Τελώνου καὶ Φαρισαίου, ἄνοιγμα τοῦ Κατανυκτικοῦ Τριωδίου
«Στεναγμοὺς προσοίσωμεν, τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.» Κοντάκιον, ἕτερον, Κυριακῆς Τελώνου καὶ Φαρισαίου.
Τὴν Κυριακή, στὴν ὁποία ἀναγιγνώσκεται στὴν Θεία Λειτουργία ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, ξεκινᾶ, ἀνοίγει, τὸ Τριώδιο. Ξεκινᾶ, δηλαδὴ μία μεγάλη χρονική περίοδος ἡ ὁποία ὁλοκληρώνεται τὸ Μεγάλο Σάββατο.
Ὀνομάζεται Τριώδιο ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο Ἐκκλησιαστικὸ – Λειτουργικὸ Βιβλίο, τὸ ὁποῖο περιέχει ὕμνους ποὺ ψέλνονται στὴν περίοδο αὐτὴ καὶ τὸ ὁποῖο ἀντὶ γιὰ ἐννέα ὡδὲς περιέχει μόνο τρεῖς. Ἀνοίγει τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου τὸ Βιβλίο τοῦ Τριωδίου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ψέλνονται χαρακτηριστικοὶ γιὰ τὴν ἡμέρα ὕμνοι, ὅπως τὸ παραπάνω κοντάκιο καὶ ἀνοίγει μαζί του μία περίοδος δέκα ἑβδομάδων. Δέκα ἑβδομάδες οἱ ὁποῖες εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένες μὲ τὴν προετοιμάσία γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῆς μεγίστης ἑορτῆς τῆς Χριστιανοσύνης, τὸ Πάσχα, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ και Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζει τὸ Τριώδιο Κατανυκτικὸ καὶ τὴν περίοδο ποὺ διαρκεῖ Κατανυκτική, ἀπὸ δὲ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς τελοῦνται στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς οἱ Κατανυκτικοὶ Εσπερινοὶ μὲ πρῶτον αὐτὸν τῆς Ἀλληλοσυγχωρήσεως. Τὶ σημαίνει ὅμως Κατανυκτικός, τὶ ἐννοοῦμε μιλώντας γιὰ Κατάνυξη; Ἡ λέξη κατάνυξη εἶναι σύνθετη ἀποτελούμενη ἀπὸ τὴν πρόθεση κατὰ καὶ τὸ παράγωγο οὐσιαστικὸ τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ ρήματος νύσσω, ποὺ σημαίνει ἀκουμπῶ μὲ αἰχμηρὸ ἀντικείμενο, τρυπῶ, κεντῶ, τσιμπῶ.
Προετοιμαζόμενη ἡ Ἐκκλησία νὰ ὑποδεχθεῖ τὸ Θεῖον Πάθος καὶ τὴν ὕψιστη ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, χρησιμοποιεῖ τὸ Τριώδιο καὶ τοὺς ὕμνους ποὺ περιλαμβάνονται σὲ αὐτό, ὡς αἰχμηρὸ ἀντικείμενο, ὡς βέλος, τὸ ὁποῖο στοχεύει, ὄχι ἀπλὰ νὰ ἀκουμπήσει ἀλλά, νὰ τρυπήσει, νὰ κεντήσει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ τὴν ἀνθρώπινη καρδιὰ ὥστε περνῶντας μέσα ἀπὸ αὐτά, χωρὶς νὰ τὰ πληγώσει, νὰ ἀνακινήσει καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν κάθε ἕναν ἄνθρωπο, τὸν κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ὅλους μαζί. Ζητᾶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τήν, Θείας ἔμπνευσης, ἀνθρώπινη σύνθεση καὶ δημιουργία τῶν ὕμνων τοῦ Τριωδίου, νὰ τρυπήσει τὴν ζήλεια μας, τὴν ἀλαζονεία μας, τὴν ὑπερηφάνεια μας, τὸν ἐγωισμό μας, τὴν ἀφιλανθρωπία μας καὶ νὰ μᾶς ἀλλάξει, νὰ μᾶς ἀνυψώσει στὴν ἀληθινὴ διάσταση τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνας καὶ ὁμοίωσης τοῦ Δημιουργοῦ.
Τὴν Κυριακή, λοιπόν, ποὺ ἀνοίγει τὸ Τριώδιο ἐπιλέγει ἡ Ἐκκλησία μας στὴ Θεία Λειτουργία νὰ ἀκοὐγεται μιὰ παραβολή, τὴν ὁποία εἶπε ὁ Κύριός μας μὲ πρωταγωνιστὲς ἕναν Φαρισαῖο καὶ ἕναν Τελώνη, οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν στὸ Ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὥστε νὰ μᾶς δείξει ὄχι ἀπλὰ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ προσευχόμαστε, ἀλλά, καὶ τὸν «δρόμο» τῆς εἰλικρινοῦς καὶ ἀληθινῆς μετάνοιας.
Οἱ Φαρισαῖοι ἦταν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι πρόσεχαν πολὺ τὴν εἰκόνα τους, ἡ ὁποία ἐμφανιζόταν στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Εὐκατάστατοι, τηροῦσαν εὐλαβικά τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ὅμως ἀγνοοῦσαν τὴν οὐσία τοῦ νόμου ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Δὲν ἔπρατταν ἁμαρτίες ὅπως ἡ κλοπή, τὸ ψέμα, ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία. Θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους αὐθεντικοὺς καὶ δίκαιους καὶ δὲν εὕρισκαν λόγο ἤ αἰτία ὥστε νὰ χρειάζονται μετάνοια. Ἀπέφυγαν ἔτσι τὸ κήρυγμα μετανοίας τοῦ Προδρόμου καὶ δὲν γοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς καὶ πῆγε στὸ ἱερὸ νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἀλίμονο! Ἀντὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι μὲ ὅσα τοῦ ἔχει χαρίσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἀναγνωρίσει τὴν εὐεργεσία Του, «εὐχαριστεῖ» τὸν Θεὸ ἰκανοποιῶντας τὸ ἐγώ του, ἐπειδὴ δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἄλλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, οὔτε κἄν σὰν τὸν παρευρισκόμενο «τρισάθλιο» Τελώνη καὶ παραθέτει τὰ προσωπικά του ἐπιτεύγματα γιὰ τὰ ὁποῖα θεωρεῖ καὶ πιστεύει πὼς δὲν χρειάστηκε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὑπερηφάνεια, ἐγωισμός, κρίση και κατάκριση τῶν συνανθρώπων, ἀγνόηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὴν οὐσία ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ χωρὶς Θεὸ εἶναι κενή, ἄδεια ἡ «προσευχή» του, καὶ στὸ κενὸ πέφτει.
Οἱ τελῶνες ἦταν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δὲν νοιάζονταν γιὰ τὴν εἰκόνα τους στοὺς συνανθρώπους. Φοροεισπράκτορες, ἄδικοι καὶ σκληροὶ πολλὲς φορὲς μὲ τοὺς συνανθρώπους τους, ἄρπαγες χωρὶς ἔλεος ποὺ κατασπαταλοῦσαν τὸ βιός τους σὲ ἀκολασίες, πόρνοι, μοιχοί. Ἀγνοοῦσαν τὸν νόμο ἀλλὰ ὡς φαίνεται ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτούς, ἄν ὄχι οἱ περισσότεροι ἤ καὶ ὅλοι, εἶχαν ἰκανοποιητικοὺς λόγους καὶ ἀρκετὲς αἰτίες νὰ ἀναζητήσουν τὴν μετάνοια καὶ νὰ ψάξουν καὶ νὰ βροῦν τὸν Θεό.
Κατέφυγαν στὸ κήρυγμα μετανοίας τοῦ Ἰωάννη καὶ βαπτίστηκαν ἀπὸ τὸν Πρόδρομο τοῦ Χριστοῦ. Γοητεύθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ μετανοημένοι ἐγκατέλειψαν τὸν παλαιό τους ἑαυτὸ καὶ ἀναγεννήθηκαν καὶ ἀναστήθηκαν καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ματθαῖος τελώνης ἦταν καὶ ἐγκατέλειψε τὰ πάντα καὶ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς καὶ μᾶς κληρονόμησε ὡς αὐτόπτης μάρτυρας τὸ Εὐαγγέλιό του, νὰ ἔχουμε ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ αὐτό. Ὁ Ζακχαῖος, τελώνης καὶ αὐτός, ἀμέσως κατέβηκε ἀπὸ τὸ δέντρο καὶ φιλοξένησε τὸν Ἰησοῦ καὶ μοιράστηκε τὰ ὑπάρχοντά του φιλάνθρωπα μὲ τοὺς ὁμοούσιους συνανθρώπους του καὶ δικαίωσε ὅσους εἶχε ἔργῳ καὶ λόγῳ ἀδικήσει.
Τέτοιος εἶναι καὶ ὁ Τελώνης τῆς παραβολῆς. Ἀνέβαινε στὸ ἱερὸ νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἀναλογιζόταν: «Τὶ νὰ σοῦ πῶ Θεέ μου, ἐγώ κλέφτης καὶ ἄρπαγας εἶμαι, ἀπάνθρωπα φέρομαι στοὺς ἀδελφούς μου, πορνεύω, μοιχεύω καὶ κατασπαταλῶ ὅσα ἔχω σὲ ἄχρηστες καὶ ἀκόλαστες διασκεδάσεις. Δὲν βοηθῶ κανέναν καὶ σκέφτομαι μόνο πώς νὰ εὐχαριστήσω τὸν ἑαυτό μου. Θέλω νὰ ἀλλάξω! Μόνος μου δὲν μπορῶ!
Βοήθησέ με! Στόχευσε καὶ κέντησε, μὲ Θεῖο βέλος, τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου καὶ πιάσε μου τὸ χέρι νὰ σηκωθῶ! Νὰ γίνω δικός Σου!» Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις εἰσέρχεται στὸ ἱερό, δὲν κοιτάζει γύρω του νὰ δεῖ ἄν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ κάποιον πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ αὐτόν, θεωρεῖ ἑαυτὸν χειρότερο ὅλων, δὲν ἀναζητᾶ δικαιολογίες γιὰ τὶς πτώσεις του, ἀλλά, μὲ αὐτογνωσία, μετανοημένος, ἀλλαγμένος προσεύχεται μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό:
«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.»
Δὲν χρειάζεται νὰ πεῖ κάτι ἄλλο ἤ κάτι ἀκόμα. Ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ ἀναγνωρίζει τὴν μετάνοια καὶ δέχεται τὸν μετανοημένο καὶ τὸν δικαιώνει καὶ μᾶς καλεῖ καὶ ἐμᾶς νὰ ταπεινωθοῦμε γιὰ νὰ μᾶς ὑψώσει Ἐκεῖνος.
Ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν στὴν ἄκρη τὶς δικαιολογίες, τὴν αὐτοδικαίωση, τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωισμό, τὸ ἴδιον θέλημα. Ἂς τρωθοῦμε ἀπὸ τὸ βέλος τοῦ Κατανυκτικοῦ Τριωδίου καὶ μὲ αὐτογνωσία, ταπεινά, νὰ ἀλλάξουμε, νὰ μετανοήσουμε καὶ ἐλεήμονες νὰ ἀφεθοῦμε στὸ Ἔλεός Του, στὸ Θέλημά Του.
Σήμερα ἀνοίγει τὸ Κατανυκτικότατο Τριώδιο:
«Ὑψηγορίαν φύγωμεν, Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δὲ μάθωμεν, τοῦ Τελώνου ἀρίστην, ἵν' ὑψωθῶμεν βοῶντες, τῷ Θεῷ σὺν ἐκείνῳ· Ἱλάσθητι τοῖς δούλοις σου, ὁ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου, Χριστὲ Σωτήρ, ἑκουσίως, καὶ Σταυρὸν ὑπομείνας, συνήγειρας τὸν κόσμον σου θεϊκῇ δυναστείᾳ.» (Ἑξαποστειλάριον Τριωδίου Κυριακῆς Τελώνου καὶ Φαρισαίου).
π. Ἐφραὶμ Ντέτσικας
Ἐφημέριος ἐνορίας Περιβλέπτου
Πόλεως Ἰωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου