ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰω. 5, 1-15)
(Ἰω. 5, 1-15)
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ θαυμαστὴ θεραπεία ἑνὸς ἄνδρα, ὁ ὁποῖος κατέκειτο παράλυτος γιὰ τριάκοντα ὀκτὼ ἔτη.
Στὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχε ἕνα ἰδιαίτερο κτίσμα, μία δεξαμενὴ μὲ πέντε στοές, ποὺ στὰ ἑβραϊκὰ ὀνομαζόταν Βηθεσδά. Στὸ μέρος ἐκεῖνο κείτονταν πλῆθος ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν καὶ ἐν γένει ἀνήμπορων ἀνθρώπων. Αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν μιὰ ὄντως τραγικὴ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας, ἀλλὰ καὶ ἔκφραση τῆς θλίψεως, τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ πόνου. Ἐκεῖ ἀκούγονταν ἀπὸ τοὺς ταλαίπωρους αὐτοὺς ἀσθενεῖς κραυγὲς πόνου καὶ ἀδημονίας, ἱκεσίες καὶ παρακλήσεις, ὥστε νὰ τύχουν χέρι βοηθείας.
Ταυτόχρονα, ὅμως, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὑπῆρχε στὸν χῶρο ἐκεῖνο ὑπομονὴ καὶ πολλὴ καρτερία. Ὁμιλῶντας εἰδικότερα γιὰ τὸν ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ἔτη παράλυτο, ὀνομάζει «ἔκπληκτη» τὴν καρτερία του, διότι παρέμενε καὶ ὑπέμενε στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, χωρὶς συγγενεῖς καὶ φίλους, μόνος καὶ ἀβοήθητος. Τὸ ἴδιο πάντως ἄγρυπνοι καὶ καρτερικοὶ ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς, ἀφοῦ ἦταν ἄδηλος ὁ καιρὸς «καθ᾽ ὃν ἐτινάσσετο τὸ ὕδωρ». Ἑρμηνεύοντας ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τὸ «ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ», λέει πὼς τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας δὲν γινόταν βέβαια συνεχῶς, ἀλλὰ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό. Ὁ χρόνος τέλεσής του ἦταν ἄγνωστος στοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸ λάμβανε χώρα πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, οἱ ἀσθενεῖς βρισκόντουσαν συνεχῶς στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, ἕτοιμοι νὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτή. Ὅλοι δὲ οἱ ἀσθενεῖς εἶχαν καὶ κάποιο δικό τους, ὥστε νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ καὶ νὰ τοὺς βάλει στὸ νερό. Μόνο ὁ προαναφερθεὶς παραλυτικὸς ἦταν μόνος ἐκεῖ. Παρόλα αὐτὰ ὁ μοναχικὸς παραλυτικὸς δὲν δυσανασχετοῦσε. Στὸν διάλογό του μὲ τὸν Κύριο, ἐπιδεικνύει τὴν ἐσωτερική του ποιότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν ρώτησε ἐὰν θέλει νὰ γίνει καλὰ δὲν ἀντέδρασε μὲ κακότητα καὶ ἀπελπισία. Πολὺ περισσότερο δὲν στενοχωρήθηκε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος˙ δὲν τοῦ εἶπε: «ἦρθες γιὰ νὰ μὲ προσβάλεις, νὰ μὲ διασύρεις καὶ νὰ μὲ διακωμωδήσεις, ρωτῶντας με ἂν θέλω νὰ θεραπευθῶ;». Ἀντ᾽ αὐτοῦ ἀπαντᾶ μὲ πραότητα καὶ μὲ μεγάλη μετριοπάθεια: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν˙ ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει».
Ἡ πολυετὴς ἀσθένεια τοῦ παραλυτικοῦ συνδέεται μὲ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ Κύριος, ἀφοῦ τὸν θεράπευσε τοῦ εἶπε: «ἴδε ὑγιὴς γέγονας˙ μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται», πρᾶγμα ποὺ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, σημαίνει πὼς ἡ ἁμαρτία του ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὴ μακροχρόνια ἀσθένειά του. Πάντως, ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, οἱ μακροὶ καὶ ὀδυνηροὶ χρόνοι τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς δοκιμασίας ἔσβησαν τὶς ἁμαρτίες. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ λέει τὰ ἴδια ποὺ εἶπε στὸν ἄλλο παραλυτικό, αὐτὸν τῆς Καπερναούμ, δηλαδὴ τὸ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
Ἡ συνομιλία τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Κύριο ἀποδεικνύει καὶ ἀναδεικνύει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀνδρεία του˙ ἡ πίστη του φαίνεται στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο δέχθηκε τὴν προσταγή: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει». Ἡ δὲ ἀνδρεία του ἀποκαλύπτεται ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅταν, παρὰ τὶς κατηγορίες τῶν Ἑβραίων γιὰ καταπάτηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου: «ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ˙ σάββατόν ἐστιν˙ οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον», ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὸν εὐεργέτη του, ἀλλὰ τὸν ἀνακήρυξε καὶ τὸν ὁμολόγησε.
Ὁ πόνος καὶ ἡ δοκιμασία δὲν εἶναι κάτι ποὺ βίωσε μόνο ὁ παραλυτικὸς καὶ οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς ποὺ κείτονταν κάτω ἀπὸ τὶς στοὲς τῆς δεξαμενῆς στὴν Ἱερουσαλήμ. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ τὰ γεύονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἄλλοι λίγο καὶ ἄλλοι περισσότερο, ἄλλοι ἠπιώτερα καὶ ἄλλοι ἐντονώτερα. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος ποὺ νὰ περάσει ὅλη του τὴ ζωὴ χωρὶς θλίψη. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπεσήμανε στοὺς μαθητές του αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ποὺ ἐπιφυλάσσει τοῦτος ὁ κόσμος, λέγοντάς τους: «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἕξετε». Ἐφόσον κάποιος ζεῖ ἐπὶ τῆς γῆς θὰ συνυφαίνει τὴ ζωή του μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη καὶ τὴ δυστυχία. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐὰν εἶναι εὐσεβὴς ἢ ἀσεβής, πιστὸς ἢ ἄπιστος. Ὁ τρόπος, ὅμως, ποὺ ἀντιμετωπίζει κανεὶς τὶς θλίψεις, τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ δοκιμασία, καταδεικνύει καὶ τὴν πνευματική του κατάσταση. Ἐὰν ἐπιδεικνύει ἀπελπισία φανερώνει τὴν ὀλιγοπιστία του. Ἐάν, ὅμως, ἀντιμετωπίζει τὰ λυπηρὰ μὲ καρτερία καὶ ὑπομονή, τότε εἶναι ὁ πιστὸς χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν λόγο τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ στὸ: «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου