντοτε να ανατρέπει με ετοιμότητα τα επίσης φιλοσοφικά επιχειρήματα των συνομιλητών του. Αλλά μια τέτοια εικόνα του Ιησού είναι ξένη προς την πίστη της Εκκλησίας γι’ αυτόν.
Στον βαθμό, επομένως, που είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξε χριστιανική Εκκλησία χωρίς Καινή Διαθήκη, ουδέποτε όμως υπήρξε Εκκλησία χωρίς Παλαιά Διαθήκη, η σχέση των δύο Διαθηκών μεταξύ τους είναι άρρηκτη. Άλλωστε, η Καινή Διαθήκη είναι “καινή”, επειδή υπάρχει η Παλαιά Διαθήκη∙ διαφορετικά δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “καινή”, αλλά αν δεν είναι καινή, τότε δεν είναι ούτε “διαθήκη”, επομένως και ο Ιησούς δεν είναι “Χριστός”, άρα και η σωτηρία που επαγγέλλεται καθίσταται άνευ περιεχομένου. Η μελέτη, κατά συνέπεια, της Παλαιάς Διαθήκης δεν συνιστά ένα απλώς συμβατικό, μεταξύ άλλων θρησκευτικών υποχρεώσεων, καθήκον του σύγχρονου χριστιανού, αλλά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για μια ουσιαστική συνάντησή του με τον Χριστό.
[1] Λου 24:13-17
[2] Λου 10:25-27
Η 1η Σεπτεμβρίου χαρακτηρίζεται στην παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας ως «Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου» και σηματοδοτεί την έναρξη του νέου εκκλησιαστικού και λειτουργικού έτους. Ο όρος «ίνδικτος» ή «ινδικτιών» είναι εξελληνισμένος τύπος της λατινικής “indictio” (= διάταγμα) που στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δήλωνε μια φορολογική περίοδο 15 ετών και από τον δ΄ μ.Χ. αιώνα καθιερώθηκε ως μονάδα μέτρησης του χρόνου, για να καταλήξει να δηλώνει την έναρξη του έτους. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας προέρχεται από την περικοπή Λου 4:16-22 που αναφέρεται στην έναρξη της δημόσιας δράσης του Ιησού με το πρώτο κήρυγμά του στη συναγωγή του χωριού του, της Ναζαρέτ.
Αμέσως μετά τη βάπτισή του και την αντιμετώπιση των πειρασμών στην έρημο, ο Ιησούς επιστρέφει στη Γαλιλαία και, αφού περιοδεύει για λίγο στην περιοχή, φτάνει στη Ναζαρέτ. Εκεί επισκέπτεται τη συναγωγή, προκειμένου να συμμετάσχει στην προσευχή του Σαββάτου. Ακολουθώντας το τυπικό των συναγωγών της περιοχής, σύμφωνα με το οποίο, μετά την ανάγνωση του Νόμου, μπορούσε οποιοσδήποτε να διαβάσει κάποια περικοπή από τα βιβλία των Προφητών και να τη σχολιάσει, ο Ιησούς σηκώθηκε, πήρε τον κύλινδρο από πάπυρο που περιείχε το κείμενο του προφήτη Ησαΐα, τον ξετύλιξε και διάβασε όρθιος τα δύο πρώτα εδάφια από το κεφάλαιο 61:
Το Πνεύμα με κατέχει του Κυρίου,
μ’ αυτό με έχρισε·
μ’ έστειλε μήνυμα χαρμόσυνο να φέρω στους φτωχούς,
τους τσακισμένους ψυχικά να θεραπεύσω·
στους αιχμαλώτους να αναγγείλω ότι θα λευτερωθούν,
και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους,
τους καταπιεσμένους ν’ απελευθερώσω,
ν’ αναγγείλω του καιρού τον ερχομό, που χάρη ο Κύριος δίνει.
Έπειτα έδωσε στον χαζζάν (τον υπηρέτη που μεταξύ άλλων καθηκόντων είχε και την ευθύνη των βιβλίων της συναγωγής) το βιβλίο και κάθισε για να κάνει ένα μιδράς (σύντομο ερμηνευτικό σχόλιο). Ήδη η φήμη του Ιησού ως δασκάλου και θεραπευτή είχε προηγηθεί του ερχομού του στην Ναζαρέτ, και έτσι όλων τα μάτια ήταν προσηλωμένα πάνω του, περιμένοντας με αγωνία να ακούσουν τα λόγια του. Αυτό όμως που είπε ο Ιησούς τους άφησε κατάπληκτους, καθώς ξεπερνούσε κάθε προσδοκία∙ χωρίς καθόλου περιστροφές ο Ιησούς δηλώνει ότι:
Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε.
Αυτό που στην πραγματικότητα λέει ο Ιησούς με το σύντομο κήρυγμά του στους έκπληκτους συγχωριανούς του είναι ότι αυτός που όλοι γνώριζαν ως γιο του ξυλουργού είναι ο μεσσίας, ο χρισμένος, δηλαδή, από τον Θεό απεσταλμένος του που ανέμεναν γενιές και γενιές για να λυτρώσει τους Ισραηλίτες από όλα τους τα δεινά. Εύκολα μπορεί κανείς, μετά από μια τέτοια δήλωση, να κατανοήσει την αντίδραση των κατοίκων της Ναζαρέτ.
Το κήρυγμα του Ιησού στη συναγωγή του χωριού του περιγράφεται και από τους άλλους δύο συνοπτικούς ευαγγελιστές αλλά με κάποιες διαφορές. Δεν θεωρείται αφετηριακό σημείο της δράσης του Ιησού (στο Ματ 13:54-58 τίθεται μετά τις παραβολές για τη “βασιλεία των ουρανών” και στο Μαρ 6:1-6 μετά το θαύμα της ανάστασης της κόρης του Ιαείρου) ούτε γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο του κηρύγματός του, ούτε και στην απόπειρα των συγχωριανών του να οδηγήσουν τον Ιησού στην άκρη ενός γκρεμού και να τον δολοφονήσουν (Λου 4:28-29).
Για να ερμηνεύσει κανείς αυτή τη διαφορετική θεώρηση των γεγονότων από τους τρεις ευαγγελιστές, πρέπει να λάβει υπόψη του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Πρόκειται για ένα ευαγγέλιο που δεν απευθύνεται όπως τα άλλα δύο σε ισραηλίτες που έγιναν χριστιανοί αλλά σε πρώην ειδωλολάτρες. Αυτός είναι και ο λόγος που ο συγγραφέας του αποφεύγει τη χρήση εβραϊκών όρων και λέξεων (τα ελληνικά του Λουκά είναι τα καλύτερα της Καινής Διαθήκης) και δεν δείχνει παρόμοιο με τους άλλους ευαγγελιστές ενδιαφέρον -παρά μόνο σε ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις- να αποδείξει ότι ο Ιησούς είναι ο από τους Ιουδαίους αναμενόμενος μεσσίας. Παρ’ όλα αυτά, το ευαγγέλιο αυτό σηματοδοτεί τόσο την αρχή όσο και το τέλος της δράσης του Ιησού με μια αναφορά στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι, όπως στο πρώτο δημόσιο κήρυγμά του ο Ιησούς χρησιμοποιεί ένα παράθεμα από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, για να περιγράψει το έργο που πρόκειται να επιτελέσει πάνω στη γη, κατά ανάλογο τρόπο και μετά την ανάστασή του, συμπορευόμενος με δύο από τους μαθητές του προς το χωριό Εμμαούς[1],
... αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν στις Γραφές για τον εαυτό του.
Ενώ, λοιπόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αποδείξει στους αναγνώστες του ότι ο Ιησούς είναι ο σύμφωνα με τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης αναμενόμενος μεσσίας, δείχνει ξεχωριστό ζήλο να τους πείσει ότι τα κείμενα αυτά μιλούν για τον Χριστό. Έτσι, αντί για οποιαδήποτε άλλη προγραμματική δήλωση του Ιησού, θεωρεί αρκετό το να παραθέσει ένα κείμενο του προφήτη Ησαΐα, και να παρουσιάσει τον Ιησού απλώς να επιβεβαιώνει ότι το κείμενο αυτό αναφέρεται στον ίδιο, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια τεκμηρίωσης ή οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματολογία. Το ίδιο ακριβώς κάνει και στο τέλος του ευαγγελίου του. Αντί ο Ιησούς να υπενθυμίσει στους δύο μαθητές του που δεν τον αναγνώρισαν τη μεταξύ τους σχέση και τα όσα έζησαν μαζί, τους προτρέπει να τον αναζητήσουν μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και σε άλλη μια περίπτωση ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει ότι όταν κάποιος ρώτησε τον Ιησού για το πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή, εκείνος παρέπεμψε τον συνομιλητή του σε δύο χωρία από τα βιβλία Δευτερονόμιον (6:5) και Λευιτικόν (19:18) αντίστοιχα:
Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου∙ και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου[2].
Ο ζήλος αυτός του ευαγγελιστή Λουκά μπορεί εύκολα να εξηγηθεί, αν ληφθεί υπόψη ότι για περισσότερο από έναν αιώνα χριστιανοί και ισραηλίτες χρησιμοποιούσαν την ίδια ιερή Βίβλο, τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Σε αυτήν τη Βίβλο στηρίχτηκαν οι απόστολοι για να διακηρύξουν στα πέρατα της τότε γνωστής οικουμένης το ευαγγέλιο του Χριστού. Σε αυτά τα κείμενα αναφέρονται οι απόστολοι όταν μιλούν για το πρόσωπο και το έργο του Χριστού «κατὰ τὰς Γραφάς». Ο αληθινός, λοιπόν, Ισραήλ για τον οποίο κάνουν λόγο οι συγκεκριμένες Γραφές, και επομένως και ο κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού προς τον λαό του, δεν είναι οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού αλλά όσοι αναγνωρίζουν μέσα από αυτές τις ίδιες Γραφές τον Ιησού ως Χριστό και Κύριο.
Η ευαγγελική αυτή περικοπή αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα στη σύγχρονη εποχή, καθώς σήμερα εμφανίζονται πολλοί, ακόμη και χριστιανοί, που επιχειρούν να παρουσιάσουν τον Θεό που αποκαλύπτεται μέσα από την Παλαιά Διαθήκη στους ανθρώπους εντελώς διαφορετικό από εκείνον που κηρύττει ο Ιησούς Χριστός στην Καινή Διαθήκη. Μια τέτοια διάκριση όμως δεν κλονίζει απλώς τη βασική αρχή που διαφοροποιεί τη χριστιανική πίστη από όλες τις θρησκείες, το ότι δηλαδή ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, αλλά οδηγεί και σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα του Ιησού Χριστού. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, αν επιχειρήσει να αφαιρέσει από την Καινή Διαθήκη τα χωρία εκείνα που αναφέρονται στην Παλαιά (στις περισσότερες εκδόσεις της Κ.Δ. τα συγκεκριμένα χωρία επισημαίνονται με διαφορετικά γράμματα). Θα διαπιστώσει τότε ότι δεν απομένει από το πρόσωπο του Χριστού παρά μόνον η εικόνα ενός περιπλανώμενου θαυματοποιού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός δασκάλου φιλοσοφικών αληθειών, ο οποίος κατορθώνει πάντοτε να ανατρέπει με ετοιμότητα τα επίσης φιλοσοφικά επιχειρήματα των συνομιλητών του. Αλλά μια τέτοια εικόνα του Ιησού είναι ξένη προς την πίστη της Εκκλησίας γι’ αυτόν.
Στον βαθμό, επομένως, που είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξε χριστιανική Εκκλησία χωρίς Καινή Διαθήκη, ουδέποτε όμως υπήρξε Εκκλησία χωρίς Παλαιά Διαθήκη, η σχέση των δύο Διαθηκών μεταξύ τους είναι άρρηκτη. Άλλωστε, η Καινή Διαθήκη είναι “καινή”, επειδή υπάρχει η Παλαιά Διαθήκη∙ διαφορετικά δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “καινή”, αλλά αν δεν είναι καινή, τότε δεν είναι ούτε “διαθήκη”, επομένως και ο Ιησούς δεν είναι “Χριστός”, άρα και η σωτηρία που επαγγέλλεται καθίσταται άνευ περιεχομένου. Η μελέτη, κατά συνέπεια, της Παλαιάς Διαθήκης δεν συνιστά ένα απλώς συμβατικό, μεταξύ άλλων θρησκευτικών υποχρεώσεων, καθήκον του σύγχρονου χριστιανού, αλλά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για μια ουσιαστική συνάντησή του με τον Χριστό.
[1] Λου 24:13-17
[2] Λου 10:25-27
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου