ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
( 14—05—2017 ) Ἰωάν. Δ', 5 - 42
Δὲν εἶναι τυχαία ἡ συνάντησις καὶ ἡ συζήτησις τοῦ Κυρίου μὲ τὴν Σαμαρείτιδα στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ποὺ μᾶς περιγράφει ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τὴν Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος. Ἦταν μία ζεστὴ ἡμέρα καὶ ὁ Κύριος ἔρχεται λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Σαμάρειας Συχὰρ κατάκοπος ἀπὸ τὴν μεγάλη ὁδοιπορία, σταμάτησε στὸ γνωστὸ καὶ ἱστορικὸ πηγάδι τοῦ Ἰακὼβ νὰ ξεκουραστεῖ καὶ νὰ πιεί λίγο δροσερὸ νερό. Μὰ ὁ σπουδαιότερος σκοπὸς Του ἦταν γιὰ νὰ ἀναζητήσει ἕνα χαμένο πρόβατο ριγμένο στοὺς γκρεμοὺς τοῦ διαβόλου καὶ νὰ σώσει μία αἰώνια ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ τὴν ἀναδείξει Ἁγία καὶ Ἰσαπόστολο.
Οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Κι’ Ἐκεῖνος τοὺς περίμενε. Ὁ τόπος ἔρημος, σ’αὐτὸ τὸ διάστημα ἔφθασε κάποια Σαμαρείτιδα μὲ τὴ στάμνα γιὰ νὰ ἀντλήσει νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Καθὼς τὴν βλέπει ὁ Κύριος, τῆς λέει: « Δῶς μου νὰ πιῶ ». Αὐτὴ ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της, πὼς Ἰουδαῖος ζητάει ἀπὸ Σαμαρείτιδα νερό, ἀφοῦ δὲν ἔχουν καμμία σχέση οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. « Πῶς ἐσὺ τολμᾶς καὶ ζητᾶς νερὸ ἀπὸ ἐμένα, μία Σαμαρείτιδα». Καὶ ὁ Χριστὸς τῆς ἀποκρίνεται: «Ἐὰν γνώριζες τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ποιός σοὺ ζητᾶ νερό, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοὺ ἔδινε νερὸ ποὺ δὲν στερεύει ποτέ».
Ἡ γυναίκα δὲν κατάλαβε τὰ λόγια τὰ Θεϊκὰ καὶ ρωτᾶ: Κύριε, οὔτε στάμνα ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθὺ γιὰ νὰ μοῦ δώσεις νερό. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ «ζῶν ὕδωρ».
Καὶ ὁ Χριστὸς τῆς ἁπαντά: «Καθένας ποὺ πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ θὰ διψάσει πάλι.
Ὅποιος ὅμως πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ διψάσει αἰώνια». Ἐντυπωσιασμένη ἡ γυναίκα, ζήτησε νὰ λάβει τὸ ἀστείρευτο αὐτὸ νερό, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει καταλάβει περὶ τίνος πρόκειται. Ὁ Κύριος ὡς «ὕδωρ ζῶν» δὲν ἐννοοῦσε τὸ τρεχούμενο νερὸ κάποιας πηγῆς. Ὁ Ἴδιος τὸ ὀνόμασε «δωρεὰ τοῦ Θεοῦ» κι ἔτσι ἀποκάλυψε τὴν πνευματική του διάσταση. Ἄλλωστε σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Εὐαγγελιστὴς ἐξηγεῖ ὅτι τὸ «ζῶν ὕδωρ» ἀναφέρεται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο μεταδίδει ζωή, φῶς, δύναμη καὶ ἀλήθεια. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ σὰν πνευματικὸ νερὸ καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεῖ καὶ ζωοποιεῖ τὶς ψυχές, χωρὶς νὰ στερεύει ποτέ. Αὐτὸ δὲ τὸ «ζῶν ὕδωρ» μποροῦμε νὰ τὸ γευθοῦμε μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησιαστικὴ ζωή, μὲ τὴ συμμετοχή μας στὰ Ἅγια Μυστήρια καὶ τὴν κοινωνία ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφούς μας. Ὡστόσο ὑπάρχει καὶ κάποια βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ καρδιὰ μας δεκτικὴ στὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ μετανοήσουμε.
Τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακὼβ προτυπώνει τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Γιὰ αἰῶνες οἱ ἄνθρωποι δροσίζονται ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν πόλη Συχάρ, τῆς Σαμάρειας. Ἐδῶ θέλει νὰ βρίσκεται ὁ Χριστός, ἡ αὐθεντικὴ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐκτὸς ἐθνικῶν συνόρων καὶ μάλιστα σὲ ἐχθρικὸ ἔδαφος. Πρῶτον γιατί ὁ Θεὸς δὲν κλείνεται καὶ δὲν περιορίζεται ἀπὸ σύνορα καὶ δεύτερον δὲν περιορίζεται σὲ ὁρισμένα ἔθνη μικρότερα ἢ μεγαλύτερα. Ὁ Θεὸς δὲν χωρίζει τὰ ἔθνη καὶ τοὺς λαούς. Ἑνώνει καὶ ἑνοποιεῖ κάτω ἀπὸ τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἀγάπη Του «πάντα τὰ ἔθνη» γιὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς παραγγέλλει στοὺς μαθητές Του, « πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη καὶ κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιο πάση τῇ κτίσῃ».
Τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς συνδιαλέγεται μὲ μία γυναίκα, ἀλλοεθνῆ καὶ ἁμαρτωλή, ποὺ ὅλοι ἤξεραν ὅτι ἔχει ἁμαρτωλὸ παρελθόν. Ὁ διάλογος αὐτὸς εἶχε καὶ ἄλλα στοιχεῖα. Καθὼς ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς γυναίκας. Εἶχε σχέση μὲ πέντε ἄνδρες στὴν προηγούμενη ζωή της καὶ τώρα ἦταν μὲ ἕναν ἕκτο ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς δὲν ἦταν νόμιμος σύζυγός της.
Ἡ γυναίκα σαστίζει καὶ λέει: «Κύριε, καταλαβαίνω ὅτι εἶσαι προφήτης. Πές μου, ποὺ πρέπει νὰ προσκυνοῦμε τὸν Θεό, στὸ βουνὸ μας Γαριζείν ἢ στὰ Ἱεροσόλυμα».
Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾶ: «Σὲ λίγο καιρὸ οὔτε μόνο στὸ Γαριζείν, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ λατρεύετε τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, κι ὅσοι Τὸν λατρεύουν, πρέπει νὰ Τὸν προσκυνοῦν μὲ πνευματικότητα καὶ ἀλήθεια». Ὁ Θεὸς δὲν λατρεύεται, περιοριζόμενος εἴτε σὲ χωρικὰ εἴτε σὲ χρονικὰ πλαίσια. Δὲν περιορίζεται σὲ τόπους ὁ Θεός, δὲν λατρεύεται σὲ συγκεκριμένους χώρους. Λατρεύεται καὶ προσκυνεῖται καὶ δοξάζεται παντοῦ καὶ πάντοτε. Ὁ Θεὸς θέλει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ Τὸν λατρεύουμε ἐν πνεύματι, δηλ. μὲ τὴν καρδιά μας, μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι νὰ λατρεύουμε Αὐτὸν καὶ τίποτε ἄλλο. Νὰ Τὸν λατρεύουμε ἀληθινὰ καὶ ὄχι ἐθιμικά, νὰ συμμετέχουμε στὴ Θεία Λειτουργία, στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας γιατί αὐτὴ ἡ συμμετοχὴ εἶναι καρπὸς πίστεως, βαθιᾶς καὶ εἰλικρινοῦς πίστεως, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, εἶναι ἡ Σωτηρία, εἶναι ἡ Λύτρωση γιὰ τὸν καθένα μας. Αὐτὸ σημαίνει ἀληθινὴ Λατρεία.
Καὶ ἀπαντᾶ ἡ γυναίκα: Γνωρίζω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας. Ὅταν ἔλθει Ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ διδάξει ὅλα. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας ἀπαντᾶ ὁ Κύριος. Τότε ἡ γυναίκα ἐνθουσιασμένη ἄφησε τὴν στάμνα της καὶ ἔφυγε στὴν πόλη, ἄρχισε νὰ φωνάζει.
Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε ἕναν ἄνθρωπο πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός. Καὶ οἱ Σαμαρεῖτες ἄρχισαν νὰ ἔρχονται πρὸς τὸ πηγάδι, νὰ δοῦν τὸν Κύριο.
Μόλις ἐπέστρεψαν οἱ μαθηταὶ στὸ πηγάδι, παρακάλεσαν τὸν Κύριο νὰ φάει κάτι.
Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπε: «Δική μου τροφὴ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου, νὰ ἐργάζομαι τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Σηκῶστε τὰ μάτια σας καὶ κοιτάξτε τὰ πλήθη τῶν Σαμαρειτῶν ποὺ ἔρχονται. Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες ἔφθασαν στὸ πηγάδι, ἄκουγαν μὲ πόθο τὰ λόγια τοῦ Μεσσία καὶ Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνει γιὰ πάντα μαζί τους.
Οἱ Σαμαρεῖτες ἀποτελοῦσαν μία προτύπωση, μία εἰκόνα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.
Μιᾶς ἀνθρωπότητας ποὺ χωρὶς συχνὰ νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ, διψᾶ νὰ ἀκούσει τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως, νὰ ξεδιψάσει ἀπὸ τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς. Πόσοι ἄνθρωποι καὶ σήμερα βρίσκονται στὴν ἄγνοια, στὴν πλάνη στὸ σκοτάδι καὶ ζητοῦν λίγη χαρά, λίγη ἀνάπαυση. Ζητοῦν κάπου νὰ πιαστοῦν, κάπου νὰ βροῦν λίγη ἐλπίδα, λίγο φῶς. Καὶ ἔχουμε χρέος ὅλοι μας νὰ κάνουμε τὸ ἔργο τῆς Σαμαρείτιδος. Νὰ μιλήσουμε σ’αὐτοὺς μὲ τὸ λόγο μας καὶ μὲ τὸ παράδειγμά μας γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οἱ ψυχὲς πολλὲς καὶ περιμένουν.
Αὐτὴ εἶναι, σὲ γενικὲς γραμμὲς, ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκοῦμε τὴν Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος. Ὁ διάλογος ποὺ περιέχεται σὲ αὐτὴ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἡ Σαμαρείτιδα νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό της, νὰ καταλάβει τὰ λάθη της, νὰ ἀναγνωρίσει στὸ πρόσωπο τοῦ Ἱεροῦ Χριστοῦ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, νὰ γίνει ἀφορμὴ νὰ πιστέψουν οἱ συμπολίτες της καὶ νὰ μεταφραστεῖ ἡ ζωή της μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἀπὸ Σαμαρείτιδα, ἁπλὴ γυναίκα τῆς ἐποχῆς, νὰ γίνει ἡ Ἰσαπόστολος Φωτεινή, τὴν ὁποία ὑμνολογοῦν καὶ τιμοῦν οἱ αἰῶνες.
Πολλὰ εἶναι τὰ μηνύματα ἀπὸ αὐτὴ τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή. Θὰ ἀναφέρουμε λίγα ἀπὸ αὐτά: Δὲν πρέπει νὰ διακρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ἀπαράδεκτο νὰ ξεχωρίζουμε τὰ πρόσωπα ἀνάλογα μὲ τὸ φύλο τους, μὲ τὴν καταγωγή τους, μὲ τὴ θρησκευτική τους προέλευση. Ἂν εἶναι Χριστιανοὶ ἢ ἀλλόθρησκοι καὶ ἀλλόδοξοι.
Ἄλλο μήνυμα εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ νομίζουμε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί, ἐμεῖς οἱ δῆθεν δίκαιοι. Ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ θὰ μποῦμε στὴ θέση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει δικαίωμα κρίσης πάνω στοὺς ἀνθρώπους;
Ἡ «Θείῳ Πνεύματι καταυγασθεῖσα καὶ τοῖς νάμασι καταρδευθεῖσα παρὰ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος» Μεγαλομάρτυς καὶ Ἰσαπόστολος Ἁγία Φωτεινὴ ἡ Σαμαρεῖτις ἀποτελεῖ στοὺς σημερινοὺς χαλεποὺς καιροὺς μας ἕνα ὁλόλαμπρο παράδειγμα πρὸς μίμηση, ἀφοῦ μᾶς διδάσκει τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια, τὸν συνεχῆ πνευματικὸ ἀγώνα, τὴν ἀκλόνητη πίστη, τὴν ἠθικὴ τελείωση καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναζητήσουμε τὸ«ζωήρρυτο ὕδωρ», τὸ ὁποῖο προσφέρει μόνο ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη καὶ τὸ ἄπειρο ἔλεός Του. Τὸ μέρος αὐτό, ἡ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ, ὅπως τὸ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὑπάρχει καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Γιατί μέσα του κανονικὰ γίνεται ἡ συνάντηση μὲ τὸν Θεάνθρωπο. Μέσα του ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ συναντήσει τὸ Θεὸ καί νὰ ἀντλήσει ἀπ’ Αὐτὸν «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», ν’ ἀποκτήσει τὴ Χάρη Του. Μόνο ἔτσι θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε μέσα στὴν πνευματικὴ ἀγαλλίαση τοῦ Παραδείσου, ὅπως ἀκριβῶς ζεῖ καὶ εὐφραίνεται ἡ Μεγαλομάρτυς καὶ Ἰσαπόστολος Ἁγία Φωτεινή, ἡ ὁποία χάρη στὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν» ἀναγεννήθηκε σὲ πιστὸ ἀκόλουθο τοῦ Χριστοῦ, ἀναλαμβάνοντας τὸ κοπιῶδες ἔργο τῆς διδαχῆς τοῦ λόγο του. ΑΜΗΝ.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ----ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
π. Ἰωάννης Κιτσοτόλης
ἐφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
Ἀνατολῆς Ἰωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου