Η αξία τών χαιρετισμών
Β' Χαιρετισμοί, 2008
Μαρτυρία κυρίας Άννας Καραΐσκου Στίκα από τη Βέροια.
«Είμαι τριάντα χρόνια παντρεμένη και έζησα εικοσιέξι χρόνια με την πεθερά μου στο ίδιο σπίτι. Πέρασα πολύ δύσκολα γιατί τα τελευταία πέντε έτη ήταν κατάκοιτη. Ήμουν και εργαζομένη. Και όταν γύριζα στο σπίτι έβρισκα την πεθερά μου λερωμένη, και το σπίτι άνω κάτω που βρωμούσε.
Το πρώτο καιρό που μύριζε το σπίτι δεν ήθελα να έρχεται κανείς σ’ αυτό. Απ’ τη στιγμή που με την βοήθεια του πνευματικού μου, δεν το έβλεπε σαν αγγαρεία αλλά σαν ευλογία, έπαψε να μου μυρίζει το σπίτι. Έβαζα με τον λογισμόν μου, ότι υπηρετώ τον ίδιο τον Χριστό. Μια φορά που είχα λογισμούς και γόγγυσα τότε αισθάνθηκα και πάλι την ίδια δυσωδία και βρώμα.
Ένα βράδυ ήμουν μόνη μου στο σπίτι και η πεθερά στο δωμάτιό της, κατάκοιτη. Πήγα να δω τι κάνει και βλέπω να έχει λερώσει τα πάντα, σεντόνια, κουρτίνες, χαλιά. Ενώ κανονικά έπρεπε να βρωμάνε, ένοιωσα μια ευωδία που δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ, και μια γαλήνη μέσα μου για αρκετή ώρα μέχρι που καθάρισα την πεθερά μου.
Απ’ την ημέρα που ένοιωσα την ευωδία μέχρι που εκοιμήθη, κάθε φορά που έπρεπε να την καθαρίσω και να της κάνω μπάνιο, ένοιωθα μέσα μου μια γαλήνη, μια ηρεμία και δεν μου μύριζε απολύτως τίποτα».
Σας διάβασα αυτήν την μαρτυρία την οποία βρήκα σε ένα βιβλίο γραμμένη, αλλά ενθυμήθην εγώ, πολλές τέτοιες όμοιες περιπτώσεις, πολλές και αρκετές, στα σαράντα οκτώ, σαράντα εννιά χρόνια που είμαι κληρικός. Ενθυμούμαι μάλιστα τα παλιά εκείνα χρόνια που δεν υπήρχαν τα μέσα και οι ευκολίες και τα χαρτοβάμβακα, πόσο εταλαιπωρούντο ορισμένες νύφες ή και κόρες, και σε μια συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα και μια ανιψιά, οι οποίες για χρόνια πολλά, επεριποιούντο τέτοιου είδους καταστάσεις. Η βρώμα να απλώνεται όχι μόνο μέσα στο σπίτι και να μυρίζουν τα πάντα αλλά και έξω από αυτό. Αλλά όμως, η αυταπάρνησις, η αγάπη…
Και μία εξ αυτών, κατόπιν συμβουλής ενός τότε ιεροδιακόνου, άρχιζε τη νύχτα να διαβάζει γονατιστή δίπλα στο κρεβάτι, στην ώρα που εκείνη εβυθίζετο στον ύπνο και στη νάρκη, λόγω της καταστάσεως που είχε, να διαβάζει τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Και έβλεπε λοιπόν να εξέρχεται τότε μία ευωδία η οποία να καθαρίζει όλο το σπίτι. Ήταν μερικές φορές τόσο δυνατή αυτή, που δεν ήξερε από πού έβγαινε, ώστε την έπνιγε και μερικές φορές αναγκαζόταν να ανοίγει τα παράθυρα, για να μπορεί να αναπνεύσει. Υπήρξαν και μάρτυρες οι οποίοι έλεγαν, περνώντας έξω απ’ το σπίτι, «Να η Δεσποινούλα πάλι θυμιατίζει»! Αλλά δεν θυμιάτιζε η Δεσποινούλα. Εθυσιαζόταν δίπλα σ’ αυτήν την υπέργηρη θεία, την οποία είχαν εγκαταλείψει νύφες και κόρες. Να το πω ξανά; Την είχαν εγκαταλείψει νύφες και κόρες και την επεριποιείτο μέχρι αυτοθυσίας μια ανιψιά. Λοιπόν.. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, της διάβαζε και μια φορά, και δυο φορές, γιατί όταν διαπίστωνε λοιπόν, ότι κατά την διάρκεια που διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, έβγαινε τόση ευωδία, - βέβαια ανταποκρινόταν η Παναγία στη θυσία της, γιατί τι έλεγε; Τώρα περιποιούμαι την Παναγία, αν ήταν αυτή άρρωστη, αφού έχω και το όνομά της, δεν θα έτρεχα εγώ να την περιποιηθώ; Έτρεχε λοιπόν. Και το θαύμα … Βλέποντας ότι πολλές φορές, ότι κατά την διάρκεια των χαιρετισμών, ηπλώνετο τόση χάρις, απ’ την Παναγία σαν αμοιβή για την ολοήμερη θυσία της, και τη νυκτερινή ακόμα, βλέποντας αυτό το πράγμα, επαναλάμβανε τους Χαιρετισμούς, και τους έλεγε και δυο και τρείς και πέντε και δέκα φορές. Μια φορά δεν χόρτασε, και κατάφερε να τους λέει τους Χαιρετισμούς όλη τη νύχτα. Σκεφτείτε δηλαδή αν ήταν πέντε έξι ώρες, θα τους είπε περισσότερο από εικοσιτέσσερεις φορές. Τι ευλογία και τι χάρις.
Μακάρι να μπορούσαν τούτα τα λόγια, σα να πάνε σε όλες τις νύφες, και σε όλες τις κόρες όλης της Ελλάδος, γιατί έχουμε παραπετάξει, παραπετάξει τους γονείς μας… Λοιπόν είναι ένα μικρό μάθημα, για όλους μας, για να δούμε τι αξία έχει η περιποίησις των γερόντων. Και ειδικότερα μάλιστα όταν το κάνουμε αυτό με ολοπρόθυμη και ολοκάρδια ψυχής. Με όλη μας την ψυχή, με όλη μας την καρδιά, με όλη μας την διάθεση. Σαν να υπηρετούμε τον ίδιο το Χριστό, όπως είπε εδώ η κυρία αυτή, και όπως το ομολόγησαν τόσες και τόσες ψυχές οι οποίες έχουν έρθει κάτω από το πετραχήλι. Έχουν πολύ ευλογία. Και ξεπληρώνονται πολλές πολλές αμαρτίες. Πολλές αμαρτίες.
Ενθυμούμαι μία θεία η οποία είχε την καλή διάθεση να πλένει τους κεκοιμημένους και τους νεκρούς, και ακόμα και αυτούς τους ζητιάνους τους εγκαταλελειμμένους σε οποιοδήποτε μέρος της πόλεως, αρκεί να την φώναζαν. Μέσω του συζύγου της, ήξερε ορισμένες φορές, και αντιλαμβανόταν τον θάνατον αυτών των ανθρώπων, τους έπλενε, τους καθάριζε, τους ετοίμαζε, έτοιμοι για να τους κηδέψουν την επομένη μέρα.
Ξέρετε κάποτε μου είπε ένα μυστικό της. – Έχει κοιμηθεί τώρα αυτή. Δεν πρόκειται να μας ακούσει, ούτε και να υπερηφανευτεί γι’ αυτό που θα πούμε. – Μια φορά που προσηύχετο, την ανέβασε ο Θεός στο ταβάνι! Η αμοιβή για τους κεκοιμημένους. Για την περιποίηση αυτή. Η αμοιβή για τους γέροντες και τις γερόντισσες που είναι κατάκοιτες. Αυτό είναι το μάθημα. Διότι όταν τους ξέπλενε, έλεγε τους Χαιρετισμούς.
Να το θυμάστε αυτό. Και υπάρχουν και μερικές ψυχές οι οποίες λένε και ομολογούνε σήμερα, ότι τους Χαιρετισμούς φροντίζουν να τους λένε όλη την ημέρα, όποτε ευκαιρούν και όποτε τους δίνεται αυτή η δυνατότητα, μέσα στην πληθώρα βέβαια των υποχρεώσεων που έχει μια μητέρα μέσα σένα σπίτι και σε μια οικογένεια.
Αυτό είναι το μάθημα που ήθελα να σας δώσω, με το μικρό αυτό κήρυγμα, και με τα δύο τρία αυτά μικρά παραδείγματα.
Είθε όλοι σας ως γυναίκες, κυρίως σε σας απευθύνομαι, και τις μικρές και τις μεγάλες, να της μοιάσετε, και θα έχετε αμοιβή και καλήν απολογία μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού, διότι σύμφωνα με το μ’ αυτό που θα ύστερα οι ψάλτες μας εδώ, θα απαγγείλουν και που το διαβάζετε και σεις στα σπίτια σας, το «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε, αγνή Παρθένε», θα έρθει η Παναγία στην απολογία μας ενώπιον του φοβερού βήματος του Χριστού, και θα σταθεί συνήγορος και θα μας υπερασπιστεί για να κερδίσουμε την αιώνια ζωή. Αυτή την αιώνια ζωή, μέσω της αγάπης μας προς την Υπεραγία Θεοτόκο, που φαίνεται και με την απαγγελία των Χαιρετισμών, είθε να την αξιωθείτε όλοι σας, και μαζί με σας, και μεις,
Αμήν.
Μαρτυρία κυρίας Άννας Καραΐσκου Στίκα από τη Βέροια.
«Είμαι τριάντα χρόνια παντρεμένη και έζησα εικοσιέξι χρόνια με την πεθερά μου στο ίδιο σπίτι. Πέρασα πολύ δύσκολα γιατί τα τελευταία πέντε έτη ήταν κατάκοιτη. Ήμουν και εργαζομένη. Και όταν γύριζα στο σπίτι έβρισκα την πεθερά μου λερωμένη, και το σπίτι άνω κάτω που βρωμούσε.
Το πρώτο καιρό που μύριζε το σπίτι δεν ήθελα να έρχεται κανείς σ’ αυτό. Απ’ τη στιγμή που με την βοήθεια του πνευματικού μου, δεν το έβλεπε σαν αγγαρεία αλλά σαν ευλογία, έπαψε να μου μυρίζει το σπίτι. Έβαζα με τον λογισμόν μου, ότι υπηρετώ τον ίδιο τον Χριστό. Μια φορά που είχα λογισμούς και γόγγυσα τότε αισθάνθηκα και πάλι την ίδια δυσωδία και βρώμα.
Ένα βράδυ ήμουν μόνη μου στο σπίτι και η πεθερά στο δωμάτιό της, κατάκοιτη. Πήγα να δω τι κάνει και βλέπω να έχει λερώσει τα πάντα, σεντόνια, κουρτίνες, χαλιά. Ενώ κανονικά έπρεπε να βρωμάνε, ένοιωσα μια ευωδία που δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ, και μια γαλήνη μέσα μου για αρκετή ώρα μέχρι που καθάρισα την πεθερά μου.
Απ’ την ημέρα που ένοιωσα την ευωδία μέχρι που εκοιμήθη, κάθε φορά που έπρεπε να την καθαρίσω και να της κάνω μπάνιο, ένοιωθα μέσα μου μια γαλήνη, μια ηρεμία και δεν μου μύριζε απολύτως τίποτα».
Σας διάβασα αυτήν την μαρτυρία την οποία βρήκα σε ένα βιβλίο γραμμένη, αλλά ενθυμήθην εγώ, πολλές τέτοιες όμοιες περιπτώσεις, πολλές και αρκετές, στα σαράντα οκτώ, σαράντα εννιά χρόνια που είμαι κληρικός. Ενθυμούμαι μάλιστα τα παλιά εκείνα χρόνια που δεν υπήρχαν τα μέσα και οι ευκολίες και τα χαρτοβάμβακα, πόσο εταλαιπωρούντο ορισμένες νύφες ή και κόρες, και σε μια συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα και μια ανιψιά, οι οποίες για χρόνια πολλά, επεριποιούντο τέτοιου είδους καταστάσεις. Η βρώμα να απλώνεται όχι μόνο μέσα στο σπίτι και να μυρίζουν τα πάντα αλλά και έξω από αυτό. Αλλά όμως, η αυταπάρνησις, η αγάπη…
Και μία εξ αυτών, κατόπιν συμβουλής ενός τότε ιεροδιακόνου, άρχιζε τη νύχτα να διαβάζει γονατιστή δίπλα στο κρεβάτι, στην ώρα που εκείνη εβυθίζετο στον ύπνο και στη νάρκη, λόγω της καταστάσεως που είχε, να διαβάζει τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Και έβλεπε λοιπόν να εξέρχεται τότε μία ευωδία η οποία να καθαρίζει όλο το σπίτι. Ήταν μερικές φορές τόσο δυνατή αυτή, που δεν ήξερε από πού έβγαινε, ώστε την έπνιγε και μερικές φορές αναγκαζόταν να ανοίγει τα παράθυρα, για να μπορεί να αναπνεύσει. Υπήρξαν και μάρτυρες οι οποίοι έλεγαν, περνώντας έξω απ’ το σπίτι, «Να η Δεσποινούλα πάλι θυμιατίζει»! Αλλά δεν θυμιάτιζε η Δεσποινούλα. Εθυσιαζόταν δίπλα σ’ αυτήν την υπέργηρη θεία, την οποία είχαν εγκαταλείψει νύφες και κόρες. Να το πω ξανά; Την είχαν εγκαταλείψει νύφες και κόρες και την επεριποιείτο μέχρι αυτοθυσίας μια ανιψιά. Λοιπόν.. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, της διάβαζε και μια φορά, και δυο φορές, γιατί όταν διαπίστωνε λοιπόν, ότι κατά την διάρκεια που διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, έβγαινε τόση ευωδία, - βέβαια ανταποκρινόταν η Παναγία στη θυσία της, γιατί τι έλεγε; Τώρα περιποιούμαι την Παναγία, αν ήταν αυτή άρρωστη, αφού έχω και το όνομά της, δεν θα έτρεχα εγώ να την περιποιηθώ; Έτρεχε λοιπόν. Και το θαύμα … Βλέποντας ότι πολλές φορές, ότι κατά την διάρκεια των χαιρετισμών, ηπλώνετο τόση χάρις, απ’ την Παναγία σαν αμοιβή για την ολοήμερη θυσία της, και τη νυκτερινή ακόμα, βλέποντας αυτό το πράγμα, επαναλάμβανε τους Χαιρετισμούς, και τους έλεγε και δυο και τρείς και πέντε και δέκα φορές. Μια φορά δεν χόρτασε, και κατάφερε να τους λέει τους Χαιρετισμούς όλη τη νύχτα. Σκεφτείτε δηλαδή αν ήταν πέντε έξι ώρες, θα τους είπε περισσότερο από εικοσιτέσσερεις φορές. Τι ευλογία και τι χάρις.
Μακάρι να μπορούσαν τούτα τα λόγια, σα να πάνε σε όλες τις νύφες, και σε όλες τις κόρες όλης της Ελλάδος, γιατί έχουμε παραπετάξει, παραπετάξει τους γονείς μας… Λοιπόν είναι ένα μικρό μάθημα, για όλους μας, για να δούμε τι αξία έχει η περιποίησις των γερόντων. Και ειδικότερα μάλιστα όταν το κάνουμε αυτό με ολοπρόθυμη και ολοκάρδια ψυχής. Με όλη μας την ψυχή, με όλη μας την καρδιά, με όλη μας την διάθεση. Σαν να υπηρετούμε τον ίδιο το Χριστό, όπως είπε εδώ η κυρία αυτή, και όπως το ομολόγησαν τόσες και τόσες ψυχές οι οποίες έχουν έρθει κάτω από το πετραχήλι. Έχουν πολύ ευλογία. Και ξεπληρώνονται πολλές πολλές αμαρτίες. Πολλές αμαρτίες.
Ενθυμούμαι μία θεία η οποία είχε την καλή διάθεση να πλένει τους κεκοιμημένους και τους νεκρούς, και ακόμα και αυτούς τους ζητιάνους τους εγκαταλελειμμένους σε οποιοδήποτε μέρος της πόλεως, αρκεί να την φώναζαν. Μέσω του συζύγου της, ήξερε ορισμένες φορές, και αντιλαμβανόταν τον θάνατον αυτών των ανθρώπων, τους έπλενε, τους καθάριζε, τους ετοίμαζε, έτοιμοι για να τους κηδέψουν την επομένη μέρα.
Ξέρετε κάποτε μου είπε ένα μυστικό της. – Έχει κοιμηθεί τώρα αυτή. Δεν πρόκειται να μας ακούσει, ούτε και να υπερηφανευτεί γι’ αυτό που θα πούμε. – Μια φορά που προσηύχετο, την ανέβασε ο Θεός στο ταβάνι! Η αμοιβή για τους κεκοιμημένους. Για την περιποίηση αυτή. Η αμοιβή για τους γέροντες και τις γερόντισσες που είναι κατάκοιτες. Αυτό είναι το μάθημα. Διότι όταν τους ξέπλενε, έλεγε τους Χαιρετισμούς.
Να το θυμάστε αυτό. Και υπάρχουν και μερικές ψυχές οι οποίες λένε και ομολογούνε σήμερα, ότι τους Χαιρετισμούς φροντίζουν να τους λένε όλη την ημέρα, όποτε ευκαιρούν και όποτε τους δίνεται αυτή η δυνατότητα, μέσα στην πληθώρα βέβαια των υποχρεώσεων που έχει μια μητέρα μέσα σένα σπίτι και σε μια οικογένεια.
Αυτό είναι το μάθημα που ήθελα να σας δώσω, με το μικρό αυτό κήρυγμα, και με τα δύο τρία αυτά μικρά παραδείγματα.
Είθε όλοι σας ως γυναίκες, κυρίως σε σας απευθύνομαι, και τις μικρές και τις μεγάλες, να της μοιάσετε, και θα έχετε αμοιβή και καλήν απολογία μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού, διότι σύμφωνα με το μ’ αυτό που θα ύστερα οι ψάλτες μας εδώ, θα απαγγείλουν και που το διαβάζετε και σεις στα σπίτια σας, το «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε, αγνή Παρθένε», θα έρθει η Παναγία στην απολογία μας ενώπιον του φοβερού βήματος του Χριστού, και θα σταθεί συνήγορος και θα μας υπερασπιστεί για να κερδίσουμε την αιώνια ζωή. Αυτή την αιώνια ζωή, μέσω της αγάπης μας προς την Υπεραγία Θεοτόκο, που φαίνεται και με την απαγγελία των Χαιρετισμών, είθε να την αξιωθείτε όλοι σας, και μαζί με σας, και μεις,
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου