ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

(Λκ. 10, 25-37)

Ὁ Κύ­ρι­ος, στὴ ση­με­ρι­νὴ πα­ρα­βο­λή, κά­νει κά­τι πρω­το­πο­ρι­α­κὸ γιὰ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ πλη­σί­ον. Ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νει τὴν ἔν­νοι­α αὐ­τὴ ἀ­πὸ τὰ στε­νὰ ὅ­ρι­α καὶ πλαί­σι­α, γε­ω­γρα­φι­κά, φυ­λε­τι­κά, θρη­σκευ­τι­κά. Ὁ Χρι­στὸς το­νί­ζει ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χουν ὅ­ρι­α στὸ χρέ­ος τῆς ἀ­γά­πης. Πλη­σί­ον εἶ­ναι ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ποὺ βρί­σκε­ται σὲ ἀ­νάγ­κη, ἀ­δι­α­κρί­τως ἔ­θνους, φυ­λῆς, θρη­σκευ­τι­κοῦ πι­στεύ­ω, κοι­νω­νι­κῆς τά­ξε­ως, ἢ εὐ­θύ­νης γιὰ τὴν κα­τά­στα­σή του. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ βα­ρύ­νει εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος ὡς εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Καὶ τὸ οὐ­σι­α­στι­κὸ πρό­βλη­μα δὲν εἶ­ναι ποιὸς εἶ­ναι ὁ πλη­σί­ον, ἀλ­λὰ τὸ πῶς θὰ γι­νό­μα­στε ἐ­μεῖς πλη­σί­ον σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ χρει­ά­ζε­ται βο­ή­θει­α.


Ὁ Κύ­ρι­ος μὲ τὴν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κή του πε­ρι­γρα­φὴ θέ­τει ἔμ­με­σα ἕ­να ἀ­κό­μη ἀ­μεί­λι­κτο ἐ­ρώ­τη­μα. Ποιὸς ἔ­χει τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α νὰ κα­τα­νο­εῖ κα­λύ­τε­ρα τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, νὰ ἀ­να­κα­λύ­πτει κα­λύ­τε­ρα τὸ βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τῆς ἐν­το­λῆς πε­ρὶ ἀ­γά­πης τοῦ πλη­σί­ον; Ποιὸς τε­λι­κὰ τη­ρεῖ τὸν Νό­μο; Αὐ­τοὶ ποὺ ἀ­σχο­λοῦν­ται ἐ­πι­σή­μως μὲ τὸ λει­τουρ­γι­κὸ καὶ θρη­σκευ­τι­κὸ τυ­πι­κό, οἱ ἱ­ε­ρεῖς καὶ οἱ λευ­ΐ­τες, ἢ ἕ­νας ξέ­νος, ἐ­κτὸς τῆς ὀρ­θό­δο­ξης Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς πα­ρεμ­βο­λῆς, ὅ­πως ἦ­ταν ὁ Σα­μα­ρεί­της, ποὺ βλέ­πει μὲ κα­θα­ρὸ μά­τι καὶ αὐ­θόρ­μη­τη καρ­διὰ τὸν συ­νάν­θρω­πό του, χω­ρὶς θρη­σκευ­τι­κὲς καὶ φυ­λε­τι­κὲς προ­κα­τα­λή­ψεις; Δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται ἔμ­πρα­κτα στὶς ἀ­νάγ­κες τοῦ ἄ­γνω­στου καὶ ἀ­νώ­νυ­μου πλη­σί­ον;

Θε­ω­ρη­τι­κά, ἐ­μεῖς οἱ χρι­στια­νοὶ συμ­φω­νοῦ­με μὲ τὴ νέ­α αὐ­τὴ δι­ά­στα­ση τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ «πλη­σί­ον», ποὺ κα­θο­ρί­ζει ἡ πα­ρα­βο­λὴ τοῦ κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­τη. Ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πά­νω στὴν πρά­ξη τῆς ζω­ῆς, τί γί­νε­ται; Θαυ­μά­ζου­με τὸν κα­λὸ Σα­μα­ρεί­τη καὶ μι­μού­μα­στε ἀ­θέ­λη­τα τὸν ἱ­ε­ρέ­α καὶ τὸν λευ­ΐ­τη. Καὶ οἱ κλη­ρι­κοὶ καὶ οἱ λα­ϊ­κοί.

Τὸ κρί­σι­μο λοι­πὸν πρό­βλη­μα στὴν προ­σω­πι­κή μας ζω­ὴ εἶ­ναι τὸ πῶς ἀ­πὸ τὴ δι­α­νο­η­τι­κὴ συμ­φω­νί­α μὲ τὸ μή­νυ­μα τῆς ση­με­ρι­νῆς πα­ρα­βο­λῆς θὰ προ­χω­ρή­σου­με στὴν ὑ­παρ­κτι­κὴ συμ­μόρ­φω­ση. Ἀ­πὸ τὴν ἁ­πλὴ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τὸν πλη­σί­ον στὴ βου­λη­τι­κὴ βί­ω­σή της.

Γιὰ νὰ βο­η­θη­θοῦ­με ἂς προ­σέ­ξου­με με­ρι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς ἀ­γά­πης, ὅ­πως ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται στὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ ἁ­πλοῦ πρω­τα­γω­νι­στῆ τῆς πα­ρα­βο­λῆς. 

Ὁ Σα­μα­ρεί­της εὐ­σπλαγ­χνί­ζε­ται καὶ φρον­τί­ζει τὸν ἄ­τυ­χο ὁ­δοι­πό­ρο. Σπεύ­δει ἀ­πρόσκλητα. Δὲν ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὸ κα­κὸ ποὺ ἔ­κα­μαν οἱ λη­στές, ἢ τὴν ἀ­δι­α­φο­ρί­α καὶ ἀ­σπλαγ­χνί­α ποὺ ἐ­πέ­δει­ξαν οἱ ἄλ­λοι. Ὁ ἴ­διος προ­σω­πι­κὰ κά­νει τὸ χρέ­ος του. Τὸ οὐ­σι­α­στι­κὸ ἐ­ρώ­τη­μα δὲν εἶ­ναι τί κά­νουν ἢ τί δὲν κά­νουν οἱ ἄλ­λοι, ἀλ­λὰ πῶς ἐ­μεῖς συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε στὶς συγ­κε­κρι­μέ­νες κα­τα­στά­σεις. Ἕ­να ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη κο­στί­ζει. Εἶ­ναι μί­α ὀ­δυ­νη­ρὴ πα­ραί­τη­ση ἀ­πὸ πράγ­μα­τα ποὺ δι­και­ού­μα­στε, τὸ χρῆ­μα, τὸν χρό­νο, τὸ κα­θη­με­ρι­νὸ πρό­γραμ­μα. Ὁ Σα­μα­ρεί­της κα­θυ­στε­ρεῖ τὸ τα­ξί­δι του, βα­δί­ζει πε­ζός, θέ­τει στὴ δι­ά­θε­ση τοῦ τραυ­μα­τί­α ὅ,­τι ἔ­χει. Ἡ ἀ­γά­πη δὲν ἀ­φή­νει καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πει τὸ κα­λὸ νὰ γί­νε­ται λει­ψά. Ἂν συ­χνὰ εἴ­μα­στε ἀ­νί­κα­νοι νὰ μι­μη­θοῦ­με τὸν Σα­μα­ρεί­τη εἶ­ναι για­τὶ θὰ θέ­λα­με νὰ ἀ­γα­πή­σου­με μὲ τὸ ἀ­ζη­μί­ω­το. Ὅ­ποιος ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ ἀ­γα­πᾶ, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ στε­ρη­θεῖ ὁ­ρι­σμέ­να δι­κά του δι­και­ώ­μα­τα καὶ ἀ­γα­θά. Ἔ­πει­τα ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ ἀ­να­ζή­τη­ση ἀν­ταλ­λαγ­μά­των, ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ τὸν βρα­χνᾶ τῆς ἀ­να­γνω­ρί­σε­ως. Δὲν ἐ­νερ­γεῖ γιὰ νὰ φα­νεῖ καὶ γιὰ νὰ ἐ­παι­νε­θεῖ. Ὁ Σα­μα­ρεί­της κά­νει τὸ κα­λὸ στὴν ἐ­ρη­μιά, χω­ρὶς νὰ πε­ρι­μέ­νει τί­πο­τε ὡς ἀν­τάλ­λαγ­μα.

Τέ­λος, ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι μί­α ἤ­ρε­μη δύ­να­μη, πι­ὸ ἰ­σχυ­ρὴ καὶ ἀ­πὸ τὸν θά­να­το. Δὲν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε στὴ δι­ά­σω­ση τοῦ τραυ­μα­τί­α, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως στὴ νί­κη πά­νω στὸν φό­βο τοῦ θα­νά­του. Οἱ δύ­ο ἄν­θρω­ποι ποὺ προ­η­γή­θη­καν τοῦ Σα­μα­ρεί­τη, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καὶ ὁ Λευ­ΐ­της, ἔ­φυ­γαν τρο­μαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸν τό­πο τοῦ δρά­μα­τος. Ὁ Σα­μα­ρεί­της, ὅ­μως, προ­χω­ρεῖ ἤ­ρε­μα, ἀ­πο­φα­σι­στι­κά, γεν­ναῖ­α, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὸν κίν­δυ­νο. Για­τὶ «ἡ ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τὸν φό­βο». «Τὶς οὖν τού­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοὶ γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λη­στάς;», ἐ­ρω­τᾶ τὸν κα­θέ­να μας στὴν ἐ­πί­ση­μη ὥ­ρα τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας ὁ Κύ­ρι­ος. Τὴν ἀ­πάν­τη­ση τὴν ξέ­ρου­με: «Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ᾿ αὐ­τοῦ». Ὅ­μως αὐ­τὸ δὲν φθά­νει, δι­ό­τι ἀ­παι­τεῖ­ται καὶ ἡ μί­μη­ση, δη­λα­δὴ τὸ «Πο­ρεύ­ου καὶ σὺ ποί­ει ὁ­μοί­ως». Ζῆ­σε τὴν ἀ­πάν­τη­ση στὴν προ­σω­πι­κή σου ζω­ή, ποὺ θὰ ἀρ­χί­σει ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴ Λει­τουρ­γί­α, στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά σου. Ζῆ­σε μὲ μί­α προ­σω­πι­κὴ συμ­με­το­χὴ στὸν πό­νο τοῦ πλη­σί­ον, τοῦ κά­θε πλη­σί­ον, μὲ μί­α ἀ­γά­πη ποὺ στοι­χί­ζει, ποὺ δὲν ζη­τᾶ ἀ­να­γνώ­ρι­ση, μὲ μί­α ἀ­γά­πη ἤ­ρε­μη καὶ ἀ­πο­φα­σι­στι­κή, ἱ­κα­νὴ νὰ νι­κή­σει τὸν θά­να­το.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου