ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(Ἰω. 9, 1-38)
Ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, δὲν κατέστη τέτοιος λόγῳ ἁμαρτιῶν τῶν γονέων του ἢ πολλῷ μᾶλλον τοῦ ἰδίου. Ἡ σωματική του ἀναπηρία, λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο σὲ λόγους φυσιολογίας. Ἔτσι καὶ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ ἔγινε «ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ».
Καὶ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ φανερώνονται παρὰ τὴν ἀμφισβήτηση τοῦ θαύματος: α) οἱ γείτονες καὶ οἱ γνωστοὶ τοῦ τυφλοῦ δίσταζαν καὶ ἀμφιταλαντεύονταν στὸ νὰ τὸ ἀποδεχθοῦν, θεωρῶντας ὅτι ὁ θεραπευθεὶς ἦταν ἄλλο πρόσωπο καὶ ὄχι ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, β) οἱ Φαρισαῖοι ἦταν κατηγορηματικοί: πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Ἰησοῦς, ὁ κατ᾽ αὐτοὺς ἁμαρτωλός, ἀφοῦ δὲν τήρησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, νὰ ἐπιτελεῖ τέτοια θαύματα, γ) οἱ γονεῖς του τήρησαν μιὰ μᾶλλον οὐδέτερη στάση, πιστοποιῶντας μὲν ὅτι ὁ τυφλὸς εἶναι παιδί τους καὶ ὅτι γεννήθηκε μὲ αὐτὴ τὴν ἀναπηρία, ὅμως, δηλώνοντας πὼς δὲν γνώριζαν τὸ πῶς θεραπεύθηκε. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτούς, ἡ θαρραλέα ὁμολογία τοῦ ἴδιου τοῦ τυφλοῦ ἀπομάκρυνε κάθε ἀμφισβήτηση: ἐὰν ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν ξέρω˙ ξέρω, ὅμως, ὅτι ἐνῷ ἦμουν τυφλὸς τώρα βλέπω».
Τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς ἐκ γενετῆς τύφλωσης εἶναι τωόντι ἐντυπωσιακό. Πρῶτον, ἀπὸ τὶς διαστάσεις ποὺ κέκτειται ἡ ἴδια ἡ ἀσθένεια τῆς τύφλωσης καὶ δεύτερον, ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ αὐτὸ ἐπιτελέσθηκε.
Κατ᾽ ἀρχὰς ἡ ὅραση εἶναι παράθυρο γιὰ τὸν ἔξω κόσμο, γιὰ τὴν ἀντίληψη τῶν πραγμάτων, γιὰ τὴ θέα τῶν θαυμαστῶν τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὄψη τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν παρηγοριὰ τοῦ φωτός, γιὰ τὴν ἁρμονία τῆς δημιουργίας. Ἄρα ἡ στέρηση αὐτῆς τῆς αἴσθησης καὶ τῆς δυνατότητας ἀντίληψης τοῦ περιβάλλοντος εἶναι πόνος βαρύς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ θεραπεία λογίζεται ὡς μέγα δῶρο, ἀφοῦ ἐπιτρέπει στὸν πρώην τυφλὸ νὰ χαρεῖ καὶ νὰ εὐφρανθεῖ στὴ θέα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, καθὼς ἐπίσης νὰ δεῖ τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, τὸ κάλλος τῶν ἀστέρων, τὴ φύση τῆς θαλάσσης, τὴν ποικιλία τῶν δέντρων καὶ τῶν φυτῶν, τὴν πληθὺ τῶν χρωμάτων, τὴ λαμπηδόνα τοῦ φωτός, ὅπως παραστατικὰ γράφει ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας.
Ἔπειτα, ὁ τρόπος ποὺ ὁ Κύριος θεράπευσε τὸν τυφλό, διατρανώνει τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστέψουν σὲ αὐτόν. Ἐπ᾽ αὐτοῦ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημαίνει τὰ ἑξῆς:
α) τὸ ὅτι ὁ Κύριος δὲν χρησιμοποίησε νερό, ἀλλὰ φτύμα γιὰ τὸν πηλό, ἔγινε γιὰ ἕνα πολὺ συγκεκριμένο λόγο˙ διότι ἐπρόκειτο νὰ στείλει τὸν τυφλὸ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ ἡ θεραπεία δὲν ἔπρεπε νὰ πιστωθεῖ στὸ ὑλικὸ καὶ βέβαια δημιουργημένο στοιχεῖο, δηλαδὴ τὸ νερό. Ἔτσι θὰ μάθαιναν οἱ ἄνθρωποι πὼς ἡ πανσθενὴς καὶ ἄκτιστος δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτὴ ποὺ ἀναδημιούργησε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ,
β) γιὰ νὰ μὴν θεωρηθεῖ πὼς τὸ θαῦμα ἦταν κατόρθωμα τοῦ ἄψυχου πηλοῦ, παρήγγειλε στὸν τυφλὸ νὰ πάει νὰ νιφτεῖ,
γ) τὸ ὅτι δὲν ἔκανε ὁ Κύριος τὸ θαῦμα ἀμέσως στόχευε στὸ νὰ ἀναδείξει τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ νὰ παραδειγματίσει τοὺς ὀλιγόπιστους,
δ) τὸ ὅτι ὁ τυφλὸς ἀποστέλλεται νὰ νιφτεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ἡ ὁποία ἀπεῖχε ἱκανὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἔγινε ἡ συνάντησή του μὲ τὸν Κύριο, στόχευε στὴ δημοσιοποίηση τοῦ θαύματος καὶ στὸν δοξασμὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα τὰ πιὸ πάνω ἀντιστοιχοῦν μὲ τὴν ὁμολογία πίστης τοῦ τυφλοῦ πρὸς τοὺς Φαρισαίους. Μία ὁμολογία, ὅμως, ποὺ ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς ὄχι μόνο νὰ τὴ λέμε μὲ λέξεις, ἀλλὰ νὰ τὴ βιώνουμε μὲ τὴν ἔμπρακτή μας πίστη πρὸς τὸν Κύριο: «γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ὑπακούει στὰ αἰτήματα τῶν ἀσεβῶν. Ἐάν, ὅμως, κάποιος εἶναι θεοσεβὴς καὶ τηρεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτοῦ τοῦ ἀκούει. Ποτὲ πρὶν δὲν ἀκούσθηκε ὅτι ἄνθρωπος θεράπευσε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Συνεπῶς, ἐὰν ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τέτοια θαυμαστὰ πράγματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου