ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ
«εἰ θέλεις τέλειος εἶναι»
Πολλές παρεξηγήσεις μπορεῖ νά δημιουργήσει ἡ περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου, πού διαβάζεται τή σημερινή Κυριακή, καί αὐτό ἄν μονάχα ἐπιχειρήσουμε μιά ἐπιφανειακή προσέγγισή της, καί ἐνδεχομένως νά νομίσουμε, ὅτι ὁ Χριστός διδάσκοντάς την ζητάει ἀπό τόν ἄνθρωπο νά ἀπαρνηθεῖ ὅλα ὅσα εἶναι χρήσιμα στή ζωή του καί νά τόν μεταβάλλει τελικά σ’ ἕνα περιπλανώμενο ὀνειρευτή μιᾶς ἄπιαστης χίμαιρας.
Ἔτσι ὅμως ἔχουν τά πράγματα;
Ὁ νέος πού πλησιάζει τό Χριστό δέν εἶναι τυχαῖος. Φαίνεται ἀπό τά λεγόμενά του, ὅτι εἶχε προσπαθήσει νά βιώσει μέ τάξη καί ἀκρίβεια ὅσα ὁ Μωσαϊκός Νόμος διέτασσε. Στήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ νέου, ὅπως καί σέ κάθε ἀνθρώπινη καρδιά, φώλιαζε ὁ πόθος γιά νά γίνει κληρονόμος τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἐπαινετή ἡ προσπάθειά του, ἡ ὁποία τελικά ἦταν μιά συνεχή προσπάθεια τηρήσεως τῶν κανόνων. Προσπάθεια πού ἀπαιτεῖ μιά πάλη μέ τόν ἑαυτό του. Προχωροῦσε μέ τόν πιό δύσκολο ἀντίπαλο. Προσπάθεια ἐπαινετή καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι προέρχονταν ἀπό ἕνα νέο ἄνθρωπο. Συνήθως τά μεταφυσικά παλαίσματα ἐμεῖς τά μεταθέτουμε στά γηρατειά μας.
Ἐτοῦτος ὁ νέος σκέφτονταν διαφορετικά. Ἐκτελοῦσε τά νομικά προστάγματα. Καί φαίνεται νά ἔνοιωθε τήν ἱκανοποίηση. Ἡ τυποποιημένη θρησκευτικότητα τοῦ Νόμου νά ἄγγιζε τήν καρδιά του. Ὁ καϋμένος ὁ νέος τηροῦσε τήν τυποποιημένη θρησκευτικότητα πού τοῦ δίδασκαν οἱ νομικοί τῆς συναγωγῆς, οἱ ὁποῖοι ἐξαντλοῦσαν τή στήριξη τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας τοῦ πιστοῦ μόνο στήν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Νόμου. Ποτέ δέν ἔκαναν τήν ἐμβάθυνση στήν οὐσία τῶν νομικῶν προσταγμάτων, «τήν κρίσιν καί τόν ἔλεον».
Ὁ νέος ἔνοιωθε αὐτάρκεια καί αὐταρέσκεια. Ὅμως κάτι περισσότερο ἤθελε. Καί πλησιάζοντας τόν Ἰησοῦ τοῦ ἐξομολογεῖται γιά τήν πιστότητα του στίς νομικές ὑποχρεώσεις.
«Τί ἔτι ὑστερῶ;» ἐρωτᾶ. Φαίνεται πώς ἤθελε ἐπιβεβαίωση μιά καί ἐγκλωβισμένος στήν ἀπέραντη καθηκοντολογία, νόμιζε πώς εἶχε ἀγγίξει τήν τελειότητα.
Ὁ διάλογος πού γίνεται μέ τόν Χριστό, εἶναι ἀποκαλυπτικός. Ὁ νέος διδάχθηκε στήν ἐξωτερική τυπικότητα. Ἔτσι τοῦ εἶπαν, αὐτά πίστεψε. Ἄν τηροῦσε τόν κώδικα μιᾶς καλῆς συμπεριφορᾶς, ἕνα savoir vivre, ἐπάξια θά καταλάμβανε μιά θέση κοντά στό Θεό.
Ὅταν ἐρωτᾶται ἀπό τόν Ἰησοῦ γιά τίς ἐντολές, ἡ ἀπάντησή του ἦταν κατηγορηματική, ὅτι μέ πιστότητα καί ἀκρίβεια αὐτές τηρήθηκαν καί τηροῦνται ἀπό τά πρῶτα νεανικά του χρόνια, «πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός του, τί ἔτι ὑστερῶ;».
Ὁ νέος αἰσθάνεται τήν ἀπουσία κάποιου οὐσιαστικότερου, πού μποροῦσε νά προσδιορίσει. Κάπου ὑστερῶ, κάτι μοῦ λείπει, Γιά νά πάρει τήν ἀπάντηση:
«εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ καί δεῦρο ἀκολούθει μοι».
Ὁ νέος πίστεψε πώς ἡ τυπική τήρηση τῶν προσταγμάτων ὁδηγοῦσε στήν τελειότητα. Θά κληρονομοῦσε «τήν ζωήν».
Ὅμως ἡ τελειότητα δέν συμπορεύεται μέ τυπικές ρυθμίσεις. Ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπό τήν ἀποδέσμευση ὅσων νομίζονται καλά καί ὠφέλιμα. Εἶναι πολύ ψηλά ἀπό τήν κάθε συμβατική τυπολογία, πού τελικά εἶναι περιοριστική. Ἡ καρδιά θέλει τό πέταγμα πρός τ’ ψηλότερα, αὐτό τό αἰσθάνεται κάθε ψυχή. Ὅμως προϋποθέτει ἀποδέσμευση ἀπό ὅσα κρατοῦν δέσμια τήν ὕπαρξη στά παρόντα καί ρέοντα.
Ὁ νέος ἦταν πλούσιος, εἶχε ἐπάρκεια ἀγαθῶν. Τά ἀγαθά ὅμως προϋποθέτουν καί φροντίδα γιά τή διατήρησή τους, ἔχουν περισπασμούς πού περιορίζουν.
Ἡ ὑπόδειξη τοῦ Χριστοῦ γιά μοίρασμα καί ἀποδέσμευση ἔκανε τό νέο περίλυπο. Ὁ νέος, ἄν καί ἤθελε τό ἀνώτερο, δέν ρίσκαρε. Ἔφυγε μέν περίλυπος, ἔμεινε δέ ἐπίκηρο, τό πρόσκαιρο. Ἡ τελειότητα εἶναι ἀπολύτη.
Ὁ νέος λυπημένος ἀπομακρύνθηκε. Ὁ νόμος ἦταν μιά χειροπιαστή πραγματικότητα. Τόν ἄγγιζε, κι αὐτός τόν τηροῦσε. Μποροῦσε νά δεῖ, ἀπό ποῦ ἀρχίζει καί ποῦ τελειώνει. Τό ἄλλο, ἡ αἰωνιότητα, πόθος βαθύς, ἀλλά θέλει ρίσκο. Ἡ καρδιά θέλει, μά δύσκολα ξεπερνᾶ τήν πρόκληση τῆς στιγμῆς. Ὁ αἰσθησιασμός εἶναι φρικτά δελεαστικός, πού σέ ἀναγκάζει σέ συμβιβασμούς.
Ὁ νέος φαντάστηκε, πώς τό ἄλλο πού ἤθελε, αὐτό πού περιέγραψε μέσα ἀπό τήν ἐρώτηση τοῦ «τί ἔτι ὑστερῶ;» ἦταν κι αὐτό μιά κωδικοποιημένη συμπεριφορά μέ συναλλαγές, πού κάνουμε μέ τή συνείδησή μας μπροστά σέ μιά ἐπιλογή μας. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἦταν νέος καί ἀρκετά πλούσιος. Πόθησε τήν τελειότητα καί τήν πέτυχε ἀφοῦ πρῶτα ἀποδεσμεύτηκε ἀπό τά πλούτη καί τούς περισπασμούς πού συνεπάγονται ρίχθηκε στό ἄθλημα τῆς τελειότητος.
Ὅταν σέ κάποτε ἔγινε μιά συζήτηση ἀνάμεσα στό Χριστό μέ τούς μαθητές, μέ ἀφορμή τό διαζύγιο, τούς μίλησε γιά ἐκείνους τούς ἀνθρώπους, πού τολμοῦν καί κάνουν τήν ὑπέρβαση τῆς ἀποδεσμεύσεως τῶν ἐγκοσμίων. Ὁ μοναχός γιά παράδειγμα κάνει μιά τέτοια ἐθελούσια ἔξοδο ἀπό τόν κόσμο, ἄν καί ζεῖ στόν κόσμο. Δέν προβαίνει στήν ἀπόρριψή του, κάνει κάτι ἄλλο, τόν προσπερνάει καί τολμᾶ τήν ἀκολουθία Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι μάρτυρες, μποροῦσαν ρίχνοντας λίγο λιβανάκι στό βωμό τοῦ Δία νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τή φρίκη τοῦ μαρτυρίου, ὅμως ἔμειναν στέρεοι στήν πίστη τους καί ἀπέρριπταν διαρρήδην τίς προκλήσεις τῶν προσφορῶν τῶν διωκτῶν τους.
Αὐτά γιά τούς λίγους πού τολμοῦν καί κάνουν τήν ὑπέρβαση αὐτή.
Τί γίνεται ὅμως μέ ὅλους ἐμᾶς τούς ἄλλους; Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναγκαία καί χρειάζεται κι αὐτή τή θυσιαστική της ὀδύνη. Τά ὑλικά ἀγαθά εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσκόλληση ὅμως σ’ αὐτά καί ἡ εἰδωλοποίησή τους ἀποτελοῦν τόν ὕψιστο κίνδυνο γιά τήν εἴσοδο «εἰς τήν ζωήν».
Ὁ πόθος τῆς τελειότητος βρίσκεται ριζωμένος στήν ὕπαρξή μας, ἡ ὑπέρβαση τῶν δεσμευτικῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι μιά δυναμική, πού λέγεται θέλω. Ἡ σωστή τοποθέτηση στά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνεται μέ βαθειά συναίσθηση τῆς διαχειρήσεώς τους μέσα ἀπό τήν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ὅταν γίνονται εἴδωλα, τότε ἀρκούμαστε σέ μιά τυπικότητα ἐφησυχαστικῆς πορείας, πού ναί μέν δέν ἱκανοποιεῖ τό βάθος τοῦ εἶναι μας, μᾶς κάνει ὅμως νά νομίζουμε, πώς τἄχουμε καλά μέ τό Θεό μέσα ἀπό τήν τήρηση τῶν θρησκευτικῶς ἀναγκαίων. Ἐνῶ στήν κρίσιμη στιγμή τῆς ἐπιλογῆς φεύγουμε μακρυά «λυπούμενοι!» μακρυά τοῦ Χριστοῦ.
(+ π.Κ.Φ.)
«εἰ θέλεις τέλειος εἶναι»
Πολλές παρεξηγήσεις μπορεῖ νά δημιουργήσει ἡ περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου, πού διαβάζεται τή σημερινή Κυριακή, καί αὐτό ἄν μονάχα ἐπιχειρήσουμε μιά ἐπιφανειακή προσέγγισή της, καί ἐνδεχομένως νά νομίσουμε, ὅτι ὁ Χριστός διδάσκοντάς την ζητάει ἀπό τόν ἄνθρωπο νά ἀπαρνηθεῖ ὅλα ὅσα εἶναι χρήσιμα στή ζωή του καί νά τόν μεταβάλλει τελικά σ’ ἕνα περιπλανώμενο ὀνειρευτή μιᾶς ἄπιαστης χίμαιρας.
Ἔτσι ὅμως ἔχουν τά πράγματα;
Ὁ νέος πού πλησιάζει τό Χριστό δέν εἶναι τυχαῖος. Φαίνεται ἀπό τά λεγόμενά του, ὅτι εἶχε προσπαθήσει νά βιώσει μέ τάξη καί ἀκρίβεια ὅσα ὁ Μωσαϊκός Νόμος διέτασσε. Στήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ νέου, ὅπως καί σέ κάθε ἀνθρώπινη καρδιά, φώλιαζε ὁ πόθος γιά νά γίνει κληρονόμος τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἐπαινετή ἡ προσπάθειά του, ἡ ὁποία τελικά ἦταν μιά συνεχή προσπάθεια τηρήσεως τῶν κανόνων. Προσπάθεια πού ἀπαιτεῖ μιά πάλη μέ τόν ἑαυτό του. Προχωροῦσε μέ τόν πιό δύσκολο ἀντίπαλο. Προσπάθεια ἐπαινετή καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι προέρχονταν ἀπό ἕνα νέο ἄνθρωπο. Συνήθως τά μεταφυσικά παλαίσματα ἐμεῖς τά μεταθέτουμε στά γηρατειά μας.
Ἐτοῦτος ὁ νέος σκέφτονταν διαφορετικά. Ἐκτελοῦσε τά νομικά προστάγματα. Καί φαίνεται νά ἔνοιωθε τήν ἱκανοποίηση. Ἡ τυποποιημένη θρησκευτικότητα τοῦ Νόμου νά ἄγγιζε τήν καρδιά του. Ὁ καϋμένος ὁ νέος τηροῦσε τήν τυποποιημένη θρησκευτικότητα πού τοῦ δίδασκαν οἱ νομικοί τῆς συναγωγῆς, οἱ ὁποῖοι ἐξαντλοῦσαν τή στήριξη τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας τοῦ πιστοῦ μόνο στήν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Νόμου. Ποτέ δέν ἔκαναν τήν ἐμβάθυνση στήν οὐσία τῶν νομικῶν προσταγμάτων, «τήν κρίσιν καί τόν ἔλεον».
Ὁ νέος ἔνοιωθε αὐτάρκεια καί αὐταρέσκεια. Ὅμως κάτι περισσότερο ἤθελε. Καί πλησιάζοντας τόν Ἰησοῦ τοῦ ἐξομολογεῖται γιά τήν πιστότητα του στίς νομικές ὑποχρεώσεις.
«Τί ἔτι ὑστερῶ;» ἐρωτᾶ. Φαίνεται πώς ἤθελε ἐπιβεβαίωση μιά καί ἐγκλωβισμένος στήν ἀπέραντη καθηκοντολογία, νόμιζε πώς εἶχε ἀγγίξει τήν τελειότητα.
Ὁ διάλογος πού γίνεται μέ τόν Χριστό, εἶναι ἀποκαλυπτικός. Ὁ νέος διδάχθηκε στήν ἐξωτερική τυπικότητα. Ἔτσι τοῦ εἶπαν, αὐτά πίστεψε. Ἄν τηροῦσε τόν κώδικα μιᾶς καλῆς συμπεριφορᾶς, ἕνα savoir vivre, ἐπάξια θά καταλάμβανε μιά θέση κοντά στό Θεό.
Ὅταν ἐρωτᾶται ἀπό τόν Ἰησοῦ γιά τίς ἐντολές, ἡ ἀπάντησή του ἦταν κατηγορηματική, ὅτι μέ πιστότητα καί ἀκρίβεια αὐτές τηρήθηκαν καί τηροῦνται ἀπό τά πρῶτα νεανικά του χρόνια, «πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός του, τί ἔτι ὑστερῶ;».
Ὁ νέος αἰσθάνεται τήν ἀπουσία κάποιου οὐσιαστικότερου, πού μποροῦσε νά προσδιορίσει. Κάπου ὑστερῶ, κάτι μοῦ λείπει, Γιά νά πάρει τήν ἀπάντηση:
«εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ καί δεῦρο ἀκολούθει μοι».
Ὁ νέος πίστεψε πώς ἡ τυπική τήρηση τῶν προσταγμάτων ὁδηγοῦσε στήν τελειότητα. Θά κληρονομοῦσε «τήν ζωήν».
Ὅμως ἡ τελειότητα δέν συμπορεύεται μέ τυπικές ρυθμίσεις. Ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπό τήν ἀποδέσμευση ὅσων νομίζονται καλά καί ὠφέλιμα. Εἶναι πολύ ψηλά ἀπό τήν κάθε συμβατική τυπολογία, πού τελικά εἶναι περιοριστική. Ἡ καρδιά θέλει τό πέταγμα πρός τ’ ψηλότερα, αὐτό τό αἰσθάνεται κάθε ψυχή. Ὅμως προϋποθέτει ἀποδέσμευση ἀπό ὅσα κρατοῦν δέσμια τήν ὕπαρξη στά παρόντα καί ρέοντα.
Ὁ νέος ἦταν πλούσιος, εἶχε ἐπάρκεια ἀγαθῶν. Τά ἀγαθά ὅμως προϋποθέτουν καί φροντίδα γιά τή διατήρησή τους, ἔχουν περισπασμούς πού περιορίζουν.
Ἡ ὑπόδειξη τοῦ Χριστοῦ γιά μοίρασμα καί ἀποδέσμευση ἔκανε τό νέο περίλυπο. Ὁ νέος, ἄν καί ἤθελε τό ἀνώτερο, δέν ρίσκαρε. Ἔφυγε μέν περίλυπος, ἔμεινε δέ ἐπίκηρο, τό πρόσκαιρο. Ἡ τελειότητα εἶναι ἀπολύτη.
Ὁ νέος λυπημένος ἀπομακρύνθηκε. Ὁ νόμος ἦταν μιά χειροπιαστή πραγματικότητα. Τόν ἄγγιζε, κι αὐτός τόν τηροῦσε. Μποροῦσε νά δεῖ, ἀπό ποῦ ἀρχίζει καί ποῦ τελειώνει. Τό ἄλλο, ἡ αἰωνιότητα, πόθος βαθύς, ἀλλά θέλει ρίσκο. Ἡ καρδιά θέλει, μά δύσκολα ξεπερνᾶ τήν πρόκληση τῆς στιγμῆς. Ὁ αἰσθησιασμός εἶναι φρικτά δελεαστικός, πού σέ ἀναγκάζει σέ συμβιβασμούς.
Ὁ νέος φαντάστηκε, πώς τό ἄλλο πού ἤθελε, αὐτό πού περιέγραψε μέσα ἀπό τήν ἐρώτηση τοῦ «τί ἔτι ὑστερῶ;» ἦταν κι αὐτό μιά κωδικοποιημένη συμπεριφορά μέ συναλλαγές, πού κάνουμε μέ τή συνείδησή μας μπροστά σέ μιά ἐπιλογή μας. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἦταν νέος καί ἀρκετά πλούσιος. Πόθησε τήν τελειότητα καί τήν πέτυχε ἀφοῦ πρῶτα ἀποδεσμεύτηκε ἀπό τά πλούτη καί τούς περισπασμούς πού συνεπάγονται ρίχθηκε στό ἄθλημα τῆς τελειότητος.
Ὅταν σέ κάποτε ἔγινε μιά συζήτηση ἀνάμεσα στό Χριστό μέ τούς μαθητές, μέ ἀφορμή τό διαζύγιο, τούς μίλησε γιά ἐκείνους τούς ἀνθρώπους, πού τολμοῦν καί κάνουν τήν ὑπέρβαση τῆς ἀποδεσμεύσεως τῶν ἐγκοσμίων. Ὁ μοναχός γιά παράδειγμα κάνει μιά τέτοια ἐθελούσια ἔξοδο ἀπό τόν κόσμο, ἄν καί ζεῖ στόν κόσμο. Δέν προβαίνει στήν ἀπόρριψή του, κάνει κάτι ἄλλο, τόν προσπερνάει καί τολμᾶ τήν ἀκολουθία Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι μάρτυρες, μποροῦσαν ρίχνοντας λίγο λιβανάκι στό βωμό τοῦ Δία νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τή φρίκη τοῦ μαρτυρίου, ὅμως ἔμειναν στέρεοι στήν πίστη τους καί ἀπέρριπταν διαρρήδην τίς προκλήσεις τῶν προσφορῶν τῶν διωκτῶν τους.
Αὐτά γιά τούς λίγους πού τολμοῦν καί κάνουν τήν ὑπέρβαση αὐτή.
Τί γίνεται ὅμως μέ ὅλους ἐμᾶς τούς ἄλλους; Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναγκαία καί χρειάζεται κι αὐτή τή θυσιαστική της ὀδύνη. Τά ὑλικά ἀγαθά εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσκόλληση ὅμως σ’ αὐτά καί ἡ εἰδωλοποίησή τους ἀποτελοῦν τόν ὕψιστο κίνδυνο γιά τήν εἴσοδο «εἰς τήν ζωήν».
Ὁ πόθος τῆς τελειότητος βρίσκεται ριζωμένος στήν ὕπαρξή μας, ἡ ὑπέρβαση τῶν δεσμευτικῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι μιά δυναμική, πού λέγεται θέλω. Ἡ σωστή τοποθέτηση στά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνεται μέ βαθειά συναίσθηση τῆς διαχειρήσεώς τους μέσα ἀπό τήν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ὅταν γίνονται εἴδωλα, τότε ἀρκούμαστε σέ μιά τυπικότητα ἐφησυχαστικῆς πορείας, πού ναί μέν δέν ἱκανοποιεῖ τό βάθος τοῦ εἶναι μας, μᾶς κάνει ὅμως νά νομίζουμε, πώς τἄχουμε καλά μέ τό Θεό μέσα ἀπό τήν τήρηση τῶν θρησκευτικῶς ἀναγκαίων. Ἐνῶ στήν κρίσιμη στιγμή τῆς ἐπιλογῆς φεύγουμε μακρυά «λυπούμενοι!» μακρυά τοῦ Χριστοῦ.
(+ π.Κ.Φ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου