ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ 2017-18 37
5η Κυριακή Λουκᾶ
(Λκ. 16, 19 – 31)
5 Νοεμβρίου 2017
«...ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ»
Εἶναι θλιβερή ἡ κατάσταση τοῦ πλουσίου τῆς σημερινῆς παραβολῆς. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ παρουσιάζει τήν κόλαση σά φωτιά πού προκαλεῖ ἀφόρητο καί φρικτό πόνο στούς κολασμένους. Ὁ πόνος ἀπό τή φλόγα τῆς κολάσεως εἶναι αἰώνιος, ἀτελεύτητος, ἀπροσμέτρητος, ἀφόρητος. Ἄν βάλουμε μέ τό μυαλό μας ἕνα ἔγκαυμα πού, ἀντί νά θεραπευθεῖ, συνεχῶς ἀνανεώνεται ἀπό καινούρια φωτιά, τότε θά καταλάβουμε, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, τί σημαίνει κόλαση.
«Ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ», φωνάζει ὁ ἄφρων πλούσιος στόν Ἀβραάμ καί σπαράζει ἡ καρδιά μας ἀπ’ αὐτή τήν ὀδύνη. Τά ὑλικά ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται ἡ φλόγα τῆς κολάσεως εἶναι τρία. Πρῶτο ὑλικό εἶναι οἱ τύψεις, δεύτερο ὑλικό εἶναι ἡ μοναξιά, τρίτο ὑλικό εἶναι οἱ ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες καί τό φοβερώτερο ἀπ’ ὅλα τά ὑλικά εἶναι ἡ ἀπίστευτη γιά τό ἀνθρώπινο μυαλό διάρκεια αὐτῆς τῆς φλόγας.
Τό πρῶτο ὑλικό τῆς φλόγας τῆς κολάσεως εἶναι οἱ τύψεις.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαπράττει ἕνα σφάλμα, σηκώνεται τρικυμία στήν ψυχή του. Οὔτε τά χρήματα, οὔτε οἱ γνωριμίες, οὔτε οἱ ἡδονές μποροῦν νά τόν κάνουν νά ξεχάσει τίς τύψεις του. Τρέχει νά βρεῖ τή χαρά στίς διασκεδάσεις, στά ξενύχτια, στό ποτό, στίς ἠθικές παρεκτροπές, ἀλλά οἱ τύψεις δέν ἡσυχάζουν. Περισσότερο τόν ἐλέγχουν. Σηκώνουν μέσα του ἑκατομμύρια γιατί. Ἀμέτρητα ἐρωτηματικά τοῦ ἀφαιροῦν πρῶτα τήν ἡσυχία, ὕστερα τήν εὐτυχία καί στό τέλος τήν ὑγεία. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά δικαιολογήσει τόν ἑαυτό του, ἀλλά οἱ τύψεις δέν ξεγελιοῦνται. Τοῦ δημιουργοῦν ἀμέτρητες ἐνοχές. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν παραδεχθεῖ τό λάθος του, ἄν δέν ἐπωμισθεῖ τίς εὐθύνες του καί δέν καταφύγει στή μετάνοια, θά ὁδηγηθεῖ στήν ἀπελπισία καί στήν κατάθλιψη. Οἱ τύψεις μποροῦν νά σβησθοῦν μέσα στό λυτρωτικό μυστήριο τῆς μετανοίας, στήν ἐξομολόγηση. Ὅποιος δέν φροντίζει νά τίς ἐξαφανίσει μέ τήν ἐξομολόγηση, θά τίς
κουβαλάει στήν αἰωνιότητα καί αὐτές θά ἀποτελέσουν τήν
πρώτη ὕλη γιά τή φλόγα πού θά τόν καίει στήν κόλαση. Ἄν
οἱ ἐνοχές εἶναι ἀνυπόφορες τώρα, πού μποροῦμε κάποτε
νά ξεφύγουμε ἀπ’ αὐτές, ἄς σκεφθοῦμε πόσο θά ὑποφέρει
ὅποιος δέν θά ἔχει δυνατότητα διαφυγῆς ἀπ’ αὐτές καί θά
τίς κουβαλάει μέσα του γιά πάντα!
Τό δεύτερο ὑλικό, στή συνέχεια, πού τρέφει τή φλόγα τῆς
κολάσεως εἶναι ἡ μοναξιά. Ὁ ἐγωιστής ἄνθρωπος πού κλεί-
νεται στόν ἑαυτό του καταδικάζεται σέ μοναξιά. Ὁ ἄνθρω-
πος πού κοιτάζει μόνο τό συμφέρον του, τή βόλεψή του, τήν
ἀτομική του καλοπέραση αὐτοκαταδικάζεται σέ μοναξιά.
Ὁ ἄνθρωπος πού βλέπει τά πάντα μέσα ἀπό τό ἐγώ του
καί θεωρεῖ πώς εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου αὐτοτιμωρεῖται
μέ τή μοναξιά. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο ἀπό τή
μοναξιά. Εἶναι τραγικό καί συνάμα ὀξύμωρο νά βρίσκεσαι
ἀνάμεσα σέ ἀμέτρητους ἀνθρώπους στή δουλειά, στή δια-
σκέδαση, στίς πολυκατοικίες, στίς μεγάλες super ἀγορές, καί
ὅμως νά εἶσαι μόνος. Εἶναι θλιβερό νά στριμώχνεσαι μέ τόν
ἄλλο στόν ἀνελκυστήρα καί νά μή γίνεται οὔτε ἡ ἀνταλλα-
γή ἑνός χαιρετισμοῦ. Στήν κατάσταση αὐτῆς τῆς μοναξιᾶς,
στήν ὁποία καταδικάζουμε τούς ἑαυτούς μας, γευόμαστε
τή δυστυχία. Αὐτή ἡ μοναξιά δέν ἔχει διέξοδο. Ἐπικάθεται
σάν πλάκα πάνω στήν ἀνθρώπινη ψυχή καί τή συνθλίβει.
Ἄν εἶναι ἀνυπόφορη τούτη ἡ κοσμική καί πρόσκαιρη μονα-
ξιά, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἑκατοντάδες τρόπους νά ξεφύγει ὁ
ἄνθρωπος, μποροῦμε νά σκεφτοῦμε πόσο ἀβάσταχτη εἶναι
ἡ μοναξιά τῆς κολάσεως. Ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος αὐτοκατα-
δικάζεται νά ζήσει αἰώνια μόνος του, κλεισμένος στόν ἐγω-
ισμό του, ἀποκομμένος ἀπό κάθε δυνατότητα ἐπικοινωνίας!
Τό τρίτο ὑλικό τῆς φωτιᾶς στήν κόλαση εἶναι οἱ ἀνεκπλή-
ρωτες ἐπιθυμίες. Οἱ ἐπιθυμίες σ’ αὐτόν τόν κόσμο χαρίζουν
ἱκανοποίηση, διότι ἔχουν τά ὑλικά γιά νά γίνουν πραγμα-
τικότητα. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ζεῖ, δέν προλάβει νά
ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς ἐγωιστικές καί ἐφάμαρτες ἐπιθυμίες του,
θά τίς πάρει μαζί του μέ τό θάνατό του ὡς γνωρίσματα τοῦ
χαρακτήρα του. Ἐκεῖ, ὅμως, δέν θά ὑπάρχει ἡ ὕλη, γιά νά
ἱκανοποιηθοῦν. Ὁ κολασμένος λοιπόν ἔχει ἐπιθυμίες, ἀλλά
δέν ἔχει τήν ὕλη καί τόν τρόπο γιά νά τίς πραγματοποιήσει.
Οἱ ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες τότε θά μετατραποῦν σέ βασα-
νιστήριο. Ἐκεῖ ὁ φιλάργυρος δέν θά ἔχει χρήματα, γιά νά
μετρήσει, ὁ φιλήδονος δέν θά ἔχει σάρκα, γιά νά ἀπολαύσει,
ὁ γαστρίμαργος καί λαίμαργος δέν θά ἔχει φαγητό, ὁ κα-
πνιστής δέν θά ἔχει τσιγάρο, ὁ ναρκομανής δέν θά ἔχει οὐ-
σίες, ὁ μέθυσος δέν θά ἔχει ποτό, ὁ πλεονέκτης δέν θά ἔχει
πράγματα. Ὁ ἄνθρωπος θά καίγεται ἀπό τίς ἐπιθυμίες του,
οἱ ὁποῖες θά ζητοῦν νά πραγματοποιηθοῦν, ἀλλά αὐτό δέν
πρόκειται νά γίνει ποτέ! Ἐδῶ λίγο καθυστερεῖ νά πραγμα-
τοποιηθεῖ μιά ἐπιθυμία μας καί τρελαινόμαστε. Πόσο βα-
σανιστικό θά εἶναι νά ζητοῦν οἱ ἐπιθυμίες μας ἱκανοποίηση
καί αὐτό νά μήν μπορεῖ νά γίνει ποτέ;
Τό φρικτότερο ὑλικό, ὅμως, αὐτῆς τῆς φλόγας εἶναι ἡ δι-
άρκειά της. Στό φτωχό καί πεπερασμένο μυαλό μας δέν
χωράει εὔκολα ἡ λέξη αἰωνιότητα. Νά θυμόμαστε ὅτι ἡ αἰω-
νιότητα εἶναι μία πραγματικότητα χωρίς τέλος, πού, ἄν δέν
χρησιμοποιήσουμε ἀπό τώρα τή μετάνοια, θά τή ζήσουμε μέ
ἀπέραντη δυστυχία, πόνο καί μοναξιά. Τό φοβερό εἶναι πώς
ὅλα αὐτά στήν αἰωνιότητα εἶναι χωρίς τέλος, χωρίς ἐλπίδα
θεραπείας, χωρίς προσμονή ἐπιστροφῆς καί διορθώσεως. Ἡ
φωτιά τῆς ὀδύνης δέν ἔχει τέλος, διότι τρέφεται ἀπό τήν
ἀθάνατη ψυχή.
Στήν αἰωνιότητα ὁ χρόνος καταργεῖται. Οἱ ἐπιλογές μας
γίνονται ἀπό τώρα πού ὁ χρόνος τρέχει. Ἡ φλόγα τῆς κο-
λάσεως καί ἡ φωτιά τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης περιμένουν
ὅλους ἐκείνους πού κάνουν αὐτή τήν ἐπιλογή ἀπό τώρα,
μέ τόν ἐγωισμό, τήν ἄρνηση καί τήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, μέ
τό μίσος καί τόν καιροσκοπισμό, μέ τήν ἀχαλίνωτη ὑπακοή
στά κατώτερα πάθη. Ἄν, ὅμως, ἀπό τώρα ἐπιλέξουμε τόν
ἀγώνα τῆς μετάνοιας, τό δρόμο τῆς γνωριμίας καί τῆς ζω-
ντανῆς σχέσης μέ τό Χριστό, τή χαρά τῆς προσφορᾶς καί
τῆς ἀγάπης στό διπλανό, τήν ἁρμονία τῆς ἐγκράτειας στήν
ὕλη, τότε μᾶς περιμένει ἡ γλυκύτητα καί τό φῶς τοῦ ὡραίου
προσώπου τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Παραδεισός μας, πού εἶναι ἡ ἀγκα-
λιά τοῦ πολυαγαπημένου μας Νυμφίου, τήν ὁποία εἴθε ὅλοι
μας νά ποθήσουμε καί νά ἀξιωθοῦμε.
Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου