Μεγάλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ! Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου (Λουκ. 1,24-38) Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν. (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Μεγάλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ!
«Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24)
Τίνος εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε τοῦ Δαυΐδ, τοῦ προφήτου καὶ βασιλέως.
Εἶνε ἕνας στίχος τοῦ ἑκατοστοῦ τρίτου (ΡΓ΄) ψαλμοῦ, ὁ ὁποῖος διαβάζεται πάντοτε στὴν ἀρχὴ τοῦ ἑσπερινοῦ. Ὁ Δαυΐδ, ὁ ἐμπνευσμένος προφήτης καὶ ἔνδοξος βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, βλέπει ὅλα ὅσα δημιούργησε ὁ Θεός, τὸ πανόραμα τῆς φύσεως· ἀναπνέει τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν, βλέπει τὰ δέντρα, ἀνεβαίνει στὰ ψηλὰ βουνά, κατεβαίνει στὶς πεδιάδες, βλέπει τὴν πράσινη χλόη καὶ τὰ στάχυα, πλησιάζει στὸ γιαλό, ἀκούει τὸ φλοῖσβο τοῦ κύματος, βλέπει τὴ θάλασσα τὴν ἀπέραντη, πηγαίνει μέσα στὰ δάση κι ἀκούει τὸ γλυκολάλημα τῶν πουλιῶν, ὑψώνει ἀκόμη τὰ μάτια του στὴν ἀσέληνη νύχτα, βλέπει τὰ ἑκατομμύρια ἄστρα, καὶ γεμᾶτος θαυμασμὸ κ᾽ εὐγνωμοσύνη μπροστὰ σ᾽ ὅλα αὐτὰ λέει· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Μὰ γιατί ἀναφέρω σήμερα τὸ ῥητὸ αὐτό; μήπως εἶνε ἑσπερινὸς τὴν ὥρα αὐτή; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ τὸ ῥητὸ αὐτὸ ἁρμόζει κατ᾽ ἐξοχὴν στὴ ση μερινὴ ἡμέρα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς λαμπρότερους ῥήτορες τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζει ἡ Ὀρθοδοξία καὶ τὴν δευτέρα (Β΄) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ ποὺ τὸ ἱερὸ λείψανό του φυλάττει ὡς θησαυρὸ ἡ Θεσσαλονίκη, σὲ μιὰ ὁμιλία του στὴ σημερινὴ ἑορτὴ ἀρχίζει ἔτσι, μὲ τὸ «Ὡς ἐ μεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». Γιατί ἆραγε;
Ἔργο τοῦ Κυρίου εἶνε οἱ οὐρανοί, ἔργο του εἶνε τὰ ἄστρα, ἡ σελήνη, ὁ ἥλιος· ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ γῆ καὶ ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ τὴν κοσμοῦν. Ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶνε τὸ ὑλικὸ σύμπαν, ἔργο του εἶνε καὶ τὸ πνευματικὸ σύμ παν· ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ἔργο του εἶνε οἱ ἄγγελοι, ἔργο του εἶνε ὅλη ἡ κτίσις.
Ἀλλ᾽ ἐὰν ρωτήσετε ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο, τὸ σπουδαιότερο, τὸ πιὸ τρανὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, θὰ σᾶς ἀπαντήσω ὅτι εἶνε τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Ἐὰν σᾶς πῶ ἀμέσως ποιό εἶνε τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε, φοβοῦμαι ὅτι πολλοὶ δὲν θὰ τὸ αἰσθανθοῦν.
Ἡ ἐποχή μας εἶνε πεζή. Δυστυχῶς τὰ μεγάλα καὶ τὰ ὑψηλὰ δὲν μᾶς συγκινοῦν· μᾶς ἐντυπωσιάζουν μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, ὅπως μιὰ νίκη στὸ φου-μπώλ, ἕνα μουσικὸ κομμάτι, μιὰ θεατρικὴ παράστασι, μιὰ ἐπιτυχία στὸ προ-πό, μιὰ διάκρισι τοῦ παιδιοῦ μας, ὅ,τι ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὸ στενὸ οἰ κογενειακὸ κύκλο καὶ τὴν προσωπική μας ὠφέλεια.
Ἄλλοτε, στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, τὸ γένος μας ἑώρταζε τὴν ἑορτὴ αὐτὴ μὲ μεγάλη συγκίνη σι· κατάμεστοι ἦταν οἱ ναοί. Στὸν Εὐαγγελι σμὸ τῆς Θεοτόκου ἔβλεπαν καὶ τὸν εὐαγγελι σμὸ τοῦ δούλου ἔθνους.
Τώρα –μὴ λέμε ψέματα– τὴν ἑορτὴ αὐτὴ δὲν τὴν ἑορτάζουμε μὲ κατάνυξι, μὲ προσευχή, μὲ ἐκκλησιασμό, μὲ θεία κοινωνία. Τὴν ἑορτάζουμε περισσότερο στοὺς δρόμους, στὶς παρελάσεις μὲ τὰ τύμπανα, μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὑπερφυσικὸ δέος.
Δὲ μᾶς συγκινεῖ –μὴ λέ με ψέματα– τὸ μεγάλο γεγονός. Ποῖος δακρύζει ἀκούγον τας σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Πῶς νὰ σᾶς μιλήσω, μὲ ποιά γλῶσσα, μὲ ποιό τρόπο νὰ συγκινήσω τὶς καρδιές σας;
Εἶνε ἕνας στίχος τοῦ ἑκατοστοῦ τρίτου (ΡΓ΄) ψαλμοῦ, ὁ ὁποῖος διαβάζεται πάντοτε στὴν ἀρχὴ τοῦ ἑσπερινοῦ. Ὁ Δαυΐδ, ὁ ἐμπνευσμένος προφήτης καὶ ἔνδοξος βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, βλέπει ὅλα ὅσα δημιούργησε ὁ Θεός, τὸ πανόραμα τῆς φύσεως· ἀναπνέει τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν, βλέπει τὰ δέντρα, ἀνεβαίνει στὰ ψηλὰ βουνά, κατεβαίνει στὶς πεδιάδες, βλέπει τὴν πράσινη χλόη καὶ τὰ στάχυα, πλησιάζει στὸ γιαλό, ἀκούει τὸ φλοῖσβο τοῦ κύματος, βλέπει τὴ θάλασσα τὴν ἀπέραντη, πηγαίνει μέσα στὰ δάση κι ἀκούει τὸ γλυκολάλημα τῶν πουλιῶν, ὑψώνει ἀκόμη τὰ μάτια του στὴν ἀσέληνη νύχτα, βλέπει τὰ ἑκατομμύρια ἄστρα, καὶ γεμᾶτος θαυμασμὸ κ᾽ εὐγνωμοσύνη μπροστὰ σ᾽ ὅλα αὐτὰ λέει· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Μὰ γιατί ἀναφέρω σήμερα τὸ ῥητὸ αὐτό; μήπως εἶνε ἑσπερινὸς τὴν ὥρα αὐτή; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ τὸ ῥητὸ αὐτὸ ἁρμόζει κατ᾽ ἐξοχὴν στὴ ση μερινὴ ἡμέρα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς λαμπρότερους ῥήτορες τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζει ἡ Ὀρθοδοξία καὶ τὴν δευτέρα (Β΄) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ ποὺ τὸ ἱερὸ λείψανό του φυλάττει ὡς θησαυρὸ ἡ Θεσσαλονίκη, σὲ μιὰ ὁμιλία του στὴ σημερινὴ ἑορτὴ ἀρχίζει ἔτσι, μὲ τὸ «Ὡς ἐ μεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». Γιατί ἆραγε;
Ἔργο τοῦ Κυρίου εἶνε οἱ οὐρανοί, ἔργο του εἶνε τὰ ἄστρα, ἡ σελήνη, ὁ ἥλιος· ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ γῆ καὶ ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ τὴν κοσμοῦν. Ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶνε τὸ ὑλικὸ σύμπαν, ἔργο του εἶνε καὶ τὸ πνευματικὸ σύμ παν· ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ἔργο του εἶνε οἱ ἄγγελοι, ἔργο του εἶνε ὅλη ἡ κτίσις.
Ἀλλ᾽ ἐὰν ρωτήσετε ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο, τὸ σπουδαιότερο, τὸ πιὸ τρανὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, θὰ σᾶς ἀπαντήσω ὅτι εἶνε τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Ἐὰν σᾶς πῶ ἀμέσως ποιό εἶνε τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε, φοβοῦμαι ὅτι πολλοὶ δὲν θὰ τὸ αἰσθανθοῦν.
Ἡ ἐποχή μας εἶνε πεζή. Δυστυχῶς τὰ μεγάλα καὶ τὰ ὑψηλὰ δὲν μᾶς συγκινοῦν· μᾶς ἐντυπωσιάζουν μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, ὅπως μιὰ νίκη στὸ φου-μπώλ, ἕνα μουσικὸ κομμάτι, μιὰ θεατρικὴ παράστασι, μιὰ ἐπιτυχία στὸ προ-πό, μιὰ διάκρισι τοῦ παιδιοῦ μας, ὅ,τι ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὸ στενὸ οἰ κογενειακὸ κύκλο καὶ τὴν προσωπική μας ὠφέλεια.
Ἄλλοτε, στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, τὸ γένος μας ἑώρταζε τὴν ἑορτὴ αὐτὴ μὲ μεγάλη συγκίνη σι· κατάμεστοι ἦταν οἱ ναοί. Στὸν Εὐαγγελι σμὸ τῆς Θεοτόκου ἔβλεπαν καὶ τὸν εὐαγγελι σμὸ τοῦ δούλου ἔθνους.
Τώρα –μὴ λέμε ψέματα– τὴν ἑορτὴ αὐτὴ δὲν τὴν ἑορτάζουμε μὲ κατάνυξι, μὲ προσευχή, μὲ ἐκκλησιασμό, μὲ θεία κοινωνία. Τὴν ἑορτάζουμε περισσότερο στοὺς δρόμους, στὶς παρελάσεις μὲ τὰ τύμπανα, μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὑπερφυσικὸ δέος.
Δὲ μᾶς συγκινεῖ –μὴ λέ με ψέματα– τὸ μεγάλο γεγονός. Ποῖος δακρύζει ἀκούγον τας σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Πῶς νὰ σᾶς μιλήσω, μὲ ποιά γλῶσσα, μὲ ποιό τρόπο νὰ συγκινήσω τὶς καρδιές σας;
* * *
Θὰ πάρω μερικὰ παραδείγματα. Ἐὰν σᾶς
πῇ κάποιος ὅτι ἕνα κομμάτι ὕλης ἀποσπάσθηκε ἀπὸ ἕναν ἄλλο πλανήτη κ᾽ ἔπεσε ἐδῶ στὴ
γῆ ὡς μετεωρίτης, ἀσφαλῶς θὰ ἐνδιαφερθῆτε.
Ἐὰν ἀκόμα ἀκουστῇ ―ἀπίθανο κατ᾽ ἐμέ―, ὅ τι
ἕνα ἐξωγήινο πλάσμα ἦρθε ἀπὸ τὸν Ἄρη κάτω
στὴ γῆ, θὰ προκληθῇ παγκοσμίως ζωηρὴ αἴσθησι. Ἀλλ᾽ ὦ ταλαίπωρε ἄνθρωπε! ὄχι ἕνα
κομμάτι ὕλης ὅπως ἐκεῖνα τὰ λίγα κιλὰ ποὺ ἔφεραν ἀπὸ τὴ σελήνη ἀστροναῦτες, ὄχι κάποιο
ἐξωγήινο πλάσμα ἀπὸ κάποιο ἄλλο ἀστέρι,
ἀλλὰ – ποιός; αὐτὸς ὁ Δημιουργὸς τῆς γῆς
καὶ τοῦ σύμπαντος ἦρθε σήμερα ἐδῶ στὴ γῆ!
Εἶνε γεγονός. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι σήμερα ἔχουμε 25 Μαρτίου, τόσο γεγονὸς εἶνε ὅτι ἦρθε Ἐκεῖνος στὴ γῆ, ὅτι συνελήφθη σὰν σήμερα στὴν μήτρα τῆς ἁγίας Παρθένου.
–Μὰ πῶς; ἀκούγεται ἀμέσως ἡ ἀντίρρησι τοῦ ὑλισμοῦ ποὺ ζητάει νὰ λύσῃ μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ τὸ μέγα μυστήριο. Ἐμεῖς γνωρίζουμε, ὅτι ἕνας φυσικὸς νόμος ὑπάρχει· ὅτι τὸ παιδὶ εἶνε ἄνθος ποὺ προέρχεται τὴν ἕνωσι ἀνδρὸς καὶ γυναικός, τῶν δύο γονέων.
Πῶς εἶνε δυνατὸν μιὰ παρθένος νὰ γεννήσῃ; Εἶνε ἀδύνατον, ἀπίστευτο, δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς. Ἀλλὰ προτοῦ ν᾽ ἀπαντήσουμε στὸ «πῶς» αὐτό, ἂς θέσουμε κ᾽ ἐμεῖς στοὺς ἀθέους μερικὰ ἐρωτήματα.
Πῶς ἔγινε τὸ σύμπαν; Πῶς δημιουργήθηκε ἡ ὕλη; Πῶς τὰ ἄστρα, πῶς ὁ ἥλιος, πῶς ἡ σελήνη, πῶς ἡ γῆ; Πῶς ἔγινε ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο ὡς σῶμα, ἀλλὰ προπαντὸς ὡς ψυχή, ὡς πνεῦμα, ὡς σκέψις, ὡς συνείδησις;…
Λῦστε μας λοιπὸν πρῶτα ἐσεῖς αὐτὰ τὰ προβλήματα τοῦ παρόντος κόσμου, ποὺ εἶνε μπροστά σας, καὶ τότε νὰ ζητήσετε ν᾽ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς στὸ πῶς ἡ Παρθένος ἔτεκεν Υἱόν. Τὴν ἀπορία αὐτὴ τὴν εἶχε καὶ ἡ ἴδια ἡ Παναγία· «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;» ρώτησε. Καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἀπήντησε· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι…» (Λουκ. 1,34-35).
« Δ ύ ν α μ ι ς τ ο ῦ Κ υ ρ ί ο υ » ! αὐτὴ εἶνε ἡ ἀπάντησις. Ἀλλ᾽ ἐάν, ἀγαπητοί μου, δὲν μποροῦμε νὰ εἰσδύσουμε στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, μποροῦμε ὅμως νὰ βεβαιωθοῦμε γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀ πὸ τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἔφερε. Μήπως ἄλλωστε μποροῦμε νὰ λύσουμε τὸ μυστήριο τοῦ φυσικοῦ ἡλίου; Μέχρι σήμερα εἶνε ἄλυτο.
Δεκαπέντε ὑποθέσεις ὑπάρχουν· τελευταία θεωρία εἶνε, ὅτι στὸν ἥλιο γίνονται πυρηνικὲς ἐκρήξεις, ἀλλὰ κι αὐτὴ ἔχει ἀντιρρήσεις. Ἐὰν λοιπὸν δὲν μποροῦμε ν᾽ ἀπαντήσουμε στὸ τί εἶνε ἥλιος, πῶς ἔγινε, πῶς λειτουργεῖ τόσους αἰῶνες, ἔχεις τὴν ἀπαίτησι ἐσὺ νὰ λύσῃς τὸ μυστήριο τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ποὺ λέγεται Ἰησοῦς Χριστός;
Ὅπως ὅμως στὸν φυσικὸ ἥλιο, μολονότι δὲν λύνουμε τὰ μυστήριά του, βλέπουμε πάντως τὸ φῶς, τὴ θερμότητα, τὰ εὐεργετικά του ἀποτελέσματα σ᾽ ὅλη τὴν πλάσι, ἔτσι καὶ στὸν Ἥλιο - Χριστό.
Ἐὰν δὲν μποροῦμε νὰ εἰσδύσουμε στὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, μποροῦ με ὅμως νὰ διαπιστώσουμε καὶ νὰ ἐκτιμήσουμε τ᾽ ἀποτελέσματα τοῦ σημερινοῦ ὑψίστου γεγονότος.
Ποιά ἀποτελέσματα; Πέρασαν δυὸ χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἐκόμισε τὸ «χαῖρε» στὴν φτωχὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, ἀπὸ τότε ποὺ τὸ Θεῖο Βρέφος σαρκώθηκε ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ σκίρτησε στὴν ἄχραντη μήτρα της.
Στὸ διάστημα αὐτὸ –διαβάστε τὴν ἱστορία– θρόνοι βασιλέων κατέπεσαν, αὐτοκρατορίες διαλύθηκαν, ὁ πολιτικὸς χάρτης τῆς Εὐρώπης ἄλλαξε ἑκατὸ φορές. Καὶ ὅμως ἡ προφητεία ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος στὴν Παναγία πραγματοποιεῖται. Τί τῆς εἶπε· Τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσῃς «υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται», καὶ ὁ Κύριος θὰ δώσῃ σ᾽ αὐτὸν τὸν θρόνο τοῦ Δαυῒδ καὶ «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,32-33. Σύμβ. Πίστ. 7).
Καὶ ὄντως ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει τέλος. Ἑλᾶτε τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ θὰ δῆτε τί λαὸς (μικροὶ - μεγάλοι, ἄντρες - γυναῖκες, ἐπιστήμονες - ἀγράμματοι) ἔρχονται στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ μὲ ῥῖγος τοῦ λένε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἡ προφητεία ἐκπληρώνεται. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ γεγονὸς μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ πίστι μας εἶνε θεία καὶ ἀληθινή. Μέχρι σήμερα ὁ Βασιλεύς μας ζῇ, δὲν πέθανε· ζῇ καὶ βασιλεύει.
Εἶνε γεγονός. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι σήμερα ἔχουμε 25 Μαρτίου, τόσο γεγονὸς εἶνε ὅτι ἦρθε Ἐκεῖνος στὴ γῆ, ὅτι συνελήφθη σὰν σήμερα στὴν μήτρα τῆς ἁγίας Παρθένου.
–Μὰ πῶς; ἀκούγεται ἀμέσως ἡ ἀντίρρησι τοῦ ὑλισμοῦ ποὺ ζητάει νὰ λύσῃ μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ τὸ μέγα μυστήριο. Ἐμεῖς γνωρίζουμε, ὅτι ἕνας φυσικὸς νόμος ὑπάρχει· ὅτι τὸ παιδὶ εἶνε ἄνθος ποὺ προέρχεται τὴν ἕνωσι ἀνδρὸς καὶ γυναικός, τῶν δύο γονέων.
Πῶς εἶνε δυνατὸν μιὰ παρθένος νὰ γεννήσῃ; Εἶνε ἀδύνατον, ἀπίστευτο, δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς. Ἀλλὰ προτοῦ ν᾽ ἀπαντήσουμε στὸ «πῶς» αὐτό, ἂς θέσουμε κ᾽ ἐμεῖς στοὺς ἀθέους μερικὰ ἐρωτήματα.
Πῶς ἔγινε τὸ σύμπαν; Πῶς δημιουργήθηκε ἡ ὕλη; Πῶς τὰ ἄστρα, πῶς ὁ ἥλιος, πῶς ἡ σελήνη, πῶς ἡ γῆ; Πῶς ἔγινε ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο ὡς σῶμα, ἀλλὰ προπαντὸς ὡς ψυχή, ὡς πνεῦμα, ὡς σκέψις, ὡς συνείδησις;…
Λῦστε μας λοιπὸν πρῶτα ἐσεῖς αὐτὰ τὰ προβλήματα τοῦ παρόντος κόσμου, ποὺ εἶνε μπροστά σας, καὶ τότε νὰ ζητήσετε ν᾽ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς στὸ πῶς ἡ Παρθένος ἔτεκεν Υἱόν. Τὴν ἀπορία αὐτὴ τὴν εἶχε καὶ ἡ ἴδια ἡ Παναγία· «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;» ρώτησε. Καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἀπήντησε· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι…» (Λουκ. 1,34-35).
« Δ ύ ν α μ ι ς τ ο ῦ Κ υ ρ ί ο υ » ! αὐτὴ εἶνε ἡ ἀπάντησις. Ἀλλ᾽ ἐάν, ἀγαπητοί μου, δὲν μποροῦμε νὰ εἰσδύσουμε στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, μποροῦμε ὅμως νὰ βεβαιωθοῦμε γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀ πὸ τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἔφερε. Μήπως ἄλλωστε μποροῦμε νὰ λύσουμε τὸ μυστήριο τοῦ φυσικοῦ ἡλίου; Μέχρι σήμερα εἶνε ἄλυτο.
Δεκαπέντε ὑποθέσεις ὑπάρχουν· τελευταία θεωρία εἶνε, ὅτι στὸν ἥλιο γίνονται πυρηνικὲς ἐκρήξεις, ἀλλὰ κι αὐτὴ ἔχει ἀντιρρήσεις. Ἐὰν λοιπὸν δὲν μποροῦμε ν᾽ ἀπαντήσουμε στὸ τί εἶνε ἥλιος, πῶς ἔγινε, πῶς λειτουργεῖ τόσους αἰῶνες, ἔχεις τὴν ἀπαίτησι ἐσὺ νὰ λύσῃς τὸ μυστήριο τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ποὺ λέγεται Ἰησοῦς Χριστός;
Ὅπως ὅμως στὸν φυσικὸ ἥλιο, μολονότι δὲν λύνουμε τὰ μυστήριά του, βλέπουμε πάντως τὸ φῶς, τὴ θερμότητα, τὰ εὐεργετικά του ἀποτελέσματα σ᾽ ὅλη τὴν πλάσι, ἔτσι καὶ στὸν Ἥλιο - Χριστό.
Ἐὰν δὲν μποροῦμε νὰ εἰσδύσουμε στὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, μποροῦ με ὅμως νὰ διαπιστώσουμε καὶ νὰ ἐκτιμήσουμε τ᾽ ἀποτελέσματα τοῦ σημερινοῦ ὑψίστου γεγονότος.
Ποιά ἀποτελέσματα; Πέρασαν δυὸ χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἐκόμισε τὸ «χαῖρε» στὴν φτωχὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, ἀπὸ τότε ποὺ τὸ Θεῖο Βρέφος σαρκώθηκε ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ σκίρτησε στὴν ἄχραντη μήτρα της.
Στὸ διάστημα αὐτὸ –διαβάστε τὴν ἱστορία– θρόνοι βασιλέων κατέπεσαν, αὐτοκρατορίες διαλύθηκαν, ὁ πολιτικὸς χάρτης τῆς Εὐρώπης ἄλλαξε ἑκατὸ φορές. Καὶ ὅμως ἡ προφητεία ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος στὴν Παναγία πραγματοποιεῖται. Τί τῆς εἶπε· Τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσῃς «υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται», καὶ ὁ Κύριος θὰ δώσῃ σ᾽ αὐτὸν τὸν θρόνο τοῦ Δαυῒδ καὶ «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,32-33. Σύμβ. Πίστ. 7).
Καὶ ὄντως ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει τέλος. Ἑλᾶτε τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ θὰ δῆτε τί λαὸς (μικροὶ - μεγάλοι, ἄντρες - γυναῖκες, ἐπιστήμονες - ἀγράμματοι) ἔρχονται στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ μὲ ῥῖγος τοῦ λένε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἡ προφητεία ἐκπληρώνεται. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ γεγονὸς μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ πίστι μας εἶνε θεία καὶ ἀληθινή. Μέχρι σήμερα ὁ Βασιλεύς μας ζῇ, δὲν πέθανε· ζῇ καὶ βασιλεύει.
* * *
Αὐτὸ τὸ πιστοποιοῦν καὶ τὰ θαύματά του.
Καὶ σήμερα ἔχουμε ἐνώπιόν μας ἕνα μεγάλο
θαῦ μα του. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἡ ἐθνεγερσία μας.
Ἂν βλέπατε ἕνα παιδάκι ν᾽ ἀγκαλιάζῃ ἕνα πλατάνι καὶ νὰ λέῃ «Βλέπετε; θὰ τὸ ξερριζώσω»,
τί θὰ λέγατε; Βρὲ παιδί μου, τρελλάθηκες; εἶνε
δυνατὸν αὐτό; ἑκατὸ ἄντρες δὲ μποροῦν νὰ τὸ
ξερριζώσουν, καὶ θὰ τὸ ξερριζώσῃς ἐσὺ μὲ τὰ
ἁπαλά σου χεράκια;
Ἔ, αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε· ἕνα μικρὸ ἔθνος, μιὰ φούχτα ἀόπλων ἀνθρώπων, κλόνισαν καὶ ξερρίζωσαν ἕνα πλατάνι, τὸ δέντρο τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.
Γι᾽ αὐτὸ ἀκούγεται ὕμνος. Ξέρετε τί τραγουδοῦσαν οἱ ναῦτες μας στὰ καράβια, οἱ ἀρματολοὶ καὶ κλέφτες στὰ ψηλὰ βουνά, οἱ γυναῖκες στὴν Καλαμάτα, ὁ Κολοκοτρώνης στὶς μάχες; Ὁ Ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ εἶνε μεταγενέστερο ποίημα. Ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τῆς Ἑλλάδος τότε ἦταν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια».
Ὁ Μιαούλης ἔλεγε «Δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν» (Ψαλμ. 117,15). Κι ὁ Κανάρης φώναζε «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;»(Ψαλμ. 76,14).
Αὐτὸ εἶνε τὸ γένος μας. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ δὲν ἑορτάζεται στοὺς δρόμους· ἑορτάζεται στοὺς ναοὺς μὲ προσευχὴ καὶ κατάνυξι, ὥστε συνεχίζοντας τὴν παράδοσι τοῦ γένους μας νὰ λέμε κ᾽ ἐμεῖς· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Πέμπτη 25-3-1971 μὲ ἄλλο τίτλο.
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 24-2-2012.
Ἔ, αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε· ἕνα μικρὸ ἔθνος, μιὰ φούχτα ἀόπλων ἀνθρώπων, κλόνισαν καὶ ξερρίζωσαν ἕνα πλατάνι, τὸ δέντρο τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.
Γι᾽ αὐτὸ ἀκούγεται ὕμνος. Ξέρετε τί τραγουδοῦσαν οἱ ναῦτες μας στὰ καράβια, οἱ ἀρματολοὶ καὶ κλέφτες στὰ ψηλὰ βουνά, οἱ γυναῖκες στὴν Καλαμάτα, ὁ Κολοκοτρώνης στὶς μάχες; Ὁ Ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ εἶνε μεταγενέστερο ποίημα. Ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τῆς Ἑλλάδος τότε ἦταν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια».
Ὁ Μιαούλης ἔλεγε «Δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν» (Ψαλμ. 117,15). Κι ὁ Κανάρης φώναζε «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;»(Ψαλμ. 76,14).
Αὐτὸ εἶνε τὸ γένος μας. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ δὲν ἑορτάζεται στοὺς δρόμους· ἑορτάζεται στοὺς ναοὺς μὲ προσευχὴ καὶ κατάνυξι, ὥστε συνεχίζοντας τὴν παράδοσι τοῦ γένους μας νὰ λέμε κ᾽ ἐμεῖς· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Πέμπτη 25-3-1971 μὲ ἄλλο τίτλο.
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 24-2-2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου