Η ΣΥΝΕΤΗ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(Ἰωάννου Θ' 1-38)
Ἡ Εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ, πλήν τῶν ἄλλων, μᾶς βοηθᾶ νά ἐμβαθύνουμε στό μεγάλο θέμα τῆς ἀλήθειας καί τῆς στάσεως τῶν ἀνθρώπων ἔναντι αὐτῆς.
Ὁ πρώην τυφλός, θεραπευμένος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῶν κατηγοριῶν. Ὅσο περισσότερο οἱ Ἰουδαῖοι προσπαθοῦν νά τόν περιπλέξουν καί νά τοῦ ἀποσπάσουν ἔστω καί μία λέξη γιά νά κατηγορήσουν τόν Ἰησοῦ, τόσο καί περισσότερο αὐτός διακηρύττει καί θαρραλέα ὁμολογεῖ τήν ἀλήθεια περί Αὐτοῦ.
Δέν διστάζει μάλιστα νά τούς ἐλέγξει, καί νά τούς εἰρωνευθεῖ ἀκόμα, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν κάνουν ἀποσυνάγωγο. Τότε ὅμως, ὅταν οἱ ἄνθρωποι τόν ἀπέπεμψαν, τόν συνάντησε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, δίνοντάς του ὄχι ἁπλῶς τήν εὐλογία, ἀλλά καί τήν μεγάλη εὐκαιρία τῆς συνειδητῆς ὁμολογίας καί διαπροσωπικῆς γνωριμίας, ἐπικοινωνίας καί φυσικά ἰσοβίου συνδέσμου.
«Ὁ δέ ἔφη· πιστεύω Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ».
Ἀκούγοντας καί μελετῶντας κανείς τήν καταπληκτική αὐτή Εὐαγγελική περικοπή, ἐκτός τοῦ θαυμασμοῦ γιά τήν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων καί τήν θριαμβευτική κατάληξη, δέν μπορεῖ παρά νά διερωτηθεῖ γιατί ὡρισμένοι ἄνθρωποι στέκονται τόσο ἀντίθετοι μπροστά στήν καθαρή ἀλήθεια. Τί εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο τούς ἐμποδίζει νά ἀποδεχθοῦν τήν ἀλήθεια καί νά τήν ὑποστηρίζουν;
Οἱ λόγοι εἶναι πολλοί, καί ἀξίζει νά ἑστιάσουμε τήν προσοχή μας τουλάχιστον σέ ὡρισμένους ἐξ᾽ αὐτῶν.
Ὡς πρῶτο λόγο, θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε τήν ἐμπάθεια. Τήν ψυχική αὐτή διαστροφή, πού, ὅποιος τήν ἔχει καί τήν καλλιεργεῖ, εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά παραδεχθεῖ τήν πραγματικότητα. Ἀντιθέτως μάλιστα, αὐτήν τήν πραγματικότητα φθάνει νά τήν διαστρεβλώνει μέ ἀπώτερο στόχο νά καταλήξουν καί οἱ ἄλλοι στά δικά του συμπεράσματα.
Χαρακτηριστική περίπτωση εἶναι ἐκείνη τῶν Ἰουδαίων, πού ἔλεγαν ὅτι ἀφοῦ δέν τηρεῖ ὁ Ἰησοῦς τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἆρα δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἁμαρτωλός, ἔστω κι ἄν ἐνεργεῖ πρωτοφανῆ θαύματα (Ἰωάν. θ',16). Καί ὁπωσδήποτε, ὑπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις ἀνθρώπων συκοφαντῶν, σέ ὅλους δυστυχῶς τούς τομεῖς, ἀκόμα κι ἐκεῖ πού θά ἔπρεπε ἐξ᾽ ἀντικειμένου καί ἐκ τῶν πραγμάτων, νά διασαλπίζεται ἡ ἀλήθεια, καί μόνον ἡ ἀλήθεια.
Μία δεύτερη τώρα περίπτωση ἀνθρώπων πού ἀρνοῦνται τήν ἀλήθεια, εἶναι ἐκεῖνοι πού βλέπουν ὅτι μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ πραγματικοῦ καί ἀληθινοῦ, διασαλεύεται καί κινδυνεύει τό ὑλικό τους συμφέρον. Στόν τρόμο πού ἀναπτύσσεται μέσα τους ἀπό τήν προβολή, ἀποκάλυψη καί ἐπικράτηση τῆς ἀλήθειας, εἶναι ἕτοιμοι νά συμμαχήσουν ἀκόμα καί μέ τόν διάβολο, ἀρκεῖ νά μή χάσουν τόν μαμμωνᾶ, τή θέση τους, τή δόξα τους, καί ὅλα ἐκεῖνα πού ὁ μακράν τοῦ Θεοῦ κόσμος θεωρεῖ ὡς μή διαπραγματευόμενα, ὡς ἐπιτυχία καί ὡς εὐτυχία. Σέ αὐτήν δέ τήν περίπτωση, ὑπάγονται πολλοί περισσότεροι τῶν ὅσων μποροῦμε νά φαντασθοῦμε...
Ἄλλη αἰτία πάλι πού ὡρισμένοι κάνουν πώς δέν κατανοοῦν τήν πραγματικότητα καί παρακάμπτουν τήν ἀλήθεια, ἤ, τό ἀκόμα χειρότερο, φθάνουν νά ἔρχονται σέ ἄμεση ἀντίθεση μέ τήν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ἔλλειψη θάρρους, καί, φυσικά, ταπεινώσεως. Βλέπουν τό λάθος τους, ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως ξεσπᾶ σέ κύματα διαμαρτυρίας στό κέντρο τῆς καρδιᾶς, ἀλλά δέν ἔχουν τό σθένος, ἀδυνατοῦν νά παραδεχθοῦν καί νά ὁμολογήσουν τό σφάλμα καί τήν πλάνη τους.
Ἐδῶ, τίς περισσότερες φορές, ἴσως νά μή διακινδυνεύεται τό ὑλικό συμφέρον, μᾶλλον ἡ ἐμμονή στήν πλάνη νά μή συνεπάγεται ὁπωσδήποτε καί ὑλική ζημία, ὅμως ὁ κρυπτός ἐγωισμός, τά πλέγματα κατωτερότητος πού ἔχουν ἀναπτυχθεῖ καί καλύψει τό ἐλεύθερον καί θαρραλέον τῆς ψυχῆς, καταντοῦν τόν ἄνθρωπο ἀνίκανο νά ἀντιδράσει, ἕρμαιον στήν πλάνη καί ρυμουλκούμενο πίσω ἀπό τήν κακῶς νοουμένη ντροπή τῆς κοινωνίας καί τοῦ κόσμου. Ἐννοεῖται δέ, ὅτι ἐδῶ, παρά τούς ἐξωτερικούς σωστούς τρόπους, παρά τήν ἴσως χριστιανική κρούστα συμπεριφορᾶς καί ἤθους, τά ἴδια τά πράγματα ἀποκαλύπτουν μία ρηχή πνευματικότητα καί ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει οἰκοδομήσει ἐπάνω σέ «κινουμένη ἄμμο» καί σέ ὑπέδαφος ψυχικῆς κατολισθήσεως. Ἀρκετές δέ φορές οἱ περιπτώσεις αὐτές τοῦ φόβου τῆς ὁμολογίας καί τῆς ἀρνήσεως παραδοχῆς τῆς ἀλήθειας ὑποκρύπτουν ἀρρωστημένες ὑπερευαισθησίες καί ἀκόμα προβληματική κληρονομικότητα. Σέ αὐτήν τήν ὁμάδα ὑπάγονται καί πολλοί πού ἀρνήθηκαν τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας πίστη καί ἐντάχθηκαν σέ ἀκραῖες αἱρετικές ὁμάδες.
Ἐννοεῖται δέ, ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερο μαρτύριο γιά ἕναν ἄνθρωπο, καί δή Ὀρθόδοξο καί Ἕλληνα, ἀπό τό νά γνωρίζει ὅτι βρίσκεται στόν χῶρο τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως καί τοῦ σατανισμοῦ, ὁ ὁποῖος νά μπορεῖ νά ξεφύγει, ἔστω καί μέ κάποια θυσία, καί νά ὁμολογήσει τήν ἀλήθεια, ἀλλά, ἀπό ἔλλειψη
θάρρους καί ταπεινώσεως, νά τήν ἀρνεῖται καί νά παραμένει ἐντός τῆς «συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων». Νά παραμένει ἁλυσσοδεμένος, φοβούμενος μήπως ἀπομονωθεῖ καί ἀποπεμφθεῖ ὡς «ἀποσυνάγωγος», ἤ ἀποκαλυφθεῖ στόν κόσμο, ὅτι ἕως τῆς ἐξόδου του βρισκόταν σέ λανθασμένη ὁδό, ὅτι «ξεδιψοῦσε» ἀπό τά βαλτόνερα καί ὅτι ἀνέπνεε, ἀντί τοῦ καθαροῦ ἀέρα, τήν πτωμαΐνη τοῦ διαβόλου.
Ἀλλά ὑφίσταται καί ἡ φαιδρή τῶν περιπτώσεων. Ἐκείνη δηλ. πού ὡρισμένοι νομίζουν πώς ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἀφελεῖς, καί ὅτι δέν κατανοοῦν τό ποιά εἶναι ἡ πραγματικότητα, καί ὁμιλοῦν καί κηρύσσουν ψεύδη καί ἀνοησίες.
Τό ἀποτέλεσμα; Νά γίνωνται καταγέλαστοι, ἀκόμα καί ἀπό τά μικρά παιδιά.
Πάντως, τό μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ὅλοι αὐτοί κατορθώνουν νά ἐξοργίζουν ὅλους αὐτούς στούς ὁποίους ἀπευθύνονται καί νά χάνουν καί τήν τελευταία ὑποψία κύρους πού ἐνδεχομένως νά τούς εἶχε ἀπομείνει.
Βεβαίως, ὑπάρχουν καί ἄλλοι λόγοι πού κάνουν τόν ἄνθρωπο νά ἀρνεῖται καί νά ἀντιστρατεύεται τήν ἀλήθεια. Λόγοι πού συνοψίζονται στόν ἄκρατο ὑποκειμενισμό, καί γενικώτερα στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται νά προσαρμόσει τήν ζωή του στό Πανάγιο καί σωστικό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀντί στό κέντρο τῆς ζωῆς μας νά βρίσκεται ὁ Κύριος Ἰησοῦς καί νά καταρτίζουμε τή ζωή μας βάσει τοῦ Εὐαγγελίου, στίς περισσότερες τῶν περιπτώσεων στό κέντρο τῆς ζωῆς μας τοποθετεῖται ὁ ἑαυτός μας καί ὄχι ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς πολλές φορές κοστίζει.
Ἄν βεβαίως ἡ κατάσταση αὐτή γίνεται ἐνοχλητική γιά μᾶς, ἡ ἄρνηση δηλ. τῆς ἀλήθειας, ὅταν ὅμως αὐτή ἡ ἄρνηση περνᾶ στόν χῶρο τῆς πίστεως, ἔχουμε μπροστά μας κάτι τό ἀφύσικο. Καί πρέπει, βάζοντας τόν δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων, νά παραδεχθοῦμε ὅτι σέ αὐτό τό σημεῖο οἱ περισσότεροι τῶν πιστευόντων ἔχουμε πταίσει σέ πολλά.
Ὅταν ἐπί παραδείγματι ἡ πίστις δέν παρουσιάζεται ὡς αὐθεντική ἐξ ἀποκαλύψεως, ἀλλά ὡς συμβατική, ὅταν ἀγαποῦμε τήν ἀλήθεια, ἀλλ᾽ ὄχι ὅπως πράγματι εἶναι αὐτή, ἀλλ᾽ ὅπως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τήν θέλουμε, ὅταν, τό ἀκόμα χειρότερο, δέν δείχνουμε νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στήν ἀκατανίκητη δύναμη τῆς ἀλήθειας, καί ἐπί τῆς οὐσίας ἀρνούμαστε νά πιστεύσουμε στά σοβαρά ὅτι μόνο ἡ ἀλήθεια σώζει, ὅταν, ὅταν.... Τότε, ἄνευ ἀντιρρήσεως, βρισκόμαστε στόν κοινό παρανομαστή μέ τό ἰουδαϊκό συνέδριο καί κατεστημένο, πού ἐξευτελιζόταν ὁλοένα καί περισσότερο μέ τίς ἐρωτήσεις στόν ποτέ τυφλόν.
Ἀλλά ἐκεῖ πού τά πράγματα καταντοῦν πραγματικῶς τραγικά, εἶναι ὅταν ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου βραχυκυκλώνεται, καί ὄντως πιστεύει, ὅπως καί οἱ φανατικοί Ἰουδαῖοι τῆς περικοπῆς, ὅτι τάχα προσφέρει ὑπηρεσία στό Θεό καί ὅτι διακονεῖ τήν ἀλήθεια. Ἀναφερόμαστε στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού κάποιοι ἄνθρωποι ἔχουν χάσει τό πνεῦμα τῆς πίστεως, τήν οὐσία τῆς ἀγάπης καί τήν ὀμορφιά τῆς ταπεινώσεως, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄκριτος ζῆλος νά τούς κάνει νά βλέπουν παντοῦ προδότες καί νά φαντάζονται τόν ἑαυτόν τους καί τούς περί αὐτῶν ὡς «ἀσάλευτους πύργους τοῦ δόγματος» καί τῆς «ἠθικῆς».
Καί βεβαίως, εἶναι καλό καί ἅγιον ὁ πιστός νά καταρτίζεται σέ πύργο ἀρετῆς καί ἁγιότητος. Σέ πύργο πίστεως, ἀγάπης καί ταπεινώσεως, καί σέ φρυκτωρό διακρίσεως, βιώνοντας, σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, τό περιεχόμενο τῆς πίστεως, ὅπως αὐτό μᾶς τό παραδίδουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Χρειάζεται ὅμως πολύ προσοχή καί συνέπεια στό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, διότι κινδυνεύει κανείς νά εἶναι μέν «πύργος», ἀλλά «πύργος τῆς Βαβέλ», καί κατόπιν νά «περιάγει τήν θάλασσαν καί τήν ξηράν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον...».
Φυσικά, ἡ τακτική αὐτή τῶν Ἑβραίων καί ὅσων ἀσυνείδητα ἀκολουθοῦν αὐτήν τήν τακτική τοῦ τυφλοῦ φανατισμοῦ, εἶναι ἡ χειρίστη ὑπηρεσία, καί πρός τόν Θεό, καί πρός τήν ἀλήθεια. Ἔτσι, ὑφίσταται ὁ κίνδυνος ὁ «δικηγόρος» τοῦ Θεοῦ νά καταντήσει «θεομάχος». Ἀλλά ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ νά χωρισθεῖ ἀπό Αὐτόν τόν Κύριο, διότι Αὐτός εἶναι «ἡ ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ ζωή»(Ἰωάν.
4 ΙΔ' 6).
Ἑπομένως, ἐάν θέλουμε νά γνωρίζουμε, νά βιώνουμε καί φυσικά νά διακονοῦμε τήν Ἀλήθεια, εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε καί νά ἔχουμε φιλιωθεῖ μέ τήν Ἀλήθεια, δηλ. τόν Χριστό. Νά τόν βιώνουμε καί νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά ὁποιαδήποτε θυσία χάριν αὐτῆς τῆς προσωποποιημένης καί ὑποστατικῆς ἀλήθειας, πού εἶναι ὁ Κύριός μας καί ὁ Θεός μας.
Καί ἄς μή μᾶς διαφεύγει ὅτι δέν πρέπει νά μᾶς εὐχαριστεῖ μόνο ἡ ἀλήθεια, ἀλλά καί αὐτή ἡ ὀμορφιά τῆς ἀλήθειας. Ὁ δε ἀγώνας γιά τήν προβολή, ὑπεράσπιση καί ὁμολογία τῆς ἀλήθειας περνᾶ μέσα ἀπό τόν Σταυρό. Μετά ὅμως ἀπό τόν Σταυρό, ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάστασις. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου