ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ: Μία σταυροαναστάσιμη πορεία καταλλαγῆς καὶ εἰρήνης μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο*
Πρωτοπρ. Χριστόδουλος Χριστοδούλου
Ἡ ἀποψινὴ διάλεξη, μέσα στὸ πνεῦμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς ὁποίας τὸ μέσον ἤδη πλησιάζουμε, ἐντάσσεται στὸ γενικὸ θέμα τοῦ φετινοῦ κύκλου διαλέξεων «Πολιτισμὸς τῆς Εἰρήνης». Ἡ καταλλαγή, ἢ διαλλαγή, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπίτευξη καὶ τὴν ἐμπέδωση τῆς εἰρήνης. Καὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὸ πνευματικὸ πλαίσιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐμπνέει καὶ καλλιεργεῖ τὸ πνεῦμα καταλλαγῆς μὲ τὸν Θεὸ καὶ κατὰ συνέπεια, ἢ καὶ ὡς προϋπόθεση, τὴν καταλλαγὴ μὲ τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ τίτλος τῆς ἀποψινῆς εἰσήγησης ἔχει ὡς ἑξῆς: Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα: μία σταυροαναστάσιμη πορεία καταλλαγῆς καὶ εἰρήνης μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. Θὰ προσπαθήσω λοιπόν, ὅσο μοῦ τὸ ἐπιτρέπει ὁ χρόνος, νὰ παρουσιάσω τὴ διαδρομὴ αὐτῆς τῆς πορείας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου μέχρι τὸ Πάσχα, τὸν σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα τῆς περιόδου καὶ τὸ πνεῦμα καταλλαγῆς καὶ εἰρήνης ποὺ διαπνέει τὶς ἀκολουθίες, τοὺς ὕμνους, τὰ εὐαγγελικὰ καὶ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα, τὰ συναξάρια καὶ τὶς εὐχὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα
Ὅπως ἀναφέρει ὁ μακαριστὸς πατὴρ Ἀλέξανδρος Σμέμαν στὸ γνωστὸ ἔργο του Μεγάλη Σαρακοστή: Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, «Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, ἡ Ἑορτὴ Ἑορτῶν»[1].
Ὅμως καταρχὰς τί εἶναι τὸ Πάσχα καὶ τί σημασία ἔχει γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή μας. Στὴ θεία λειτουργία τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἀκοῦμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ διδάσκει: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν»[2]. Εἶναι τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζεται καὶ κατὰ τὴ βάπτισή μας καὶ ποὺ ἐκφράζει τὸν σταυροναστάσιμο χαρακτήρα τοῦ βαπτίσματος καὶ κατὰ συνέπεια ὁλόκληρης τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ. Χριστιανικὴ ζωὴ σημαίνει συσταύρωση, συνταφὴ καὶ συνανάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστὸ. Στὴν κολυμβήθρα θάβουμε τὸν «παλαιὸν ἄνθρωπον», κατὰ τὴν ὁρολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὥστε νὰ ἀναστηθεῖ μέσα μας «ὁ καινὸς ἄνθρωπος» καὶ στὸ ἑξῆς νὰ μποροῦμε νὰ ὁμολογοῦμε μαζὶ μὲ τὸν ἀποστόλο Παῦλο καὶ πάλι: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ· ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός»[3]. Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ Πάσχα στὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ. Μία διάβαση. Αὐτὴ ἐξάλλου εἶναι καὶ ἡ μετάφραση τῆς λέξης στὰ ἑλληνικά. Μία διάβαση ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, κατὰ τὸν ἀναστάσιμο κανόνα τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ. Μία διάβαση εἰς τὸ «ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν».
Ἡ προσφιλὴς αὐτὴ ἔκφραση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τὸ «ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν», ἐκφράζει αὐτὴ τὴν ἔννοια τῆς ἀναγεννητικῆς, ἀνακαινιστικῆς πορείας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Συχνὰ ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα περιπατῶ, τόσο ὅταν ἀναφέρεται στὴν προηγούμενη ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, ὅταν «περιεπάτουν» μέσα στὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴν ἀπάτη, ὅσο καὶ ὅταν ἀναφέρεται στὸ νέο τρόπο ζωῆς ποὺ ἄρχισε μὲ τὸ βάπτισμά τους. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία συνεχῆ κίνηση πρὸς τὴν τελειότητα, ἕνα ἀδιάκοπο περίπατο γεμάτο ἀγῶνες, πτώσεις καὶ ἀνορθώσεις, σταυρὸ καὶ ἀνάσταση.
Μετάνοια-Πορεία καταλλαγῆς
Ὁ κινητήριος μοχλὸς αὐτῆς τῆς πορείας εἶναι βεβαίως ἡ μετάνοια, ἡ ἀλλαγὴ τοῦ νοός. Θὰ μείνουμε ἀκόμα λίγο στὸν ἀπόστολο Παῦλο, γιατὶ ἡ ἀνθρωπολογία του μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε τί σημαίνει στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας αὐτὴ «ἡ ἀλλαγὴ τοῦ νοός», ἡ μετάνοια. Ἡ λέξη «νοῦς» στὴν παύλεια ἀνθρωπολογία δὲν σημαίνει ὅ,τι ἀκριβῶς στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ἐνῶ στὴ φιλοσοφία δηλώνει τὸ ἀνώτερο καὶ εὐγενέστερο μέρος τῆς ψυχῆς, τὴν ἰκανότητα τῆς θεωρητικῆς καὶ δημιουργικῆς σκέψης, στὸν Παῦλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συλλογιστικὴ λειτουργία δηλώνει ταυτόχρονα καὶ τὴν πρακτικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ κρίνει καὶ νὰ διακρίνει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Μὲ ἄλλα λόγια ἀλλαγὴ νοὸς σημαίνει ταυτόχρονα ἀλλαγὴ ζωῆς. Στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος δηλώνει τὴν ἔννοια τῆς μετάνοιας μὲ τὴν προτροπή: «Μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν, καθὼς καὶ τὰ ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν, ἐσκοτωμένοι τῇ διανοίᾳ ὄντες, ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς, διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν… Ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως ἐμάθετε τὸν Χριστόν… ἀποθέσθαι ὑμᾶς… τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δὲ τῷ πνεύματι τοῦ νοὸς ὑμῶν καὶ ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας»[4].
Μετάνοια λοιπὸν σημαίνει νὰ ἀποβάλουμε τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν νέον, νὰ περιπατήσωμεν ἐν καινότητι ζωῆς, ὄχι ἐν ματαιότητι τοῦ νοός, ἀλλὰ μὲ ἀνακαινισμένο νοῦ, ποὺ σημαίνει ταυτόχρονα ἀνακαινισμένο τρόπο ζωῆς. Ἂν πᾶμε καὶ στὴ σημερινὴ γλῶσσα, λέγοντας σὲ κάποιον νὰ ἀλλάξει μυαλά, δὲν ἐννοοῦμε μόνο νὰ ἀλλάξει τρόπο σκέψης, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἐννοοῦμε νὰ ἀλλάξει τρόπο ζωῆς. Ἡ μετάνοια λοιπὸν ὡς ὁλοκληρωτικὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀνακαινιστικὴ πορεία, ὡς μεταμόρφωση τῆς ζωῆς, εἶναι ποὺ προβάλλεται μέσα ἀπὸ εὐαγγελικὲς καὶ ἀποστολικὲς περικοπὲς τῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου, ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ ἢ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων μορφῶν ποὺ ἑορτάζουμε τὴν περίοδο αὐτή.
Ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀλλαγὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ φέρνει ἡ μετάνοια, διέπεται βεβαίως ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θέμα τῆς ἀποψινῆς εἰσήγησης, τὴν καταλλαγὴ μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ τὴν καταλλαγὴ μὲ τὸν συνάνθρωπο καὶ τὴ δημιουργία. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, οἱ λεγόμενες προπαρασκευαστικὲς Κυριακὲς τοῦ Τριωδίου, μᾶς εἰσάγουν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο στὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς καταλλαγῆς. Σὲ ἕνα κήρυγμά του ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης μας, σχολιάζει: «Τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ὁ Κύριος κλείνει τὴν πόρτα τοῦ ἰουδαϊκοῦ ναοῦ καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἐν μετανοίᾳ προσευχῆς τοῦ Τελώνη. Τὴ δεύτερη Κυριακὴ δέχεται τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου, ἐνῶ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, μὲ τὴν Παραβολὴ τῆς Κρίσεως, ἀνοίγει τὶς πῦλες τοῦ παραδείσου».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅλη ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι μία περίοδος συνάντησης καὶ ἕνωσης μὲ τὸν σταυρωθέντα καὶ ἀναστάσταντα Κύριο. Τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, τὴν τελευταία ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Σαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐξορίας τῶν Πρωτοπλάστων. Ἡ σημασία τῆς ἀνάμνησης αὐτῆς πολλαπλῆ. Θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία πιὸ κάτω νὰ τὴν ἀναλύσουμε, ὅταν θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴ νηστεία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα ἁπλῶς νὰ ἐπισημάνω τὴ σύνδεση τῆς ἐξορίας τῶν Πρωτοπλάστων, ὡς ἀφετηρίας, μὲ τὸ Πάσχα, ὡς τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀρχίζει μὲ τὴν ἐξορία μας ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ πορεύεται μέσα σὲ πένθιμο κλίμα νηστείας, μετάνοιας, αὐτοκατάκρισης, σταύρωσης, μὲ τὴν ἐλπιδοφόρο ὅμως προοπτικὴ καὶ προσμονὴ τῆς Ἀνάστασης. Ὅλη ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι εἰκόνα τῆς πρὸ Χριστοῦ πορείας τῆς ἀνθρωπότητας, ἀπὸ τὴν ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ μέχρι τὴν ἐπιστροφή του στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του, τή σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση.
Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε ὅμως στὶς πρῶτες Κυριακὲς τοῦ Τριωδίου, βλέπουμε ἀκόμα μία φορὰ ὅτι ἡ μετάνοια ὡς καταλλαγὴ μὲ τὸν Θεό περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ συγχώρηση. Παράλληλα μὲ τὰ πρότυπα τῆς μετανοίας τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Ἀσώτου προβάλλονται ὡς παραδείγματα πρὸς ἀποφυγήν: α) στὴν πρώτη παραβολὴ ὁ ὑπερφύαλος λόγος τοῦ Φαρισαίου, μὲ τοὺς μειονεκτικοὺς χαρακτηρισμοὺς γιὰ τὸν τελώνη καὶ β) στὴ δεύτερη παραβολὴ ἡ ἀτομοκεντρικὴ καὶ γεμάτη πίκρα καὶ φθόνο αντίδραση τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ τοῦ ἀσώτου, ὁ ὁποῖος θὰ λάβει τὴ συγκινητικὴ ἀπάντηση τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα: «εὐφρανθῆναι καὶ χαρῆναι ἔδει· ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη»[5]. Καὶ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τελειώνει ἡ παραβολὴ ἀφήνοντας μας νὰ προβληματιστοῦμε: εἴμαστε ἄξια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε πραγματικὰ ἀδέλφια μεταξύ μας, ἐφ’ ὅσον δὲν μᾶς συγκινεῖ ἡ μεταστροφὴ τοῦ ἀσώτου, ἐφ’ ὅσον δὲν χαιρόμαστε μὲ τὴ χαρὰ τοῦ ἀδελφοῦ μας; Ἄρα τὸ συγχαίρειν εἶναι βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως καὶ τὸ συμπάσχειν. Κάτι ποὺ θὰ φανερώσει μὲ τὸν πιὸ παραστατικὸ τρόπο ὁ Ἰησοῦς στὴν παραβολὴ τῆς τελικῆς κρίσεως ποὺ ἀκοῦμε τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω: ἡ ἐκδήλωση ἀγάπης πρὸς τὸν κάθε πάσχοντα ἄνθρωπο, τὸν πεινασμένο, τὸν ἀσθενῆ, τὸν γυμνό, τὸν φυλακισμένο, τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς ὀνομάζει ἀδελφούς του, ἰσοδυναμεῖ μὲ ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Θεό καὶ ἀποτελεῖ βεβαίως τὸ πρῶτο καὶ κύριο κρίτηριο μὲ βάση τὸ ὁποῖο θὰ κρινει κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία του· «ἐφʹ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε»[6]. Καὶ τὸ ἀντίστροφο: «ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποίησατε»[7].
Ἀγάπη σταυρόσχημη
Λέμε συχνὰ ὅτι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο εἶναι ἀλληλένδετες, εἶναι ἡ μία προϋπόθεση τῆς ἄλλης καὶ ταυτόχρονα συνέπεια ἡ μιὰ τῆς ἄλλης. Ὅμως δύσκολα στὴν πράξη ἔχουμε αὐτὴ τὴν εὐαισθησία. Συνήθως ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία τάση αὐτοπροστασίας, ποὺ πολλὲς φορὲς καταλήγει σὲ ἀτομοκεντρισμό. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἰδιαίτερα αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς σταυροαναστάσιμης πορείας μας πρὸς τὸ Πάσχα, φροντίζει νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει συχνὰ τὴ σταυρόσχημη ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη μας γιὰ νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένη πρέπει νὰ ἔχει σχῆμα σταυροῦ. Δηλαδή· Ἄν μποροῦσαμε νὰ περιγράψουμε τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ ὡς μία κάθετη γραμμή, ἡ σχέση μας μὲ τὸν συνάνθρωπο διαγράφεται ὡς ὀριζόντια. Ἔτσι ποὺ σχηματίζεται ἕνας σταυρός. Ὅποια ἀπὸ τὶς δύο σχέσεις κλωνίζεται, ἡ κάθετη ἢ ἡ ὀριζόντια, σπάζει ὁ σταυρός καὶ συνεπῶς δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ καμία ἀπὸ τὶς δύο σχέσεις. Τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω διαβάζουμε στὶς καθημερινὲς λειτουργίες περικοπὲς ἀπὸ τὶς Καθολικὲς Ἐπιστολὲς τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Ἡ πιὸ κάτω δήλωση ἀπὸ τὴν Α΄ Ἐπιστολή του δὲν ἀφήνει περιθώρια ἀμφισβήτησης: «Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»[8].
Συγχώρηση
Τὴν ἐκδήλωση ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀτομοκεντρισμό, ἐμποδίζει συχνὰ ἡ τάση αὐτοάμυνας ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πολλὲς φορὲς ἐκφράζεται καὶ ὡς κίνηση ἀντεπίθεσης ἢ ἐκδίκησης. Πρόκειται γιὰ τὸ σημαντικότερο καὶ δυσκολότερο κομμάτι τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Οἱ ἄνθρωποι δύσκολα δέχονται τὴν ἀδικία εἰς βάρους τους. Θέλουν νὰ ἀνταποδώσουν, εὔχονται τὸ κακὸ τοῦ ἄλλου, ἐκφράζουν μίσος. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις βλέπουμε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀδικηθεῖ, νὰ μὴν ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐκδικητικὴ διάθεση. Ὅμως ἔχουν μεγάλη δυσκολία να συγχωρέσουν. «Κακία δὲν κρατῶ, ἀλλὰ δὲν ξεχνῶ. Ἔχω πολὺ παράπονο. Οὔτε καλημέρα!». Στὴν ὑπέρβαση αὐτῶν τῶν ὁμολογουμένως ἀνθρωπίνων δυσκολιῶν ἢ ἀδυναμιῶν, τὰ κείμενα τῆς περιόδου αὐτῆς μᾶς ὑπενθυμίζουν ἐπανειλημμένα πόσο εὐεργετικὲς εἶναι οἱ πράξεις συγχώρησης. Μᾶς προβάλλουν τὴ μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀναμάρτηρος ὢν συγχωρεῖ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα καὶ μᾶς θυμίζουν ὅτι κι ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη συγχώρησης· δὲν εἴμαστε ἀλάνθαστοι!
Στὸ εὐαγγέλιο τῆς Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, μία ἡμέρα πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἡ συγχώρηση τίθεται ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν εἴσοδο μας στὸ Στάδιον τῶν ἀρετῶν· «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος»[9]. Ἐνῶ ὁ Ἑσπερινὸς τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς καθιερώθηκε ὡς ὁ Ἑσπερινὸς τῆς συγγνώμης, ἀφοῦ στὸ τέλος του οἱ πιστοὶ ζητοῦν τὴ συγχώρεση ἀλλήλων εὐχόμενοι Καλόν Στάδιον! Στὸ σημεῖο αὐτὸ μᾶς ἔρχεται στὴ σκέψη ἡ γνωστὴ ἱστορία ἀπὸ τὸ Γεροντικό, ποὺ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποτυχημένη προσπάθεια τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ νὰ πείσει τὸν ἐπισκέπτη του νὰ συγχωρήσει αὐτοὺς ποὺ τὸν εἶχαν βλάψει, τοῦ ζήτησε πρὶν ἀναχωρήσει νὰ κάνουν μία προσευχὴ. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ ἀπαγγέλλει τὸ Πάτερ ἡμῶν. Πρὸς τὸ τέλος ὅμως ἔκανε μία μικρὴ ἀλλαγή: «Καὶ μὴ ἀφίῃς ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς οὐδὲ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ὁ χριστιανὸς ἀμέσως διαμαρτυρήθηκε· «Λάθος, ἀββᾶ! Δὲν εἶναι ἔτσι ἡ προσευχή». Τότε ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε: «Στὴν περίπτωση σου αὐτὴ εἶναι ἡ προσευχή, ἐφ’ ὅσον δὲν συγχωρεῖς. Ἐὰν ἔλέγες τὴν προσευχὴ ὅπως εἶναι, τότε θὰ ἔλεγες ψέματα». Ἔφυγε λοιπὸν μετανοημένος ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα ἀποφασισμένος νὰ ἀποκαταστήσει τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχε παρεξηγηθεῖ.
Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν
Δὲν θὰ μπορούσαμε μιλώντας γιὰ τὴ Μ. Τεσσαρακοστὴ, νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὸ μεγάλο κεφάλαιο τῆς νηστείας, ἀφοῦ ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι ἡ κατεξοχὴν περίοδος νηστείας τῆς Ἐκκλησίας. Ἤδη ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς καὶ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα, τὰ κείμενα ἐπιμένουν στὴν προβολὴ τῆς ἀληθοῦς νηστείας. Στὸ εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προτρέπει: «Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί… σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ»[10]. Συγκλονιστικὴ εἶναι ἡ κραυγὴ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, στὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζουμε τὴν Καθαρὰ Δευτέρα τὸ πρωί (κατὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ς΄ Ὥρας): «Νηστείαν καὶ ἀργίαν, καὶ τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου»[11]. Τὰ λόγια ἀνήκουν στὸν ἴδιο τὸν Θεό. Μισεῖ τὶς γιορτὲς καὶ τὶς νηστεῖες μας ἐφ’ ὅσον αὐτὲς δὲν γίνονται μὲ καθαρὴ καρδιά. Γιὰ νὰ δώσει στὴ συνέχεια τὸν χαρακτήρα τῆς εὐάρεστης στὸν Θεὸ λατρείας: «Λούσασθε, καὶ καθαροὶ γίνεσθε, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλὸν ποιεῖν, ῥύσασθε ἀδικούμενον, δικαιώσατε χήραν καὶ ὀρφανόν. Καὶ δεῦτε, καὶ διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος»[12]. Μόνο τότε θέλει ὁποιαδήποτε σχέση διαλλαγῆς καὶ καταλλαγῆς ὁ Θεὸς μαζί μας, μόνο ὅταν σταματήσουμε τὶς «πονηρίες» ὁ ἕνας εἰς βάρος τοῦ ἄλλου καὶ μάθουμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, νὰ εἴμαστε δίκαιοι, νὰ νοιαζόμαστε γιὰ τοὺς ανθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.
Τὴν ἴδια μέρα, τὴν Καθαρὰ Δευτέρα, τὴν πρώτη μέρα τῶν νηστειῶν, ἕνας ὕμνος βασισμένος σὲ λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, διαγράφει τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀληθινῆς νηστείας: «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ· ἀληθὴς νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, καὶ ἐπιορκίας· ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν, ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος»[13]. Ἡ νηστεία παύει ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἁπλῶς ἕνας διαφορετικὸς τρόπος διατροφῆς, ἀλλὰ γίνεται βάση γιὰ πνευματικὲς ἀναβάσεις. Ὅπως ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία δὲν εἶναι μία προσωπικὴ ὑπόθεση, μία ἄσκηση ἀτομική, ἀλλὰ ἔχει ἕνα κοινωνικὸ χαρακτήρα, ἀκόμα καὶ οἰκολογικὸ χαρακτήρα θὰ λέγαμε. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης στὸν Κατηχητήριο Λόγο του ἐπὶ τῇ ἐνάρξει τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τοῦ 2016 ἐπισημαίνει ὅτι ἡ νηστεία ἀποτελεῖ «ἀφετηρίαν διὰ τὴν ὀρθήν, μεμετρημένην καὶ σώφρονα διαχείρισιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ προοπτικὴν τὴν κοινὴν ὠφέλειαν, οὕτως ὥστε νὰ ἐκμηδενίζωνται αἱ ἀρνητικαὶ καὶ διὰ τὸ κοινωνικὸν καὶ φυσικὸν περιβάλλον ἐπιπτώσεις ἐκ τῆς ἀλόγου χρήσεώς των»[14]. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ σωστὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι στὴν ὕλη. Ἡ ἐγκρατὴς χρήση τῆς ὕλης μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὴν κατάχρηση, ποὺ εἶναι ψυχοφθόρος ἀλλὰ καὶ ἡ κύρια αἰτία τῶν κοινωνικῶν διακρίσεων. «Συνεπῶς», καταλήγει ὁ Παναγιώτατος, «ἡ νηστεία πρέπει νὰ ἀποτελῇ ἀφορμὴν ἐγκρατείας, μὲ τελικὸν σκοπόν “περισσεύειν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει Πνεύματος Ἁγίου”[15], καὶ ἀποβλέπειν καὶ εἰς τοὺς σημερινοὺς πτωχούς “Λαζάρους” τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τῆς προσφυγιᾶς»[16].
Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς τελοῦμε τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐξορίας τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Γι’ αὐτὸ ψάλλουμε στὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Σαββάτου· «Ἐξεβλήθη Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, διὰ τῆς βρώσεως· διὸ καὶ καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο, ὁλολύζων, ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ, καὶ ἔλεγεν· Οἴμοι, τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ! μίαν ἐντολὴν παρέβην τὴν τοῦ Δεσπότου, καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι»[17]. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἐντολὴ ποὺ παρέβη ὁ Ἀδὰμ ἦταν σχετικὴ μὲ τὴν ἐγκρατὴ χρήση τῆς φύσης, ποὺ ἀποτρέπει τὴν κατάχρηση της. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἑρμηνεύει τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους ὡς μία δοκιμασία, ποὺ σκοπὸ εἶχε νὰ ἐνισχύσει τὴν ἐμπιστοσύνη τους πρὸς τὸν Θεό, ὥστε ἀφοῦ γίνουν ὤριμοι πνευματικὰ νὰ διαχειρίζονται μὲ ἐγκράτεια τὴ δημιουργία. Αὐτὸ σημαίνει σωστὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου[18]. Ἐπὶ τούτου πολὺ ἐνδιαφέρουσα εἶναι μιὰ ἄλλη ἄποψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη: «Ἡ νηστεία συνεπάγεται σὲ ἐλευθερία. Ἡ νηστεία εἶναι ἕνας τρόπος νὰ μὴ θέλω, νὰ θέλω λιγότερο, και αναγνώριση τῶν ἐπιθυμιῶν, τῶν ἀναγκῶν τῶν ἄλλων»[19].
Πνευματικὸς ἀγώνας
Μὲ ὅλα τὰ παραπάνω γίνεται κατανοητὸ ὅτι ἡ ἀληθινή, πνευματικὴ νηστεία εἶναι ἕνας συνεχὴς ἀγώνας. Βέβαια δὲν πρόκειται γιὰ μία ἀνθρώπινη προσπάθεια ποὺ γίνεται μὲ ἀνθρώπινα μέσα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ περίοδος αὐτὴ τῆς νηστείας καὶ τῆς μετανοίας εἶναι περίοδος ἐντονότερης προσευχῆς καὶ μυστηριακῆς ζωῆς. Λέγεται ὅτι ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν εἶναι μία διαρκὴς πάλη μὲ τὸν κακό μας ἑαυτό. Θὰ ἔλεγα ὅτι ὁ ἀγώνας στὸν ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία συνεχὴς ἐπίκληση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ἔρθει νὰ κάνει ἐκεῖνος τὴν πάλη κατὰ τῶν παθῶν μας. Ἡ προσευχὴ τὴν περίοδο αὐτὴ εἶναι καὶ ποσοτικὰ περισσότερη καὶ σὲ ὕφος ἐντονότερη, κατανυκτικότερη. Γιατὶ ἡ προσευχὴ εἶναι συνομιλία, σχέση, ἐκατέρωθεν κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα τῆς περιόδου μᾶς ὑπενθυμίζουν συνεχῶς τί εἶναι ἀληθινὴ νηστεία, πῶς πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε, τί πρέπει να καταπολεμήσουμε, σὲ ποιές ἀγαθὲς πράξεις νὰ προβοῦμε. Ὅμως ταυτόχρονα ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται ὅλα αὐτὰ νὰ μᾶς τὰ δώσει ὁ Θεός. Γιατὶ γνωρίζει ὅτι ἀπὸ μόνος του ὁ ἄνθρωπος τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κατορθώσει, αφοῦ κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο· «τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται»[20].
Εὐχὴ ἁγίου Ἐφραίμ
Ἡ γνωστὴ σὲ ὅλους μας Εὐχὴ τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, ἔρχεται καθημερινά, ἐπαναλαμβανόμενη σὲ δέκα διαφορετικὲς ἀκολουθίες, νὰ μᾶς ἐπιβεβαίωνει τὸ πνεῦμα καταλλαγῆς καὶ τὸν ἀγώνα τῆς μετάνοιας ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τονίζοντας παράλληλα ὅτι γιὰ νὰ πετύχουμε τὰ παραπάνω χρειάζεται πολλὴ προσευχή:
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου…».
Πολλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ευχὴ αὐτή, ποὺ ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ὀνομάζει ὡς τὴν κατ’ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς[21]. Θὰ ἀρκεστῶ ὅμως μόνο σὲ αὐτό: Θὰ μᾶς ὠφελοῦσε πολύ, ἐὰν κάθε φορὰ ποὺ ἀκοῦμε ἢ λέμε αὐτὴ τὴν ευχή, κάναμε τὴν αὐτοκριτική μας. Θὰ ἦταν καλὸ νὰ τὴν ἐπαναλαμβάνουμε συχνὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ κυρίως τὸ βράδυ κάνοντας ἕνα ἀπολογισμό: κατὰ πόσο εἴχαμε πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, ἀργολογίας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ἢ πόσο φίλαυτοι καὶ φίλαρχοι ἤμασταν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἴχαμε ταπείνωση, ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη; Τέλος βλέπουμε τὰ δικά μας πταίσματα ἢ κατακρίνουμε τὸν ἀδελφό μας; Κι ἐπειδὴ δύσκολο νὰ ποῦμε ὅτι ἤμασταν σὲ ὅλα ἐντάξει, ἐδῶ εἶναι ποὺ μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴ δύναμη ποὺ ἔχουν οἱ προστακτικὲς «μὴ μοι δῷς», «χάρισαί μοι», «δώρησαί μοι». Ἀπέναντι στὴ δική μας ἀποτυχία ὑπάρχει ἡ μεταμορφωτικὴ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ Δεσπότου τῆς ζωῆς μας, ποὺ θεραπεύει τὶς ἀδυναμίες μας, ἀναπληρώνει τὶς ἀποτυχίες μας.
Χαρμολύπη: Ἡ μετάνοια ὡς σταυροαναστάσιμο βίωμα
Αὐτὲς οἱ τελευταῖες σκέψεις μᾶς ὁδηγοῦν σὲ ἕνα ἄλλο θέμα, κυρίως ψυχολογικό. Ἀφορᾶ δηλαδὴ στὸν ἔσω ἄνθρωπο. Ἡ μετάνοια εἶναι μία συνεχὴς ἐσωτερικὴ διαδικασία αὐτοκριτικῆς, ποὺ προκαλεῖ ἕνα εἴδος θλίψης, μία αἴσθηση πικρίας, κατὰ τὸ Συναξάρι τῆς Σταυροπροσκυνήσεως[22]. Ὅλοι μας μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτό. Ὅταν ἐρευνοῦμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ σφάλματά μας, ὅταν κάνουμε αὐτοκριτική, κυρίως ὅταν προβαίνουμε σὲ αὐτοκατάκριση, αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου εὐχάριστο. Ὅμως ἡ θλίψη καὶ ἡ πικρία ποὺ προκαλεῖ ἡ μετάνοια δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν κατάθλιψη καὶ τὴν ἀπελπισία. Δὲν εἶναι θλίψη ποὺ συνθλίβει τὴν ψυχή, ἀλλὰ θλίψη ποὺ σταυρώνει, νεκρώνει καὶ συνθλίβει τὰ πάθη, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ μέσα μας ὁ ἐν Χριστῷ καινὸς ἄνθρωπος. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ σταύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι ἡ ἐμπειρία ποὺ ἀποκομίζουμε ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρόν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοι»[23].
Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα καθιερώθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως στὸ μέσον τῆς Τεσσαρακοστῆς. Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής. Η φυσική και πνευματική προσπάθεια, αν είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να μας γίνεται αισθητή, το φόρτωμα να γίνεται πιο βαρύ, η κόπωση πιο φανερή. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια και ενθάρρυνση. Δεν μπορούμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και ν΄ ακολουθήσουμε το Χριστό αν δεν ατενίζουμε το Σταυρό που εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός του Σταυρός, όχι ο δικός μας, είναι αυτὸς που μας σώζει. Ο δικός του Σταυρός είναι που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στον δικό μας σταυρό[24]. Εἴπαμε ὅτι ὁ Μεγάγη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ περιπέτεια τῆς ἀνθρωπότητας μετὰ τὴν ἐξορία ἀπὸ τὸν παράδεισο μέχρι τὴν ἐπιστροφὴ διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σταυρὸς λοιπὸν στὸ μέσον τῆς Σαρακοστῆς εἶναι τὸ ξύλο, τὸ δένδρο τῆς ζωῆς στὸ μέσον τοῦ Παραδείσου[25]. Ὑψώνεται ὁ Σταυρὸς γιὰ να μᾶς θυμίζει τί χάσαμε, ἀλλὰ καὶ τί μποροῦμε νὰ κερδίσουμε πάλι μέσω τοῦ Σταυροῦ. Νὰ μᾶς θυμίζει ὅτι πάντα ἡ σταύρωση ὁδηγεῖ στὴν ἀνάσταση. Ἔτσι λοιπὸν ἡ μετάνοια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγεῖ στὴν ἀπελπισία, στὴν ἀπόγνωση. Γιατὶ ἡ συνειδητοποίηση τῶν ἁμαρτιῶν μας συνοδεύεται ἀπὸ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, εἶναι πάντα ἕτοιμος να μᾶς συγχωρέσει, νὰ μᾶς παρηγορήσει, νὰ μᾶς δώσει τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη νὰ διορθώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ μειώσουμε τὶς κακίες, νὰ αὐξήσουμε τὶς ἀρετές. Γιατί, ὅπως εἴπαμε, ἡ πνευματική μας πρόοδος δὲν εἶναι δικό μας κατόρθωμα, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς κοινωνίας μας μὲ τὸν Θεό, εἶναι θεῖο δώρο ποὺ παρέχεται μέσω τῆς ἄσκησης, τῆς προσευχῆς, τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς βάζουμε τὴ θέληση, τὴν καλὴ διάθεση, ὄχι μόνο μὲ λόγια βεβαίως, ἀλλὰ καὶ ἐμπράκτως.
Σὲ μιὰ συζήτηση μὲ κάποιο πνευματικό, ἕνας νέος, ποὺ εἶχε ἔντονη τάση νὰ κρίνει αὐστηρὰ τὸν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε ἀπελπισμένος: «Πάτερ, εἶμαι ἄχρηστος». Τότε ὁ πνευματικὸς τοῦ ἀπάντησε: «Κι ἐγὼ εἶμαι ἄχρηστος. Καὶ μάλιστα εἶμαι πιὸ ἄχρηστος ἀπὸ σένα. Ἔχουμε ὅμως μιὰ διαφορά. Ἐσὺ λές· “Εἶμαι ἄχρηστος” καὶ βάζεις τελεία. Ἐγὼ λέω· “Εἶμαι ἄχρηστος” καὶ βάζω κόμμα καὶ μετὰ τὸ κόμμα βάζω ἕνα “ἀλλὰ”. Λέω λοιπόν· “Εἶμαι ἄχρηστος, ἀλλὰ σὲ σένα, ἐλπίζω, Κύριε”. Μὲ τὸ “ἀλλὰ” ἀρχίζω μία δευτερεύουσα ἐναντιωματική-ἀντιθετικὴ πρόταση. Δηλαδὴ ὅ,τι λέω μετὰ τὸ “ἀλλὰ” ἀνατρέπει ὅ,τι εἶπα πρὶν τὸ “ἀλλά”. Ἡ ἐλπίδα μου στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ συγχωρεῖ καὶ στὴ δύναμή του ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ κάνει ἀπὸ ἄχρηστο χρήσιμο, δὲν μὲ ἀφήνει νὰ πέσω στὴν ἀπόγνωση». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς μετάνοιας ὡς σταυροαναστάσιμης πορείας, ὡς χαρμολύπης.
Ἐξάλλου ἡ χαρμολύπη βλέπουμε νὰ διαπνέει τὴν ἑορτὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ὅπως καὶ ὅλη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε κατὰ τὴν προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ: «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν», ὅπως καὶ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης· «Προσκυνοῦμέν σου τὰ Πάθη, Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν». Ἡ Ἐκκλησία δὲν προβάλλει ποτὲ τὸν Σταυρὸ χωρὶς νὰ προβάλλει παράλληλα τὴν προοπτικὴ τῆς Ἀνάστασης. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἡ μετάνοια εἶναι μία προσωπικὴ σταύρωση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν προσωπικὴ ἀνάσταση. Αὐτὴ ὅμως ἡ προσωπικὴ σταύρωση καὶ ἀνάσταση δὲν εἶναι ἀτομικὴ ὑπόθεση. Γιατὶ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐξομάλυνση, τὴν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας. Μόνο τότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὰ βρήκαμε καὶ μὲ τὸν ἑαυτό μας. Γιατὶ στὸ τέλος τῆς ἡμέρας αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἡ εἰρήνη μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο ποὺ θὰ φέρει καὶ τὴν εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό μας. Ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ὑγιὴς κοινωνία μὲ τοὺς συνανθρώπους μας καλλιεργεῖ τὴ δικὴ μας προσωπικὴ ὑπαρξιακὴ ἑνότητα.
Ψυχή μου, ἀνάστα!
Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείπει ἀπὸ τὴν ἀναφορά μας στὴ μετάνοια, ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὕμνος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ Μέγας Κανὼν τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ἀρχιεπισκόπου Κρήτης. Μέγας ὀνομάστηκε ὁ κανόνας αὐτὸς λόγω τοῦ μεγέθους του. Ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐννέα ὠδές, μὲ 250 τροπάρια στὸ σύνολο. Ψάλλεται τὴν Α΄ Εβδομάδα των Νηστειών χωρισμένος σὲ τέσσερα μέρη καὶ ὁλόκληρος τὴν Πέμπτη τῆς Ε΄ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν. Ψάλλεται σὲ ἦχο πλάγιο β΄ ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα κατανυκτικός, ἐκφραστικὸς τοῦ πένθους καὶ τῆς συντριβῆς τῆς καρδίας. Ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν περιγράφει τὸν Μέγα Κανόνα ὡς «ἕνα θρῆνο μετάνοιας ποὺ μᾶς μεταφέρει στὸ βάθος καὶ στὸ πεδίο δράσης τῆς ἁμαρτίας, κλονίζοντας τὴν ψυχή μας μὲ τὴν ἀπόγνωση, τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐλπίδα». «Μὲ μία μοναδικὴ τέχνη ο ἅγιος Ανδρέας συνυφαίνει τὰ μεγάλα βιβλικά θέματα: Ἀδὰμ καὶ Εὔα, Παράδεισος καὶ Πτώση, Πατριάρχες, Νῶε καὶ κατακλυσμός, Δαβίδ, Χώρα τῆς Ἐπαγγελίας καὶ τελικὰ Χριστὸς καὶ Ἐκκλησία, ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν καὶ μετάνοια»[26]. Ὁ ὕμνος εἶναι γραμμένος σὲ πρῶτο πρόσωπο ἑνικοῦ. Εἶναι μία προσωπικὴ ἐξομολόγηση, ἢ καλύτερα ἕνας διάλογος μὲ τὴν ψυχή μου. Τὰ γεγονότα τῆς ἱερῆς ἱστορίας παρουσιάζονται σὰν γεγονότα τῆς ζωῆς μου. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στὸ παρελθὸν ἀποβλέπουν σὲ μένα καὶ στὴ σωτηρία μου, ἡ τραγωδία τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ προδοσία παρουσιάζονται σὰν προσωπική, δική μου τραγωδία. Τὸ ἔργο καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι νὰ ξεσκεπάσει τὴν ἁμαρτία καὶ ἔτσι νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια. Ὁ ποιητής, μὲ πλῆθος παραδειγμάτων ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, θετικῶν καὶ ἀρνητικῶν, παρακινεῖ κάθε ψυχὴ νὰ μιμεῖται τὶς καλὲς πράξεις, ν’ ἀποφεύγει τὶς φαῦλες καὶ νὰ καταφεύγει πάντα στὸν Θεὸ μὲ μετάνοια, δάκρυα καὶ ἐξομολόγηση. Μὲ ἀποκορύφωμα τὸ Κοντάκιον ποὺ ψάλλεται στὸ μέσον τοῦ Κανόνα: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα· τί καθεύδεις; Τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι. Ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου, Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Μνήμη θανάτου, τῆς πικρῆς πραγματικότητας, πρόσκληση γιὰ ἀνάνηψη, ἐλπίδα στὴν ἀγαπητικὴ φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο[27].
Πρότυπα ἀσκητικῆς ζωῆς
Εἶναι φανερὸ ὅτι ὅλο τὸ πνεῦμα τῶν κειμένων, στὰ ὁποῖα ἔχουμε ἀναφερθεῖ μέχρι στιγμῆς, ἔχουν κύριο στόχο τὴν ἀποκατάσταση σχέσεων, τὴ μεταμόρφωση, τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου, τῶν διαπροσωπικῶν του σχέσεων, τῆς ζωῆς του ὁλόκληρης. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἐντάσσονται καὶ οἱ ἑορτὲς ποὺ ἔχουν καθιερωθεῖ γιὰ τὶς πέντες Κυριακὲς τῶν Νηστειῶν. Ἤδη ἀναφερθήκαμε στὴν Τρίτη, αὐτὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Ἡ Δ΄ καὶ ἡ Ε΄ μᾶς προβάλλουν δύο κορυφαῖες μορφὲς τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὁ πρῶτος, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ἀφιερωμένος ἀπὸ παιδὶ στὸν Θεό, δάσκαλος τῆς μετανοίας, τῆς προσευχῆς, τῆς ἀγάπης, ἄφησε ὡς σπουδαία παρακαταθήκη σὲ ὅλους μας τὸ ἔργο του Κλῖμαξ τῶν αῤετῶν, ὅπου ὁ ἀγώνας τοῦ πιστοῦ παρουσιάζεται ὡς μία κλίμακα μὲ 30 σκαλοπάτια. Στὸ τελευταῖο βρίσκεται ἡ ἀγάπη, στὸ ὁποῖο φτάνει ὁ ἄνθρωπος ἀφοῦ καταπολεμήσει μύρια πάθη καὶ κατακτήσει ὅλες τὶς ἀρετές. Ἡ Κλῖμαξ στὶς Μονὲς διαβάζεται στὸ πλαίσιο τῶν ἀκολουθιῶν καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Θὰ μπορούσαμε νὰ ἐφαρμόσουμε κι ἐμεῖς τὴν εὐλογημένη αὐτὴ συνήθεια. Νὰ διαβάζουμε τὴν Κλίμακα αὐτὴ τὴν περίοδο. Ὑπάρχει πολὺ καλὴ ἔκδοση μὲ ἀπόδοση στὴν νεοελληνική[28]. Τὴν Ε΄ Κυριακὴ ἡ μορφὴ τῆς Μαρίας Αἰγυπτίας, μιᾶς πρώην μεγάλης ἁμαρτωλῆς, ποὺ ὅμως ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια της τὴν κατέστησε τὴ μεγαλύτερη ἀσκήτρια ὅλων τῶν ἐποχῶν. Φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ τὸν καθένα μας, ποὺ δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀποθαρρύνει τίποτε μπροστὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐγγυήτρια στὸν μαρτυρικὸ ἀγώνα της κατὰ τῆς ἁμαρτίας ἡ Θεοτόκος, ἡ καὶ δική μας τροφός, τὴν ὁποία τιμοῦμε πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μέσα ἀπὸ τοῦς Χαιρετισμοὺς καὶ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωή. Βίωμα καὶ θεολογία
Οἱ δύο πρῶτες Κυριακές, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ Γρηγορίου Παλαμᾶ, ποὺ βεβαίως καθιερώθηκαν ἀπὸ ἱστορικοὺς λόγους, ἔχουν κυρίως δογματικὸ χαρακτήρα. Ἑορτάζουμε τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ ψεύδους καὶ τῆς διαστρέβλωσης τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ὅμως μόνο πανηγυρισμοὶ γιὰ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας; Ποιά σημασία ἔχει γιὰ τὴ ζωή μας ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστης, τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καὶ ἡ καταδίκη τῶν αἱρέσεων; Ἡ ἀπάντηση θὰ δοθεῖ ἂν κατανοήσουμε πρῶτα τὴν ἔννοια τοῦ δόγματος στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δόγμα δὲν εἶναι ἕνα σύστημα θεωρητικῶν διδασκαλιῶν ποὺ καθιερώθηκαν ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ πιστοὶ εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ τὶς δεχόμαστε ἄκριτα καὶ χωρὶς νὰ κατανοοῦμε τὸ νόημά τους. Τὸ δόγμα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀποτελεῖ βίωμα, ζῶσα ἐμπειρία. Ἡ Ἐκκλησία πρῶτα ζεῖ καὶ μετὰ διατυπώνει μὲ λέξεις καὶ ὅρους αὐτὸ ποὺ ζεῖ. Ἂς δοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ δόγματος γιὰ τὶς εἰκόνες, τὴν ἀναστήλωση τῶν ὁποίων ἑορτάζουμε τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴ σχέση μὲ τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας της πολὺ πρὶν ξεσπάσει ὁ διωγμὸς τῆς Εἰκονομαχίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν καὶ ἔχουν μία ζωντανὴ σχέση μὲ τὴν εἰκόνα καὶ γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ βιώνουν κατὰ τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν εἰδωλολατρία. Ὅταν προσκυνοῦν τὴν εἰκόνα τιμοῦν, ἐκφράζουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο, καὶ ἔτσι «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», κατὰ τὴ γνωστὴ ἔκφραση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου[29]. Ὅταν λοιπὸν οἱ Πατέρες τὴς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διατυπώνουν τὸ δόγμα περὶ τῶν ἁγίων εἰκόνων, δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτυπώνουν τὴν μακρόχρονη ἐμπειρία, τὸ βίωμα, τὴ ζωντανὴ λατρεία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ὁ σκοπός, τόσο τῶν πατέρων ὑπερασπιστῶν τῶν ἁγίων εἰκόνων ὅσο καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποὺ γιορτάζουμε τὴ Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός· νὰ διαφυλάξουν τὴ δυνατότητα ζωντανῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό, νὰ διασφαλίσουν τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Ὁμολογοῦν οἱ πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: Ἐὰν δὲν δεχόμαστε τὴν ἀπεικόνιση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀρνούμαστε τὴν πραγματικὴ ἐνανθρώπησή του καὶ τότε ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος, ποιά ἡ ἐλπίδα νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο; Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἰκονίζοντας τοὺς ἁγίους ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι ἐφικτή. Ἐὰν αὐτοί, ἄνθρωποι σὰν κι ἐμᾶς, μπόρεσαν νὰ νικήσουν τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, τότε κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά τους. Τέλος ὁ ἀγώνας ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων προβάλλει τὴ σωστὴ στάση ἀπέναντι στὴν ὕλη[30]. Οἱ εἰκονομάχοι θεωροῦσαν τὴν ὕλη μιαρή, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι βλασφημία νὰ ζωγραφίζουμε τὴ μορφὴ τοῦ Θεανθρώπου μὲ ὑλικὰ στοιχεῖα (ξύλο, χρώματα, ψηφίδες). Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἡ ὕλη εἶναι ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἱερὴ καὶ ὡς τέτοια τὴν σεβόμαστε καὶ δὲν τὴν ὑποτιμοῦμε. Ἐπειδὴ ὡς ἄνθρωποι εἴμαστε ψυχοσωματικὲς ὀντότητες, δηλαδὴ μετέχουμε στὴν ὕλη, γι’ αυτὸ καὶ ὁ Θεὸς κοινωνεῖ μαζί μας διὰ τῆς ὕλης. Ἔτσι μέσω τῆς ὕλης μποροῦμε νὰ κοινωνήσουμε τῆς θείας χάριτος, ὅπως π.χ. διὰ τῶν ὑλικῶν στοιχείων τῶν μυστηρίων (ἄρτος καὶ οἶνος, ὕδωρ, ἔλαιον κ.λπ.) ἢ διὰ τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων. Γι’ αὐτό, ἐξάλλου, τὸ δόγμα γιὰ τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν λειψάνων, μὲ βάση τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ θεία χάρη ἐξαγιάζει τὸν ἅγιο ψυχῇ καὶ σώματι καὶ ἔτσι στὰ ἅγια λείψανα ἐνοικεῖ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὴν πρόοδο τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης, προβάλλοντας τὴ δυναμικὴ ποὺ ἔχουν τὰ ὀπτικοακουστικὰ μέσα στὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία, ὀνομάζει τὶς εἰκόνες «βιβλία τῶν ἀγραμμάτων»[31], μέσα διδασκαλίας. Τονίζει ἐπίσης ὅτι καὶ μόνο ἡ θέα τῆς εἰκόνας ἁγιάζει τὴν ὅραση καὶ τὸν νοῦ μας. Πολὺ περισσότερο ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν προσκύνηση τῆς εἰκόνας, καθὼς μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο προσφέρει λατρεία στὸν Θεὸ καὶ λαμβάνει τὴ θεία χάρη.
Αὐτὴ τὴν προσωπική, ζωντανὴ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνίζεται νὰ διασφαλίσει καὶ ὁ «κήρυξ τῆς χάριτος» ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς. Οἱ ἀντίπαλοί του, σχολαστικοὶ θεολόγοι τῆς Δύσης, διδάσκουν μία στεγνὴ πνευματικότητα, ὅπου ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ στηρίζεται στὴ μελέτη καὶ στοὺς φιλοσοφικοὺς συλλογισμούς[32]. Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀντιτάσσει τὴν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου μελέτη καὶ συλλογισμοὶ εἶναι θεμιτοὶ καὶ χρήσιμοι γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία στὴν Ἀνατολὴ πάντα ἐνίσχυε καὶ ποτὲ δὲν ἐμπόδισε. Ὅμως ἄλλο ἐπιστῆμες καὶ ἄλλο κοινωνία καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐπικοινωνεῖ μὲ τὰ πλάσματά του κατευθείαν, ἀποκαλύπτεται καὶ προσεγγίζεται μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνο τοῦ νοῦ. Ὁ Θεὸς διαχέει καὶ ἁγιάζει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη μας· σῶμα, ψυχή, νοῦ, αἰσθήσεις, θέληση, συναισθήματα. Ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ, γνωρίζει, ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, ὁδηγεῖται πρὸς τὴν τελειότητα, ἐξαγιάζεται, θεώνεται. Πῶς; Ἔχοντας κοινωνία μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποὺ λέμε χάρη τοῦ Θεοῦ. Κι ἔτσι ὁ Παλαμᾶς ἀπέναντι στοὺς διανοητικοὺς συλλογισμοὺς τῶν σχολαστικῶν προτάσσει βιώματα ὅπως, ἡ προσευχή, ἡ ἄσκηση, ἡ μετάνοια, ἡ μυστηριακὴ ζωή, βιώματα ποὺ δίνουν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐμπειρία τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό.
Αὐτὰ τὰ βιώματα, σὲ ἐντονότερο βαθμὸ ἀπὸ κάθε ἄλλη περίοδο, μᾶς προσφέρει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς νηστείας καὶ τὶς πλούσιες σὲ ἔννοιες καὶ πνευματικὰ ἐναύσματα ἀκολουθίες. Άλλὰ καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὴ συχνὴ θεία μετάληψη, ποὺ παρὰ τὸν πένθιμο χαρακτήρα τῆς περιόδου ποὺ ἀποκλείει τὴν τέλεση τῆς θείας λειτουργίας κατὰ τὶς καθημερινὲς, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσφέρει μέσω τῶν προηγιασμένων θείων λειτουργιῶν τέσσερις εὐκαιρίες μέσα στὴν εβδομάδα γιὰ νὰ μεταλάβουμε τῶν τιμίων δώρων.
Ὑπαρξιακὴ ἑνότητα καὶ εἰρήνη
Ὅπως εἶπα καὶ στὴν ἀρχὴ στόχος μου ἦταν νὰ παρουσιάσω τὴν πορεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μέσα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς εἰρήνης. Μιᾶς εἰρήνης ποὺ ἑδράζεται στὴν κατάλλαγή μας μὲ τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπό μας καὶ ὅλη τὴν πλάση, καὶ ποὺ στὸ τέλος ὁ κυρίως κερδισμένος βγαίνει ὁ ἑαυτός μας, γιατὶ ἔτσι ἔρχεται καὶ ἡ ὑπαρξιακή μας ἑνότητα καὶ εἰρήνη. Γι’ αυτὸ θὰ κλείσω μὲ μία εὐχὴ ἀπὸ τὴν κατανυκτικὴ θεία λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ἡ ὁποία ἐμπερικλείει ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω. Προσέξτε πῶς παρουσιάζεται ἡ ἁρμονία ψυχῆς καὶ σώματος, νοῦ καὶ αἰσθήσεων κατασφαλισμένα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὴ διάσπαση ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ νὰ φωτίσει σὲ μία ὑπαρξιακὴ ἑνότητα ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς ὕπαρξής μας: «Ὁ Θεός, ὁ μέγας καὶ αἰνετός, ὁ τῷ ζωοποιῷ τοῦ Χριστοῦ σου θανάτῳ εἰς ἀφθαρσίαν ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς μεταστήσας, σὺ πάσας ἡμῶν τὰς αἰσθήσεις τῆς ἐμπαθοῦς νεκρώσεως ἐλευθέρωσον, ἀγαθὸν ταύταις ἡγεμόνα τὸν ἔνδοθεν λογισμὸν ἐπιστήσας, καὶ ὀφθαλμὸς μὲν ἀπέστω παντὸς πονηροῦ βλέμματος, ἀκοὴ δὲ λόγοις ἀργοῖς ἀνεπίβατος, ἡ δὲ γλῶσσα καθαρευέτω ῥημάτων ἀπρεπῶν. Ἅγνισον ἡμῶν τὰ χείλη, τὰ αἰνοῦντά σε, Κύριε, τὰς χεῖρας ἡμῶν ποίησον, τῶν μὲν φαύλων ἀπέχεσθαι πράξεων, ἐνεργεῖν δὲ μόνα τὰ σοὶ εὐάρεστα, πάντα ἡμῶν τὰ μέλη, καὶ τὴν διάνοιαν, τῇ σῇ κατασφαλιζόμενος χάριτι»[33].
* Διάλεξη στὸ πλαίσιο τοῦ Σαλαμίνιου Ἐλεύθερου Πανεπιστημίου Ἀμμοχώστου, Ἱερὰ Μητρόπολις Κωνσταντίας-Ἀμμοχώστου, Παραλίμνι, 16 Μαρτίου 2017.
[1] Al. Schmemann, Μεγάλη Τεσσαρακοστή: Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα (μτφρ. Ἑλ. Γκανούρη), Ἀθηνά 31987, σ. 13.
[2] Ρωμ. 6, 3-4.
[3] Γαλ. 2, 20.
[4] Ἐφ. 4, 17-23.
[5] Λουκ. 15, 32.
[6] Ματθ. 25, 40.
[7] Ματθ. 25, 45.
[8] Α΄ Ἰω. 4, 20.
[9] Ματθ. 6, 14.
[10] Ματθ. 6, 16-17.
[11] Ἠσ. 1, 13-14.
[12] Ἠσ. 1, 16-18.
[13] Βλ. Τριῴδιον, Τῇ Δευτέρᾳ τῆς Α΄ Ἑβδομάδος, Εἰς στὸν Ἑσπερινὸν, Εἰς τὰ Ἀπόστιχα, Ἰδιόμελον α΄, ἦχος γ΄. Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Περὶ Νηστείας Λόγος Β΄, 7, PG 31, 196D.
[14] Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, Λόγος Κατηχητήριος ἐπὶ τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Κωνσταντινούπολις, 17 Μαρτίου 2016, § 6.
[15] Ρωμ. 15, 13
[16] Ὅπ.π. §7.
[17] Τριῴδιον, Τῷ Σαββάτῳ τῆς Τυρινῆς ἑσπέρας, Δοξαστικὸν τῶν Ἀποστιχῶν, ἦχος πλ. β΄.
[18] Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 2, 11, PG: «Τὸ μὲν ξύλον τῆς γνώσεως ἀπόπειράν τινα καὶ δοκιμὴν καὶ γυμνάσιον τῆς τοῦ ἀνθρώπου ὑπακοῆς καὶ παρακοῆς. Διὸ ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν κέκληται, ἢ ὅτι δύναμιν ἐδίδου γνωστικὴν τοῖς μεταλαμβάνουσι τῆς οἰκείας φύσεως, ὅπερ καλὸν μὲν τοῖς τελείοις, κακὸν δὲ τοῖς ἀτελεστέροις».
[19] Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, Συνάντηση μὲ τὸ Μυστήριο. Μία σύγχρονη ἀνάγνωση τῆς Ὀρθοδοξίας (μτφρ. Πολυξένη Τσαλίκη-Κιοσόγλου), Ἀθήνα 2011, σ.
[20] Ἐφ. 2, 8-9.
[21] Ἀλ. Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή: Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, ὅ.π., σ. 39.
[22] «Ἐπειδὴ διὰ τῆς τεσσαρακονθημέρου Νηστείας, τρόπον τινά, καὶ ἡμεῖς σταυρούμεθα, νεκρούμενοι ἀπὸ τῶν παθῶν, πικρίας τε αἴσθησιν ἔχομεν ἀκηδιῶντες, καὶ καταπίπτοντες, προτίθεται ὁ τίμιος καὶ ζωοποιὸς Σταυρός, ὡσανεὶ ἀναψύχων, καὶ ὑποστηρίζων ἡμᾶς, καὶ ὑπομιμνήσκων ἡμᾶς, τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ παραμυθούμενος».
[23] Μάρκ. 8,34.
[24] Βλ. Ἀλ. Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή: Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, ὅ.π., σ. 89-90.
[25] Βλ. Συναξάριον Κυριακῆς Σταυροπροσκυνήσεως
[26] Βλ. Ἀλ. Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή: Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, ὅ.π., σ. 73-74.
[27] Βλ. Συμεὼν Κούτσα (Μητροπ. Νέας Σμύρνης), Ἀδαμιαῖος Θρῆνος. Ὁ Μέγας Κανὼν Ἀνδρέου Κρήτης. Εἰσαγωγή-Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια, Ἀθήνα 1999.
[28] Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ (Εἰσαγωγή-Κείμενον–Μετάφρασις-Σχόλια-Πίνακες ὑπὸ Ἀρχιμ. Ἰγνατίου), Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠροπὸς Ἀττικῆς, 122014.
[29] Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 18, 45, PG 32, 149C. Πρβλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰ αγίας ἐικόνας 1, PG 94, 1252D καὶ Τοῦ Ἰδίου, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰ αγίας ἐικόνας 3, 41, PG 94, 1252D.
[30] Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκονας 1, 16, PG 94, 1245AB: «Πάλαι μὲν ὁ θεὸς ὁ ἀσώματός τε καὶ ἀσχημάτιστος οὐδαμῶς εἰκονίζετο͵ νῦν δὲ σαρκὶ ὀφθέντος Θεοῦ καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος εἰκονίζω Θεοῦ τὸ ὁρώμενον. Οὐ προσκυνῶ τῇ ὕλῃ͵ προσκυνῶ δὲ τὸν τῆς ὕλης δημιουργόν͵ τὸν ὕλην δι΄ ἐμὲ γενόμενον καὶ ἐν ὕλῃ κατοικῆσαι καταδεξάμενον καὶ δι΄ ὕλης τὴν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον͵ καὶ σέβων οὐ παύσομαι τὴν ὕλην͵ δι΄ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται».
[31] Πρβλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰ αγίας ἐικόνας 1, 47, PG 94, 1252D: «Τϊ τούτων τηλαυγέστερον πρὸς ἀπόδειξιν, ὅτι βίβλοι τοῖς ἀγραμμάτοις εἰσὶν αἱ εἰκόνες καὶ τῆς τῶν ἁγίων τιμῆς ἀσίγητοι κήρυκες ἐν ἀήχῳ φωνῇ τοὺς ὁρῶντας διδάσκουσαι καὶ τὴν ὅρασιν ἁγιάζουσαι; Οὐκ εὐπορῶ βίβλων, οὐ σχολὴν ἄγω πρὸς τὴν ἀνάγνωσιν, εἴσιμι εἰς τὸ κοινὸν τῶν ψυχῶν ἰατρεῖον, τὴν ἐκκλησίαν ὥσπερ ἀκάνθαις τοῖς λογισμοῖς συμπνιγόμενος· ἕλκει με πρὸς θέαν τῆς γραφῆς τὸ ἄνθος καὶ ὡς λειμὼν τέρπει τὴν ὅρασιν καὶ λεληθότως ἐναφίησι τῇ ψυχῇ δόξαν Θεοῦ». Πρβλ. Ὅρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi, 13, 377D: «Ὅσῳ γὰρ δι’ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον καὶ οἱ ταύτας θεώμενοι διανίστανται πρὸς τὴν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καὶ ἐπιπόθησιν».
[32] Κατὰ τοὺς σχολαστικοὺς τὰ μέσα θεογνωσίας εἶναι ἡ διερεύνηση τῶν γενικῶν ἐννοιῶν (universalia) καὶ ἡ μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων. Τὰ universalia εἶναι οἱ γενικὲς ἔννοιες (ὄν, οὐσία, Θεός, σωτηρία, ἐλευθερία κ.λπ.), πού, κατὰ τοὺς σχολαστικούς, ἐπειδὴ ὑπάρχουν ὡς ἔννοιες στὸν νοῦ, συνεπῶς ὑπάρχουν καὶ ἔξω ἀπὸ αύτὸν στὴν πραγματικότητα. Ἡ θεογνωσία λοιπὸν ἑρμηνεύεται ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς νοησιαρχικῆς λειτουργίας καὶ ὄχι ὡς καρπὸς τῆς μετοχῆς στὴ μεταμορφωτικὴ καὶ φωτιστικὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἁγιοπνευματικὲς ἐνέργειες γιὰ τοὺς σχολαστικοὺς μποροῦν ἁπλῶς νὰ ἐνισχύσουν τὴ δύναμη τοῦ νου στὴ μελέτη καὶ τοὺς φιλοσοφικοὺς συλλογισμούς. Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Α΄, Θεσσαλονίκη 19, σ.
[33] Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, Εὐχὴ τῶν Πιστῶν Α΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου