Ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς ἐώρακε τὸ Φῶς τοῦ κόσμου
«Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.» (Ἰωάν., 8, 12).
«ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.» (Ἰωάν., 9, 5).
Τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, εἶναι τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς, εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς καὶ Δημιουργὸς καὶ Σωτήρας ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Μεγάλη ἀναστάτωση καὶ ἔντονη ἀναταραχὴ προκάλεσε ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Κύριό μας. Ἑνὸς ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τυφλὸς ὥστε να φανερωθεῖ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ μας μέσα ἀπὸ αὐτόν. Ἑνὸς ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος «καταδικασμένος» ἀπὸ τὴν ἀναπηρία του τὸ μόνο ποὺ κατάφερνε νὰ κάνει ἦταν νὰ ἐπαιτεῖ, νὰ ζητιανεύει.
Αὐτὸς ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος δὲν γνώρισε ποτὲ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας οὔτε τὰ ἀστέρια τῆς νύχτας, δὲν ἀντίκρυσε ποτὲ τὴν λάμψη τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἤλιου οὔτε θαύμασε τὴν ὀμορφιὰ τῆς δύσης του, δὲν χόρτασε ποτὲ τὸ γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ γαλαζοπράσινο τῆς θάλασσας οὔτε τὸ τρέξιμο τοῦ νεροῦ στὶς πηγὲς καὶ στὰ ρυάκια ἢ στὰ ποτάμια, δὲν γνώρισε ποτὲ τὸ χρῶμα τοῦ χώματος οὔτε καὶ τὰ ποικίλα χρώματα τῶν καρπῶν καὶ τῶν ἀνθῶν. Αὐτὸς ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος ἀγνοοῦσε τὸ πράσινο, τὸ κίτρινο, τὸ κόκκινο, τὸ μπλέ, τὸ σχῆμα, τὴν ὄψη, τὴν μορφὴ τῆς Δημιουργίας· ὅμως… Αὐτὸς ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος συνάντησε τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς, τὸν Χριστό μας!
Αὐτὸς ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος συνάντησε τὸν Δημιουργό του, Ἐκεῖνον ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ ἀνάσταινε τὸν Λάζαρο τετραήμερον ἐκ τοῦ τάφου, Ἐκεῖνον ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ εἰσερχόταν θριαμβευτικὰ στὴν Ἱερουσαλήμ, Ἐκεῖνον ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ νικοῦσε τὸν θάνατο διὰ τοῦ θανάτου καὶ θὰ Ἀνασταινόταν ἐκ νεκρῶν γιὰ νὰ μᾶς συναναστήσει μαζί Του.
Ἐκεῖνος λοιπόν, Ὁ δι’ Οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, ὁ Χριστός μας, μᾶς δείχνει πὼς εἶναι καὶ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος, δημιούργησε πηλὸ καὶ τὸν τοποθέτησε στὴν θέση τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν στέλνει νὰ νιφτεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.
Ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς, παρὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει, τρέχει στὴν κολυμβήθρα, κάποιοι πιθανὸν τὸν βοηθοῦν καὶ φτάνει, ρίχνει τὸ νερὸ στὸ πρόσωπό του, στὰ καινούργια μάτια του, καὶ τὰ λαμπυρίσματα τοῦ φωτὸς στὸ νερὸ γίνονται τώρα διακριτά, βλέπει τὸ καθρέφτισμα τοῦ προσώπου του στὸ νερό. Ἀλήθεια εἶναι, βλέπει! Βλέπει! Ναὶ βλέπει!
Τώρα ὁ πρώην τυφλὸς τρέχει νὰ συναντήσει τὸν Ποιητὴ τῶν ὀφθαλμῶν του, καὶ τώρα βλέπει, βλέπει τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, βλέπει τὰ χρώματα, βλέπει τὰ πρόσωπα τῶν συνανθρώπων του καὶ ἀνάμεσά τους ἀναζητᾶ Ἐκεῖνον, τὸν Δημιουργό του, ὅμως… Ὅσοι τὸν γνώριζαν, ὅσοι τὸν ἔβλεπαν, ὅσοι τὸν βοηθοῦσαν, ὅταν πρὶν λίγο ἐπαιτοῦσε, ἀναστατώνονται. Εἶναι αὐτός, εἶναι ἄλλος, εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει;
Μᾶς ἐνέπαιζε τόσο καιρό; Πῶς γίνεται ἕνας ἐκ γενετῆς τυφλὸς νὰ βλέπει;
Καὶ ἡ ἡμέρα ἦταν Σάββατο.
Ἐγὼ εἶμαι ἀπαντᾶ ὁ θεραπευμένος τυφλός, καὶ ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς μὲ θεράπευσε βάζοντάς μου πηλὸ στὰ μάτια καὶ λέγοντάς μου νὰ νιφτῶ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ μοῦ δημιούργησε ὀφθαλμοὺς καὶ τώρα βλέπω, ναὶ βλέπω!
Ἄλλοι τὸν πίστεψαν καὶ ἄλλοι ὄχι. Ὅλοι μαζὶ ὅμως τὸν ὁδήγησαν στοὺς Φαρισαίους καὶ αὐτοί, ταραγμένοι, βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ ξεκινήσουν ἕνα παράτυπο δικαστήριο μὲ σκοπὸ νὰ διαβάλουν καὶ νὰ καταδικάσουν Ἐκεῖνον ποὺ τολμᾶ νὰ θεραπεύει τὸ Σάββατο, γιατὶ τὶ αξία ἔχει τάχατες ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὸ Σάββατο; Μάταια ὁ θεραπευμένος τυφλὸς τοὺς ἐξηγεῖ ξανὰ καὶ ξανὰ τὸ πῶς θεραπεύτηκε. Κανεὶς δὲν φαίνεται νὰ συγκινεῖται ἀπὸ τὴν θεραπεία τοῦ τυφλοῦ ἐκ γενετῆς.
Ἔννοια ὅλων μοιάζει νὰ εἶναι, καὶ εἶναι, νὰ κατηγορηθεῖ Ἐκεῖνος.
Φώναξαν καὶ τοὺς γονεῖς τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔδειξαν νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ παιδιοῦ τους καὶ προτίμησαν νὰ τὸ ἀφήσουν μόνο του μπροστὰ στοὺς Φαρισαίους παρὰ νὰ κατηγορηθοῦν καὶ αὐτοὶ ὅτι ὑπερασπίζονται Ἐκεῖνον ποὺ θεράπευσε τὸ παιδί τους καὶ νὰ γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Μόνος καὶ στέρεος ὑποστηρικτὴς Ἐκείνου ὁ θεραπευμένος ἐκ γενετῆς τυφλός, καὶ ὅταν οἱ Φαρισαῖοι κατάλαβαν ὅτι δὲν τὰ βγάζουν πέρα μαζί του τὸν κατηγόρησαν ὡς ἐκ γενετῆς ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν πέταξαν ἔξω.
«Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.» (Ἰωάν., 9, 35–38).
Ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς ἐώρακε τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς, καὶ πίστεψε καὶ προσκύνησε τὸν Χριστό μας. Καὶ ὁ δεσμοφύλακας τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα, στὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀκούγοντας τὸν Παῦλο νὰ τοῦ λέει: «Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου.», ἐώρακε τὸ Φῶς τοῦ κόσμου καὶ πίστεψε καὶ προσκύνησε τὸν Χριστό μας.
Ἐμεῖς ἀδελφοί μου λέγοντες τούτη τὴν περίοδο: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον, Κύριον, Ἰησοῦν τὸν μόνον ἀναμάρτητον…» λέμε ἄραγε ἀλήθεια ἢ ἀπλὰ λέμε κάτι ἀπὸ συνήθεια;
Ἀς γρηγοροῦμε ἀδελφοί μου καὶ ἀς ἀγωνιζόμαστε νὰ κρατᾶμε ἀνοιχτοὺς τοὺς Ὀφθαλμοὺς τῆς Δημιουργίας, μέσα ἀπὸ τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν συγχωρητικότητα, τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἀγάπη, καὶ ἔτσι πάντα νὰ βλέπουμε τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς, τὸν Χριστό μας, καὶ σὰν ἔτοιμοι ἀπὸ καιρὸ πάντα νὰ λέμε: Πιστεύω Κύριε· καὶ πάντα νὰ Τὸν προσκυνοῦμε.
π. Ἐφραὶμ Ντέτσικας
Ἐφημέριος ἐνορίας Περιβλέπτου
Πόλεως Ἰωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου