Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΛΟΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΣΗ
Ἁγιος Φιλάρετος Μόσχας
«Καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πράξεις 1, 10-11)
Μοῦ φαίνεται περίεργο πού ἐσεῖς, ἄνθρωποι τοῦ φωτός, θὰ ἔπρεπε νὰ ρωτήσετε αὐτοὺς τοὺς Γαλιλαίους γιατί στάθηκαν κοιτάζοντας πρὸς τὸν οὐρανό. Τί μποροῦσαν ἄλλο νὰ κάνουν ἀπὸ τὸ νὰ κοιτάζουν στὸν οὐρανό, ὅπου ὁ Ἰησοῦς εἶχε μόλις ἀναληφθεῖ, ὅπου εἶχε μεταφερθεῖ ὁ θησαυρός τους, ὅπου εἶχαν μετατεθεῖ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ χαρά τους καὶ ὅπου ἡ ζωὴ τους εἶχε ἐξαφανιστεῖ;
Ἐὰν ἐκείνη τὴν ὥρα κοιτοῦσαν στὴ γῆ, θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς ρωτήσουν, ὅπως καὶ ὅλους τούς ὀπαδοὺς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού βλέπουν στὴ γῆ μὲ μεροληπτικὸ μάτι: Γιατί κοιτᾶτε στὴ γῆ; Τί μπορεῖ νὰ ψάχνετε στὴ γῆ, ἀπὸ τότε πού ὁ μόνος δικός της καὶ δικός σας θησαυρός, βρέθηκε στὴ Βηθλεέμ, ἁπλώθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἰουδαία καὶ τὴν Σαμάρεια, πέρασε ἀπὸ τὰ χέρια διεστραμμένων ἀνθρώπων στὴ Γεσθημανῆ, τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν Γολγοθᾶ, κρύφτηκε κάτω ἀπὸ μιὰ πέτρα στὸν κῆπο τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, καὶ τώρα ἐπὶ τέλους ἐπάρθη καὶ μετετέθη στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ οὐρανοῦ; Σᾶς εἶπαν, καὶ ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι, ὅτι «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἐσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».Ἔτσι, ἐὰν ὁ θησαυρὸς σας εἶναι στὸν οὐρανό, τότε καὶ ἡ καρδιὰ σας πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖ. Καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ πρέπει νὰ κατευθύνονται τὰ βλέμματά σας, οἱ σκέψεις καὶ οἱ ἐπιθυμίες σας.
Οἱ «δύο ἄνδρες ἐν ἐσθῆτι λευκῇ», οἱ ὁποῖοι ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἐμφανίστηκαν στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ρώτησαν γιατί στέκονταν κοιτάζοντας στὸν οὐρανό, ἦταν και οἱ ἴδιοι, ἀναμφίβολα, κάτοικοι τοῦ οὐρανοῦ.
Ἑπομένως δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ τοὺς δυσαρεστοῦσε ἤ ὅτι ἐπιθυμοῦσαν νὰ κατευθύνουν τὸ βλέμμα ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων τῆς Γαλιλαίας ἀλλοῦ. Ὄχι. Ὅταν εἶπαν: «τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν;» ἐπιθυμοῦσαν μόνο νὰ βάλουν ἕνα τέλος στὴν ἀδρανῆ κατάπληξη τῶν Ἀποστόλων. Ἔχοντάς τους ἀφυπνίσει ἀπὸ τὴν κατάπληξή τους, τοὺς φέρνουν σὲ περισυλλογὴ καὶ τοὺς διδάσκουν, καθὼς καὶ σέ μᾶς, μὲ τί λογῆς σκέψεις πρέπει νὰ κοιτάζουμε πρὸς τὸν οὐρανό, ἀκολουθώντας τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀνῆλθε ἐκεῖ. «Οὗτος ὁ Ἰησοῦς», πρόσθεσαν, «οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν».
Ἂν καὶ ὁ Κύριός μας εἶχε φανερωθεῖ πολλὲς φορὲς μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του στοὺς Ἀποστόλους, καὶ γινόταν πάλι ἄφαντος, κι ἔτσι τοὺς εἶχε συνηθίσει ὡς ἕνα βαθμὸ σὲ αὐτὲς τὶς θαυμαστὲς φανερώσεις Του, ὡστόσο, ὅταν χωρίστηκε ἀπὸ αὐτοὺς στὸ ὅρος τὸ καλούμενον Ἐλαιῶνος, δὲν ἀποσύρθηκε ἁπλῶς ἀπὸ αὐτούς, οὔτε ἔγινε ἄφαντος, ἀλλά ἀνελθών ὁρατῶς πάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα ἔγινε ἀόρατος μόνο ἐξ αἰτίας τῆς ἀνύψωσής Του σὲ ἄπειρο ὕψος ἀπὸ αὐτούς. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἀμφιβολία ὅτι αὐτὸς ὁ νέος τρόπος ἀποσύρσεως φάνηκε μοναδικὸς στοὺς Ἀποστόλους, καί ἐξαιρετικὰ σημαντικός, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν προηγούμενή τους ἐμπειρία τῶν θαυμάτων.
Παρατήρησαν τότε τὴν ἀκριβῆ ἐκπλήρωση τῶν λόγων Του, πού ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ τοὺς εἶχε διηγηθεῖ: «ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν, καὶ θεόν μου καὶ θεὸν ὑμῶν». Δὲν μποροῦσαν παρὰ νὰ συμπεράνουν ὅτι ἐκεῖνες οἱ χαρούμενες ἐπισκέψεις Του, ἐκεῖνες οἱ διδακτικὲς συζητήσεις μαζί Του, ἐκείνη ἡ ἁπτή ἐπικοινωνία ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ στὴν Θεία Του ἀνθρωπινότητα στὴ διάρκεια τῶν σαράντα ἡμερῶν, τελείωσαν ἐκείνη τὴ στιγμή. Ὅταν οὔτε χέρι οὔτε φωνὴ μποροῦσε πλέον νὰ Τὸν κρατήσουν, «ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανόν πορευομένου αὐτοῦ». Καταλαβαίνουμε τὸ μέγεθος τῆς ἀπώλειας πού πρέπει νὰ ἔνιωσαν οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴν ἀνάληψη στὸν οὐρανὸ τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦταν τὸ πᾶν γι’ αὐτοὺς ἐπί τῆς γῆς. Καὶ εἶναι αὐτὴ ταύτη ἡ ἀπώλεια γιὰ τὴν ὁποία οἱ οὐράνιες δυνάμεις σπεύδουν νὰ τοὺς παρηγορήσουν, ὅταν τοὺς λένε ὅτι «οὗτος ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἀναληφθείς ἀφ’ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανὀν, οὕτως ἐλεύσεται».
Χριστιανοί, ἐὰν γνωρίσατε καθόλου τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἐὰν «γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος», ἀσφαλῶς πρέπει λίγο-πολὺ νὰ ἔχετε καταλάβει πόσο ἄδειος εἶναι ὁ κόσμος χωρὶς Αὐτόν, καὶ νὰ νιώθετε πόσο ἄδεια εἶναι ἡ καρδιὰ σας ὅταν εἶναι ἀπών Ἐκεῖνος. Κι ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι. Διότι ὅλα τὰ ἐν τῷ κόσμῳ δὲν εἶναι παρὰ «ματαιότης ματαιοτήτων», καὶ ἡ ματαιότητα δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν καρδιά, τὴν δημιουργημένη γιὰ τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἀλήθεια, «ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ σαρ-
κικὴ ἐπιθυμία ἐστι», ἑνὸς ἀντικειμένου, ἡ ἕλξη σαρκικῆς ἐπιθυμίας, ὑπὸ διάφορες μορφές. Καὶ καθὼς «ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ», ἤ μὲ ἄλλα λόγια, τὰ πράγματα πού συνεγείρουν τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία ἐξαφανίζονται, ἔτσι ὅσο μεγάλος κι ἂν εἶναι ὁ κόσμος, ὅση ποικιλία κι ἂν ἔχουν τὰ ὡραῖα του πράγματα, ὅσο ἄφθονες κι ἂν εἶναι οἱ πηγὲς τῶν ἀπολαύσεών του, δὲν μποροῦν νὰ γεμίσουν τὸ μικρὸ σκεῦος τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ἡ ὁποία ὄντας ἀθάνατη, μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μόνο μὲ ἀθάνατη ζωή. Ἐάν, ἔχοντας αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ κενοῦ τῶν κτισμάτων, σοῦ φαίνεται πώς ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀλήθειά σου, ἡ ζωή, ἡ ἐπιθυμία σου καὶ ἡ ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐπιθυμιῶν σου, ἀποσύρθηκε ἀπὸ σένα, ἔκρυψε τὸ πρόσωπό Του καὶ σὲ ἄφησε ὄχι μόνο χωρὶς ἀνάπαυση, ἀλλά καὶ σὲ δοκιμασία, ὄχι ἁπλῶς μονάχο, ἀλλά καταμεσῆς τῶν ἐχθρῶν τῆς σωτηρίας σου, ἂν τὸ ἀνήσυχο βλέμμα σου δὲν μπορεῖ νὰ διαπεράσει τὰ σύννεφα πού καλύπτουν τὸν οὐρανό, καὶ οἱ ἀνεξιχνίαστοι ὁδοὶ τοῦ Ὑψίστου δὲν σοῦ προσφέρουν παρὰ ἀβεβαιότητα, τότε λάβε ἀπὸ τὶς οὐράνιες δυνάμεις τὸν λόγο τὸν πλήρη δυνάμεως, πού μπορεῖ νὰ πληρώσει τὸ κενό της καρδιᾶς σου, νὰ φωτίσει τὴ θλίψη σου, νὰ βάλει τέλος στὴ μοναξιά, νὰ φωτίσει τὸ σκοτάδι, νὰ ἄρει κάθε ἀβεβαιότητα καὶ νὰ ἀφυπνίσει τὸ πνεῦμα σου μὲ ἐλπίδα πού δὲν εἶναι ἀπατηλὴ ἤ φθαρτή. Αὐτὸς ὁ Ἴδιος Ἰησοῦς, «ὅστις διέστη ἀπό σοῦ εἰς τὸν οὐρανόν», θὰ ἔρθει.
Καὶ γι’ αὐτὴν τὴν ἴδια παραμυθητικὴ καὶ λυτρωτικὴ μαρτυρία τῆς μέλλουσας Ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου, οἱ οὐράνιοι ἀγγελιαφόροι προσθέτουν κάποιες πληροφορίες, ὡς πρὸς τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ Ἔλευση. Μᾶς λένε, ὅτι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου θὰ γίνει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀνεχώρησε, ἤ μᾶλλον ἀνελήφθη, «οὕτως ἐλεύσεται ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν». Ἀσφαλῶς οἱ οὐράνιοι ἀγγελιαφόροι δὲν μιλοῦν ἄσκοπα, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς τὰ γήινα ὄντα μερικὲς φορές, ἀλλά μὲ ἁπλά λόγια παραδίδουν ἕνα μεγάλο δίδαγμα σὲ ἐκείνους πού εἶναι προσεκτικοί. Ἂς προσέξουμε κι ἐμεῖς.
«Οὕτως ἐλεύσεται ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν». Θεωρώντας τὰ γεγονότα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ στὸν οὐρανό, μποροῦμε πρῶτα νὰ παρατηρήσουμε τὴν εὐλογία πού ἔδωσε τότε στοὺς Ἀποστόλους «καὶ ἐγένετο», λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἀναλήψεώς Του στὸν οὐρανό, καὶ τοῦ ἀποχωρισμοῦ ἀπό τούς ἐκλεκτούς Του, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος θὰ τὸ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη τῶν Μαθητῶν Του ὅταν «ἔλθη ἐν δόξῃ», καὶ συναντώντας τους πάλι θὰ τοὺς προσκαλέσει σὲ ἐνεργὸ συμμετοχὴ στὴ βασιλεία Του, καθὼς «τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου».
Πόσο ἀτέλειωτη ἡ ροὴ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ πού ἀποκαλύπτεται ἔτσι σ’ ἐμᾶς, χριστιανοί! Ὁ Κύριος ἀρχίζει μὲ μιὰ εὐλογία, καὶ πρὶν ὁλοκληρωθεῖ, ἀνέρχεται στὸν οὐρανὸ «ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν». Ἔτσι, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψή Του, συνεχίζει ἀοράτως νὰ μεταδίδει τὴν εὐλογία Του. Ρέει καὶ κατέρχεται ἀσταμάτητα στοὺς Ἀποστόλους. Μέσῳ αὐτῶν διαχέεται σὲ αὐτοὺς πού ἐκεῖνοι εὐλογοῦν εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνοι πού ἔλαβαν τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ μέσῳ τῶν Ἀποστόλων, τὴν δίδουν σὲ ἄλλους. Κι ἔτσι ὅλοι ὅσοι ἀνήκουν στὴν Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία γίνονται μέτοχοι τῆς μίας εὐλογίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Πατέρα Του, «τοῦ εὐλογήσαντος ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικὴ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ». «Ὡς δρόσος Ἀερμώνἡ καταβαίνουσα ἐπὶ τὰ ὄρη Σιών», ἔτσι καὶ ἡ εὐλογία τῆς εἰρήνης κατέρχεται σὲ κάθε ψυχὴ πού σηκώνεται πάνω ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἡδονές, πάνω ἀπὸ τὴν ματαιότητα καὶ τὶς μέριμνες τοῦ κόσμου. Σὰν μιὰ ἀνεξίτηλη σφραγίδα, σφραγίζει αὐτοὺς πού ἀνήκουν στὸ Χριστό, μὲ τέτοιο τρόπο πού στὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ τοὺς καλέσει μὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο σημεῖο ἀπὸ τὸ μέσον ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, λέγοντας: «Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι!»
Καὶ τώρα, ἀδελφοί μου, ἂς ἐξετάσουμε, πόσο ἀπαραίτητο εἶναι γιὰ μᾶς νὰ προσπαθήσουμε νὰ κερδίσουμε καὶ νὰ διατηρήσουμε τὴν εὐλογία αὐτὴ τοῦ Ἀναληφθέντος Κυρίου, πού κατέρχεται σὲ μᾶς μέσῳ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν τὴν λάβαμε καὶ τὴν διατηρήσαμε, θὰ κληθοῦμε, στὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἁγίους, νὰ συμμετάσχουμε στὴ Βασιλεία Του: «Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι!» Ἂν ὅμως, ὅταν καλέσει τοὺς «εὐλογημένους τοῦ Πατρός Του», δὲν βρεθεῖ ἡ εὐλογία αὐτὴ σέ μᾶς, ἤ βρεθοῦμε νὰ ἔχουμε μόνο τὴν ψεύτικη εὐλογία τῶν ἀνθρώπων πού δὲν ἔχουν οἱ ἴδιοι κληρονομήσει τὴν εὐλογία τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς διὰ τῆς Χάριτος ἐν τοῖς Μυστηρίοις, τότε τί θὰ ἀπογίνουμε; Σᾶς λέγω λοιπόν, ἂς ἐξετάσουμε καὶ ἂς σκεφτοῦμε σοβαρὰ πάνω σὲ αὐτὸ ὅσον καιρὸ ἀκόμα μποροῦμε.
Ἕνα ἄλλο γεγονὸς πού πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ στὴν Ἀνὰληψη τοῦ Κυρίου, ὅταν φανταζόμαστε ἐν ἑαυτοῖς τὸν προσδοκώμενο ἐρχομό Του, εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἀνελήφθη παρουσίᾳ τῶν Ἀποστόλων, ὁρατῶς καὶ ἐπισήμως. «Καὶ βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν». Τί εἴδους νεφέλη; Μιὰ νεφέλη φωτὸς καὶ δόξης, σὰν ἐκείνη πού κάποτε ἐπισκίασε τὴ σκηνὴ τοῦ Μωυσῆ καὶ τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Ἐκεῖ εἶδαν τὴ δόξα, ἀλλά ὄχι τὸν Κύριο τῆς δόξης. Κατόπιν Τὸν εἶδαν πάλι, ὅμως ὄχι ἐν τῇ δόξῃ Του. Κι ἔτσι δὲν Τὸν ἀναγνώρισαν, μήτε Τὸν δόξασαν. Ὅμως ἐδῶ, μήτε ἡ δόξα ἔκρυψε τὸν Δεδοξασμένο μήτε ὁ Δεδοξασμένος ἔκρυψε τὴν δόξα Του. Οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν τὴ δόξα τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου. Τὴν εἶδε καὶ τὴν ἄκουσε καὶ ὁ Προφήτης, ὅταν ἀναφώνησε πανηγυρικά: «Ἀνέβη ὁ θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» Ἔτσι ὅταν οἱ οὐράνιοι κήρυκες ἀνήγγειλαν σὲ μᾶς ὅτι Ἐκεῖνος θὰ ἔλθει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πού τὸν εἴδαμε νὰ ἀνέρχεται στὸν οὐρανό, μᾶς ἔδωσαν μὲ τοῦτο τὸν τρόπο νὰ καταλάβουμε ὅτι θὰ ἔλθει ὁρατῶς καὶ πανηγυρικῶς. Αὐτὸ προεῖπε ὁ Κύριος καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό Του, «ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ ἔλθη ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ».
Ἔτσι ἐπίσης καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἐξηγοῦν ὅτι «αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σὰλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ». Ὅμως γιὰ ποιὸ λόγο, μπορεῖ νὰ σκεφτοῦν μερικοί, χρειάζεται νὰ ἐπισημάνουμε αὐτὲς τὶς λεπτομέρειες, πού κατὰ τὰ φαινόμενα προορίζονται νὰ διεγείρουν περισσότερο τὴν περιέργεια, παρὰ νὰ προσφέρουν κάποια διδαχή; Διότι ἐδόθη ἡ προφητεία, ὅτι μποροῦμε νὰ χωρίσουμε καὶ νὰ δεχτοῦμε μὲ τὴν πίστη, ἕνα γεγονὸς πού ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ποιὸς δὲν θὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἔνδοξο Ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη κι ἂν δὲν γνώρισε προηγουμένως τὶς λεπτομέρειες γιὰ τὴν Ἔλευσή Του; Μὴν βιάζεστε, ἀγαπητοί μου, νὰ συμπεράνετε ὅτι αὐτὲς οἱ λεπτομέρειες δὲν εἶναι ἀπαραίτητες. Ὄχι! οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἄγγελοι, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, δὲν μᾶς λένε τίποτα γιὰ χάρη μόνο τῆς περιέργειας, ἀλλά κάθε λέξη εἶναι πρὸς διδαχή. Ὅτι ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι ὁρατὴ καὶ ἐπίσημη, μᾶς τὸ ἔχουν πεῖ, ἐπειδὴ θὰ ὑπάρξουν κι ἐκεῖνοι πού θὰ μᾶς ποῦν τὸ ἀντίθετο, ὅταν ἕνα πνεῦμα ἀπάτης θὰ ἀποσταλεῖ στοὺς ἀνάξιους, ἄπιστους καὶ διεφθαρμένους χριστιανούς. «Θὰ ἔλθη ἡ ὥρα», ἤ ὁ καιρὸς τῆς δοκιμασίας (ἴσως «εἶναι τώρα») «ὅτε θέλουν ὑμῖν εἴπη. Ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστὸς ἤ ὧδε! Ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστι! Ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις!»
Ἰδού, εἶναι μαζί μας, λένε οἱ αἱρετικοί, πού ἔχοντας ἀφήσει τὴν πόλη τοῦ Θεοῦ, τὴν πνευματικὴ Ἱερουσαλήμ, τὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δὲν φεύγουν στὴν πραγματικὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπή, ἀλλά σὲ μιὰ πνευματικὴ καὶ σωματικὴ ἔρημο, ὅπου δὲν ὑπάρχει οὔτε ὑγιὲς δόγμα, οὔτε ἡ ἁγιότης τοῦ μυστηρίου, οὔτε καλὲς ἀρχὲς ἰδιωτικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς. Ἰδού, Ἐκεῖνος εἶναι μαζί μας, λένε αὐτοὶ πού τρέφουν μυστικὰ τὴν αἵρεση, δείχνοντας τὶς κρυφὲς δυνάμεις τους, ὡσὰν ὁ ἥλιος νὰ μὴν μποροῦσε νὰ δώσει τὴ λάμψη του παρὰ μόνο κάτω ἀπὸ γῆ, ἤ σὰν νὰ μὴν ἦταν ὁ Κύριος ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος εἶπε καὶ ἐνέτειλε: «Ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί. Καὶ ὅ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων».
Ὅταν ἀκούσετε τέτοιες κραυγὲς καὶ ψιθύρους, θυμηθεῖτε, χριστιανοί, τὴν ἀγγελικὴ φωνὴ καὶ τὸ κήρυγμά της ἀναφορικὰ μὲ τὸν ἀναληφθέντα Κύριο: «οὕτως ἐλεύσεται ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν», καὶ ὁρατῶς καὶ πανηγυρικῶς. Καὶ γι’ αὐτό, «ἐὰν τὶς ὑμῖν εἴπῃ. Ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστὸς ἤ ὧδε, μὴ πιστεύσητε». Οὔτε βίαιες κραυγὲς οὔτε ὕπουλοι ψίθυροι μοιάζουν μὲ τὴν φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου ἤ τὴν σάλπιγγα τοῦ Θεοῦ. «Μὴν προχωρήσετε» στὰ βήματα ἐκείνων πού θὰ σᾶς φωνάξουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κυρίου. Μείνετε στὶς θέσεις σας, καὶ προφυλάξτε τὴν πίστη σας, μέχρι τὸν πραγματικό, δοξασμένο καὶ πανηγυρικὸ ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ τρίτο ἀξιοσημείωτο περιστατικὸ σὲ σχέση μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου εἶναι ὅτι ἦταν ἀπρόσμενη καὶ ἀπρόβλεπτη ἀπό τούς μαθητές Του. Συνέβη, ἀπ’ ὅσο μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἀπὸ τὶς σύντομες διηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων, κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπο: Ἔχοντας ἐμφανιστεῖ στοὺς μαθητὲς στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπως εἶχε κάνει πολλὲς φορὲς πρίν, καὶ ὅταν περπατοῦσε μαζί τους, συζητοῦσε, ὡς συνήθως, γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἐπικείμενη κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω τῆς Ἱερουσαλήμ, ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χείρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν». Ὄχι μόνον δὲν τοὺς πληροφόρησε μὲ τὴν θέλησή Του γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός, μὰ καὶ ὅταν Τὸν ρώτησαν γιὰ τὸν χρόνο τῶν μεγάλων γεγονότων τῆς Βασιλείας Του, ἀρνήθηκε ρητὰ νὰ τοὺς δώσει τὴν πληροφορία πού ἐπιθυμοῦσαν «εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἔστι γνῶναι χρόνους ἤ καιροὺς οὖς ὁ Πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ». Ἡ ἄρνησή Του νὰ γνωστοποιήσει τοὺς χρόνους καὶ τοὺς καιρούς, προφανῶς σχετίζεται ἐπίσης μὲ τὸν χρόνο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ συνδέεται εἰδικὰ μὲ αὐτήν.
Προηγουμένως εἶχε προειδοποιήσει τοὺς μαθητές Του, πόσο ἀπρόσμενο θὰ ἦταν αὐτὸ τὸ γεγονός, συγκρίνοντάς το μὲ ἀστραπή, πού εἶναι στὴ φύση ἡ πιὸ ἐντυπωσιακὴ στιγμὴ τοῦ αἰφνίδιου: «Ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Καὶ μὲ τὸν ἲδιο τρόπο τὸ ἐξηγεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος: «Ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται». Ἀπὸ τὸ ἲδιο τὸ ἀπροσδόκητο τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος διατυπώνει γιά μᾶς, χριστιανοί, μιὰ σωτήρια προειδοποίηση: «Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποία ὥρα ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται». Μὴν ὁδηγηθεῖτε μακριά, χριστιανοί, ἀπὸ τὴν περιέργεια, ἤ τὴν εὐπιστία, ὅταν, σκεφτόμενοι νὰ γνωρίσετε περισσότερα ἀπὸ ὅσα ὁ Χριστὸς ἐδέησε νὰ παραχωρήσει σὲ ἐκείνους νὰ γνωρίσουν, μετρᾶτε τὶς μέρες τῆς Βασιλείας Του, καθορίζοντας τὸν χρόνο τῆς προσδοκώμενης ἐλεύσεώς Του: «οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι τοὺς χρόνους ἤ τοὺς καιρούς». Προσπαθῆστε μᾶλλον νὰ γνωρίσετε τὶς ἁμαρτίες σας, νὰ μετρήσετε τὶς παραβάσεις σας, καὶ νὰ ζητήσετε νὰ τὶς περιορίσετε μὲ τὴν μετάνοια.
Πάνω ἀπ’ ὅλα, νὰ προσέχετε, ὅταν ἀκοῦτε τοὺς βλάσφημους, νὰ λένε, ὅπως προεῖπε καὶ ὁ Ἀπόστολος: «Ποῦ ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία τῆς παρουσίας αὐτοῦ; ἀφ’ ἧς οἱ πατέρες ἐκοιμήθησαν, πάντα οὕτω διαμένει ἀπ’ ἀρχῆς κτίσεως». Προσὲξετε, μήπως τὰ σκοτεινὰ ὄνειρα αὐτῶν τῶν τέκνων τοῦ κόσμου, ποὺ κλείνουν τὰ μάτια τους στὸ φῶς τοῦ μέλλοντος κόσμου, σκοτεινιάσουν τὶς καρδιές σας, τυφλώσουν τοὺς ὀφθαλμούς σας, ἤ βυθίσουν στὸν ὕπνο τὸ πνεῦμα σας, μέχρι νὰ ἔρθει ἡ πολυπόθητη καὶ φοβερὴ ὥρα, «ὅτε ἡ ἡμέρα Κυρίου ἥξει ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ».
«Διό, ἀγαπητοί, ταῦτα προσδοκῶντες, σπουδάσατε ἄσπιλοι καὶ ἀμώμητοι αὐτῷ εὑρεθῆναι ἐν εἰρήνῃ». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου