Ἡ κλωστή! «Καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης».
Κυριακή Ι΄ Ματθαίου. (Ματθ. ιζ΄ 14-23)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Μὲ καρδιὰ ματωμένη καὶ ψυχὴ τραυματισμένη ἀπὸ τὰ ἀδυσώπητο μαχαίρι τοῦ πόνου ἔρχεται ὁ δυστυχισμένος πατέρας πρὸς τὸν Κύριον. Σέρνει ἀπὸ τὸ χέρι ἕνα παιδί. Εἶναι ἀξιολύπητο. Μόνον γονεῖς, ποὺ εἶχαν τὴν πικρίαν νὰ κρατοῦν στὴν ἀγκαλιὰ των ἀτυχῆ καὶ ἀνάπηρα πλάσματα, μόνον αὐτοὶ ἠμποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν ἀκριβῶς τὸ ψυχικὸν δρᾶμα αὐτοῦ τοῦ πατέρα, ποὺ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ ἀντικρύζῃ κάθε ἡμέραν τὸ κωφὸν, τὸ ἄλαλον, τὸ ἀφρίζον, τὸ συναταρασσόμενον σπλάχνον του, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ νὰ τὸ ἀνακουφίσῃ, νὰ τὸ σώσῃ.
Γονυπετεῖ ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, «Δέομαί σου, ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν υἱόν μου». Λυπήσου με, Κύριε. Ἕνα τὸ ἔχω. Ἡ καρδιὰ μου κάθε στιγμὴ κομματιάζεται.
Καὶ ὁ Χριστὸς, ποὺ δὲν ἠρνεῖτο νὰ χαρίσῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν γαλήνην καὶ τὴν σωτηρίαν, διατάσσει τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ποὺ κατοικοῦσε στὸ δύστυχο παιδί, νὰ φύγῃ ἀμέσως. Ἔτσι καὶ ἔγινε. «Καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνῃς». Φαντάζεσθε τώρα τὴν χαρὰν τοῦ πατέρα, τὸν θαυμασμὸν τοῦ λαοῦ!
Ἡ θεραπεία αὐτή, ἀγαπητοί μου φανερώνει ἁπλῶς μίαν ἀπὸ τὰς ἀπείρους εὐλογίας ποὺ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Κύριον, γενικῶς πρὸς ὅλους, ξεχωριστὰ ὅμως πρὸς τὴν παιδικὴν ἡλικίαν.
Διότι εἰς τὸ θέμα τοῦ παιδιοῦ ἐσημειώθη ριζικὴ ἐπανάστασις ἐν σχέσει μὲ τὰς ἀντιλήψεις καὶ τὴν στάσιν, ποὺ ἔπαιρνεν ὁ προχριστιανικὸς κόσμος ἀπέναντί του.
Θὰ ἦτο πολὺ ὠφέλιμον νὰ παρακολουθήσωμεν μὲ συντομίαν τὴν ἀλλαγὴν αὐτὴν, ποὺ ἔφερεν ὁ Χριστιανισμός.
1.Μαχαίρι καὶ βάραθρον!
Δὲν χρειάζεται νὰ κάνωμεν μεγάλας ἐρεύνας, διὰ νὰ διαπιστώσωμεν πόσον τρομερὰ ἦτο ἡ κατάστασις τοῦ παιδιοῦ, πρὶν νὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος. Ἄν ἀνοίξῃ κανεὶς τοὺς παλαιοὺς συγγραφεῖς, καταλαμβάνεται ἀπὸ φρίκην καὶ ἀγανάκτησιν διὰ τὴν τακτικήν, ποὺ εἶχεν ὁ ἀρχαῖος κόσμος εἰς τὸ θέμα τῶν παιδιῶν. Ἀναφέρεται ἀπὸ πολλοὺς συγγραφεῖς, ὅτι μόλις τὸ παιδὶ ἐγεννᾶτο, τὸ ἔφερναν μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ πατέρα.
Ἐὰν ἐκεῖνος ἔσκυβε καὶ τὸ ἔπαιρνεν εἰς τὰ χέρια του, ἐσήμαινεν ὅτι ὁ πατέρας συμφωνοῦσε νὰ ζήσῃ τὸ παιδί του. Ἐὰν ὅμως ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπόν του, ἦταν σημάδι ὅτι τὸ βρέφος ἔπρεπε νὰ ἀποθάνῃ Τὸ ἔπαιρναν τότε τὸ δυστυχισμένο πλάσμα καὶ ἤ τὸ ἐπετοῦσαν στοὺς δρόμους καὶ στὶς χαράδρες, ὅπου τὰ ζῶᾳ καὶ ὄρνεα τὸ κατασπάρασσαν, ἤ τὸ ἔπνιγαν χωρὶς οἶκτον μὲ τὰ χέρια των.
Καὶ αὐτὰ, σημειώσατε, δὲν ἐγίνοντο μόνον εἰς τοὺς ἀπολιτίστους λαούς. Τὰ συναντᾷ κανεὶς καὶ εἰς τοὺς Ρωμαίους καὶ εἰς τοὺς Ἕλληνας, ποὺ ἐκαυχῶντο ὅτι ἦσαν περισσότερον πολιτισμένοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Εἰς τὴν παλαιὰν Ρώμην, συχνὰ τὸ πρωΐ, ἔβλεπε κανεὶς εἰς τοὺς δρόμους κάκκαλα μικρῶν παιδιῶν.
Τὴ νύκτα ἐπετοῦσαν οἱ γονεῖς τὰ σπλάχνα των καὶ τὰ ζῷα ἐξέσχιζαν τὰς σάρκας των καὶ ἄφηναν τὰ κοκκαλάκια των, ὡς δεῖγμα τῆς ἀνθρωπίνης ἀνθρωπίας καὶ κληρότητος!
Εἰς τὴν Σπάρτην εἶναι γνωστόν, ὅτι εἰς τὸν Ταΰγετον ἐρρίπτοντο τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν γερὰ καὶ ὡραῖα· εἶχαν τὸ ἀτύχημα νὰ γεννηθοῦν κάπως ἐλαττωματικὰ καὶ καχεκτικὰ ἔπρεπε νὰ ἀποθάνουν. Καὶ ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Λυκοῦργος καθώριζαν σαφῶς, ὅτι ἡ Πολιτεία ἔπρεπε νὰ καθαρίζῃ καὶ νὰ παετάῃ ὅ,τι περιττὸν καὶ ἀρρωστημένον ὑπῆρχε, διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ, δῆθεν, τὴν εὐδαιμονίαν. Καὶ ἦτο φρικτὸν νὰ βλέπῃ κανεὶς τὸν ἴδιον τὸν πατέρα νὰ σκοτώνῃ, χωρὶς καμμίαν συμπάθειαν, τὸ παιδί του, διότι δὲν ἦτο εὔρωστον καὶ ὡραῖον.
Σημειῶστε, ὅτι αὐτὰ ἐγίνοντο ἀκόμη καὶ εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ Κυρίου καὶ μετὰ ταῦτα, διότι διεσώθησαν διαμαρτυρίαι χριστιανῶν Ἀπολογητῶν, οἱ ὁποῖοι καυτηριάζουν μὲ δριμύτητα τὴν ἀπανθρωπίαν τῶν συγχρόνων των. Ἕνας θαρραλέος μαχητὴς τοὺς ἔλεγε: «Μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια βλέπω, ἄλλοτε νὰ ρίπτετε τὰ παιδιὰ σας εἰς τὰ ὄρνεα καὶ ἄλλοτε νὰ τὰ στραγγαλίζετε καὶ νὰ τὰ πνίγετε μὲ τὰ χέρια σας...».
Τρομερά, ἀλήθεια, διαστροφὴ καὶ θηριωδία!
Ἐὰν τώρα, ἐκτὸς αὐτῶν, προστεθῆ καὶ ἡ συνήθεια, ποὺ εἶχαν οἱ ἐθνικοί, νὰ πωλοῦν τὰ παιδιὰ των, διὰ λόγους χρημάτων, καὶ νὰ κάνουν τὸ φρικτὸν ἀνθρώπινον ἐμπόριον, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς εἰς ποίαν κατάπτωσιν εὑρῆκεν ὁ Κύριος καὶ εἰς τὸ θέμα αὐτὸ τὸν κόσμον. Καὶ ἦσαν τόσο βαθειὰ ριζωμένες αὐτὲς οἱ συνήθειες, ὥστε ἐχρειάσθη τόσος κόπος καὶ τόσοι αἰῶνες, διὰ νὰ παύσῃ ἡ ἀπαίσια αὐτὴ κατάστασις. Τί νὰ εἴπῃ, ἔπειτα, κανεὶς διὰ τὰς φρικώδεις θυσίας, ποὺ προσέφεραν οἱ ἀνατολικοὶ λαοὶ εἰς τὸν θεὸν Μολώχ; Ἐπάνω εἰς τὰ πυρακτωμένα χέρια τοῦ ἀγάλματος ἄφηναν τὰ ἀθῷα καὶ ἀνυπεράσπιστα παιδιὰ των αἱ μητέρες, αἱ ὁποῖαι τὰ προσέφεραν ὡς θυσίαν εἰς τὸν αἱμοχαρῆ καὶ ἀχόρταγον θεὸν των...
Εἰς μιαν τοιαύτην κοινωνίαν, τόσον σκληρὰν καὶ διεφθαρμένην, ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς στοργῆς.
2. «...Τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἔτσι, ἀπέναντι εἰς τὴν σκληρότητα καὶ ἀναλγησίαν τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, ὕψωσεν ὁ Κύριος τὴν σημαίαν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος. Ἐξύψωσε τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἔκαμε παιδὶ τοῦ Θεοῦ, κληρονόμον τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Καὶ διὰ νὰ λαμπρύνῃ περισσότερον τὴν παιδικὴν ἡλικίαν, ποὺ περιφρονοῦσεν ὁ παλαιὸς κόσμος, σαρκώνεται ὁ ἴδιος, γίνεται ἄνθρωπος, ἐμφανίζεται μὲ τὴν μορφὴν τοῦ νηπίου τῆς Βηθλεέμ, αὐξάνει καὶ προκόπτει καθ’ ὅλα τὰ χρόνια τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, καταπλήσσει τοὺς διδασκάλους τοῦ Ἰσραὴλ ἐντὸς τοῦ Ναοῦ μόλις 12 ἐτῶν, καὶ ἐξαγιάζει ἔτσι τὴν ἡλικίαν τῆς ἀθῳότητος, τὴν ὁποίαν καὶ ὑψώνει εἰς τὴν θέσιν τοῦ συμβόλου. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη΄3).
Ἄλλοτε πάλιν, εἰς τὴν ἔρημον, ὅταν αἱ μητέρες ἔφεραν τὰ παιδιὰ των, διὰ νὰ τὰ εὐλογήσῃ, καὶ οἱ μαθηταὶ τὰς ἠμπόδιζον, ἤλεγξε τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐκάλεσε τὰ παιδιὰ νὰ ἔλθουν κοντὰ Του, διὰ νὰ τὰ περιβάλῃ ἀμέσως μὲ ὅλην Του τὴν θείαν στοργήν. Καὶ, στραφεὶς πρὸς τοὺς ἀποροῦντας μαθητὰς Του, εἶπε τὰ βαρυσήμαντα ἐκεῖνα λόγια: «τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Καὶ ὅταν κάποτε ἠθέλησε νὰ διδάξη, ὅτι δὲν πρέπει νὰ περιφρονοῦν οἱ ὀπαδοί Του κανένα, πῆρε στὰ χέρια Του ἕν παιδίον καὶ εἶπεν, ὅτι «ὅς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἐν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμέ δέχεται» (Ματθ. ιη΄ 5).
Μὴ παρασύρεσθε, ἤθελε νὰ εἴπῃ, ἀπὸ τὸν ὄγκον καὶ περιφρονεῖτε τὰ μικρὰ πλάσματα. Κάθε ἕνα παιδάκι εἶναι καὶ μία ἀθάνατη ψυχή, εἶναι καὶ ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγὼ τελικὰ θὰ σταυρωθῶ.
Καὶ ὅταν πάλιν εἰσήρχετο εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Βαΐων, ἀπὸ τὰ παιδικὰ στόματα ἠκούσθη ὁ καθαρώτερος ὕμνος, ποὺ προσέφερε τότε ἡ γῆ πρὸς τὸν Δημιουργὸν της, ὁ Ὁποῖος ἐνεφανίζετο χωρὶς λάμψιν καὶ δόρατα καὶ θριάμβους κοσμικῶν βασιλέων.
3. Τὰ μεγάλα χρέη μας πρὸς τὰ παιδιά.
Αὐτὴ ὑπῆρξε πρὸς τὰ παιδιὰ ἡ ἀγάπη τοῦ Σωτῆρος· τόσην τιμὴν ἔδωσεν εἰς τὴν ἡλικίαν τῆς ἀθῳότητος καὶ τῆς καθαρότητος. Ἑπομένως, ὄχι μόνον δὲν ἐπιτρέπεται ἡμεῖς οἱ μεγάλοι νὰ τὰ σκανδαλίζωμεν μὲ τὴν ζωήν μας καὶ τὸ κακόν μας παράδειγμα, ἀλλὰ, ἀντιθέτως, ὀφείλομεν νὰ στεκώμεθα μὲ πολλὴν προσοχὴν μπροστὰ στὴν κάθε παιδικὴ ψυχή, διότι μὲ τὰ ἁπλᾶ της μάτια ἀποτυπώνει μέσα στοὺς ἰδικούς της γαλανοὺς οὐρανούς, ὅ,τι ἡμεῖς τῆς προσφέρομεν. Καὶ εἶναι καταπληκτικὴ ἡ ταχύτης καὶ ἡ εὐαισθησία, μὲ τὴν ὁποίαν ἀντιγράφει καί, δυστυχῶς, μιμεῖται ἡ παιδικὴ ψυχὴ τὰ γεγονότα, ποὺ συμβαίνουν γύρω της.
Ἀδελφοί,
Ὅ,τι σπείρωμεν εἰς τὴν παιδικὴν ψυχήν, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσωμεν ὅλοι ἀργότερον. Ἄν τῆς φυτεύσωμεν κρίνα καὶ ἀρετάς, εὐτυχίαν καὶ γαλήνην θὰ θερίσωμεν. Ἄν ἀκάνθας καὶ κακίαν, θὰ τρυγήσωμεν πικρίαν καὶ θάνατον.
Χρέος μας εἶναι νὰ προστατεύσωμεν τὴν ἡλικίαν αὐτήν, ποὺ μὲ τόσες ἐλπίδες ἀντικρύζει τὴν ζωήν. Νὰ τὴ προστατεύσωμεν ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους.
Νὰ τὴν βοηθήσωμεν εἰς τὴν πτωχείαν της, τὴν στέρησιν, τὴν ὀρφάνια της, τὴν ἀσθένειά της. Στοργικοὶ προστάται της εἰς τὰς ὥρας, ποὺ χρειάζεται προστασίαν καὶ καλωσύνην καὶ στοργήν. Διὰ νὰ μὴ προχωρήσῃ εἰς τὴν ζωὴν μὲ τὸ παράπονο καὶ τὸ κλάμα ἀπὸ τὰ πρῶτα της βήματα. Ἠθική, ἑπομένως, καὶ ὑλικὴ προστασία.
Ἄς ἑνώσωμεν τὴν ψυχήν των μὲ τὸν Κύριον. Ἡ κατήχησις, ἡ ἁπλῆ, ἡ συνετή, ἡ στηριζομένη ἐπάνω εἰς τὰ διδάγματα τῆς χριστιανικῆς πείρας, πρέπει νὰ ἀρχίσῃ πολὺ ἐνωρίς. Πρὶν ὁ διάβολος προφθάσῃ νὰ σπείρῃ τὰ ζιζάνια τοῦ κακοῦ. Τὰ Κατηχητικὰ Σχολεῖα τῆς Ἐκκλησίας ἀποδείχθησαν σωτήρια μέσα χριστιανικῆς καὶ πολιτιστικῆς μορφώσεως τῆς νεότητος. Ἄς γράφουν κάποιοι φλυαρίες. Δὲν ξέρουν τὶ χρωστάει ἡ Ἑλλὰς κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια εἰς αὐτὸν τὸν θεσμόν. Δὲν ἠθέλησαν νὰ τὸ μάθουν ποτέ... Καὶ δι’ αὐτὸ ἔστρεψαν τελευταῖα τὰ πεπυρωμένα των βέλη κατὰ τοῦ ὡραίου αὐτοῦ θεσμοῦ. Κρῖμα! ...
Δὲν οἰκοδομοῦμεν τὴν εὐτυχίαν τῶν παιδιῶν μας, ἄν τοὺς δίδωμεν μόνον μόρφωσιν κοσμικήν, χωρὶς ταὐτοχρόνως νὰ θεμελιώνωμεν μέσα των τὴν πίστιν, τὴν ἀγάπην, τὴν εἰλικρίνειαν, τὴν ἁγνότητα τοῦ ἤθους, τὸ πνεῦμα τῆς ἀνωτερότητος καὶ τῆς θυσίας.
Ὁ Χριστὸς μόνον θεμελιώνει σταθερὰ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς τὸ πνεῦμα Του, ματαίως οἱ ἄνθρωποι θὰ προσπαθοῦν νὰ μορφώσουν προσωπικότητας. Θὰ κάμουν ἀριθμητικὰς μηχανάς, κινούμενα ἀνδρείκελα, ρομπότ, ἀλλὰ ἀνθρώπους μὲ ψυχὴν καλλιεργημένην καὶ ἰδανικὰ δὲν θὰ δημιουργήσουν ποτέ. Αὐτοὺς μόνον ὁ Θεὸς τοὺς δημιουργεῖ. Μόνον ὁ Θεός!
Ἀγαπητοί,
Ἡ σκηνὴ εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως. Εἶναι ἀπόγευμα Κυριακῆς. Ἐμφανίζετια μία κυρία μὲ τὸν μικρὸ της γυιό. Τοὺς ἐπλησίασε κάποιος, ποὺ ἐπωλοῦσε μπαλλόνια. Ἡ μητέρα ἀγόρασεν ἕνα ὡραῖο καὶ μεγάλο καὶ τὸ ἔδωσε στὸ παιδί της. Σὲ λίγο ἦλθαν κοντά τους δυὸ παιδάκια, πτωχά, καὶ ξυπόλητα, ποὺ κοίταζαν μὲ λαχτάρα τὸ ὡραῖο μπαλόνι. Ἡ κυρία τὰ ἐλυπήθηκε. Ἀγόρασε ἕνα δεύτερο καὶ τοὺς τὸ ἐχάρισε. Ἔφεξαν τὰ προσωπάκια των ἀπὸ χαρά. Τὴν εὐχαρίστησαν. Ἔτρεξαν χαρούμενα μὲ τὸ πολύτιμο δῶρο στὰ χέρια των. Ἀλλὰ... Κρῖμα. Ἡ κλωστὴ ἦταν κοντὴ καὶ τοὺς ἔφυγεν ἀπὸ τὰ χέρια. Καὶ τὸ ἀπογευματικὸ ἀεράκι ἐπῆρε τὸ μπαλλόνι των, ποὺ ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνῃ ψηλά. Ἐμαράθηκαν τὰ καϋμένα ἀπὸ τὸ πάθημά των. Μὲ βουρκωμένα μάτια κοιτοῦσαν τὸ ὄμορφο μπαλλόνι, ποὺ τοὺς ἔφυγε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τους.... Τόση λοιπὸν ἦταν ἡ χαρά των; Δυὸ λεπτά;
Καὶ σκέπτομαι: Πόσα πράγματα δίνομε στὰ παιδιά μας! Μόρφωσι, κοινωνικότητα, χρήματα, τίτλους....
Ἄν δὲν τοὺς μάθωμε νὰ κρατᾶμε γερὰ τὴν κλωστή, ὅλα αὐτὰ θὰ τοὺς φύγουν μίαν ἡμέρα...
Καὶ ἡ κλωστὴ εἶναι ἡ ἀρετή, ὁ Θεός!
Πόσα, ἆρά γε,παιδιὰ τὴν κρατᾶνε γερά; Πόσα;
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.96-101)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Κυριακή Ι΄ Ματθαίου. (Ματθ. ιζ΄ 14-23)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Μὲ καρδιὰ ματωμένη καὶ ψυχὴ τραυματισμένη ἀπὸ τὰ ἀδυσώπητο μαχαίρι τοῦ πόνου ἔρχεται ὁ δυστυχισμένος πατέρας πρὸς τὸν Κύριον. Σέρνει ἀπὸ τὸ χέρι ἕνα παιδί. Εἶναι ἀξιολύπητο. Μόνον γονεῖς, ποὺ εἶχαν τὴν πικρίαν νὰ κρατοῦν στὴν ἀγκαλιὰ των ἀτυχῆ καὶ ἀνάπηρα πλάσματα, μόνον αὐτοὶ ἠμποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν ἀκριβῶς τὸ ψυχικὸν δρᾶμα αὐτοῦ τοῦ πατέρα, ποὺ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ ἀντικρύζῃ κάθε ἡμέραν τὸ κωφὸν, τὸ ἄλαλον, τὸ ἀφρίζον, τὸ συναταρασσόμενον σπλάχνον του, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ νὰ τὸ ἀνακουφίσῃ, νὰ τὸ σώσῃ.
Γονυπετεῖ ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, «Δέομαί σου, ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν υἱόν μου». Λυπήσου με, Κύριε. Ἕνα τὸ ἔχω. Ἡ καρδιὰ μου κάθε στιγμὴ κομματιάζεται.
Καὶ ὁ Χριστὸς, ποὺ δὲν ἠρνεῖτο νὰ χαρίσῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν γαλήνην καὶ τὴν σωτηρίαν, διατάσσει τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ποὺ κατοικοῦσε στὸ δύστυχο παιδί, νὰ φύγῃ ἀμέσως. Ἔτσι καὶ ἔγινε. «Καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνῃς». Φαντάζεσθε τώρα τὴν χαρὰν τοῦ πατέρα, τὸν θαυμασμὸν τοῦ λαοῦ!
Ἡ θεραπεία αὐτή, ἀγαπητοί μου φανερώνει ἁπλῶς μίαν ἀπὸ τὰς ἀπείρους εὐλογίας ποὺ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Κύριον, γενικῶς πρὸς ὅλους, ξεχωριστὰ ὅμως πρὸς τὴν παιδικὴν ἡλικίαν.
Διότι εἰς τὸ θέμα τοῦ παιδιοῦ ἐσημειώθη ριζικὴ ἐπανάστασις ἐν σχέσει μὲ τὰς ἀντιλήψεις καὶ τὴν στάσιν, ποὺ ἔπαιρνεν ὁ προχριστιανικὸς κόσμος ἀπέναντί του.
Θὰ ἦτο πολὺ ὠφέλιμον νὰ παρακολουθήσωμεν μὲ συντομίαν τὴν ἀλλαγὴν αὐτὴν, ποὺ ἔφερεν ὁ Χριστιανισμός.
1.Μαχαίρι καὶ βάραθρον!
Δὲν χρειάζεται νὰ κάνωμεν μεγάλας ἐρεύνας, διὰ νὰ διαπιστώσωμεν πόσον τρομερὰ ἦτο ἡ κατάστασις τοῦ παιδιοῦ, πρὶν νὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος. Ἄν ἀνοίξῃ κανεὶς τοὺς παλαιοὺς συγγραφεῖς, καταλαμβάνεται ἀπὸ φρίκην καὶ ἀγανάκτησιν διὰ τὴν τακτικήν, ποὺ εἶχεν ὁ ἀρχαῖος κόσμος εἰς τὸ θέμα τῶν παιδιῶν. Ἀναφέρεται ἀπὸ πολλοὺς συγγραφεῖς, ὅτι μόλις τὸ παιδὶ ἐγεννᾶτο, τὸ ἔφερναν μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ πατέρα.
Ἐὰν ἐκεῖνος ἔσκυβε καὶ τὸ ἔπαιρνεν εἰς τὰ χέρια του, ἐσήμαινεν ὅτι ὁ πατέρας συμφωνοῦσε νὰ ζήσῃ τὸ παιδί του. Ἐὰν ὅμως ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπόν του, ἦταν σημάδι ὅτι τὸ βρέφος ἔπρεπε νὰ ἀποθάνῃ Τὸ ἔπαιρναν τότε τὸ δυστυχισμένο πλάσμα καὶ ἤ τὸ ἐπετοῦσαν στοὺς δρόμους καὶ στὶς χαράδρες, ὅπου τὰ ζῶᾳ καὶ ὄρνεα τὸ κατασπάρασσαν, ἤ τὸ ἔπνιγαν χωρὶς οἶκτον μὲ τὰ χέρια των.
Καὶ αὐτὰ, σημειώσατε, δὲν ἐγίνοντο μόνον εἰς τοὺς ἀπολιτίστους λαούς. Τὰ συναντᾷ κανεὶς καὶ εἰς τοὺς Ρωμαίους καὶ εἰς τοὺς Ἕλληνας, ποὺ ἐκαυχῶντο ὅτι ἦσαν περισσότερον πολιτισμένοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Εἰς τὴν παλαιὰν Ρώμην, συχνὰ τὸ πρωΐ, ἔβλεπε κανεὶς εἰς τοὺς δρόμους κάκκαλα μικρῶν παιδιῶν.
Τὴ νύκτα ἐπετοῦσαν οἱ γονεῖς τὰ σπλάχνα των καὶ τὰ ζῷα ἐξέσχιζαν τὰς σάρκας των καὶ ἄφηναν τὰ κοκκαλάκια των, ὡς δεῖγμα τῆς ἀνθρωπίνης ἀνθρωπίας καὶ κληρότητος!
Εἰς τὴν Σπάρτην εἶναι γνωστόν, ὅτι εἰς τὸν Ταΰγετον ἐρρίπτοντο τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν γερὰ καὶ ὡραῖα· εἶχαν τὸ ἀτύχημα νὰ γεννηθοῦν κάπως ἐλαττωματικὰ καὶ καχεκτικὰ ἔπρεπε νὰ ἀποθάνουν. Καὶ ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Λυκοῦργος καθώριζαν σαφῶς, ὅτι ἡ Πολιτεία ἔπρεπε νὰ καθαρίζῃ καὶ νὰ παετάῃ ὅ,τι περιττὸν καὶ ἀρρωστημένον ὑπῆρχε, διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ, δῆθεν, τὴν εὐδαιμονίαν. Καὶ ἦτο φρικτὸν νὰ βλέπῃ κανεὶς τὸν ἴδιον τὸν πατέρα νὰ σκοτώνῃ, χωρὶς καμμίαν συμπάθειαν, τὸ παιδί του, διότι δὲν ἦτο εὔρωστον καὶ ὡραῖον.
Σημειῶστε, ὅτι αὐτὰ ἐγίνοντο ἀκόμη καὶ εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ Κυρίου καὶ μετὰ ταῦτα, διότι διεσώθησαν διαμαρτυρίαι χριστιανῶν Ἀπολογητῶν, οἱ ὁποῖοι καυτηριάζουν μὲ δριμύτητα τὴν ἀπανθρωπίαν τῶν συγχρόνων των. Ἕνας θαρραλέος μαχητὴς τοὺς ἔλεγε: «Μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια βλέπω, ἄλλοτε νὰ ρίπτετε τὰ παιδιὰ σας εἰς τὰ ὄρνεα καὶ ἄλλοτε νὰ τὰ στραγγαλίζετε καὶ νὰ τὰ πνίγετε μὲ τὰ χέρια σας...».
Τρομερά, ἀλήθεια, διαστροφὴ καὶ θηριωδία!
Ἐὰν τώρα, ἐκτὸς αὐτῶν, προστεθῆ καὶ ἡ συνήθεια, ποὺ εἶχαν οἱ ἐθνικοί, νὰ πωλοῦν τὰ παιδιὰ των, διὰ λόγους χρημάτων, καὶ νὰ κάνουν τὸ φρικτὸν ἀνθρώπινον ἐμπόριον, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς εἰς ποίαν κατάπτωσιν εὑρῆκεν ὁ Κύριος καὶ εἰς τὸ θέμα αὐτὸ τὸν κόσμον. Καὶ ἦσαν τόσο βαθειὰ ριζωμένες αὐτὲς οἱ συνήθειες, ὥστε ἐχρειάσθη τόσος κόπος καὶ τόσοι αἰῶνες, διὰ νὰ παύσῃ ἡ ἀπαίσια αὐτὴ κατάστασις. Τί νὰ εἴπῃ, ἔπειτα, κανεὶς διὰ τὰς φρικώδεις θυσίας, ποὺ προσέφεραν οἱ ἀνατολικοὶ λαοὶ εἰς τὸν θεὸν Μολώχ; Ἐπάνω εἰς τὰ πυρακτωμένα χέρια τοῦ ἀγάλματος ἄφηναν τὰ ἀθῷα καὶ ἀνυπεράσπιστα παιδιὰ των αἱ μητέρες, αἱ ὁποῖαι τὰ προσέφεραν ὡς θυσίαν εἰς τὸν αἱμοχαρῆ καὶ ἀχόρταγον θεὸν των...
Εἰς μιαν τοιαύτην κοινωνίαν, τόσον σκληρὰν καὶ διεφθαρμένην, ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς στοργῆς.
2. «...Τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἔτσι, ἀπέναντι εἰς τὴν σκληρότητα καὶ ἀναλγησίαν τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, ὕψωσεν ὁ Κύριος τὴν σημαίαν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος. Ἐξύψωσε τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἔκαμε παιδὶ τοῦ Θεοῦ, κληρονόμον τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Καὶ διὰ νὰ λαμπρύνῃ περισσότερον τὴν παιδικὴν ἡλικίαν, ποὺ περιφρονοῦσεν ὁ παλαιὸς κόσμος, σαρκώνεται ὁ ἴδιος, γίνεται ἄνθρωπος, ἐμφανίζεται μὲ τὴν μορφὴν τοῦ νηπίου τῆς Βηθλεέμ, αὐξάνει καὶ προκόπτει καθ’ ὅλα τὰ χρόνια τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, καταπλήσσει τοὺς διδασκάλους τοῦ Ἰσραὴλ ἐντὸς τοῦ Ναοῦ μόλις 12 ἐτῶν, καὶ ἐξαγιάζει ἔτσι τὴν ἡλικίαν τῆς ἀθῳότητος, τὴν ὁποίαν καὶ ὑψώνει εἰς τὴν θέσιν τοῦ συμβόλου. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη΄3).
Ἄλλοτε πάλιν, εἰς τὴν ἔρημον, ὅταν αἱ μητέρες ἔφεραν τὰ παιδιὰ των, διὰ νὰ τὰ εὐλογήσῃ, καὶ οἱ μαθηταὶ τὰς ἠμπόδιζον, ἤλεγξε τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐκάλεσε τὰ παιδιὰ νὰ ἔλθουν κοντὰ Του, διὰ νὰ τὰ περιβάλῃ ἀμέσως μὲ ὅλην Του τὴν θείαν στοργήν. Καὶ, στραφεὶς πρὸς τοὺς ἀποροῦντας μαθητὰς Του, εἶπε τὰ βαρυσήμαντα ἐκεῖνα λόγια: «τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Καὶ ὅταν κάποτε ἠθέλησε νὰ διδάξη, ὅτι δὲν πρέπει νὰ περιφρονοῦν οἱ ὀπαδοί Του κανένα, πῆρε στὰ χέρια Του ἕν παιδίον καὶ εἶπεν, ὅτι «ὅς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἐν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμέ δέχεται» (Ματθ. ιη΄ 5).
Μὴ παρασύρεσθε, ἤθελε νὰ εἴπῃ, ἀπὸ τὸν ὄγκον καὶ περιφρονεῖτε τὰ μικρὰ πλάσματα. Κάθε ἕνα παιδάκι εἶναι καὶ μία ἀθάνατη ψυχή, εἶναι καὶ ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγὼ τελικὰ θὰ σταυρωθῶ.
Καὶ ὅταν πάλιν εἰσήρχετο εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Βαΐων, ἀπὸ τὰ παιδικὰ στόματα ἠκούσθη ὁ καθαρώτερος ὕμνος, ποὺ προσέφερε τότε ἡ γῆ πρὸς τὸν Δημιουργὸν της, ὁ Ὁποῖος ἐνεφανίζετο χωρὶς λάμψιν καὶ δόρατα καὶ θριάμβους κοσμικῶν βασιλέων.
3. Τὰ μεγάλα χρέη μας πρὸς τὰ παιδιά.
Αὐτὴ ὑπῆρξε πρὸς τὰ παιδιὰ ἡ ἀγάπη τοῦ Σωτῆρος· τόσην τιμὴν ἔδωσεν εἰς τὴν ἡλικίαν τῆς ἀθῳότητος καὶ τῆς καθαρότητος. Ἑπομένως, ὄχι μόνον δὲν ἐπιτρέπεται ἡμεῖς οἱ μεγάλοι νὰ τὰ σκανδαλίζωμεν μὲ τὴν ζωήν μας καὶ τὸ κακόν μας παράδειγμα, ἀλλὰ, ἀντιθέτως, ὀφείλομεν νὰ στεκώμεθα μὲ πολλὴν προσοχὴν μπροστὰ στὴν κάθε παιδικὴ ψυχή, διότι μὲ τὰ ἁπλᾶ της μάτια ἀποτυπώνει μέσα στοὺς ἰδικούς της γαλανοὺς οὐρανούς, ὅ,τι ἡμεῖς τῆς προσφέρομεν. Καὶ εἶναι καταπληκτικὴ ἡ ταχύτης καὶ ἡ εὐαισθησία, μὲ τὴν ὁποίαν ἀντιγράφει καί, δυστυχῶς, μιμεῖται ἡ παιδικὴ ψυχὴ τὰ γεγονότα, ποὺ συμβαίνουν γύρω της.
Ἀδελφοί,
Ὅ,τι σπείρωμεν εἰς τὴν παιδικὴν ψυχήν, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσωμεν ὅλοι ἀργότερον. Ἄν τῆς φυτεύσωμεν κρίνα καὶ ἀρετάς, εὐτυχίαν καὶ γαλήνην θὰ θερίσωμεν. Ἄν ἀκάνθας καὶ κακίαν, θὰ τρυγήσωμεν πικρίαν καὶ θάνατον.
Χρέος μας εἶναι νὰ προστατεύσωμεν τὴν ἡλικίαν αὐτήν, ποὺ μὲ τόσες ἐλπίδες ἀντικρύζει τὴν ζωήν. Νὰ τὴ προστατεύσωμεν ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους.
Νὰ τὴν βοηθήσωμεν εἰς τὴν πτωχείαν της, τὴν στέρησιν, τὴν ὀρφάνια της, τὴν ἀσθένειά της. Στοργικοὶ προστάται της εἰς τὰς ὥρας, ποὺ χρειάζεται προστασίαν καὶ καλωσύνην καὶ στοργήν. Διὰ νὰ μὴ προχωρήσῃ εἰς τὴν ζωὴν μὲ τὸ παράπονο καὶ τὸ κλάμα ἀπὸ τὰ πρῶτα της βήματα. Ἠθική, ἑπομένως, καὶ ὑλικὴ προστασία.
Ἄς ἑνώσωμεν τὴν ψυχήν των μὲ τὸν Κύριον. Ἡ κατήχησις, ἡ ἁπλῆ, ἡ συνετή, ἡ στηριζομένη ἐπάνω εἰς τὰ διδάγματα τῆς χριστιανικῆς πείρας, πρέπει νὰ ἀρχίσῃ πολὺ ἐνωρίς. Πρὶν ὁ διάβολος προφθάσῃ νὰ σπείρῃ τὰ ζιζάνια τοῦ κακοῦ. Τὰ Κατηχητικὰ Σχολεῖα τῆς Ἐκκλησίας ἀποδείχθησαν σωτήρια μέσα χριστιανικῆς καὶ πολιτιστικῆς μορφώσεως τῆς νεότητος. Ἄς γράφουν κάποιοι φλυαρίες. Δὲν ξέρουν τὶ χρωστάει ἡ Ἑλλὰς κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια εἰς αὐτὸν τὸν θεσμόν. Δὲν ἠθέλησαν νὰ τὸ μάθουν ποτέ... Καὶ δι’ αὐτὸ ἔστρεψαν τελευταῖα τὰ πεπυρωμένα των βέλη κατὰ τοῦ ὡραίου αὐτοῦ θεσμοῦ. Κρῖμα! ...
Δὲν οἰκοδομοῦμεν τὴν εὐτυχίαν τῶν παιδιῶν μας, ἄν τοὺς δίδωμεν μόνον μόρφωσιν κοσμικήν, χωρὶς ταὐτοχρόνως νὰ θεμελιώνωμεν μέσα των τὴν πίστιν, τὴν ἀγάπην, τὴν εἰλικρίνειαν, τὴν ἁγνότητα τοῦ ἤθους, τὸ πνεῦμα τῆς ἀνωτερότητος καὶ τῆς θυσίας.
Ὁ Χριστὸς μόνον θεμελιώνει σταθερὰ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς τὸ πνεῦμα Του, ματαίως οἱ ἄνθρωποι θὰ προσπαθοῦν νὰ μορφώσουν προσωπικότητας. Θὰ κάμουν ἀριθμητικὰς μηχανάς, κινούμενα ἀνδρείκελα, ρομπότ, ἀλλὰ ἀνθρώπους μὲ ψυχὴν καλλιεργημένην καὶ ἰδανικὰ δὲν θὰ δημιουργήσουν ποτέ. Αὐτοὺς μόνον ὁ Θεὸς τοὺς δημιουργεῖ. Μόνον ὁ Θεός!
Ἀγαπητοί,
Ἡ σκηνὴ εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως. Εἶναι ἀπόγευμα Κυριακῆς. Ἐμφανίζετια μία κυρία μὲ τὸν μικρὸ της γυιό. Τοὺς ἐπλησίασε κάποιος, ποὺ ἐπωλοῦσε μπαλλόνια. Ἡ μητέρα ἀγόρασεν ἕνα ὡραῖο καὶ μεγάλο καὶ τὸ ἔδωσε στὸ παιδί της. Σὲ λίγο ἦλθαν κοντά τους δυὸ παιδάκια, πτωχά, καὶ ξυπόλητα, ποὺ κοίταζαν μὲ λαχτάρα τὸ ὡραῖο μπαλόνι. Ἡ κυρία τὰ ἐλυπήθηκε. Ἀγόρασε ἕνα δεύτερο καὶ τοὺς τὸ ἐχάρισε. Ἔφεξαν τὰ προσωπάκια των ἀπὸ χαρά. Τὴν εὐχαρίστησαν. Ἔτρεξαν χαρούμενα μὲ τὸ πολύτιμο δῶρο στὰ χέρια των. Ἀλλὰ... Κρῖμα. Ἡ κλωστὴ ἦταν κοντὴ καὶ τοὺς ἔφυγεν ἀπὸ τὰ χέρια. Καὶ τὸ ἀπογευματικὸ ἀεράκι ἐπῆρε τὸ μπαλλόνι των, ποὺ ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνῃ ψηλά. Ἐμαράθηκαν τὰ καϋμένα ἀπὸ τὸ πάθημά των. Μὲ βουρκωμένα μάτια κοιτοῦσαν τὸ ὄμορφο μπαλλόνι, ποὺ τοὺς ἔφυγε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τους.... Τόση λοιπὸν ἦταν ἡ χαρά των; Δυὸ λεπτά;
Καὶ σκέπτομαι: Πόσα πράγματα δίνομε στὰ παιδιά μας! Μόρφωσι, κοινωνικότητα, χρήματα, τίτλους....
Ἄν δὲν τοὺς μάθωμε νὰ κρατᾶμε γερὰ τὴν κλωστή, ὅλα αὐτὰ θὰ τοὺς φύγουν μίαν ἡμέρα...
Καὶ ἡ κλωστὴ εἶναι ἡ ἀρετή, ὁ Θεός!
Πόσα, ἆρά γε,παιδιὰ τὴν κρατᾶνε γερά; Πόσα;
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.96-101)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου