Κήρυγμα εις την Κυριακή του Ασώτου υιού
Ἀπό τήν περασμένη Κυριακή
βρισκόμαστε ἤδη στόν ἑορταστικό κύκλο τοῦ Πάσχα. Σήμερα, δεύτερη Κυριακή
τοῦ Τριωδίου, διαβάζεται στή θεία Λειτουργία ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου
υἱοῦ. Οἱ Κυριακές αὐτές τοῦ Τριωδίου, καί οἱ τέσσερις, πρίν ἀπό τή
Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί οἱ πέντε τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι σάν
βαθμίδες μιᾶς πνευματικῆς κλίμακας, πού μᾶς ἀνεβάζει πρός τή μεγάλη
ἑορτή. Ἀφοῦ τήν Κυριακή τοῦ τελώνη καί τοῦ φαρισαίου πήραμε γιά ἐφόδιο
στήν πνευματική μας πορεία γιά τό ἅγιο Πάσχα τήν ταπεινοφροσύνη, σήμερα,
Κυριακή τοῦ ἀσώτου, συμπληρώνουμε τίς ὁδοιπορικές ἀποσκευές μας μέ τή
μετάνοια. Χωρίς ταπεινοφροσύνη δέν μετανοοῦμε καί χωρίς μετάνοια δέν
σωζόμαστε. Τά δύο πρῶτα σκαλοπάτια στήν κλίμακα τῆς πνευματικῆς προκοπῆς
εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ μετάνοια.
Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ εἶναι
ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Συμπύκνωση τῆς διδασκαλίας τῶν
τεσσάρων Εὐαγγελίων εἶναι ἡ παραβολή πού εἶπε ὁ θεῖος Διδάσκαλος, γιά νά
διδάξει τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο· ὁ Θεός μακροθυμεῖ
καί περιμένει, δέχεται καί συγχωρεῖ τόν ἀποστάτη ἄνθρωπο, πού μετανοεῖ
καί ἐπιστρέφει. Αὐτό πρέπει νά τό ξέρωμε καλά καί ὅσοι, σάν τό νεώτερο
γιό, ξεφύγανε ἀπό τή θεία κηδεμονία καί πῆραν τόν κακό δρόμο, καί ὅσοι,
σάν τόν πρεσβύτερο, πιστέυουν πώς εἶναι δίκαιοι καί ἀναμάρτητοι. Πάντα
ὑπάρχει ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς καί πάντα μένει τό χρέος τῆς συγγνώμης.
Ἐπάνω καί ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί ἀπό τούς δίκαιους εἶναι ὁ Θεός,
Πατέρας ὅλων, «ὁ τούς δικαίους ἀγαπῶν καί τούς ἁμαρτωλούς ἐλεῶν».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶπε τήν
παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ πρός τούς φαρισαίους καί τούς γραμματεῖς, πού
διεγόγγυζαν καί ἔλεγαν ὅτι «οὗτος ἁμαρτωλούς προσδέχεται καί συνεσθιεῖ
αὐτοῖς». Μπορεῖ νά ἦσαν αὐτοί δίκαιοι, ἄν γίνεται ἄνθρωπος νά εἶναι
ἀναμάρτητος, καί οἰ τελῶνες νά ἦσαν πραγματικά ἁμαρτωλοί· μά ποιός
μπορεῖ νά ξέρει πώς βλέπει καί κρίνει ὁ Θεός καί ποιός δέν τό ἔμαθε ὅτι ὁ
υἱός τοῦ ἀνθρώπου «ἦλθεν ἁμαρτωλούς σῶσαι»; Ἀπιστία δέν εἶναι μόνο νά
ἀρνῆσαι ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει, ἀλλά καί νά βλέπεις τό Θεό μέσα στά
ἀνθρώπινα μέτρα· νὰ πιστεύεις δηλαδή πώς ὁ Θεός εἶν’ ἕνας ἄνθρωπος, μέ
αὐξημένα σέ μέγιστο καί τέλειο βαθμό τά φυσικά καί ἠθικά ἰδιώματα. Κάθε
ἄνθρωπος μέ σωστά τά λογικά του πιστεύει πώς ὁ Θεός ὑπάρχει, μά κανένας
δέν ξέρει νά πεῖ τί ὁ Θεός εἶναι· ὅλοι δεχόμαστε μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη
καί πιστεύομε ὅ,τι ἐκεῖνος μᾶς ἀποκαλύπτει καί μᾶς λέγει γιά τόν ἑαυτό
του, δηλαδή πώς εἶναι πατέρας.
Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς τοῦ
ἀσώτου υἱοῦ εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός ἀνέχεται, βλέποντας τά παιδιά του νά
ἀποστατοῦν· νά φεύγουν, νά ζοῦν ἀσώτως καί νά θαροῦν πώς ὁ Πατέρας δέν
τά βλέπει· νά σπαταλοῦν τήν πατρική περιουσία, νά φθείρονται καί νά
ἐξαθλιώνονται, νά πεινᾶνε καί νά κοιμοῦνται μέ τούς χοίρους. Ὁ Θεός
περιμένει, ξέροντας πώς ὁ καθένας, ὅσο κι ἄν φθαρεῖ, ὅσο κι ἄν ξεπέσει,
μέσα του κρατάει τή συνείδηση πώς εἶναι ἄνθρωπος καί τήν ἐνθύμηση τοῦ
πατρικοῦ σπιτικοῦ. Φτάνει νά μήν πέσει σέ ἀπόγνωση καί χάσει τήν ἐλπίδα
γιά τή σωτηρία του· φτάνει νά μήν πεῖ πώς δέν ὑπάρχει πιά γι’ αὐτόν ὁ
Πατέρας, ὅταν ὁ Θεός ἔχει πεθάνει μέσα του, νά μήν πεῖ πώς ὁ Θεός πέθανε
καί δέν ὑπάρχει. Ἀλλιῶς, βλέποντας τήν κατάντια του, μήν ξεχνώντας πώς
εἶναι ἄνθρωπος, ξέροντας πώς ὁ Πατέρας περιμένει, σέ μιά στιγμή, σάν και
νά ξυπνάει ἀπό λήθαργο, βάζει μιά φωνή, πού εἶναι πρόσταγμα στόν ἑαυτό
του· «ἀναστάς, πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου»!
Ὁ Πατέρας, πού ἀνέχεται καί
περιμένει, ὅταν ξαναγυρίζει ὁ ἄσωτος, τόν ὑποδέχεται καί τόν
ἀποκατασταίνει· τόν βλέπει γιά πεθαμένο, πού ξανάζησε καί γιά χαμένο,
πού βρέθηκε. Κι ἄν ὁ ἄνθρωπος φτάνει νά χάσει τόν ἐαυτό του καί νά μήν
ξέρει πιά τί εἶναι, ὁ Θεός ξέρει πάντα τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, πού
ἐκεῖνος τόν ἔπλασε καί τόν προίκησε μέ χαρίσματα μοναδικά μέσα στά ἄλλα
του δημιουργήματα. Γι’ αὐτό καί πολύ λυπεῖται ὁ Θεός, ὅταν χάνεται ὁ
ἄνθρωπος καί πολύ χαίρει μαζί μέ ὅλους τους ἀγγέλους, ὅταν μετανοεῖ καί
ἐπιστρέφει. Ὅταν ὁ ἄσωτος ξαναβρίσκει τόν ἑαυτό του καί ξαναγυρίζει στό
πατρικό σπίτι, τότε πραγματικά ἀνασταίνεται. Ἀνάσταση εἶναι ὁ γυρισμός
τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔφυγε ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτή τήν ἀνάσταση, ὁ
Θεός ὄχι μόνο περιμένει, ἀλλά καί γίνεται ἄνθρωπος, καί παίρνει ἐπάνω
του τόν ἄνθρωπο καί πεθαίνει ὡς ἄνθρωπος καί ἀνασταίνεται ὡς Θεός, γιά
νά ἀναστήσει μαζί του τόν ἄνθρωπο.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ποιός φτάνει καί μπορεῖ νά
καταλάβει τό μεγάλο τοῦτο μυστήριο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου;
Ὁ Θεός γνωρίζει τί εἶναι καί πόσο ἀξίζει ὁ ἄνθρωπος, γι’ αὐτό καί κάνει
τά πάντα γιά νά τόν σώσει. Ποιός θά λυπηθεῖ γι’ αὐτό καί θά
διαμαρτυρηθεῖ; Μόνο ὅποιος, πού πιστεύει πώς εἶναι δίκαιος καί πώς δέν
τοῦ χρειάζεται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ· ὅποιος, πού δέν ξέρει πόσο πάντα
ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος· ὅποιος, πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του καί δέν
χαίρει, ὅταν ἀνασταίνεται ὁ νεκρός καί βρίσκεται ὁ χαμένος. Γι’ αὐτό, κι
ὅταν πέσουμε, ἄς μή θαροῦμε πώς ὁ Θεός δέν εἶναι πιά γιά μᾶς· κι ὅταν
εἴμαστε τάχα δίκαιοι, ἄς μή θαροῦμε πώς ὁ Θεός εἶναι μόνο γιά μᾶς. Ὁ
Θεός εἶναι Πατέρας, πού «ἀνατέλλει τόν ἥλιον αὐτοῦ ἐπί πονηρούς καί
ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Τώρα, λοιπόν, στό δρόμο
γιά τό ἅγιο Πάσχα καί γιά τήν μεγάλη ἑορτή τῆς ἀνάστασης, οἱ δῆθεν
δίκαιοι μέ ταπεινοφροσύνη καί οἱ ἁμαρτωλοί μέ μετάνοια ἄς ἀρχίσουμε τήν
πορεία τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεός Πατέρας μᾶς περιμένει καί τό πατρικό σπίτι, ἡ
Ἐκκλησία, μᾶς χωράει ὅλους. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου