ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μθ. 14, 14-22)
Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας, ὁ Θεὸς ποὺ λατρεύουμε καὶ προσκυνοῦμε, εἶναι Θεὸς παντοδύναμος, εἶναι Θεὸς πατέρας καὶ ἐμεῖς λαός του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀπελπιζόμαστε ἢ νὰ ὀλιγοπιστοῦμε. Ὅ,τι καὶ νὰ συμβαίνει καὶ ὅποια κατάσταση συναντήσουμε, ὁ Χριστὸς εἶναι πάντα ἐκεῖ, μᾶς ἁπλώνει τὸ χέρι καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ χαθοῦμε.
Ἡ πρόνοιά του δὲν ἐγκαταλείπει τὸ πλάσμα του, ὄχι μόνο στὰ μεγάλα καὶ σημαντικά, ὅπως τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ στὰ μικρὰ καὶ καθημερινά, αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ ἐπιβίωσή μας. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς φροντίζει καὶ γιὰ τὴν τροφή μας.
Φροντίζει, ὅμως, μὲ ἕνα, τρόπον τινά, ἔμμεσο τρόπο. Μᾶς θέλει δηλαδὴ ζητιάνους, ὄχι βέβαια ὑλικῶν πραγμάτων, ἀλλὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης του, καὶ τότε ἐπεμβαίνει μὲ τὸν τρόπο ποὺ μόνο αὐτὸς ξέρει καὶ μᾶς προσφέρει καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν καθημερινότητά μας˙ μὴν μεριμνᾶτε, μᾶς λέει, μὴν ἀγωνιᾶτε, μὴν ἀγχώνεστε, μὴν ἀναλύεστε σὲ ἕνα ἀδιάκοπο κυνήγι ὑλικῶν πραγμάτων. Προχωρεῖστε ἀπὸ ἄλλο δρόμο, πιὸ ἁπλὸ καὶ πιὸ πνευματικό: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Τά «ταῦτα πάντα» εἶναι αὐτὰ ποὺ χρειαζόμαστε, ὡς ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ ζήσουμε, ἡ τροφὴ καὶ τὰ ὑπόλοιπα τῆς καθημερινότητος.
Αὐτὴ ἡ ὑπερφυὴς πραγματικότητα φάνηκε καὶ ἀποδείχθηκε καὶ στὴν ταπεινὴ καλύβη ἑνὸς ἁγίου γέροντα, ὁ ὁποῖος ἔμενε μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ὄχι πολὺ μακρυὰ ἀπὸ ἕνα χωριό.
Κάποτε, λοιπόν, ἔπεσε στὸν τόπο ἐκεῖνο πεῖνα καὶ ὁ φτωχὸς κόσμος βρέθηκε σὲ μεγάλη ἀνάγκη. Μέσα στὴν ἀπελπισία τους πήγαιναν καὶ κτυποῦσαν τὴν πόρτα τοῦ γέροντα ἀσκητῆ. Ὁ γέροντας ἦταν πολὺ ἐλεήμων καὶ ἔδινε μὲ τὴν καρδία του ἀπ’ ὅ,τι τύχαινε νὰ ἔχει. Ὁ ὑποτακτικός του, ὅμως, ποὺ ἔβλεπε τὸ ψωμί τους νὰ λιγοστεύει, εἶπε μία μέρα στενοχωρημένος στὸν γέροντα:
-Ἀββᾶ, δὲν μοῦ ξεχωρίζεις τὰ ψωμιὰ ποὺ μοῦ ἀναλογοῦν, καὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα μοίραζε ἀπὸ τὰ δικά σου ἐλεημοσύνη; Ἔτσι ὅπως πᾶμε, γρήγορα θὰ πεινάσουμε καὶ οἱ δύο!
Ὁ ἀγαθὸς γέροντας ἄνευ γογγυσμοῦ χώρισε τὰ ψωμιὰ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, καὶ ἐξακολούθησε νὰ δίνει ἀπὸ τὰ δικά του στοὺς φτωχούς. Ὁ Θεός, ὅμως, ποὺ εἶδε τὴν καλή του προαίρεση, τὰ εὐλόγησε, καὶ ὅσο ἐκεῖνος ἔδινε, τόσο αὐτὰ πληθύνονταν. Ὁ ὑποτακτικὸς στὸ μεταξὺ ἔφαγε τὰ δικά του. Ὅταν πιὰ δὲν τοῦ ἔμειναν παρὰ δύο μόνο ψωμιά, πῆγε στὸν γέροντά του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τρῶνε πάλι μαζί. Ἐκεῖνος δέχτηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ αἴτημα τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Τώρα, ὅμως, εἶχαν αὐξηθεῖ καὶ οἱ ζητιάνοι, καὶ ὁ ὑποτακτικὸς ἄρχισε ξανὰ νὰ δυσανασχετεῖ, φοβούμενος ὅτι θὰ πεινάσουν καὶ αὐτοί. Ὅταν κάποτε κτύπησε τὴν πόρτα τους ἕνας φτωχός, ζητῶντας ψωμὶ γιὰ τὴν οἰκογένειά του, ὁ ὑποτακτικὸς κατσούφιασε.
-Δῶσε του ἕνα καρβέλι, πρόσταξε ὁ γέροντας, ποὺ ἔκανε πὼς δὲν εἶδε τὸν μορφασμό του.
-Μοῦ φαίνεται γέροντα πὼς δὲν ἔχουμε πιὰ οὔτε ἐμεῖς νὰ φᾶμε, εἶπε φωναχτὰ ὁ ὑποτακτικός, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει καὶ ὁ φτωχός.
-Πήγαινε καὶ ψᾶξε καλά, πρόσταξε ὁ γέροντας.
Σηκώθηκε ἐκεῖνος ἀπρόθυμα νὰ πάει στὸ κελάρι. Μὰ τρόμαξε ν’ ἀνοίξει τὴν πόρτα. Τὸ βρῆκε γεμάτο ὡς ἐπάνω ἀπὸ καλοψημένα φρέσκα καρβέλια! Τότε ἔτρεξε στὸν γέροντά του καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητῶντας συγχώρεση γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία καὶ τὴ σκληροκαρδία του. Παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος γέροντας, ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς πιστοὺς δούλους του. Ὅπως παλιὰ χόρτασε τοὺς πεντακισχιλίους μὲ θαυματουργὸ τρόπο, ἔτσι καὶ τώρα καὶ πάντα ἐνεργεῖ καὶ μᾶς προσφέρει τὸ ἀρκετό μας, φτάνει ἐμεῖς νὰ μένουμε κοντὰ σὲ αὐτὸν καὶ νὰ ζητοῦμε «πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
(Μθ. 14, 14-22)
Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας, ὁ Θεὸς ποὺ λατρεύουμε καὶ προσκυνοῦμε, εἶναι Θεὸς παντοδύναμος, εἶναι Θεὸς πατέρας καὶ ἐμεῖς λαός του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀπελπιζόμαστε ἢ νὰ ὀλιγοπιστοῦμε. Ὅ,τι καὶ νὰ συμβαίνει καὶ ὅποια κατάσταση συναντήσουμε, ὁ Χριστὸς εἶναι πάντα ἐκεῖ, μᾶς ἁπλώνει τὸ χέρι καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ χαθοῦμε.
Ἡ πρόνοιά του δὲν ἐγκαταλείπει τὸ πλάσμα του, ὄχι μόνο στὰ μεγάλα καὶ σημαντικά, ὅπως τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ στὰ μικρὰ καὶ καθημερινά, αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ ἐπιβίωσή μας. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς φροντίζει καὶ γιὰ τὴν τροφή μας.
Φροντίζει, ὅμως, μὲ ἕνα, τρόπον τινά, ἔμμεσο τρόπο. Μᾶς θέλει δηλαδὴ ζητιάνους, ὄχι βέβαια ὑλικῶν πραγμάτων, ἀλλὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης του, καὶ τότε ἐπεμβαίνει μὲ τὸν τρόπο ποὺ μόνο αὐτὸς ξέρει καὶ μᾶς προσφέρει καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν καθημερινότητά μας˙ μὴν μεριμνᾶτε, μᾶς λέει, μὴν ἀγωνιᾶτε, μὴν ἀγχώνεστε, μὴν ἀναλύεστε σὲ ἕνα ἀδιάκοπο κυνήγι ὑλικῶν πραγμάτων. Προχωρεῖστε ἀπὸ ἄλλο δρόμο, πιὸ ἁπλὸ καὶ πιὸ πνευματικό: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Τά «ταῦτα πάντα» εἶναι αὐτὰ ποὺ χρειαζόμαστε, ὡς ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ ζήσουμε, ἡ τροφὴ καὶ τὰ ὑπόλοιπα τῆς καθημερινότητος.
Αὐτὴ ἡ ὑπερφυὴς πραγματικότητα φάνηκε καὶ ἀποδείχθηκε καὶ στὴν ταπεινὴ καλύβη ἑνὸς ἁγίου γέροντα, ὁ ὁποῖος ἔμενε μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ὄχι πολὺ μακρυὰ ἀπὸ ἕνα χωριό.
Κάποτε, λοιπόν, ἔπεσε στὸν τόπο ἐκεῖνο πεῖνα καὶ ὁ φτωχὸς κόσμος βρέθηκε σὲ μεγάλη ἀνάγκη. Μέσα στὴν ἀπελπισία τους πήγαιναν καὶ κτυποῦσαν τὴν πόρτα τοῦ γέροντα ἀσκητῆ. Ὁ γέροντας ἦταν πολὺ ἐλεήμων καὶ ἔδινε μὲ τὴν καρδία του ἀπ’ ὅ,τι τύχαινε νὰ ἔχει. Ὁ ὑποτακτικός του, ὅμως, ποὺ ἔβλεπε τὸ ψωμί τους νὰ λιγοστεύει, εἶπε μία μέρα στενοχωρημένος στὸν γέροντα:
-Ἀββᾶ, δὲν μοῦ ξεχωρίζεις τὰ ψωμιὰ ποὺ μοῦ ἀναλογοῦν, καὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα μοίραζε ἀπὸ τὰ δικά σου ἐλεημοσύνη; Ἔτσι ὅπως πᾶμε, γρήγορα θὰ πεινάσουμε καὶ οἱ δύο!
Ὁ ἀγαθὸς γέροντας ἄνευ γογγυσμοῦ χώρισε τὰ ψωμιὰ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, καὶ ἐξακολούθησε νὰ δίνει ἀπὸ τὰ δικά του στοὺς φτωχούς. Ὁ Θεός, ὅμως, ποὺ εἶδε τὴν καλή του προαίρεση, τὰ εὐλόγησε, καὶ ὅσο ἐκεῖνος ἔδινε, τόσο αὐτὰ πληθύνονταν. Ὁ ὑποτακτικὸς στὸ μεταξὺ ἔφαγε τὰ δικά του. Ὅταν πιὰ δὲν τοῦ ἔμειναν παρὰ δύο μόνο ψωμιά, πῆγε στὸν γέροντά του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τρῶνε πάλι μαζί. Ἐκεῖνος δέχτηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ αἴτημα τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Τώρα, ὅμως, εἶχαν αὐξηθεῖ καὶ οἱ ζητιάνοι, καὶ ὁ ὑποτακτικὸς ἄρχισε ξανὰ νὰ δυσανασχετεῖ, φοβούμενος ὅτι θὰ πεινάσουν καὶ αὐτοί. Ὅταν κάποτε κτύπησε τὴν πόρτα τους ἕνας φτωχός, ζητῶντας ψωμὶ γιὰ τὴν οἰκογένειά του, ὁ ὑποτακτικὸς κατσούφιασε.
-Δῶσε του ἕνα καρβέλι, πρόσταξε ὁ γέροντας, ποὺ ἔκανε πὼς δὲν εἶδε τὸν μορφασμό του.
-Μοῦ φαίνεται γέροντα πὼς δὲν ἔχουμε πιὰ οὔτε ἐμεῖς νὰ φᾶμε, εἶπε φωναχτὰ ὁ ὑποτακτικός, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει καὶ ὁ φτωχός.
-Πήγαινε καὶ ψᾶξε καλά, πρόσταξε ὁ γέροντας.
Σηκώθηκε ἐκεῖνος ἀπρόθυμα νὰ πάει στὸ κελάρι. Μὰ τρόμαξε ν’ ἀνοίξει τὴν πόρτα. Τὸ βρῆκε γεμάτο ὡς ἐπάνω ἀπὸ καλοψημένα φρέσκα καρβέλια! Τότε ἔτρεξε στὸν γέροντά του καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητῶντας συγχώρεση γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία καὶ τὴ σκληροκαρδία του. Παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος γέροντας, ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς πιστοὺς δούλους του. Ὅπως παλιὰ χόρτασε τοὺς πεντακισχιλίους μὲ θαυματουργὸ τρόπο, ἔτσι καὶ τώρα καὶ πάντα ἐνεργεῖ καὶ μᾶς προσφέρει τὸ ἀρκετό μας, φτάνει ἐμεῖς νὰ μένουμε κοντὰ σὲ αὐτὸν καὶ νὰ ζητοῦμε «πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου