Κυριακή τοῦ ἀσώτου Λουκ. ιε΄ 11-32
Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας
Περὶ τοῦ ἀποδημήσαντος εἰς χώραν μακράν, κεφάλαιον ιε΄
«Εἶπε ὁ Χριστός· Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο γιοὺς κι ὁ πιὸ μικρὸς εἶπε στὸν πατέρα του· Πατέρα, δῶσε μου τὸ μερίδιο ἀπὸ τὴν περιουσία μας. Κι ὁ πατέρας τοὺς μοίρασε τ’ ἀγαθά του. Σὲ λίγες μέρες μάζεψε ὅ,τι τοῦ ἀναλογοῦσε ὁ μικρὸς γιὸς κι ἔφυγε σὲ χώρα μακρυνή. Ἐκεῖ σκόρπισε τὴν περιουσία του σὲ ἀσωτεῖες. Τὰ εἶχε σπαταλήσει ὅλα, ὅταν ἔπεσε μεγάλη πεῖνα σ’ ἐκείνη τή χώρα. Ἔπεσε τότε σὲ στέρηση κι ἔγινε μισθωτὸς ἑνὸς πολίτη τῆς χώρας ἐκείνης, ποὺ τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκη χοίρους. Ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ ἐπιθυμῆ νὰ χορτάσῃ μὲ τὰ χαρούπια ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι καὶ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε».
Καὶ τούτη ἡ παραβολὴ εἶναι ὅμοια μὲ τὶς προηγούμενες. Παρουσιάζει τὸ Θεὸ σὰν ἄνθρωπο, τὸν ἀληθινὰ φιλάνθρωπο καὶ τοὺς δύο γιούς, καθῶς τὶς δύο κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων, τοὺς δίκαιους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς. Κι ὁ μικρὸς εἶπε· δῶσε μου τὸ μερίδιό μου ἀπὸ τὴν περιουσία μας. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀρχικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτὸ κι ὁ μεγάλος δὲν παρεκκλίνει· ὑστερογέννητο κακὸ ἡ ἁμαρτία, γι’ αὐτὸ καὶ παρεκκλίνει ὁ μικρὸς, αὐτὸς, δηλαδὴ ποὺ συναυξήθηκε μὲ τὴν ἁμαρτία ποὺ μπῆκε στὸν κόσμο ἔπειτα. Καὶ μὲ ἄλλο νόημα λέγεται ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος «νεώτερος γιός», σὰν νεωτεριστὴς κι ἀποστάτης στὸ πατρικὸ θέλημα. «Πατέρα, δῶσε μου τὸ μερίδιό μου ἀπὸ τὴν περιουσία μας». Περιουσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ λογικό, μ’ ἐπακολούθημα τὴν αὐτεξούσιοτητα γιατὶ κάθε λογικὸ εἶναι αὐτεξούσιο. Μᾶς παραχωρεῖ ὁ Κύριος τὸ λόγο, γιὰ νὰ τὸν χρησιμοποιοῦμε κατὰ τὸ θέλημά μας, σὰ δικό μας κτῆμα. Καὶ τὸν παραχωρεῖ σ’ ὅλους ἐξ ἴσου, γιατὶ ὅλοι εἴμαστε ἐξ ἴσου λογικοί, ἐξ ἴσου αὐτεξούσιοι. Ἄλλοι ὅμως κάνομε λογικὴ χρήση τῆς τιμητικῆς παραχώρησης κι ἄλλοι ἐξευτελίζομε τὸ θεῖο δῶρο. Κι ὅλα γενικὰ ὅσα μᾶς ἔχει δώσει Θεός, ἄς τὰ θεωρήσωμε περιουσία μας, τὸν οὐρανό, τῆ γῆ, τὴν πλάση ὅλη, τὸ νόμο, τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ ὁ μικρὸς γιὸς ἐνῶ εἶδε τὸν οὐρανό, καὶ τὸν ἐθεοποίησε, τὴ γῆ καὶ τὴν προσκύνησε, δὲ θέλησε νὰ πορευτῆ στὶς γραμμὲς τοῦ νόμου, δολιεύτηκε τοὺς λόγους τῶν προφητῶν. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιὸς τὰ χρησιμοποίησε ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἴδιο μέτρο τοὺς τὰ παραχώρησε καὶ τοὺς ἄφησε νὰ πορευτοῦν κατὰ τὸ θέλημά τους· δὲν ὑποχρεώνει κανένα ποὺ δὲ θέλει νὰ τὸν ὑπηρετῆ. Ἄν ἤθελε νὰ μᾶς ὑποχρεώση, οὔτε λογικοὺς θὰ μᾶς δημιουργοῦσε οὔτε αὐτεξούσιους. Ὅλα αὐτὰ ὁ μικρὸς τὰ σπατάλησε μονοχεριά. Κι ὁ λόγος, ἡ ἀποδημία του στὰ μακρινά. Ὅταν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ θέση τὸν ἑαυτὸ του πέρα ἀπὸ τὸ θεῖο φόβο ἐξαντλεῖ ὅλα τὰ θεία δῶρα. Ὅταν μένωμε κοντὰ στὸ Θεό, τίποτα τέτοιο δὲν κάνομε ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια κατὰ τὸ λόγο «ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἔβλεπα τὸν Κύριο δίπλα μου, στὰ δεξιά μου παντοτινὰ γιὰ νὰ μὴν ταραχτῶ». Ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’ αὐτὸν κι ἀποστρατήσωμε ἀπὸ τὸ θέλημά του, πράττομε καὶ πάσχομε τὰ χειρότερα, πάλι κατὰ τὸ λόγο «ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ σένα θὰ χαθοῦν». «Σκόρπισε» λοιπὸν τὴν περιουσία του κι ἦταν φυσικό. Γιατὶ ἡ ἀρετῆ ἔχει ἕνα ὄνομα κι εἶναι κάτι ἁπλό. Ἡ κακία ὅμως εἶναι ποικίλη καὶ προκαλεῖ πολλὲς πλάνες. Ἡ ἀνδρεία λόγου χάρη ἔχει ἕνα ὄνομα κι ἀναφέρεται στὸ πότε, πῶς καὶ σὲ ποιοὺς πρέπει νὰ λειτουργεῖ τὸ θυμικό μας. Τῆς κακίας, ὅμως εἶναι δύο τά εἴδη, ἡ δειλία καὶ ἡ θρασύτητα. Βλέπεις ὅτι ἡ λέξη διασπᾶται καὶ χάνεται ἡ ἑνότητα τῆς ἀρετῆς; Κι ὅταν ἐξάντλησε τὴν περιουσία του καὶ δὲν περπατοῦσε πιὰ ὁ ἄνθρωπος σύμφωνα μὲ τὸ λόγο, ἐνοοῶ τὶς διατάξεις τοῦ φυσικοῦ νόμου, ἀλλὰ μήτε τὸ γραπτὸ νόμο ἀκολουθοῦσε, μήτε τοὺς προφῆτες ἄκουγε, πέφτει μεγάλη πεῖνα, ὄχι πεῖν τροφῶν ἀλλὰ πεῖνα τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου. Κι ἀρχίζει νὰ στερεῖται, γιατὶ δὲ φοβόταν τὸν Κύριο παρὰ ἦταν μακρυά του -ἐπειδὴ γιὰ ὅσους φοβοῦνται τὸν Κύριο δὲν ὑπάρχει στέρηση. Καὶ πῶς δὲν ὑπάρχει στέρηση γιὰ ὅσους φοβοῦνται; Γιατὶ ὅποιος φοβᾶται τὸν Κύριο θὰ θέση τὴν ἱκανοποίηση του μέσα στὸν κύκλο τῶν ἐντολῶν του. Γι’ αὐτὸ καὶ βασιλεύει στὸ σπίτι του τιμὴ καὶ πλοῦτος καὶ ἀντίθετα, σκορπίζει αὐτὸς καὶ μοιράζει στοὺς φτωχούς· τόσο πολὺ ἀπέχει ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴ στέρηση. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἀποδήμησε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δὲν ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια του τὸ φοβερὸ του πρόσωπο, στερεῖται κατὰ φυσικὸ λόγο, ἀφοῦ καμμιὰ θεϊκὴ καταβολὴ δὲν ἐνεργεῖ μέσα του. Κι ἀφοῦ πῆγε, δηλαδὴ ἀφοῦ προώδεψε καὶ πρόκοψε στὴν κακία, ἔγινε, μισθωτός, σ’ ἕνα πολίτη τῆς χώρας ἐκείνης. Ὁ μισθωτὸς τοῦ Κυρίου γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί του· ὁ μισθωτὸς τῆς πορνικῆς φύσεως τῶν δαιμόνων γίνεται ἕνα σῶμα μ αὐτούς, ὅλος σάρκα, χωρὶς νὰ γίνεται μέσα του καμμιὰ εἰσχώρηση τοῦ πνεύματος, ὅπως στοὺς ἀνθρώπους πρὶν ἀπὸ τὸν κατακλυσμό. Γιατὶ ὅπως νἆναι πολῖτες τῆς χώρας ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶναι οἱ δαίμονες. Κι αὐτὸς, ἀφοῦ πρόκοψε κι ἔγινε δυνατὸς στὴν κακία, βόσκει χοίρους, γίνεται δηλαδὴ καὶ στοὺς ἄλλους δάσκαλος τῆς κακίας καὶ τῶν βρώμικων πράξεων. Γιατὶ ὅλοι ποὺ δοκιμάζουν εὐχαρίστηση μὲ τὴν ἀκαθαρσία τῶν αἰσχρῶν πράξεων καὶ τῶν ὑλικῶν παθῶν εἶναι χοῖροι. Γιατὶ τοῦ χοίρου τὰ μάτια ποτὲ δὲν μποροῦνε νὰ κοιτάξουν πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐπειδὴ ἔχουν μιὰ ἀλλόκοτη διάπλαση. Γι’ αὐτὸ κι οἱ χοιροβοσκοί, ὅταν δὲν μποροῦν νὰ σταματήσουν τὶς κραυγὲς τοῦ χοίρου ποὺ κρατοῦν, τὸν γυρίζουν ἀνάσκελα καὶ τὸν κάνουν ἔτσι νὰ μετριάζη τὶς κραυγὲς του. Γιατὶ αὐτὸς ξαφνιάζεται καὶ σωπαίνει βλέποντας ψηλὰ καὶ πράγματα ποὺ δὲν εἶδε ποτέ. Τέτοια εἶναι τὰ μάτια ὅσων τρέφονται μὲ τὰ αἰσχρὰ, ποτὲ δὲ βλέπουν ψηλά. Χοίρους λοιπὸν βόσκει ὅποιος νικᾶ πολλοὺς στὴν αἰσχρότητα, ὅπως οἱ πορνοβοσκοί, οἱ ἀρχιληστές, οἱ ἀρχιτελῶνες. Ὅλοι αὐτοὶ βόσκουν χοίρους. Κι ἐπιθυμεῖ τοῦτος ὁ ἀξιοθρήνητος νὰ χορτάση ἀπὸ ἁμαρτία καὶ κανένας δὲν τοῦ δίνει τὸ χορτασμό της. Κανένας δὲ χορταίνει τὴν αἰσχρότητα, ὅποιος ἐξοικειώθηκε μαζί της. Μήπως καὶ ἡ ἡδονὴ μένει; Ἤ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὴ νιώθει κανένας περνᾶ κιόλα, καὶ βρίσκεται ὁ ἀξιοθρήνητος μ’ ἄδεια χέρια. Μὲ χαρούπια παρομοιάζεται ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἔχει γλυκύτητα καὶ σκληράδα· ἡ εὐχαρίστησή της προσωρινή, ἐνῶ ἡ τιμωρία της αἰώνια. Κανένας λοιπὸν δὲν δίνει χορτασμὸ ἀπὸ τὶς αἰσχρότητες σ’ ὅποιον ἐντρυφᾶ μέσα σ’ αὐτές. Γιατὶ ποιός θὰ τοῦ δώση τὸν κορεσμὸ καὶ θὰ παύσῃ τὴν πεῖνα του; Ὁ Θεός; Μὰ δὲν εἶναι κοντά, γιατὶ βρίσκεται σὲ μακρινὴ ἀποδημία ἀπὸ τὸ Θεὸ αὐτὸς ποὺ τρώει τὰ χαρούπια. Μήπως οἱ δαίμονες; Πῶς ὅμως, ἀφοῦ αὐτοὶ ἐπιδιώκουν περισσότερο νὰ μὴ γίνη ποτὲ σταμάτημα τῆς κακίας καὶ χορτασμός της;
«Κι ἀφοῦ ἦρθε στὸν ἑαυτὸ του, εἶπε· πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατέρα μου πετοῦνε τὰ τρόφιμά τους κι ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας. Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ του πῶ· Πατέρα, ἁμάρτησα μπροστὰ στὸν οὐρανό καὶ σὲ σένα καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομαστῶ γιό σου. Κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτούς σου. Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν Πατέρα του. Ἦταν ἀκόμα μακριά, ὅταν τὸν εἶδε ὁ πατέρας του. Γέμισε λύπη ἡ ψυχή του καὶ τρέχοντας ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν γέμισε φιλήματα. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ γιός· Πατέρα, ἁμάρτησα μπροστὰ στὸνν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομαστῶ γιός σου». Ἦρθε στὸν ἑαυτό του ὁ ὡς τότε ἄσωτος. Ὥσπου ἔπραττε τὶς αἰσχρότητες ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του, λέγεται ὅτι κατασπατάλησε τὴν περιουσία του, κι εἶναι φυσικό. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ δὲν καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ λόγο ἀλλὰ ζῇ σὰν ἄλογος καὶ γίνεται ὁδηγὸς τῆς ἀλογίας τῶν ἄλλων, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲ μένει πάνω στὴν οὐσία του, τὸ λόγο. Κι ὅταν ἀναλογιστῆ ποιός ἦταν καὶ σὲ ποιά ἀθλιότητα κατάντησε, τότε ἔρχεται στὸν ἑαυτό του μὲ τὸν ἀναλογισμὸ καὶ τὴ μετάνοια ἀπὸ τὴν περιπλάνησή του. Μισθωτοὺς πάλι ἐννοεῖ τοὺς κατηχουμένους ποὺ δὲν ἔφτασαν ἀκόμα νὰ γίνουνε γιοί, ἐπειδὴ ἀκόμα δὲ φωτίστηκαν. Ὅμως οἱ κατηχουμένοι ἔχουν περισσεύματα ἀπὸ λογικὲς τροφές, ἀκούοντας τὰ ἀναγνώσματα καθημερινά. Ἄκουσε τὰ ἐξῆς γιὰ νὰ μάθης τὴ διαφορὰ γιοῦ καὶ μισθωτοῦ. Ἐκείνων ποὺ σώζονται οἱ κατηγορίες εἶναι τρεῖς. Οἱ πρῶτοι ἀσκοῦν τὴν ἀρετή, ἐπειδὴ φοβοῦνται τὴν τιμωρία. Γιὰ τοῦτο κάνει ὑπαινιγμὸ κι ὁ Δαυΐδ λέγοντας· «καθήλωσε μὲ τὸ φόβο σου τὴ σάρκα μου· μὲ παραλύει τῆς τιμωρίας σου ὁ φόβος». Οἱ δεύτεροι φαίνονται ὅτι εἶναι μισθωτοί, ἐπειδὴ τρέχουν νὰ εὐαρεστήσουν τὸ Θεὸ ἀπὸ ἐπιθυμία τῆς ἀμοιβῆς. «Ἐπίεσα τὸν ἑαυτό μου νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά σου γιὰ τὴν αἰώνια ἀνταμοιβὴ μου». Ὅσοι ὅμως εἶναι γιοὶ ἐκτελοῦν τὶς ἐντολὲς του ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καθὼς πάλι ὁ ἴδιος ὁ Δαυΐδ λέει· «Πόσο Κύριε, ἀγάπησα τὸ νόμο σου· ὅλη τὴν ἡμέρα εἶναι τὸ μελέτημά μου». Καὶ πάλι· «Ἅπλωσα τὰ χέρια μου στὶς ἐντολὲς σου, ποὺ τὶς ἀγάπησα, καὶ ὄχι ποὺ τὶς ἐφοβήθηκα». Καὶ πάλι· «Μὲ γεμίζουν ἀπὸ θαυμασμὸ τὰ ἔργα σου, κι ἐπειδὴ εἶναι θαυμαστά, γι’ αὐτὸ τὰ ἐρεύνησε ἡ ψυχή μου». Καὶ δὲν πρέπει νὰ νομίζωμε ὅτι οἱ κατηχούμενοι μόνο λέγονται μισθωτοὶ ἀλλὰ καὶ ὅσοι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι πιὸ δοκιμασμένοι. Ὅταν λοιπὸν κάποιος, ποὺ ἦταν στὴν τάξη τῶν γιῶν κι ἔπειτα ἀποκηρύχτηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, βλέπη ν’ ἀπολαμβάνουν ἄλλοι τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μετέχουν στὰ θεῖα μυστήρια καὶ στὸν θεῖο ἄρτο, τότε εἶναι ἡ ὥρα γι’ αὐτὸν τὸ θλιβερὸν ἐπίλογο. «Πόσοι μισθωτοὶ τοῦ Πατέρα μου ἔχουν περισσεύματα στὰ τρόφιμά τους κι ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας. Ἀλλὰ θὰ σηκωθῶ, ἀπὸ τὴν πτώση δηλαδὴ τῆς ἁμαρτίας, καὶ θὰ πάω στὸν Πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ Πατέρα, ἁμάρτησα μπροστὰ στὸν οὐρανό, ἐπειδὴ τὸν ἐγκατάλειψα καὶ προτίμησα τὴ σιχαμερὴ ἡδονὴ κι ἀπὸ τὴν πατρί΄δα μου τὸν οὐρανὸ πρόκρινα τὴ χώρα τοῦ λιμοῦ. Ἁμαρτάνει ἀπέναντι τοῦ χρυσοῦ κατὰ κάποιο τρόπο ὅποιος προτιμᾶ τὸ μολὺβι κι ἁμαρτάνει στὸν οὐρανό, ὅποιος προτιμήση τὴ γῆ. Ἀστοχεῖ πάντως ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Σημείωσε ὅτι ὅταν ἔκαμε τὴν ἁμαρτία, δὲν ἔνιωθε ὅτι βρισκόταν μπροστὰ στὸ Θεό, ὅταν ὅμως κάνη τὴν ἐξομολόγησή του, αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ἁμαρτήση μπροστά του. Σηκώθηκε κι ἦρθε στὸν Πατέρα του. Δὲν πρέπει μόνο νὰ ἐπιθυμοῦμε, ὅ,τι ἀρέσει στὸ Θεὸ ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ πράττωμε. Καὶ καθὼς εἶδες τὴ θερμὴ μετάνοια, κοίταξε καὶ τὴν εὐσπλχανία τοῦ Πατέρα του. Δὲν περίμενε τὸ γιὸ νὰ ἔρθη κοντά του. Τρέχει καὶ τὸν ἀγκαλιάζει. Ἔχοντας τὸ πατρικὸ φίλτρο, ἄν καὶ Θεός, μὲ ὅλο του τὸ εἶναι, ὁλόκληρο τὸν ἀγκαλιάζει, γιὰ νὰ τὸν σφιχτοπεριπλέξη ἀπὸ παντοῦ μὲ τὸν ἐαυτό του, ὅπως ἔχει λεχθῆ· «Καὶ θὰ σὲ περιντύση, ἡ δόαξα τοῦ Θεοῦ». Καὶ πρῶτα, ὅταν ὁ γιὸς ἀπομακρύνθηκε, ἦταν καιρὸς ν’ ἀπομακρυνθῆ κι ὁ Πατέρας ἀπὸ τὸ σφιχταγκάλιασμα. Ὅταν τὸν πλησίασε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐπιστροφή του, ἦρθε ἡ ὧρα νὰ τὸν ἀγκαλιάση. Πέφτει λοιπὸν στὸν τράχηλό του, δείχνοντας στὸν παλαιὸ ἀποστάτη νὰ γίνη ὑπάκουος. Καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώση τὴ συμφιλίωση τὸν καταφιλεῖ, ἐξαγνιζοντας πρῶτα τὸ στόμα τοῦ ἀκάθαρτου, καθὼς τὸ πρόθυρο τοῦ σπιτιοῦ κι ἔπειτα προχωρεῖ τὸν ἐξαγνισμὸ καὶ στὸν ἐσωτερικό του κόσμο.
Κι εἶπε στοὺς δούλους του ὁ Πατέρας. Φέρετε τὴν πρώτη στολή του καὶ ντύσετέ τον καὶ βάλτε του δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ στὰ πόδια του παπούτσια. Φέρετε καὶ τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτὸ καὶ θυσιάστε τὸ κι ἄς φᾶμε κι ἄς εὐχαριστηθοῦμε, γιατὶ αὐτὸς ὁ γιός μου ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναέζησε καὶ εἶχε χαθῆ καὶ βρέθηκε. Κι ἄρχισαν νὰ διασκεδάζουν». Δούλους μπορεῖς νὰ θεωρήσης ἤ τοὺς ἀγγέλους, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα ποὺ ἀποστέλλονται στὴ διακονία τῆς σωτηρίας τῶν ἄξιων. Γιατὶ αὐτοὶ στολίζουν ὅποιον ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν κακια μὲ τὴν πρώτη στολή, τὴν παλατιά, ποὺ φορούσαμε πρὶν ἁμαρτήσωμε, τὸ ροῦχο τῆς ἀφθαρίας ἤ τὴν πολυτιμότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες, ποὺ εἶναι ἡ στολὴ του βαπτίσματος. Γιατὶ αὐτὴν πρώτη φορῶ κι αὐτῆ μοῦ σκεπάζει τὴν ἀσκήμια μου. Ἤ τοὺς ἀγγέλους λοιπὸν μπορεῖς νὰ θεωρήσης δούλους, ποὺ διακονοῦν σ’ ὅσα ἐμεῖς τελοῦμε καὶ μ’ ὅσα παίρνομε τὸν ἁγιασμό. Μπορεῖς νὰ θεωρήσης καὶ τοὺς ἱερεῖς, ποὺ καὶ μὲ τὸ βάπτισμα καὶ μὲ τὴν διδασκαλία ντύνουν ἐκεῖνον ποὺ ἐπιστρέφει καὶ τὸ Χριστό μᾶς φοροῦν σὰν πρώτη στολὴ - ὅσοι βαφτισήκαμε στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ Χριστὸ ντυθήκαμε. Μᾶς δίνουν ἔπειτα δαχτυλίδι στὸ χέρι, τὴ σφραγίδα τοῦ χριστιανισμοῦ, ποὺ μὲ τὰ ἔργα μας ἐπήραμε, γιατὶ τὸ χέρι εἶναι τῆς πράξης σύμβολο καὶ τῆς σφραγίδας τὸ δαχτυλίδι. Ὅποιος λοιπὸν βαφτίζεται καὶ καθένας ποὺ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν κακία χρεωστεῖ νὰ ἔχη πάνω στὸ χέρι του, δηλαδὴ πρακτικὴ δύναμη τὴ σφραγίδα καὶ τὸ γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ δείχνη ὅτι κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ πλάστη του ἀνανεώθηκε. Μπορεῖς κι ἀλλιῶς νὰ θεωρήσης τὸ δαχτυλίδι, σὰν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει τὰ πιὸ τέλεια ἀγαθά, ὅταν εἶναι ἡ ὧρα τους. Ἀλλὰ τώρα σὰν ἐγγύηση μᾶς δίνει τὰ χαρίσματα ἐκεῖνα, σὰν ἀρραβῶνα τῶν μελλοντικῶν, σὲ ἄλλους θαυματουργικὴ ἱκανότητα, σὲ ἄλλους δύναμη διδασκαλίας, σὲ ἄλλους κάτι ἄλλο κι ἔπειται ἀπ’ αὐτὰ ἐλπίζομε θετικὰ καὶ τὰ πιὸ τέλεια. «’Υποδήματα στὰ πόδια του», γιὰ νὰ προφυλάγωνται ἀπὸ τοὺς σκορπιούς, τὰ ἁμαρτήματα ποὺ θεωροῦσαν μικρὰ καὶ κρυφά, ὅπως εἶπε ὁ Δαυΐδ ἀλλὰ θανατηφόρα και αὐτά. Ἀλλὰ βέβαια κι ἀπὸ τὰ φίδια, τὶς ἁμαρτίες ποὺ πιστεύεται ὅτι βλάπτουν φανερά. Καὶ μὲ ἄλλο νόημα, δίδονται παπούτσια σ’ αὐτὸν ποὺ ἀξιώθηκε τὴν πρώτη στολή, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἑτοιμάζει γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ὠφέλεια τοῦ διπλανοῦ του. Δὲν εἶναι ἄγνωστο ποιό εἶναι τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό, ποὺ θυσιάζεται καὶ τρώγεται. Χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι ὁ ἀληθινὸς γιὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος κι ἔλαβε σάρκα ποὺ εἶναι ἄλογη καὶ κτηνώδης, μόλο ποὺ τὴν ἔχει γεμίσει μὲ τὶς δικές τους ἰδιότητες. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη θεωρεῖται μοσχάρι, ἄπειρος ἀπὸ τὸ ζυγο τῆς ἁμαρτίας καὶ σιτευτό, ἐπειδὴ εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου ὁριστῆ γι’ αὐτὸ τὸ μυστήριο. Καὶ θὰ φανῆ ἴσως ἀκομα πιὸ παράδοξο αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ ἀλλὰ θὰ τὸ πῶ. Ὁ ἄρτος τῆς κονωνίας, ἐπειδὴ κατά τὸ φιανόμενο ἀποτελεῖται ἀπὸ σιτάρι, μπορεῖ νὰ λεχτῆ σιτευτός. Κατ’ ἄλλο νόημά του ὅμως ἐπειδὴ εἶναι σάρκα θὰ μποροῦσε νὰ λεχθῆ μοσχάρι. Ὁπότε μόσχος καὶ σιτευτὸς εἶναι τὸ ἴδιο. Καθένας λοιπὸν ποὺ βαπτίζεται καὶ γίνεται γιὸς τοῦ Θεοῦ ἤ καλύτερα ἀποκαθίσταται στὴ θέση τοῦ γιοῦ καὶ γενικὰ καθένας ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κοινωνεῖ αὐτὸ τὸ σιτευτὸ μοσχάρι καὶ γίνεται αἰτία χαρᾶς καὶ στὸν Πατέρα καὶ στοὺς δούλους του, ἀγγέλους καὶ ἱερεῖς, ἐπειδὴ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀπώλεια βρέθηκε. Ὅσο βρισκόταν μέσα στὴ κακία, ἦταν νεκρός, δὲν ὑπῆρχε γι’ αὐτὸν ἐλπίδα. Ὅσον εἶχε ἀνθρώπινη φύση τὴ μεταβλητή, ποὺ μπορεῖ ἀπὸ τὴν κακία νὰ μεταπέση στὴν ἀρετὴ, λέγεται ὅτι εἶχε χαθῆ. Αὐτὴ εἶναι μετριώτερη ἔκφραση ἀπὸ τὴν πρώτη.
Ὁ μεγάλος γιὸς ἦταν στὸ χωράφι. Στὸ γυρισμὸ καθὼς πλησιάζοντας στὸ σπίτι ἄκουσε τραγούδια καὶ χορούς, κάλεσε κάποιο παιδὶ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες καὶ ρωτοῦσε τί γινόταν. Κι αὐτὸ τοῦ εἶπε ὅτι γύρισε ὁ ἀδελφός σου κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ σιτευτὸ μοσχάρι, ἐπειδὴ τοῦ ἦρθε γερός. Θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῆ. Βγῆκε ὁ Πατέρας καὶ τὸν παρακαλοῦσε κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· Σκέψου πόσα χρόνια σὲ ὑπηρετῶ χωρὶς ποτὲ νὰ παρακούσω τὸ λόγο σου καὶ ποτὲ δὲ μοὔδωσες ἕνα ἐρίφι νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου. Ὅταν ὅμως ἦρθε τοῦτος ἐδῶ ὁ γιὸς του, ποὺ σπατάλησε τὴ περιουσία σου μὲ τὶς πόρνες, τοῦ ἔσφαξαν τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό. Καὶ τοῦ εἶπε· Παιδί μου, σὺ εἶσαι πάντα μαζί μου κι ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου· ἔπρεπε ὅμως νὰ διασκεδάσης καὶ νὰ χαρῆς, γιατὶ ὁ ἀδελφός σου ἦταν νεκρὸς καὶ ξανάζησε κι εἶχε χαθῆ καὶ βρέθηκε». Ἐδῶ εἶναι πολυθρύλητο ζήτημα. Πῶς παρουσιάζεται φθονερὸς ὁ γιὸς ὁ ἐνάρεττος στὰ ἄλλα κι ὑπάκουος στὸν πατέρα του; Τοῦτο θὰ εὕρη τὴ λύση του, ἄν κανένας ἀναλογιστῆ, γιατὶ ἐλέχτηκε ἡ παραβολλή. Χωρὶς ἀμφιβολία, ἐπειδὴ οἱ καθαροὶ κι αὐτοδικαιολόγητοι Φαρισαῖοι διαμαρτύρονται, ποὺ ὁ Χριστὸς δεχόταν τὶς πόρνες καὶ τοὺς τελῶνες. Γι’ αὐτὸ ἡ παραβολὴ αὐτὴ μπῆε στὴ σειρὰ τῶν προηγουμένων της. Λέχτηκε λοιπόν, γιατὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐγόγγυζαν, ἐπειδὴ ἦσαν, ὅπως ἐνόμιζαν, πιὸ δίκαιοι ἀπὸ τοὺς τελῶνες. Πρόσεξε ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ γιοῦ, ποὺ φαίνεται ὅτι γογγύζει, ἀντιπροσωπεύει ὅλους ἐκείνους ποὺ σκανδαλίζονται γιὰ τὴ γενικὴ εὐτυχία καὶ σωτηρία τῶν ἁματωλῶν. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι φθόνος ἀλλὰ ξεχείλισμα τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲ γνωρίζομε τὸ λόγο της καὶ γι’ αὐτὸ γεννᾶ τὸ γογγυσμό. Μήπως κι ὁ Δαυΐδ δὲν παρουσιάζει κάποιον ποὺ σκανδαλίζεται γιὰ τὴν εἰρήνη τῶν ἁμαρτωλῶν; Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἱερεμίας λέει· «Γιατὶ προχωρεῖ ὁ δρόμος τῶν ἀσεβῶν; Σὰ φυτὰ τούς ἐφύτευψες κι ἔκαμαν ρίζες». Αὐτὰ ὅλα εἶναι σημάδια τῆς αδύνατης καὶ φτωχῆς διάνοιας τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἀνάβει κι ἀπορεῖ γιὰ τὴν ἀνάξια τάχα εὐτυχία τῶν πονηρῶν. Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος μιλάει κάπως ἔτσι στοὺς Φαρισαίους. Ἄς εἶναι. Σεῖς εἴστε δίκαιοι κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ γιοῦ ἐκείνου κι ἀρεστοὶ στὸν Πατέρα. Σᾶς παρακαλῶ, ἐσᾶς τοὺς δίκαιους καὶ καθαροὺς, νὰ μὴ γογγύζεται γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ κάνομε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ, γιατὶ κι αὐτὸς εἶναι γιός. Δὲν ἐμφανίζεται λοιπὸν ἐδῶ φθόνος, ἀλλὰ διορθώνει ὀ Κύριος τὸ φρόνημα τῶν Φαρισαίων μὲ τὴν παραβολή, ὥστε ἄν αὐτοὶ εἶναι δίκαιοι κι ἔχουν ἐκτελέσει κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ θυμώνουν γιὰ τὸ δέξιμο τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ δὲν εἶναι παράδοξο ἄν θυμώνωμε γιὰ ὅσα νομίζομε πὼς γίνονται ἀνάξια. Εἶναι τόση ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ τόσο ἄφθονα μᾶς μεταδίδει τ’ ἀγαθά του, ὥστε μπορεῖ ἀπ’ αὐτὸ νὰ γεννηθῆ γογγυσμός. Τοῦτο τὸ λέμε στὶς καθημερινὲς συναναστροφές. Πολλὲς φορές, εὐεργετοῦμε κάποιον κι ὅταν μᾶς δείχνει ἀχαριστία τοῦ λέμε ὅτι μὲ κατηγοροῦν ὅλοι γιατὶ σοῦ ἔκαμα τόσες εὐεργεσίες. Μπορεῖ νᾶ μὴ μᾶς κατηγόρησε κανένας ἀλλὰ πλάθομε τὸ περιστατικό, ἐπειδὴ θέλομε νὰ παρουσιάσωμεν τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας. Ἄς δοῦμε ὅμως ἰδιαίτερα καὶ κάπως περιληπτικὰ τὴν παραβολή. Ὁ μεγάλος γιὸς ἦταν στὸ χωράφι, σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, καλλιεργῶντας τὴ γῆ του, δηλαδή τὴ σάρκα, γιὰ νὰ χορτάση ψωμί, νὰ σπείρη μὲ δάκρυα καὶ μὲ χαρὰ νὰ θερίση. Ὅταν ὅμως ἔμαθε ὅ,τι ἔγινε, δὲν ἤθελε νὰ πάρη μέρος στὴν κοινὴ χαρά. Κι ὁ φιλάνθρωπος πατέρας βγαίνει καὶ τὸν παρακαλεῖ καὶ τοῦ ἐπανλαμβάνει τὸ λόγο τῆς χαρᾶς, εἶναι τὸ ξαναζωντάνεμα ἑνὸς νεκροῦ. Αὐτὸ γιατὶ ἐκεῖνος δὲν ἐγνώριζε καὶ σκανδαλιζόταν καὶ τὸν κατηγοροῦσε ὅτι οὔτε ἕνα ἐρίφι δὲν τοῦ εἶχε δώσει, ἐνῶ στὸν ἄσωτο εἶχε σφάξει τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό. Καὶ τί θέλει νὰ φανερώση μὲ τὸ ἐρίφι; Κάθε ἐρίφι πηγαίνει μὲ τὴν κοινὴ καὶ ἁμαρτωλὴ μερίδα. Παρατηρεῖ λοιπὸν ὁ γιὸς ποὺ εὐαρέστησε τὸν πατέρα· Μὲ κάθε ταλαιπωρία περνοῦσα τὴ ζωή μου· μὲ καταδίωκαν, μὲ κακομεταχειρίζονταν, μὲ ἔθλιβαν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ποτὲ γιὰ χάρη μου δὲν ἔσφαξες οὔτε ἐσκότωσες ἕνα ἐρίφι, ἕναν ἁμαρτωλὸ δηλαδὴ ποὺ μὲ ἔθλιβε, γιὰ νὰ δοκιμάσω κι ἐγὼ μιὰ μικρὴ ἱκανοποίηση. Ἐρίφι ἦταν ὁ Ἀχαὰβ λόγου χάρη γιὰ τὸν Ἠλιοῦ. Καταδίωκε τὸν Ἠλιοῦ ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν παρέδωσε αὐτὸ τὸ ἐρίφι ἀμέσως στὴ σφαγή, γιὰ νὰ ξαποστάση μιὰ στιγμὴ ὁ Ἠλιοῦ καὶ ν’ ἀναπαυθῆ μὲ τοὺς φίλους του τοὺς προφῆτες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπευθύνεται στὸ Θεό· «Κύριε, σκότωσαν τοὺς προφῆτες σου καὶ ξεθεμέλιωσαν τὰ θυσιαστήριά σου». Ἐρίφι ἦταν ὁ Σαοὺλ γιὰ τὸν Δαυΐδ κι ὅλοι ποὺ τὸν συκοφαντοῦσαν. Τοὺς ἄφησε ὁ Κύριος νὰ τὸν πειράζουν καὶ δὲν τοὺς ἔσφαξε, γιὰ νὰ εὐχαριστηθῆ ὁ Δαυΐδ κι ἔλεγε ἐκεῖνος· «Ὡς πότε οἱ ἁμαρτωλοί θὰ καυχιοῦνται;» Ὅμοια μιλάει καὶ ὁ γιὸς τοῦ Εὑαγγελίου. Πάντα ἐκοπίαζα καὶ γιὰ καμμιὰ ἱκανοποίηση δὲ μ’ ἔκρινες ἄξιο, οὔτε κανένα ἀπ’ ὅσους μὲ ἔθλιβαν δὲν μου παρέδωσες γιὰ σφαγή, ἐνῶ τώρα χωρὶς κανένα κόπο ἀπὸ μέρος του σώζει τὸν ἄσωτο. Αὐτὸς εἶναι ἀποκλειστικὰ ὁ σκοπὸς τῆς παραβολῆς. Ἀφορᾶ τοὺς Φαρισαίους ποὺ γόγγυζαν γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ δεχόταν ὁ Κύριος καὶ διδάσκει ἄν εἴμαστε δίκαιοι, νὰ μὴν ἀποδιώκωμε τοὺς ἁματωλοὺς μήτε νὰ γογγύζωμε, ὅταν γοὺς δέχεται ὁ Θεός. Μικρὸς γιὸς οἱ πόρνες κι οἱ τελῶνες· ὁ μεγαλύτερος, οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ποὺ θεωροῦνταν καθ’ ὑπόθεση δίκαιοι, σὰ νὰ λέη ὁ Θεός. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι σεῖς εἴστε ἀληθηνὰ δίκαιοι καὶ δὲν ἔχετε παραβιάσει καμμιὰ ἐντολή μου· δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ δέχεστε ὅσους ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοὺς γογγυστὰς διδάσκει μὲ τὴ παραβολή. Δὲν μοῦ εἶναι ἄγνωστο ὅτι μερικοὶ ἀναφέρουν στοὺς ἀγγέλους τὸν μεγαλύτερο γιὸ καὶ τὸ μικρὸ στὴν ἀνθρώινη φύση, ποὺ ἀποστάτησε κατὰ τῆς ἐντολῆς ποὺ δόθηκε καὶ πέταξε τὸ χαλινό. Ἄλλοι βλέπουν τούς Ἰσραηλῖτες καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες. Τὸ μόνο ἀληθινὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἴπαμε, ὁ μεγάλος γιὸς ἀντιπροσωπεύει τοὺς δίκαιους καὶ ὁ μικρὸς ὅσους ἁμαρτάνουν καὶ ἐπιστρέφουν. Ἡ οἰκονομία ὁλόκληρη τῆς παραβολῆς ἔγινε γιὰ τοὺς Φαρισαίους· τοὺς διδάσκει ὁ Κύριος νὰ μὴ δυστροποῦν γιὰ τὸ δέξιμο τῶν ἁμαρτωλῶν κι ἄς ἦσαν αὐτοὶ δίκαιοι. Κανένας λοιπὸν ἄς μὴ δυστροπῆ μὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἄς ἀνέχεται νὰ εὐτυχοῦν καὶ νὰ σώζωνται ὅσοι θεωροῦνται ἁμαρτωλοί. Πῶς ξαίρεις ἐσὺ ἄν δὲ μετανόησε κάποιος, ποὺ ἐσὺ νομίζεις ἁμαρτωλό, καὶ γι’ αὐτὸ ἔγινε δεκτός; Καὶ ποῦ γνωρίζεις ἄν ἔχη ἀρετὲς ἀφανέρωτες, ποὺ γιὰ χάρη τους τὸν βλέπει ὁ Θεὸς μὲ ἀγάπη;
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.130-141
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου