Κυριακή τοῦ Ἀσώτου
(Λουκ. ιε΄ 11-32)
Τὸ μαῦρο πουλί.
«Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως».
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Μόνον ὁ Κύριος, ὁ θεῖος καὶ ἀνυπέρβλητος διδάσκαλος, ἠμποροῦσεν ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, νὰ ζωγραφίσῃ μὲ τὸσον χτυπητὰ χρώματα, μὲ τέτοιες δραματικὲς φράσεις, μὲ τόσην ἀριστουργηματικὴν ἀληθινὰ πλοκὴν τὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ νεωτέρου παιδιοῦ τῆς συγκλονιστικῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου.
Καθὼς ἠκούσαμεν σήμερα τὸ Ἱ. Εὑαγγέλιον, ἐνόμιζες, ὅτι ἐζωντάνευαν ἐμπρός σου τὰ πρόσωπα, ὅτι ἦταν ἕτοιμα νὰ σοῦ ὁμιλήσουν. Ὁ δυστυχὴς ἄσωτος!.....
Ἀκουμπισμένος στὸ φτωχικό του ραβδί, στὴ σκιὰ κάποιου δένδρου, μέσα στὴν παγερή του μόνωσι, βλέπει τὴ σημερινὴ εἰκόνα τῆς ζωῆς του. Θλιμμένος, πονεμένος νοσταλγὸς ρίχνει τὴν καυτερή του τὴ ματιὰ στὰ περασμένα.... Τότε ἦταν ἀληθινὸς πρίγκηψ, ἐλεύθερος, χρυσοκέντητος, χορτᾶτος, ἀξιοπρεπὴς κύριος μέσα σὲ ὁλόκληρη στριὰ προθύμων ὑπερητῶν.
Τώρα ὅμως!..... Ἀλλοίμονον! Χοιροβοσκός, ἔρημος, κουρελιασμένος, πεινασμένος μέσα σὲ μιὰ ἀγέλη λασπωμένων καὶ βρωμερῶν χοίρων.
«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν»...
Ἔτσι χαρακτηρίζει ὁ Κύριος τὴν ἀλλαγή του. Τ ώ ρ α ὁ ἄνθρωπος συνῆλθε. Μέχρι σήμερα ἦταν σὲ κατάστασι παραφροσύνης, σὲ πυρετὸ καὶ πνευματικὸ παραλήρημα. Τώρα βλέπει τὴν πραγματικότητα. Τώρα καταλαβαίνει, ὅτι εἶναι ἕνα διαμάντι πεταμένο, χωμένο στὴ λάσπη. Καὶ ξυπνάει. Καὶ συνέρχεται. Βέβαια μετὰ τὴν συμφοράν. Μετὰ τὸ ἐγκληματικὸ σκόρπισμα τῶν ἀγαθῶν.
Διότι πράγματι ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ζωὴ χωρὶς Θεόν, εἶναι ἕνα τρομερὸ σκόρπισμα:
1.Ὑ λ ι κ ῶ ν ἀ γ α θ ῶ ν.
Κοίταξε τὸν ἄσωτον. Ἔχει χρήματα πολλά. Εἶναι ἡ πατρικὴ περιουσία, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ τὴ διαθέσῃ ὅπως θέλει. Καὶ ἀρχίζει τὸ «ξεφάντωμα». Διασκεδάσεις· σπατάλες· δῶρα σὲ γνωστούς· ταξίδια πολυδάπανα· σκόρπισαμ ἀφειδώλευτο χρημάτων.... «Ζῶν ἀσώτως! Μέσα στὶς δυὸ αὐτὲς λέξεις, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος, πόσα ὄργια δὲν κρύπτονται, πόσα πάθη καὶ λάθη, πόσοι βόθροι ἀνθόσπαρτοι, πόσαι χυδαιότητα, ποία πτῶσις ψυχῆς! Ἀλλὰ ἡ ζωὴ ἀπαιτεῖ χρήματα. Καὶ ὁ ἄσωτος δίδει χωρὶς δυσκολίαν. Ἕως ὅτου μίαν ἡμέραν.... τελειώνουν. Καταλαμβάνεται τότε ἀπὸ ἀγωνίαν καὶ φρίκην· Ἀλλ’ εἶναι πλέον, ἀργά, πολὺ ἀργά!
Το ἴδιον ὅμως συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς σημερινοὺς ἀσώτους. Πόσαι περουσίαι δὲν ἐσπαταλήσθησαν ἀπὸ ἄσωτα παιδιὰ πλουσίων γονέων! Πόσαι κληρονομίαι δὲν ἐξηνεμίσθησαν σὲ διάστημα ἐλάχιστον! Πόσα παιδιὰ μεγάλων οἰκογενειῶν, μὲ ὄνομα, μὲ ἱστορίαν, δὲν κατέληξαν πάμπτωχοι, θλιβερὰ ἀπομεινάρια μιᾶς παλαιᾶς ζωῆς λαμπρότητος καὶ μεγαλείου!.... Ἔτσι γίνεται, ἀγαπητέ μου, πάντα. Ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ρουφήχτρα ἀνικανοποίητη. Καταπίνει τοὺς κόπους ἐτῶν καὶ τὰς αἱματηρὰς προσπαθείας τιμίων γονέων, ὅταν τὰ παιδιὰ των πιασθοῦν στὸ ἀπαίασιο δίχτυ της.
Καί ὅμως, τὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν μὲ τὰ χρήματα αὐτά! Πόσες πληγὲς νὰ κλείσουν! Πόσα δάκρυα νὰ στεγνώσουν. Πόσες χαρὲς νὰ δημιουργήσουν. Πόσα δράματα νὰ προλάβουν.... Πόσα...!
2. Σ κ ό ρ π ι σ μ α π ν ε υ μ α τ ι κ ω ν ἀ γ α θ ῶ ν.
Ἀλλ’ ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας σκορπάει καὶ ἄλλα σοβαρώτερα ἀγαθὰ καὶ κεφάλαια.
α) Τὴν ἀτομικὴν ἀξιοπρέπειαν.
Μιὰ ματιὰ πάλις εἰς τὸν «ἄσωτο». Ἀπὸ πρίγκηψ, χοιροβοσκός. Ἀπὂ τὸ παλάτι, στὴ βοσκή. Πῶς κατήντησε! Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς συγχρόνους ἀσώτους. Πόσοι νέοι δὲν κατερράκωσαν τὸ κῦρος των ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἁμαρτωλῆς των ζωῆς; Πόσοι δὲν ἔγιναν πλαστογράφοι, κλέπται, καταχρασταί, διὰ νὰ ἡμποροῦν νὰ χαρτοπαίξουν, νὰ διασκεδάζουν εἰς πολυτελῆ κέντρα, νὰ ξοδεύουν χάριν ἐπιδείξεως; Πόσοι δὲν ἐκλείσθησαν εἰς φυλακὰς, πόσοι δὲν ἔγιναν ἐρείπια κοινωνικά, ὅλοι αὐτοὶ θύματα τῆς ἀσώτου ζωῆς;
β) Τὴν οἰκογενειακὴν τιμήν.
Οἰκουγένειαι ἔπειτα μὲ ὑπόληψιν κοινωνικὴν, μὲ «φίρμες», μὲ ὑψηλὲς γνωριμίες, ἐβυθίσθησαν εἰς τὸ πένθος καὶ τὸ ὄνειδος, διότι τὰ παιδιὰ των, ἀγόρια ἤ κοπέλλες, ἐπῆραν τὸν κατήφορον καὶ ἐσπίλωσαν τὴν τιμὴν τῆς οἰκογενείας καὶ ἐκόλλησαν στὸ σπίτι τῶν μελανὴ κηλῖδα, ποὺ δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.... Καὶ κοκκινίζει ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα ἀπὸ ἐντροπὴν διὰ τὴν ζωὴν τοῦ «ἐξειλιγμένου» νέου τῆς οἰκογενείας ἤ τῆς «ὑπερμοντέρνας» νέας, ποὺ θεώρησαν ἀφόρτηον σκλαβιὰν τὴν ἠθικὴν τοῦ Εὐγγελίου καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς χριστιανικῆς ζῶης.
γ) Τὰ διανοητικὰ χαρίσματα.
Πόσοι νέοι μὲ ἱκανόητητες σοβαρές, μὲ ταλέντα θαυμάσια, μὲ δυνατότητες ἐξελίξεως ἐξαίρετες δὲν ἐχάθησαν ἐξ αἰτίας τῆς ἁματωλῆς των ζωῆς; Μέσα εἰς τὸ στριβίλισμα τῆς ἀνηθικότητος, ποῦ νὰ βροῦν τὴν δύναμιν καὶ τὸν καιρὸν νὰ μελετήσουν, νὰ καλλιεργήσουν τὰ προσόντα των, νὰ ἀνεβοῦν ὑψηλότερα; Ἐχάθησαν χιλιάδες νέων μέχρι σήμερα μέσα εἰς τὰ βρωμόνερεα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐμαράθηκαν ἀπὸ ἔλλειψι πνευματικῆς δροσιᾶς μπουμπούκια, ποὺ μποροῦσαν νὰ γίνουν τριαντάφυλλα.
Καὶ περίμεναν οἱ δυστυχεῖς γονεῖς νὰ ἰδοῦν τὰ παιδιὰ των εὐτυχισμένα, γιὰ νὰ χαροῦν κι’ αὐτοὶ στὰ γηρατειά των, ἀφοῦ σ’ ὅλην τὴν ζωὴ των ἐπόνεσαν καὶ ἔκλαψαν γι’ αὐτὰ τὰ παιδιά.... Οἱ δυστυχεῖς γονεῖς! Τί τραγικὴ διάψευσις ἐλπίδων! ....
δ) Τὰ ψυχικὰ προτερήματα.
Μὲ τέτοιες συνθῆκες πῶς κατόπιν νὰ μὴ γίνῃ τὸ σκόρπισμα τῶν ψυχικῶν ἀρετῶν; Νέοι καὶ νέαι, ποὺ παρουσίαζαν ψυχικὲς ἀρετὲς καὶ ἔδιδαν διὰ τὸ μέλλον χρυσὲς ἐλπίδες ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισαν τὸ κατρακύλισμα, σιγανὸ στὴν ἀρχή, γοργότερα ἀργότερα, παρουσίασαν διαστροφήν.
Ἐχάθησαν τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα ψυχκά των σκιρτήματα. Ἐπονηρεύθηκαν. Ἔφυγεν ἡ ἀθῳότης τῶν ματιῶν των. Ἐσκλαβώθηκαν πλέον στὸ κακό. Κουρέλια καὶ αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας, φτερὰ στὸν ἄνεμο, τρέχουν πίσω ἀπὸ κάθε ψεύτικη χαρά, γιὰ νὰ γεμίσουν τῆς ψυχῆς των τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀποσμέτρητο κενό. Νυχτωμένοι στρατοκόποι, τριγυρνᾶνε στὰ «σοκάκια» ἀχόρταγοι, ἀνικανοποίητοι, μὲ τὴν πικρία στὴν ψυχή, μὲ τὸ μαχαίρι τῆς ἀπελπισίας στὴν καρδιά των.
Κι’ ἔτσι ἀνίκανοι πιὰ νὰ ἰδοῦν τὴ ζωὴ μὲ καθαρὸ μάτι, τίς πιὸ πολλὲς φορὲς τερματίζουν βίαια τὴ ζωή τους καὶ χάνονται γιὰ πάντα, ἐνῷ θὰ μποροῦσαν νὰ κερδίσουν τὰ πάντα. Κατὰ μίαν στατιστικὴν 1200 κοπέλλες αὐτοκτονοῦν τὸν χρόνο, μόνον στὴν Ἀθήνα!
Πόσα ἔπειτα ἀγόρια... Πόσοι καὶ πόσες σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα!
Ὅλοι αὐτοὶ εἶναι θύματα τῆς ζωῆς χωρὶς Θεόν.... Τοὺς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ γίνονται σκουλήκια, ποὺ σέρνονται καὶ γλύφουν τὸ βοῦρκο, τὴ σαπίλα.... Κρῖμα!
3. Φ ύ λ α κ ε ς, γ ρ η γ ο ρ ε ι τ ε!
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Ὕπουλη, προκλητική, ἀπατηλή, προδοτική. Ἁπλώνει τὰ δίχτυα της μὲ μαεστρίαν. Σ’ ὅλους, ἰδίως εἰς τοὺς νέους, ποὺ ἔχουν πολλὴν ὁρμήν, ἀλλὰ ὁλίγην πεῖραν.
Καὶ οἱ ταλαίπωροι παρασύρονται ἀπὸ τὴν λάμψιν της.
Θὰ ἤθελε σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας νὰ πῇ κάτι στοὺς νέους, ἀμφοτέρων τῶν φίλων.
Νέοι! Μὴ παρασύρεσθε ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά, ἀπὸ τὰ φανταχτερὰ θέλγητρα τῆς ἁμαρτίας. Πίσω ἀπὸ τὰ φῶτα τὰ πολλὰ, τὰ βαρύτιμα παραπετάσματα, τὶς μουσικὲς καὶ τὶς κοσμικὲς ἐμφανίσεις, κρύβονται πολλάκις δράματα μυστικὰ καὶ ἀφανέρωτα. Μὴ γοητεύεσθε σὰν τὴ φτωχὴ πεταλούδα, ποὺ τριγυρνάει διαρκῶς γύρω ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς λαμπάδας, καὶ, στὸ τέλος, βρίσκει τὸν θάνατο. Ἡ ζωὴ εἶναι ἀγών. Μιὰ φορὰ ὁ καθένας μας τὸν κάνει.
Ἤ τὸν χάνομεν ἤ τὸν κερδίζομεν. Καὶ τότε χάνομε ἤ κερδίζομεν τὸ πᾶν.... Ἀλήθεια, τὸ πᾶν!
Ἀγαπητοί,
Εἶναι σὲ κάποια χώρα ἕνα μαῦρο πουλί, ποὺ τρώγει μόνον στρείδια. Ψάχνει καὶ τὰ βρίσκει. Πῶς ὅμως νὰ τ’ ἀνοίξῃ; Ἄκουσε τί κάνει. Τὰ παίρνει στὰ νύχια του. Ἀνεβαίνει ψηλὰ καὶ κοιτάζει ποῦ ὑπάρχουν βράχοι. Ἀφήνει τότε τὰ στρεῖδια καὶ πέφτουν. Χτυποῦν στὰ βράχια. Καὶ σπάζουν. Καὶ ἀνοίγουν. Καὶ τὸ πουλὶ ἤσυχο τρώγει τὸ περιεχόμενο. Καταλαβαίνεις τό νόημα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ πουλί αὐτό. Μᾶς παίρνει στὰ φτερὰ της καὶ πετᾶμε σὲ κόσμους ἀπατηλῆς εὐτυχίας. Καὶ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ μᾶς ρίχνει ἀπὸ τὰ ὕψη τῶν φανταστικῶν κόσμων στὶς βραχώδεις ἐκτάσεις τῆς καταστροφῆς.... Καὶ γινόμεθα τότε τραγικὰ συντρίμμια.
Ἀδελφέ μου! Ἀκούω τὸ φρικιαστικὸ πλατάγισμα τοῦ μαύρου αὐτοῦ πουλιοῦ. Πετάει γύρω μας. Πρόσεξε τί παραγγέλλει ὁ Θεός·
-Παιδί μου φυλάξου, πολύ, ἀπὸ τὸ μαῦρο πουλί.
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
(Λουκ. ιε΄ 11-32)
Τὸ μαῦρο πουλί.
«Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως».
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Μόνον ὁ Κύριος, ὁ θεῖος καὶ ἀνυπέρβλητος διδάσκαλος, ἠμποροῦσεν ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, νὰ ζωγραφίσῃ μὲ τὸσον χτυπητὰ χρώματα, μὲ τέτοιες δραματικὲς φράσεις, μὲ τόσην ἀριστουργηματικὴν ἀληθινὰ πλοκὴν τὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ νεωτέρου παιδιοῦ τῆς συγκλονιστικῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου.
Καθὼς ἠκούσαμεν σήμερα τὸ Ἱ. Εὑαγγέλιον, ἐνόμιζες, ὅτι ἐζωντάνευαν ἐμπρός σου τὰ πρόσωπα, ὅτι ἦταν ἕτοιμα νὰ σοῦ ὁμιλήσουν. Ὁ δυστυχὴς ἄσωτος!.....
Ἀκουμπισμένος στὸ φτωχικό του ραβδί, στὴ σκιὰ κάποιου δένδρου, μέσα στὴν παγερή του μόνωσι, βλέπει τὴ σημερινὴ εἰκόνα τῆς ζωῆς του. Θλιμμένος, πονεμένος νοσταλγὸς ρίχνει τὴν καυτερή του τὴ ματιὰ στὰ περασμένα.... Τότε ἦταν ἀληθινὸς πρίγκηψ, ἐλεύθερος, χρυσοκέντητος, χορτᾶτος, ἀξιοπρεπὴς κύριος μέσα σὲ ὁλόκληρη στριὰ προθύμων ὑπερητῶν.
Τώρα ὅμως!..... Ἀλλοίμονον! Χοιροβοσκός, ἔρημος, κουρελιασμένος, πεινασμένος μέσα σὲ μιὰ ἀγέλη λασπωμένων καὶ βρωμερῶν χοίρων.
«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν»...
Ἔτσι χαρακτηρίζει ὁ Κύριος τὴν ἀλλαγή του. Τ ώ ρ α ὁ ἄνθρωπος συνῆλθε. Μέχρι σήμερα ἦταν σὲ κατάστασι παραφροσύνης, σὲ πυρετὸ καὶ πνευματικὸ παραλήρημα. Τώρα βλέπει τὴν πραγματικότητα. Τώρα καταλαβαίνει, ὅτι εἶναι ἕνα διαμάντι πεταμένο, χωμένο στὴ λάσπη. Καὶ ξυπνάει. Καὶ συνέρχεται. Βέβαια μετὰ τὴν συμφοράν. Μετὰ τὸ ἐγκληματικὸ σκόρπισμα τῶν ἀγαθῶν.
Διότι πράγματι ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ζωὴ χωρὶς Θεόν, εἶναι ἕνα τρομερὸ σκόρπισμα:
1.Ὑ λ ι κ ῶ ν ἀ γ α θ ῶ ν.
Κοίταξε τὸν ἄσωτον. Ἔχει χρήματα πολλά. Εἶναι ἡ πατρικὴ περιουσία, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ τὴ διαθέσῃ ὅπως θέλει. Καὶ ἀρχίζει τὸ «ξεφάντωμα». Διασκεδάσεις· σπατάλες· δῶρα σὲ γνωστούς· ταξίδια πολυδάπανα· σκόρπισαμ ἀφειδώλευτο χρημάτων.... «Ζῶν ἀσώτως! Μέσα στὶς δυὸ αὐτὲς λέξεις, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος, πόσα ὄργια δὲν κρύπτονται, πόσα πάθη καὶ λάθη, πόσοι βόθροι ἀνθόσπαρτοι, πόσαι χυδαιότητα, ποία πτῶσις ψυχῆς! Ἀλλὰ ἡ ζωὴ ἀπαιτεῖ χρήματα. Καὶ ὁ ἄσωτος δίδει χωρὶς δυσκολίαν. Ἕως ὅτου μίαν ἡμέραν.... τελειώνουν. Καταλαμβάνεται τότε ἀπὸ ἀγωνίαν καὶ φρίκην· Ἀλλ’ εἶναι πλέον, ἀργά, πολὺ ἀργά!
Το ἴδιον ὅμως συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς σημερινοὺς ἀσώτους. Πόσαι περουσίαι δὲν ἐσπαταλήσθησαν ἀπὸ ἄσωτα παιδιὰ πλουσίων γονέων! Πόσαι κληρονομίαι δὲν ἐξηνεμίσθησαν σὲ διάστημα ἐλάχιστον! Πόσα παιδιὰ μεγάλων οἰκογενειῶν, μὲ ὄνομα, μὲ ἱστορίαν, δὲν κατέληξαν πάμπτωχοι, θλιβερὰ ἀπομεινάρια μιᾶς παλαιᾶς ζωῆς λαμπρότητος καὶ μεγαλείου!.... Ἔτσι γίνεται, ἀγαπητέ μου, πάντα. Ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ρουφήχτρα ἀνικανοποίητη. Καταπίνει τοὺς κόπους ἐτῶν καὶ τὰς αἱματηρὰς προσπαθείας τιμίων γονέων, ὅταν τὰ παιδιὰ των πιασθοῦν στὸ ἀπαίασιο δίχτυ της.
Καί ὅμως, τὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν μὲ τὰ χρήματα αὐτά! Πόσες πληγὲς νὰ κλείσουν! Πόσα δάκρυα νὰ στεγνώσουν. Πόσες χαρὲς νὰ δημιουργήσουν. Πόσα δράματα νὰ προλάβουν.... Πόσα...!
2. Σ κ ό ρ π ι σ μ α π ν ε υ μ α τ ι κ ω ν ἀ γ α θ ῶ ν.
Ἀλλ’ ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας σκορπάει καὶ ἄλλα σοβαρώτερα ἀγαθὰ καὶ κεφάλαια.
α) Τὴν ἀτομικὴν ἀξιοπρέπειαν.
Μιὰ ματιὰ πάλις εἰς τὸν «ἄσωτο». Ἀπὸ πρίγκηψ, χοιροβοσκός. Ἀπὂ τὸ παλάτι, στὴ βοσκή. Πῶς κατήντησε! Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς συγχρόνους ἀσώτους. Πόσοι νέοι δὲν κατερράκωσαν τὸ κῦρος των ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἁμαρτωλῆς των ζωῆς; Πόσοι δὲν ἔγιναν πλαστογράφοι, κλέπται, καταχρασταί, διὰ νὰ ἡμποροῦν νὰ χαρτοπαίξουν, νὰ διασκεδάζουν εἰς πολυτελῆ κέντρα, νὰ ξοδεύουν χάριν ἐπιδείξεως; Πόσοι δὲν ἐκλείσθησαν εἰς φυλακὰς, πόσοι δὲν ἔγιναν ἐρείπια κοινωνικά, ὅλοι αὐτοὶ θύματα τῆς ἀσώτου ζωῆς;
β) Τὴν οἰκογενειακὴν τιμήν.
Οἰκουγένειαι ἔπειτα μὲ ὑπόληψιν κοινωνικὴν, μὲ «φίρμες», μὲ ὑψηλὲς γνωριμίες, ἐβυθίσθησαν εἰς τὸ πένθος καὶ τὸ ὄνειδος, διότι τὰ παιδιὰ των, ἀγόρια ἤ κοπέλλες, ἐπῆραν τὸν κατήφορον καὶ ἐσπίλωσαν τὴν τιμὴν τῆς οἰκογενείας καὶ ἐκόλλησαν στὸ σπίτι τῶν μελανὴ κηλῖδα, ποὺ δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.... Καὶ κοκκινίζει ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα ἀπὸ ἐντροπὴν διὰ τὴν ζωὴν τοῦ «ἐξειλιγμένου» νέου τῆς οἰκογενείας ἤ τῆς «ὑπερμοντέρνας» νέας, ποὺ θεώρησαν ἀφόρτηον σκλαβιὰν τὴν ἠθικὴν τοῦ Εὐγγελίου καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς χριστιανικῆς ζῶης.
γ) Τὰ διανοητικὰ χαρίσματα.
Πόσοι νέοι μὲ ἱκανόητητες σοβαρές, μὲ ταλέντα θαυμάσια, μὲ δυνατότητες ἐξελίξεως ἐξαίρετες δὲν ἐχάθησαν ἐξ αἰτίας τῆς ἁματωλῆς των ζωῆς; Μέσα εἰς τὸ στριβίλισμα τῆς ἀνηθικότητος, ποῦ νὰ βροῦν τὴν δύναμιν καὶ τὸν καιρὸν νὰ μελετήσουν, νὰ καλλιεργήσουν τὰ προσόντα των, νὰ ἀνεβοῦν ὑψηλότερα; Ἐχάθησαν χιλιάδες νέων μέχρι σήμερα μέσα εἰς τὰ βρωμόνερεα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐμαράθηκαν ἀπὸ ἔλλειψι πνευματικῆς δροσιᾶς μπουμπούκια, ποὺ μποροῦσαν νὰ γίνουν τριαντάφυλλα.
Καὶ περίμεναν οἱ δυστυχεῖς γονεῖς νὰ ἰδοῦν τὰ παιδιὰ των εὐτυχισμένα, γιὰ νὰ χαροῦν κι’ αὐτοὶ στὰ γηρατειά των, ἀφοῦ σ’ ὅλην τὴν ζωὴ των ἐπόνεσαν καὶ ἔκλαψαν γι’ αὐτὰ τὰ παιδιά.... Οἱ δυστυχεῖς γονεῖς! Τί τραγικὴ διάψευσις ἐλπίδων! ....
δ) Τὰ ψυχικὰ προτερήματα.
Μὲ τέτοιες συνθῆκες πῶς κατόπιν νὰ μὴ γίνῃ τὸ σκόρπισμα τῶν ψυχικῶν ἀρετῶν; Νέοι καὶ νέαι, ποὺ παρουσίαζαν ψυχικὲς ἀρετὲς καὶ ἔδιδαν διὰ τὸ μέλλον χρυσὲς ἐλπίδες ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισαν τὸ κατρακύλισμα, σιγανὸ στὴν ἀρχή, γοργότερα ἀργότερα, παρουσίασαν διαστροφήν.
Ἐχάθησαν τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα ψυχκά των σκιρτήματα. Ἐπονηρεύθηκαν. Ἔφυγεν ἡ ἀθῳότης τῶν ματιῶν των. Ἐσκλαβώθηκαν πλέον στὸ κακό. Κουρέλια καὶ αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας, φτερὰ στὸν ἄνεμο, τρέχουν πίσω ἀπὸ κάθε ψεύτικη χαρά, γιὰ νὰ γεμίσουν τῆς ψυχῆς των τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀποσμέτρητο κενό. Νυχτωμένοι στρατοκόποι, τριγυρνᾶνε στὰ «σοκάκια» ἀχόρταγοι, ἀνικανοποίητοι, μὲ τὴν πικρία στὴν ψυχή, μὲ τὸ μαχαίρι τῆς ἀπελπισίας στὴν καρδιά των.
Κι’ ἔτσι ἀνίκανοι πιὰ νὰ ἰδοῦν τὴ ζωὴ μὲ καθαρὸ μάτι, τίς πιὸ πολλὲς φορὲς τερματίζουν βίαια τὴ ζωή τους καὶ χάνονται γιὰ πάντα, ἐνῷ θὰ μποροῦσαν νὰ κερδίσουν τὰ πάντα. Κατὰ μίαν στατιστικὴν 1200 κοπέλλες αὐτοκτονοῦν τὸν χρόνο, μόνον στὴν Ἀθήνα!
Πόσα ἔπειτα ἀγόρια... Πόσοι καὶ πόσες σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα!
Ὅλοι αὐτοὶ εἶναι θύματα τῆς ζωῆς χωρὶς Θεόν.... Τοὺς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ γίνονται σκουλήκια, ποὺ σέρνονται καὶ γλύφουν τὸ βοῦρκο, τὴ σαπίλα.... Κρῖμα!
3. Φ ύ λ α κ ε ς, γ ρ η γ ο ρ ε ι τ ε!
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Ὕπουλη, προκλητική, ἀπατηλή, προδοτική. Ἁπλώνει τὰ δίχτυα της μὲ μαεστρίαν. Σ’ ὅλους, ἰδίως εἰς τοὺς νέους, ποὺ ἔχουν πολλὴν ὁρμήν, ἀλλὰ ὁλίγην πεῖραν.
Καὶ οἱ ταλαίπωροι παρασύρονται ἀπὸ τὴν λάμψιν της.
Θὰ ἤθελε σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας νὰ πῇ κάτι στοὺς νέους, ἀμφοτέρων τῶν φίλων.
Νέοι! Μὴ παρασύρεσθε ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά, ἀπὸ τὰ φανταχτερὰ θέλγητρα τῆς ἁμαρτίας. Πίσω ἀπὸ τὰ φῶτα τὰ πολλὰ, τὰ βαρύτιμα παραπετάσματα, τὶς μουσικὲς καὶ τὶς κοσμικὲς ἐμφανίσεις, κρύβονται πολλάκις δράματα μυστικὰ καὶ ἀφανέρωτα. Μὴ γοητεύεσθε σὰν τὴ φτωχὴ πεταλούδα, ποὺ τριγυρνάει διαρκῶς γύρω ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς λαμπάδας, καὶ, στὸ τέλος, βρίσκει τὸν θάνατο. Ἡ ζωὴ εἶναι ἀγών. Μιὰ φορὰ ὁ καθένας μας τὸν κάνει.
Ἤ τὸν χάνομεν ἤ τὸν κερδίζομεν. Καὶ τότε χάνομε ἤ κερδίζομεν τὸ πᾶν.... Ἀλήθεια, τὸ πᾶν!
Ἀγαπητοί,
Εἶναι σὲ κάποια χώρα ἕνα μαῦρο πουλί, ποὺ τρώγει μόνον στρείδια. Ψάχνει καὶ τὰ βρίσκει. Πῶς ὅμως νὰ τ’ ἀνοίξῃ; Ἄκουσε τί κάνει. Τὰ παίρνει στὰ νύχια του. Ἀνεβαίνει ψηλὰ καὶ κοιτάζει ποῦ ὑπάρχουν βράχοι. Ἀφήνει τότε τὰ στρεῖδια καὶ πέφτουν. Χτυποῦν στὰ βράχια. Καὶ σπάζουν. Καὶ ἀνοίγουν. Καὶ τὸ πουλὶ ἤσυχο τρώγει τὸ περιεχόμενο. Καταλαβαίνεις τό νόημα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ πουλί αὐτό. Μᾶς παίρνει στὰ φτερὰ της καὶ πετᾶμε σὲ κόσμους ἀπατηλῆς εὐτυχίας. Καὶ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ μᾶς ρίχνει ἀπὸ τὰ ὕψη τῶν φανταστικῶν κόσμων στὶς βραχώδεις ἐκτάσεις τῆς καταστροφῆς.... Καὶ γινόμεθα τότε τραγικὰ συντρίμμια.
Ἀδελφέ μου! Ἀκούω τὸ φρικιαστικὸ πλατάγισμα τοῦ μαύρου αὐτοῦ πουλιοῦ. Πετάει γύρω μας. Πρόσεξε τί παραγγέλλει ὁ Θεός·
-Παιδί μου φυλάξου, πολύ, ἀπὸ τὸ μαῦρο πουλί.
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου